Κεφάλαιο 3°

Στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό της και αναστεναξε. "Αυτός ο Φραγκιάς, δεν είναι σαν τους άλλους κόρη μου... Είσαι σίγουρη ; Δε θέλω να σε δω στα μαύρα σε λίγα χρόνια..." Θυμήθηκε τα λόγια της μάνας της όταν τους ανακοίνωσε πως ο Ορέστης θα πάει να τη ζητήσει. "Είναι καλός. Σωστός και τίμιος, μα είναι άγριος . Δεν έχει σταματημό. Αν καταφέρει να εντοπίσει έστω και ίχνος Ραΐση θα γίνει φονικό..."

Η Μαρία κούνησε το κεφάλι για να διώξει κάθε κακή σκέψη και ντύθηκε. Δεν τόλμησε ούτε στις φίλες της να πει πως δεν περίμεναν μέχρι το γάμο. Πως θα τολμούσε άλλωστε ; Όσο δεμένες και να ήταν, κάθε μια από αυτές φύλαγε τη παρθενιά της για τον άντρα της. Όλες είχαν ήδη παντρευτεί κι εκείνη έμεινε τελευταία...
Η Μαρία ,ήταν η πιο μεγάλη  στη παρέα, όλες όμως ήξεραν το λόγο που δεν είχε παντρευτεί νωρίτερα...Δεν υπήρχε άνθρωπος σε κείνο το χωριό που να μη γνώριζε πως ήταν η "γυναίκα" του μεγάλου Φραγκιά. Έχοντας 6 χρόνια διαφορά με τον Ορέστη, ο οποίος είχε πατήσει τα 35, τον περίμενε καρτερικά μέχρι να νιώσει έτοιμος. Συνήθως οι γάμοι γινόντουσαν γρήγορα στο χωριό. Τα κορτσουδια παντρεύονταν από τα 20 και κάθε μία από αυτές ήταν "σταμπαρισμενη" από το γαμπρό. Αυτό βοηθούσε ώστε να αποφεύγονται και οι παρεξηγήσεις...

Ο Ορέστης όμως, είχε βαρύ φορτίο στη πλατη του. Ο πατέρας του είχε μείνει ανάπηρος τα τελευταία 12 χρόνια και εκείνος ανέλαβε σχεδόν τα πάντα σαν μεγαλύτερος. Αν και ήταν συνολικά 4 αδέρφια, τρεις άντρες και μια γυναίκα, εκείνος ήταν ο καταλληλότερος. Όχι μόνο σαν μεγαλύτερος μα και σαν πιο δυνατός. Ένα βλέμμα του ήταν αρκετό για εξηγήσει όσα ήθελε να πει χωρίς να βγάλει λέξη. Η Μαρία από παιδί τον είχε ερωτευτεί. Προσπαθούσε να βρει τρόπο μεγαλώνοντας να τον πλησιάσει μα κι εκείνος δε πήγαινε πίσω. Η ομορφιά της, μεγάλη για να της αντισταθεί. Άπαξ και την είδαν πάνω στο άλογο μαζί του, η μοίρα της είχε σφραγιστεί...

"Ακόμα έτσι είσαι; Άντε κορίτσι μου, ετοιμάσου! Θα έρθουν οι φίλες σου σε λίγο. Θα πάτε στα Χανιά για τις ετοιμασίες το ξέχασες;" η μάνα της μπήκε στο δωμάτιο και μόλις την είδε έτρεξε στη στην αγκαλιά της.

"Δε θέλω να μου πάθει τίποτα μάνα... Θα τρελαθώ" αποκρίθηκε θλιμμένη έχοντας στο μυαλό της όλη την ιστορία τους .

"Σσς... Τίποτα δε θα πάθει κόρη μου. Με συγχωρείς αν είπα κάτι που σε πείραξε στο παρελθόν. Ο Ορέστης σε αγαπάει όσο τίποτα. 7 χρόνια τώρα σε γυροφερνει. Από τότε που ήσουν μικρό παιδί σε έβαλε στο μάτι. Ίσως τελικά άξιζε η αναμονή. Μη σκέφτεσαι τίποτα άλλο... Ξέρει τι κάνει πλέον. Είναι ολόκληρος άντρας. Όλα θα πάνε καλά..." Έσπευσε να τη καθησυχάσει .

"Το ξέρω μάνα...απλώς μερικές φορές..."

"Σσς..."της είπε ξανά "Όλα θα πάνε καλά...και μη ξεχνάς πως θα ενωθουμε  με τη πιο δυνατή οικογένεια της Κρήτης. Κανένας δε θα αφήσει να συμβεί το παραμικρό. Θα ζήσεις μια όμορφη ζωή...θα δεις..." Χαισεδεψε απαλά το κεφάλι της και η Μαρία αναστεναξε

"Μακάρι μάνα...μακάρι. Γιατί τώρα, νιώθω ακόμα πιο φοβισμένη ύστερα από..." Ξάφνου σταμάτησε.  Η μάνα της τη κοίταξε και την απομάκρυνε από την αγκαλιά της.

"Ύστερα από τι Μαρία;" Ρώτησε αλλάζοντας εντελώς το τόνο της φωνής της και η κόρη της τη κοίταξε τρομαγμένη "Του δοθηκες;!" Φώναξε σχεδόν μη πιστεύοντας στα ίδια της τα λόγια και η Μαρία έτρεξε και έκλεισε τη πόρτα για να μην ακούσει τίποτα ο πατέρας της.

"Τρελάθηκες μάνα; Τι είναι αυτά που λες;!"

"Εγώ τρελάθηκα; Ελπίζω να κρατήσεις τον εαυτό σου ..." Συνέχισε απογοητευμένη και σηκώθηκε. "Άντρας που παίρνει όσο η γυναίκα αρνείται να του δώσει πριν βάλει στεφάνι...όσο τίμιος κι αν είναι..."

"Πάψε μάνα ! Σε παρακαλώ. Ο Ορέστης δεν είναι τέτοιος ! Και όχι ! Δεν του έδωσα τίποτα..." Η Μαρία έκανε μια παύση και πήγε προς τη πόρτα. "Άφησε με να ντυθώ σε παρακαλώ..." Ζήτησε λυπημένη και η μάνα της σηκώθηκε από το κρεβάτι.

"Έυχομαι να μη με βγάλεις ψεύτρα..." άφησε τα τελευταία της λόγια σαν κατάρα στα αυτιά της κόρης της και έφυγε από το δωμάτιο με κατεβασμένο το κεφάλι...

             ********************

Είχε πάει απόγευμα. Το ραντεβού με το συμβολαιογράφο είχε οριστεί  στις 7 και είχε μια ολόκληρη ώρα μπροστά της να βγει στα στενά των Χανίων και να περπατήσει στη πόλη μα δεν ήταν σίγουρη. Ξεκουράστηκε, έφαγε και άρχισε να αισθάνεται πως το δωμάτιο την έπνιγε ώσπου αποφάσισε εν τέλει να βγει και να κάνει εκείνη τη βόλτα.

Κατεβηκε στην είσοδο, ενημέρωσε πως θα ήταν έξω και βγήκε στο δρόμο. Ήταν τόσο γραφικά... Ζώντας στην Αθήνα όλη τη ζωή της δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να μυρίσει έστω και τη θάλασσα. Την αληθινή θάλασσα. Όχι εκείνη που μύριζε πετρέλαιο. Ντυμένη στα μαύρα , χωρίς όρεξη άρχισε να περπατά στα πλακόστρωτα σοκάκια παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω της. Αντιλήφθηκε αρκετά γρήγορα πως είχε ξεχάσει να ζει ... Τα τελευταία χρόνια ήταν τόσο προσηλωμένη στη δουλειά της που ξέχασε να νιώθει φυσιολογική..

Πήρε μια βαθιά βαθιά αναπνοή και στρίβοντας δεξιά σε ένα στενό για να κόψει δρόμο και να βγει στο γραφείο του συμβολαιογράφου, βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι που δε το είχε ο χάρτης μπροστά της.

"Πως γίνεται κάποιος να χάνεται έχοντας στα χέρια χάρτη;" αποκρίθηκε απογοητευμένη ώσπου είδε ένα δάχτυλο να ξεπροβάλει πάνω στο χάρτη . Σήκωσε το βλέμμα μα ο ήλιος τη δυσκόλεψε.

"Τον κρατάς ανάποδα" άκουσε μια βαριά αντρική φωνή και έβρισε από μέσα της. Πως ήταν δυνατόν να ήταν τόσο μα τόσο ηλίθια ... Αναρωτήθηκε βάζοντας το χέρι στο κούτελο για να βλέπει καλύτερα. Ο άντρας , είχε μελαμψό δέρμα, αρρενωπά χαρακτηριστικά και μάτια πράσινα σαν σμαράγδια. Αντικειμενικά, είχε πάνω του μια εξωτική ομορφιά. "Λαλιά δεν έχεις ; Η μήπως εσείς οι τουρίστριες δεν ξέρετε να λέτε ευχαριστώ; γιατί σίγουρα, Ελληνίδα είσαι. Δε μοιάζεις με ξένη.." της είπε κι εκείνη τον κοίταξε για πρώτη φορά σοβαρή.

"Ωραίους τρόπους έχετε στα μέρη σας ! Την ειρωνεία τη περάσατε για τσίχλα;" Του απάντησε και δίνοντας του μια σπρωξια, τον παραμέρισε και κίνησε να φύγει μα δεν έφυγε ποτέ. Ο άντρας την γραπωσε από το μπράτσο και τη γύρισε προς το μέρος του.

"Συνήθως δε δίνω σημασία σε καμία τσούχτρα όταν κατεβαίνω στα Χανιά. Μα εσύ..."

"Στυλιανέ! Τελειώσαμε ! Τι διάολο κανείς εκεί ; Έλα!"

Μια  ανδρική φωνή διέκοψε το λόγο του κι εκείνος τη κοίταξε ξανά.

"Δεν τελειώσαμε μικρή τουρίστρια ..." της είπε χαμογελαστός.

"Εκτός από εριστικός ,είσαι και μαλακας..." Του απάντησε κι εκείνος γέλασε.

"Η γλώσσα σου πάει ροδάνι. Αν ήξερες ποιος είμαι, θα προσεχές πως μου μιλας..Αθηναία είσαι;"

"ΡΕ ΣΤΥΛΙΑΝΕ!!! " Ακούστηκε ακόμα πιο δυνατά η ίδια φωνή

"Έρχομαι !!!" Φώναξε για να τον ακούσει ο άντρας που τον καλούσε και γύρισε ξανά προς το μέρος της "Μαρεσεις μικρή τουρίστρια...ίσως ξανα ανταμώσουν οι δρόμοι μας..."της ψιθύρισε χαμογελαστός και κλείνοντας της το μάτι, γύρισε τη πλάτη του και έφυγε.

Η καρδιά της για κάποιο λόγο χτυπούσε σαν τρελή , ενώ το άρωμα του , είχε απλωθεί ολόκληρο πάνω της σαν μια αόρατη αύρα...

"Σε πείραξε ο Φραγκιάς ; Μη σκας κορίτσι μου" μια γριά που καθόταν σε ένα σκαμνάκι έξω από ένα μαγαζάκι με αναμνηστικά την ανάγκασε να γυρίσει προς το μέρος της "Αυτοί οι άντρες νομίζουν πως τους ανήκουν ακόμα και τα Χανιά..." συνέχισε και η Αρετή τη κοίταξε περίεργα ... "Το κακό θα ήταν να σε έβαζε στο μάτι ένας από δαυτους.  Οπότε τραβά το δρόμο σου κόρη μου. Κάνε τις διακοπές σου και απόλαυσε τη πόλη μας " η γριά της χαμογέλασε και η Αρετή ένιωσε ακόμα πιο περίεργα.

Ψέλλισε ένα άηχο σχεδόν ευχαριστώ και αντιλαμβανόμενη πως η ώρα είχε ήδη πάει 7 παρά πέντε, άρχισε να περπατά γοργά προς το προορισμό της...

❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top