Κεφάλαιο 21°
Έπιασε το πόδι της σαν έμεινε μόνη και έπειτα αναστεναξε. "Αν θέλεις το κεφάλι μου, τότε εξήγησε μου γιατι σε ένιωσα να με αγγίζεις..." Μονολογησε σκεπτόμενη πως είχε δει το πιο τρελό όνειρο . Σαν μια βαθιά διαίσθηση , όταν έμεινε μόνη , φωνές ξύπνησαν στο κεφάλι της. Σαν να της μιλούσε και την άγγιζε... Ήταν τόσο μπερδεμένη. Βέβαια η διαίσθηση της ερχόταν σε πλήρη αντιπαράθεση με όσα έγιναν όταν ήρθε ο παπάς οπότε παραμέρισε κάθε της σκέψη και έμεινε να κοιτάζει τη μανιασμένη βροχή που εσκαγε στο τζάμι. Το σπίτι ήταν παγωμένο. Φτιαγμένο εξολοκλήρου από πέτρες , ήταν σαν λειτουργούσε θετικά στην υγρασία. Έπρεπε πάση θυσία να βάλει ένα μέσο θέρμανσης.
Βήματα ... Και όχι από ένα άνθρωπο αλλά πολλούς ακούστηκαν στις σκάλες και την έβγαλαν από τις σκέψεις της. Γύρισε προς τη πόρτα και περίμενε καρτερικά ώσπου είδε το παπά Μανώλη να εμφανίζεται και να της χαμογελά.
"Αρετή μου; Νομίζω πως ήρθε η ώρα να γνωρίσεις κάποιους ανθρώπους... Κι όχι κάποιους τυχαίους..."
"Μα την οικογένεια...." πετάχτηκε ο Μανούσος διακόπτοντας το παπά και μπαίνοντας μπροστά του εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένη.
"Οικ... οικογένεια;" κατάφερε να πει με δυσκολία βλέποντας τον άντρα να μπαίνει μέσα. Εκείνος έκανε μερικά βήματα , πλησίασε και σαν έκανε να κάτσει πλάι της στο κρεβάτι εκείνη μαζεύτηκε σε μια άκρη.
"Μη με φοβάσαι... Ξέρω πως όλα αυτά σου φαίνονται περίεργα, ξένα ίσως θα τολμούσα να πω. Μα ηρέμησε... Όσο είμαι εδώ, θεός δε πρόκειται να σε πειράξει... " τη κοίταξε στοργικά και σαν της χαμογέλασε ξανά, η γλυκύτητα του, της θύμισε τη μάνα της. "Καταρχήν ας ξεκινήσουμε με τα βασικά ... Μανούσος" αποκρίθηκε απλώνοντας το χέρι του προς εκείνη μα την είδε να διστάζει "Ξάδερφος σου..." συνέχισε και είδε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα σαν δύο πύλες. "Είσαι ίδια η Μαριώ...είναι απίστευτο..."
Η Αρετή άπλωσε το χέρι και σαν το ένωσε με το δικό του , ένιωσε μια ζεστασιά. Μα δεν το τράβηξε πίσω ούτε κουνήθηκε. Απλά έμεινε να τον κρατά.
"Ηρέμησε κόρη μου. Εσείς τρέμεις ολόκληρη..."πήρε θέση ο παπάς. "Αλλά ξέρω γιατί. Εδώ μέσα ..."
"Και η φωτιά είναι έτοιμη κάτω!!!" Ακούστηκε μια φωνή και αμέσως μετά ένας ακόμα άντρας ξεπρόβαλε από τη πόρτα χαμογελαστός .
"Τούτο εδώ το κουζουλό , είναι ο Κωνσταντής..." Έσπευσε να την ενημερώσει ο Μανούσος. "Δεν είναι αίμα, μα κάνει σαν ήταν χίλια..."
Η Αρετή τον κοίταξε καλά καλά και τον είδε να της χαμογελάει.
"Δεν είμαι κουζουλό, μην ακούς το ξάδερφο σου... Ίσως λιγάκι !" απάντησε στο σχόλιο του Μανούσου και μπήκε μέσα. "Και πράγματι... Θεέ μου είσαι ίδια η Μαριώ..."
Για εκείνη όλα ήταν τόσο περίεργα. Μα κατά κάποιο τρόπο η ατμόσφαιρα της έδωσε την αίσθηση μιας ηρεμίας και ζεστασιάς . Ίσως μίλησε το αίμα... Ίσως η μοναξιά της... Ίσως το γεγονός πως ποτέ της δεν ήρθε σε επαφή με κάποιον έτσι ώστε να τον αποκαλεί οικογένεια... Πολλά ίσως...
"Έλα κόρη μου... Θα σε βοηθήσει ο Μανούσος και πάμε κάτω. Χρειάζεσαι ζεστασιά..." Πήρε θέση ο παπάς και ο Μανούσος χωρίς άλλη κουβέντα σηκώθηκε και της άπλωσε το χέρι.
"Άιντε, ελα. Ποτέ δεν έχω σηκωσει γυναίκα στα χέρια. Κάμε μου τη τιμή" είπε χαριτολογώντας κι εκείνη άθελά της του χαμογέλασε τρυφερά. "Ετσι μπράβο. Γέλα αγάπη μου... Κανείς δεν είναι εδώ να σε πειράξει..." Ο Κωνσταντής έβαλε τα γέλια και ο Μανούσος τον αγριοκοιταξε
"Τι γελάς ρε;" του επιτέθηκε
"Εν πίστευα πως θα ακούσω από τα χείλη σου τη λέξη αγάπη μου ρε! Είσαι αστείος" απάντησε και η Αρετή γέλασε
Ο Κωνσταντής τη κοίταξε και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Έβαλε τα χέρια της στο σιδερένιο κιγκλίδωμα του κρεβατιού χωρίς να πει λέξη και άφησε το Μανούσο να τη σηκώσει. Σε λίγα λεπτά ήταν όλοι καθισμένοι στο σαλόνι δίπλα από το τζάκι χωρίς όμως να μιλούν. Καινή αλήθεια ήταν πως δεν ήξεραν από πού να αρχίσουν...
"Σε πείραξε κανένας από δαυτους τους άντρες που σε βρήκανε;" Αποκρίθηκε ο Μανούσος σπάζοντας τη σιωπή και εκείνη κούνησε αμέσως το κεφάλι αρνητικά. "Είσαι σίγουρη; Αν σε..."
"Είμαι σίγουρη. Κανένας δε με πείραξε. Ίσα ίσα ένας από αυτούς μου έσωσε τη ζωή..."
Ο Μανούσος έσμιξε τα φρύδια του και τη κοίταξε
"Ο Ορέστης; Εμ βεβαια... Τον γλίτωσες από τη σφαίρα μου ξέρεις... Το είδε σαν..."
"Ο Στυλιανός με έσωσε... " Τον διέκοψε. "Και για πια σφαίρα μιλάς; Ω θεέ μου..." συνέχισε σαν το καλοσκεφτηκε. "Θα σκοτωνες το Ορέστη στη λίμνη !!!" είπε πιο δυνατά σαν θυμήθηκε τη κόκκινη κουκίδα και το πυροβολισμό κι εκείνος χαμογέλασε.
"Πρώτη φορά τον έπιασα απροετοίμαστο! " περηφανευτηκε μα το πρόσωπο της Αρετής έμεινε σοβαρό.
"Τι σας έκαναν; Τι τους κάναμε; Τι συμβαίνει επιτέλους;" ρώτησε χωρίς να αλλάξει ύφος και ο παπά Μανώλης αναστεναξε "Δε θέλω να σκοτωθεί ο Ορέστης "
Ο Κωνσταντής χωρίς να λογιζει σηκώθηκε όρθιος και τη κοίταξε έντρομος.
"Πως μπορείς να λες τέτοιο πράμα!" είπε σηκώνοντας το τόνο του κι εκείνη αναπήδησε στη θέση της από τη φωνή του.
"Άκου να σου πω..." Ξεκίνησε να λέει έξαλλη
"Αρετή;" τη διέκοψε ο Μανούσος μα γύρισε και του ρίξε μια ματιά όλο φαρμάκι κάνοντας τον να σωπάσει
"Έχω υποστεί πολλές φωνές τελευταία..." συνέχισε απτόητη κοιτάζοντας τον Κωνσταντή. "Λέτε πως είστε οικογένεια μα βλέπω πως την αιματοχυσία την έχετε για παιχνίδι ! Κανείς δε θα πεθάνει εδώ πέρα το καταλάβατε; Κανείς! Και φωνή πάνω μου , αν μου ξανα υψώσει κανένας, θα γίνει χαμός!!!!" όπως ήταν αναμενόμενο ξέσπασε πάνω στο Κωνσταντή τα σπασμένα από τις δεκάδες φορές που ο Ορέστης της έβαλε τις φωνές και αντιλαμβανόμενη τη κατάσταση έπιασε το κεφάλι της ... "Με συγχωρείς... Δεν είναι του χαρακτήρα μου μα..."
"Δε πειράζει Αρετή..." την καθησύχασε ο Μανούσος "ο Κωνσταντής καταλαβαίνει...και μόλις σου μιλήσω και μάθεις θα καταλάβεις κι εσύ..."
"Είναι τόσα πολλά... Εγώ ξεκίνησα θέλοντας μονάχα να ξεφύγω από τη ζωή μου και...και απλά..." ένα παράπονο ανέβηκε στο λαιμό μα συγκράτησε τα δάκρυα της. "Απλά μέσα σε 4 μέρες όλα άλλαξαν..."
"Το ξέρω. Και το κατανοώ. Πρέπει όμως να καταλάβεις τη θέση μας και για τι πράγματα μιλάμε έτσι ώστε να μην έχεις απορίες για όσα λέμε και κανουμε εντάξει ; Ο χρόνος σήμερα δεν είναι με το μέρος μας. Σε λίγο θα ξημερώσει... Μα θα ξανάρθουμε. Οπότε κάθισε , και θα σου πω τα βασικά..."
Η Αρετή υπάκουσε και ο Μανούσος ξεκίνησε την ιστορία του...
Της είπε ότι αρκετά χρόνια πριν, ένας Φραγκιάς αγάπησε μια Ραΐση... Το Κατερινιω... Οι δύο οικογένειες ήταν ήδη οι πιο δυνατές σε ολόκληρη την επικράτεια και η ένωση αυτή, τους δυνάμωσε ακόμα περισσότερο. Τόσο η μία οικογένεια όσο και η άλλη, έδωσαν τις ευχές τους για αυτό το γάμο μα τα πράγματα πήραν μια σκοτεινή τροπή... Λίγους μήνες μετά το γάμο, το Κατερινιω βρέθηκε πεταμένο στο φαράγγι... Κοντά στη λίμνη. Ο θάνατος είχε προέλθει από τη πτωση...
Κανείς δεν ήξερε πως έπεσε ώσπου κάποιος ενημέρωσε το τοπικό τμήμα εκείνης της εποχής πως είδε τον άντρα της, το Μιχαλιό, να τη σπρώχνει. Δυστυχώς δεν μάθαμε ποτέ ποιος το πε... Ο αστυνόμος βρέθηκε νεκρός την επομένη της σύλληψης του Μιχαλιου.
Φήμες όμως έλεγαν πως έγινε άπιστος, η Κατερινιω το έμαθε και πάνω σε ένα καυγά την σκότωσε. Και έτσι άρχισαν όλα... Και δυστυχώς συνεχίστηκαν... Ο θάνατος της χώρισε ολόκληρο το χωριό στα δύο και κάποια χρόνια αργότερα η ιστορία επαναλήφθηκε με το τραγικό θάνατο της Μαριως. Ο Μανούσος της είπε πως ο Σήφης, ένας Φραγκιάς, την αγαπούσε παράφορα. Ο αδερφός του παππού του, ο Γιώργης, την πάντρεψε με τον παραγιο του για να τη σώσει και την έστειλε μακριά. Όταν εκείνος σκοτώθηκε όμως μετά τη γέννηση του παιδιού τους, δεν μπορουσαν να την αφησουν μόνη. Ήταν σκληρές εποχές και η Αρετή άρχισε να το βλέπει... Της είπε πως ο Γιώργης πονούσε τότε... Το Κατερινιω ήταν αδερφή του... Ήξερε πως ανάγκαζε τη Μαριώ σε γάμο μα ήταν έγκυος στη τελική. Ο παραγιος του πε πως είχαν σχέση εκείνο το διάστημα κρυφά από όλους... Δεν καταλάβαινε τη συμπεριφορά της... Το μόνο που ήξερε ήταν πως για κάποιο λόγο ο Φραγκιάς τη διεκδικούσε κι εκείνος έπρεπε να το σταματήσει... Έτσι κι έγινε... Έφυγε και επέστρεψε σαν χήρα...
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή της, δε θα ήταν δύο μήνες, κατέρρευσε στη μέση του χωριού και ο γιατρός είπε πως ήταν έγκυος. Εκείνη τον ξορκισε να μη πει πράμα σε κανένα μα όλοι υπέθεταν πως ο Σήφης την ατιμασε... Πως τη βίασε... κι αυτό δυστυχώς το έμαθαν αφού είχε πεθάνει η Μαριώ και το είπε ο γιατρός στο Γιώργη... Τήρησε το λόγο και την υπόσχεση του στη Μαριώ μα ήταν πια νεκρή. Θεώρησε πως ο Γιώργης έπρεπε να ξέρει...
Την επόμενη μέρα από την επίσκεψη του γιατρού λοιπόν , πήγε να γεμίσει τη κανάτα της και δε γύρισε ποτέ... Τη βρήκαν πεταμένη στην όχθη της λίμνης... Πέθανε από χτύπημα στο κεφάλι κατά τη πτωση.
Της εξήγησε πως οι Ραΐσιδες ήθελαν εκδίκηση και έπειτα από το θάνατο δεύτερου θηλυκού από χέρι Φραγκιά, δεν άντεξαν. Τον σάπισαν στο ξύλο μέσα στη φυλακή ακούγοντας τον να ουρλιάζει τα ψέματα για να σώσει το τομάρι του. Έπειτα από εκείνη τη μέρα, της είπε πως οι Φραγκιάδες κάλεσαν εκτατό συμβούλιο κατεβάζοντας από τα βουνά όσους είχαν και έγινε η σφαγή... Επί εκείνη τη μέρα και μετά, εγκατέλειψαν τη γη τους και έφυγαν στα βουνά. Δεν ήταν δειλοί... Μα οι Φραγκιάδες ήταν τριπλάσιοι και κατάφεραν τεράστιο πλήγμα στην οικογένεια. Είχαν σκοπό να μη μείνει καμία γυναίκα να γεννήσει άλλο Ραΐση...
Όσοι έμειναν πίσω πήραν τις ήδη υπάρχουσες γυναίκες τους, από άλλες οικογένειες και χάθηκαν στα βουνά περιμένοντας καρτερικά μια ευκαιρία ... Μια ευκαιρία να επιστρέψουν και να διεκδικήσουν όσα τους ανήκαν... Της είπε για το πατέρα του, για το παππού της... Για τα πάντα... Ώσπου έφτασε στο σήμερα και σταμάτησε.... Δεν ανέλυσε πράμα από τα όσα ήθελε να της πει...
Η καημένη η Αρετή έμεινε να τους κοιτάζει και τους τρεις σαν να έχασε τη μιλιά της...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top