Κεφάλαιο 25°

Τα ποτά είχαν αρχίσει να τελειώνουν. Το  τραπέζι ήταν τεράστιο και πάνω από 50 άτομα το γιόρταζαν. Πλέον είχαν μείνει στη πλειοψηφία τους μονάχα οι νέοι.
Ο Ορέστης καθόταν πλάι στο Μιχαλιό αμίλητος, ενώ κάθε αρσενικό του χωριού γέλασε και διασκέδαζε. Ήταν η δική τους νύχτα. Όλες οι γυναίκες ήταν κλεισμένες μέσα κι εκείνοι γλενταγαν και έπιναν προς τιμήν του Ορέστη.

"Που είναι ο Στυλιανός;" ρώτησε ο Μιχαλιός "Πήγε να φέρει τα ποτά ο άτιμος ή μήπως κουράστηκε να τον ρωτούν και εξαφανίστηκε; Αλλά τι ρωτάω, με τοσο που έχει πιει, σίγουρα θα είναι σε καμία γωνιά να κοιμάται" Σχολίασε γελώντας δυνατά προς τον Ορέστη. "Το καλύτερο κορίτσι παίρνεις αδερφέ. Θα καεί ολόκληρο το χωριό αύριο! Και φαντάσου τι θα γίνει στο γάμο !"

Ο Ορέστης κατέβασε μονοκοπανια τη ρακί και χτυπώντας το ποτήρι του με δύναμη στο τραπέζι σηκώθηκε

"Τι έπαθες ρε;" Τον ρώτησε ο αδερφός του

"Χόρτασα. Τούτο το γλέντι τελείωσε για εμένα" δήλωσε σοβαρός και αρπάζοντας το σαρίκι του που το 'χε βάλει ο παπάς στο κέντρο του τραπεζιού , έφυγε από τη πλατεία.

           *************************

"Γύρνα από την άλλη σε παρακαλώ. Τουλάχιστον άσε με να φύγω και μετά  μπορείς να μπεις..." Η Αρετή έβαλε τα χέρια μπρος στο στήθος της αφού το φόρεμα είχε γίνει σχεδόν διάφανο μα εκείνος δε πτοήθηκε. Βγάζοντας τη δεύτερη γαλοτσα παραπάτησε και γέλασε μονάχος. "Είσαι πιωμενος... Ωραία..." σχολίασε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε εκείνον. Μόλις τον είδε να βγάζει και το παντελόνι όμως, σαστισε εντελώς.

"Αμάν μωρέ Αρετή. Δύσκολο είναι να κάνουμε ένα μπάνιο δηλαδή; Σαμπως ποιος θα μας δει για να μας κρίνει..;"

"Στυλιανέ... Δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Κάνε στην άκρη να βγω!" του φώναξε μπας και τον συνεφέρει. Σχεδόν ολόγυμνος πλέον, έστεκε στην άκρη αλλά και μοναδική έξοδο της λίμνης.

"Ξέρεις... Δυσκολεύτηκα πολύ να το παραδεχτώ μα τρεις μέρες τώρα , η καρδιά μου δε λέει να σταματήσει. Είδα τη μάνα μου να φεύγει από το σπίτι σου, και εσένα ζωντανή. Δεν ξέρω τι έκανες ή τι είπες... Εκείνη νομίζει πως δεν έχω ιδέα... Μα τρελάθηκα Αρετή..." Ο Στυλιανός άρχισε να περπατά ώσπου βύθισε το κορμί του προς τα μέσα. Μόλις έφτασε σε ένα καλό βάθος, έκανε ένα μακροβουτι, και βγήκε στην επιφάνεια. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφος άντρας... Η Αρετή το έβλεπε . Κάθε γυναίκα θα το έβλεπε...
Όμως... Δεν ένιωθε έτσι...

"Σε παρακαλώ. Έχω αρχίσει να κρυώνω... Κάνε στην άκρη"

"Μη λες ψέματα. Και μη με φοβάσαι... Ποτέ δε θα σε πείραζα... " της είπε χαμηλά και  με ένα γρήγορο σάλτο, κολύμπησε προς το μέρος της. "Όλοι μου λένε να παντρευτώ μα γυναίκα δεν υπάρχει... Όχι πως την είχα ποτέ ανάγκη... Μα ξέρεις ποια είναι η τραγική ειρωνεία Αρετή μου;" είπε και απλώνοντας το χέρι του, κράτησε μια βρεγμένη τούφα από τα μαλλιά της και την έβαλε πίσω από το αυτί της... "Η ειρωνεία είναι, πως τη βρήκα. Μόνο που εκείνη, είναι αυτή που δε μπορώ να έχω..." Η Αρετή ξεροκαταπιε. "Τόσο όμορφη..."συνέχισε κατεβάζοντας το δάχτυλο στο μάγουλο της.

"Στυλιανέ άσε με να φύγω !" βρήκε το σθένος και του είπε κάπως ποιο δυνατά δημιουργώντας αντίλαλο ανάμεσα στα βράχια.

"Δε σε κρατώ κυρά μου... Ορίστε... Είσαι ελεύθερη..." αποκρίθηκε κοιτάζοντας μέσα στα μάτια της και πάνω στη σιωπή που ακολούθησε ύστερα από τα λόγια του, χαμήλωσε το κεφάλι του προς το δικό της. "Αν δεν έπινα, δε θα χα το σθένος να μιλήσω... Το ξέρω... Ότι κι αν λέω , δε θα το έκανα. Όχι φυσικά για μένα... Μα γιατί ξέρω πως αν το έκανα θα ήσουνα νεκρή..."

"Δε φοβάμαι κανέναν!" του δήλωσε και κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω , πήρε απόσταση. "Και τώρα κάνε στην άκρη" ζήτησε για τελευταία φορά και χωρίς να περιμένει , πέρασε από το πλάι του και κίνησε να βγει. Πριν προλάβει όμως να βγάλει όλο το κορμί της από το νερό εκείνος την ακολούθησε. Την έπιασε από το χέρι και τη σταμάτησε.

"Περίμενε !!! Με συγχωρείς... Εγώ..."

"Εσύ έχεις πιει και αυτός είναι ο μόνος λόγος που θα κάνω ότι δεν έχω ακούσει τίποτα!" τον διέκοψε

"Δεν είπα ψέματα!!! Δεν είπα! Από την ώρα που σε είδα στα Χανιά τρελάθηκα! Κι όταν... Όταν ήρθα και σε βρήκα εδώ με τον Ορέστη... Μάτια δεν έχω να δω καθαρά γύρω μου τις τελευταίες μέρες αφού όπου κι αν κοιτάξω , βλέπω εσένα..." η εξομολόγηση του, ήταν αρκετά καθαρή πια. "Μακάρι... Μακάρι να είχα το θάρρος να κάνω αυτό...." Είπε και πλησίασε στα ρούχα του. Τα ανακάτεψε και ύστερα γύρισε προς το μέρος της κρατώντας στα χέρια ένα μαύρο κομμάτι ύφασμα. "Ξέρεις τι είναι αυτό;" ρώτησε δείχνοντας το

"Ένα... σαρίκι" του απάντησε με δισταγμό συνεχίζοντας να έχει τα χέρια  γύρω από το κορμί της. "Στυλιανέ έχεις πιει αρκετά. Νομίζω ήρθε η ώρα να φύγω" η Αρετή έπιασε τη λάμπα βιαστικά μα εκείνος τη σταμάτησε μονομιάς κόβοντας το δρόμο της. "Σε παρακαλώ!!! Κάνε στην άκρη είπα!!!" Φώναξε μα βρήκε τοίχο μπροστά της.

"Θα ήθελα απλά να ήμουν ελεύθερος... Να απλώσω το χέρι..." είπε σιγανα σα να μην την άκουσε καν να μιλά.. "Να κάνω τον κύκλο από αυτό το όμορφο κεφάλι σου..."συνέχισε αφήνοντας το ύφασμα να αγγίξει τα μαλλιά της "Κι έπειτα να..." η Αρετή τον κοιτούσε έντρομη.
Ο Στυλιανός κράτησε το σαρίκι με τα δύο του χέρια μα σαν έκαμε να της το περάσει στο λαιμό, ένα χέρι εμφανίστηκε και σαν τον αετό που γραπωνει, το άρπαξε και το πέταξε κάτω. Στο γύρισμα του ο Στυλιανός, έφαγε μια μπουνιά και σωριάστηκε.

"Ορέστη !!" Αναφώνησε η Αρετή φοβισμένη μα δεν ήθελε να αντιληφθεί πως και ο ίδιος ήταν σε μια παρόμοια κατάσταση. Ήθελε να σκύψει προς το Στυλιανό του οποίου η μύτη άνοιξε αμέσως μα δε το έκανε. Ο Ορέστης στεκόταν εξτασιασμενος ελάχιστες ιντσες μακριά της. Κοιτούσε μια εκείνη, μια τον αδερφό του και τέλος γύρισε από τη πλευρά που πέταξε το σαρίκι και το κοίταξε. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί ώσπου τον είδε να βγάζει το μαύρο του πουκάμισο. Στο βήμα που έκανε προς το μέρος της, εκείνη πισωπατησε .

"Μη κουνιέσαι..." της ζήτησε κι εκείνη υπάκουσε. Όσες φορές κι αν είχαν έρθει σε αντιπαράθεση ως τότε,  ποτέ της δεν τον είδε να έχει αυτό το βλεμμα. Έμοιαζε με λύκου. Σαν εκείνα τα αγρίμια που έδειχναν αργά τις νύχτες τα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης.
Ο Ορέστης τη σκέπασε με το πουκάμισο και έμεινε να τη κοιτάζει μέσα στα μάτια ώσπου ένα βογγητο του Στυλιανού τους τράβηξε τη προσοχή. "Τράβα στο σπίτι..." ήταν τα λόγια του και πιάνοντας την από τη μέση την ώθησε ελαφρά προς το πέρασμα. "Φύγε!"

Η Αρετή δίχως να περιμένει λεπτο, άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος...

❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top