Κεφάλαιο 31°
Είχε τόση υγρασία σε εκείνο το αποθηκακι που μόλις άνοιγες τη πόρτα , η μπόχα έβγαινε από μέσα. Ειδικά μετά από βροχή, γινόταν ακόμα πιο ανυπόφορη. Κοίταξε τριγύρω, μπήκε και άρχισε να βγάζει προσεκτικά τα εργαλεία που είχε στο τοίχο. Έπειτα έπιασε ένα τούβλο, και το τραβηξε.
Εχωσε βαθιά το χέρι, και βγάζοντας το, κρατούσε ένα τετράδιο. Ένα μισοκαμμενο σημειωματάρι.
Το έλεγξε και έπειτα αφού βεβαιώθηκε πως ήταν εντάξει, το ξαναεβαλε στη θέση του και σφράγισε τη πέτρα. Ίσως ήταν ιδανικό για τη περίσταση. Ίσως και όχι... Στο κάτω κάτω, ο γάμος δεν είχε φτάσει ακόμα...
***************************
Έκλεισε τα βαριά, σχεδόν ετοιμόρροπα παντζούρια. Άναψε μια λάμπα λαδιού και κάθισε βάζοντας τα χέρια στα γόνατα.
Το μετάνιωσε αλλά πλέον ηταν πολύ αργά και το κακό είχε ήδη γίνει...
Βέβαια δε φανταζόταν τίποτα από αυτά όταν έστειλε το γράμμα στο συμβολαιογράφο. Πως θα μπορούσε όμως να πεθάνει , χωρίς να πάρει μια στάλα εκδίκησης; Σε εκείνη τη γη, λίγο η πολύ, όλοι έπαιρναν στο τέλος αυτό που τους όριζε η μοίρα σωστά; Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει πια. Παρά να περιμένει. Πισωγυρισμα δεν είχε..
Κάθισε. Έβγαλε ένα μπουκάλι με κρασί που είχε κρατήσει από το οινοποιείο και το άνοιξε. Ήταν τόσο έντονη η μυρωδιά. Από εκείνα τα κρασιά που έμοιαζαν με αίμα... Ήπιε και έπειτα σηκώθηκε.
****************************
Τη βοήθησε να σηκωθεί μα όχι εντελώς. Ίσα που πάτησε τα πόδια της στο πάτωμα. "Μανούσο καλά είμαι ... Δε χρειάζεται" το μάλωσε σαν έσκυψε να της δώσει τις παντόφλες. Είχε βέβαια αρκετές γρατσουνιές και μελανιές στα χέρια αλλά εσωτερικά για καλή της τύχη δεν είχε κάποιο σοβαρό τραύμα. Η πόρτα αν και μισοφαγωμενη, τη κράτησε καλά από το βράχο που έπεσε από τη σκέπη.
"Πως έγινε; Με ενημέρωσε ο παπάς πως έπεσαν τα βράχια και εσύ βρισκοσουν εκεί μέσα σε ένα σπίτι. Μου είπε πως σε έβγαλε έξω .." ο Μανούσος έκανε μια παύσηα συνέχισε "ο μεγάλος γιος των Φραγκιάδων, ο Ορέστης"
"Ποιος με έβγαλε;" απόρησε πιάνοντας τα μηνίγγια της.
"Αμάν βρε Αρετή. Όλο σε μπελάδες μπλέκεις κορίτσι μου. Τι γίνεται; Τόσο πολύ σε αγάπησαν κι εκείνοι;" Της είπε χαμογελαστός υπονοώντας τον εαυτό του "Το μόνο που μετράει είναι πως είσαι καλά. Κι αν θα δω ποτέ το μεγάλο Φραγκιά στο διάβα μου, αυτό θα το θυμάμαι.. Πως κατέληξες εκει; Και πως είναι δυνατόν να τριγυρίζεις μόνη στο βουνό; Έχεις ιδέα πόσο επικίνδυνα είναι; "
"Δεν άντεχα άλλο μέσα στο σπίτι. Ήθελα απλά λιγάκι αέρα. Έπειτα η καταιγίδα άρχισα, και μετά θυμάμαι να μπουμπουνιζει.. φοβήθηκα, έπειτα άκουσα ένα μεγάλο θόρυβο και ένιωσα το σπίτι να τρέμει.. η οροφή τσακίστηκε και λιποθύμησα."
"Άγιο είχες...Έλα, θα σε βοηθήσω να κατέβουμε προς τα κάτω , θα βάλω ένα ζεστό να βράζει και θα σου πω τα ευχάριστα!"
"Ευχάριστα;" ρώτησε υποβασταζομενη από το μπράτσο του .
"Ναι.. Αποφάσισα πως αφού δε φεύγεις από το σπίτι, και αφού κανείς δεν έρχεται, και αφού από ότι βλέπω όλο πας και μπλέκεις, να μείνω εδώ μαζί σου!" της ανακοίνωσε χωρίς καμία δυσκολία και μάλιστα είχε ένα χαμόγελο τεράστιο στα χείλη...
**********************
Πήγε στο σταύλο, περπάτησε ως τη τελευταία πόρτα και κοίταξε το άλογο του. "Σε ξέχασα τις τελευταίες μέρες. Τα πόδια σου πρέπει να έβγαλαν ρίζες. Άιντε... Έλα να σε πάω βόλτα" ο Στυλιανός ήταν πολύ στεναχωρημένος. Μα το σπίτι δεν τον χωρούσε διόλου. Ο Ορέστης ακόμα δεν είχε επιστρέψει και δεν έφτανε αυτό , αλλά τον είδε διώξει κι όλας το προηγούμενο βράδυ όταν πήγε στο σπίτι της Αρετής.
Τα είχε χαμένα. Δεν ήξερε τι πραγματικά να πιστέψει... Πως ο Ορέστης έτρεφε αισθήματα για την Αρετή; Η μήπως τα έκανε όλα από το μίσος; Μα ποιο μίσος σηκώνει πέτρες σαν να ήταν πούπουλα ;
Καβάλησε το άλογο και βγαίνοντας από τη πύλη του αρχοντικού είδε τη Μαρία να περπατάει προς το σπίτι.
Έδωσε με τα πόδια μια ώθηση στο άλογο και ανέβασε ταχύτητα μέχρι που έφτασε πλάι της.
"Πως και δε βγάζεις τα προικιά σου; " ρώτησε
"Καλημέρα Στυλιανέ..." Απάντησε με δισταγμό "Είναι εδώ ο Ορέστης; Ήθελα να τον δω... Στάλα δε φάνηκε ..." το ύφος της , ήταν στενάχωρο. Και ο Στυλιανός δεν ήταν κανένας βλάκας.
"Σε ξέρω από μικρούλα. Πάντοτε ήσουν παράδειγμα για κάθε θηλυκό του χωριού. Μην είσαι έτσι θλιμμένη Μαρία μου. Τον ξέρεις τον Ορέστη... Υπάρχουν μέρες που απλά κλειδώνεται στον εαυτό του. Σε λίγο θα έχουμε γάμους και χαρές. Στόλισε το πρόσωπο σου, και μη σε νοιάζει για κάτι άλλο..." της είπε παρά την εσωτερική του κάψα. Μα δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τι να της έλεγε; Πως νόμιζε οτι ο αδερφός του έτρεφε αισθήματα για κάποια άλλη; Δεν ήταν στο χαρακτήρα του.
"Το ξέρω Στυλιανέ μα... Μα έχει αλλάξει τελευταία... Σταμάτησε να με καρτερει... Φοβήθηκα πως η καρδιά του ίσως χτύπησε για άλλη γυναίκα. Δε θα σου κρυφτώ.. την είδα. Είναι πανέμορφη... Και κοίταξε εμένα..." Ο Στυλιανός αναστεναξε και κατέβηκε από το άλογο.
"Βρε Μαρία μου..." είπε σιγανα σαν την είδε να σκυβει το κεφάλι "Τι είναι αυτά που λες... Δεν υπάρχει θηλυκό με την ομορφιά σου και το ξέρεις... Μη σκέφτεσαι τέτοια πράγματα ... Είναι αμαρτία. Άιντε.. τράβα στο σπίτι σου και άπλωσε τα προικιά σου..."
"Εντάξει... Και με συγχωρείς. Δεν έπρεπε να σε γεμίσω λέξη. Ίσως απλά αγχώθηκα...δε ξέρω..." Του χαμογέλασε γλυκά κι εκείνος άπλωσε το χέρι στα μαλλιά της. Πήρε μια τούφα και την έβαλε πίσω από το αυτί.
"Έτσι μπράβο... Και μη ξεχνάς, πως είναι πολλά τα χρόνια για να σβήσουν τόσο βιαστικά.. εντάξει; Άσε το μυαλουδακι σου να χαρεί. Αυτό σου αρμόζει..." Η Μαρία του χαμογέλασε με δισταγμό και επειτα γύρισε τη πλάτη της, τον αποχαιρέτησε και έφυγε.
"Στα πα δε στα πα;" Πετάχτηκε μέσα από τα χόρτα ο Λευτέρης και ο Στυλιανός αγριεψε ... "Πως ακόμα και να υπήρχε, δε θα τολμαγες ποτέ..." του είπε και φτιάχνοντας καλύτερα το "σαμάρι" που είχε στη πλάτη, κίνησε για το αρχοντικό. Ο Στυλιανός σκαρφάλωσε πάνω στο άλογο και βγάζοντας μια φωνή , άρχισε να τρέχει προς το δάσος...
Μα είχε δίκιο ο Λευτέρης όταν του πέταξε εκείνη τη μπιχτη στο χωράφι...
Ο Στυλιανός έκανε πίσω γιατί ποτέ δεν είχε τη τόλμη. Η τουλάχιστον είχε, μα την έχασε... Τότε που ήταν ακόμα πιτσιρίκι. Τότε που έβλεπε να παντρεύονται οι μεγάλοι και πήγε κρυφά στο σπίτι της Μαρίας , τη βρήκε να παίζει στην αυλή, και δίνοντας της το σαρίκι τη ζήτησε σε γάμο. Μα εκείνη, ήτανε μόλις 11. Ιδέα δεν είχε... Τρόμαξε , έφυγε και έκτοτε δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά σε αυτό το γεγονός... Σαν να το είχε ξεχάσει.
Κι αν έμεινε απαντρευτος ήταν γιατί η πρώτη του αγάπη, θα παντρευόταν πλεον το ίδιο του αίμα.
Πάντα έκανε πίσω ο Στυλιανός σε όλα μεγαλώνοντας... Όχι από φόβο για τον Ορέστη, μα από θαυμασμό. Γιατί κατά βάθος, ήξερε πως δε θα είχε τα κοτσια ποτέ για να διεκδικήσει όπως το έκανε εκείνος. Πάραυτα όμως ο σεβασμός και η αγάπη του , ήταν τεράστια. Και αυτά τα δύο, τα έβαζε πιο πάνω από κάθε γυναίκα.
Γιατί όμως τον πόνεσε τόσο πολύ το πρόσωπο της Μαρίας; Τόσα χρόνια είχε συνηθίσει... Έμαθε να τη βλέπει σαν αδερφή του...
Ίσως γιατί την είδε να πονάει και όχι να χαμογελάει...σκέφτηκε και χτύπησε ακόμα πιο δυνατά τα πόδια στο άλογο...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top