Κεφάλαιο 19°

Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στο χωριό τέτοια ωρα.  Στάθηκε κάτω από το μεγάλο πλατάνι, έβγαλε ένα τσιγάρο και κοίταξε τις δεκάδες κλήσεις της Μαρίας στο κινητό του. Έπειτα το έκλεισε και το έβαλε στη τσεπη.  Το βάρος που του ανατέθηκε ήταν μεγάλο και ακόμα δε πίστευε ούτε και ο ίδιος πως μίλησε έτσι στη μάνα του. Το ένιωθε όμως... Αυτό ήταν το σωστό. Μόνο που εκτός από το σωστό, ένιωσε πως ήταν και το καθήκον του. Στη τελική, του εσωσε τη ζωή...  Ρουφηξε αχόρταγα το καπνό , ξάπλωσε στο χώμα και κοίταξε τον ουρανό. Είχε ξαστεριά μα ήξερε πως μέχρι το ξημέρωμα θα έπιανε καταιγίδα . Το μύριζε στον αέρα...

"Δεν έχεις ύπνο;" άκουσε ξαφνικά και γυρίζοντας είδε το παπά Μανώλη να στέκει και να τον κοιτάζει. "Από μικρό παιδί ήσουν διαφορετικό Ορέστη... Φοβόμουν τη κατάληξη σου μα να που έγινες ολόκληρος αντρας..." Ξεκίνησε να λέει πλησιάζοντας τον κι εκείνος έστρεψε ξανά το βλέμμα του ψηλά.  "Ως πότε θα υπάρχει αυτή η έχθρα γιε μου; Σε άκουσα...Ήμουν στην εκκλησιά όταν επέστρεψε ο Στυλιανός. Πως θα μπορούσα άλλωστε να κοιμηθώ με τόση έγνοια;  Η Άννα έμαθε... Και για να είσαι εδώ τούτη την ώρα, ξέρω πως έπραξες το σωστό... Κρίμα είναι... Δεν έχει ιδέα για το παρελθόν..." Ο Ορέστης συνέχισε να έχει το βλέμμα στραμμένο προς τον ουρανό "Βλέπω δε θέλεις να μιλήσεις... Δε πειράζει. Μου αρκεί... Να σε έχει καλά ο θεός ..." του είπε και έφυγε αφήνοντάς τον μόνο.

Ο Ορέστης έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και αφέθηκε στη παραζαλη του...

"Α ναι; Ε λοιπόν αυτό θα το δούμε!"

Θυμήθηκε τα λόγια της και έπειτα όλα όσα έγιναν σε λίγες μόνο ημέρες. Άθελά του την έφερε στο μυαλό του αρκετές φορές... Στο φαράγγι , στα χέρια του Στυλιανού, στο γκρέμνι που τη βρήκε να πλένεται...Στο τρόπο που του πέταξε τη μπλούζα και έφυγε από την αποθήκη...
Σε κάθε της βήμα, αυτή η γυναίκα προκαλούσε καταστροφή..

Το μυαλό του ταξίδευε και ταξίδευε μα εκείνη δεν έλεγε να βγει από μέσα.. το δέρμα της... Η μυρωδιά του γυμνού της κορμιού , το βλέμμα της όταν έμειναν μόνοι στη σπηλιά, η μέση της, η πλάτη της...τα χείλη της... Εκείνο το πείσμα και το ταμπεραμέντο της. Το χαστούκι που του έδωσε χωρίς φόβο...
Ώσπου κατέληξε στη λίμνη...
Στο ουρλιαχτό της που εξαιτίας του ήταν ακόμα ζωντανός και τα δακρυσμένα της μάτια...

Ο Ορέστης κλώτσησε τον αέρα δυνατά σοκαρισμένος με τον ίδιο του τον εαυτό  και σηκώθηκε εκνευρισμένος. Άδειασε όση ρακί είχε απομείνει μέσα στο μπουκάλι και πετώντας το με δύναμη στα βράχια, κίνησε για το σπίτι της Μαρίας..
Μα δεν έφτασε ποτέ...
Κι όχι γιατί χάθηκε, μα γιατί το βήμα του,τον οδήγησε κάπου αλλού...

Στάθηκε έξω από τη πόρτα , έβγαλε το σουγιά  και τον έβαλε στη κλειδαριά. Τον γύρισε μια δυο φορές και εκείνη άνοιξε. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και κρύο. Ανάθεμα αν ήξερε πως να βάλει φωτιά για να ζεσταθεί... Σκέφτηκε ανεβαίνοντας τις σκάλες και σαν έφτασε έξω από το δωμάτιο την είδε ξαπλωμένη. Με τα ίδια ακριβώς ρούχα  που φορούσε όταν την έφερε ο Στυλιανός πράμα που δήλωνε πως δεν είχε ακόμη ξυπνήσει.

Δεν έκανε βήμα...
Στεκόταν απλα ακουμπισμενος στη κάσα της πόρτας και τη κοιτούσε...

Δεν ήξερε γιατί πήγε εκεί...
Ούτε ήξερε γιατί στεκόταν σαν το άγαλμα τα τελευταία λεπτά κοιτώντας τη να κοιμάται.

Δίχως να ορίζει το βήμα, κούνησε το ένα πόδι, έπειτα το άλλο ώσπου έφτασε στο κρεβάτι. Δεν ήταν μεθυσμένος σε καμία περίπτωση μα είχε μια γλυκιά παραζαλη, τόση όση έπρεπε για να βρει το σθένος να καθίσει. Η Αρετή έδειχνε τόσο βυθισμένη... Τόσο ήρεμη σε σχέση με το φλογερό χαρακτήρα της.

Το φως που έμπαινε από το παράθυρο  δεν ήταν πολύ μα ηταν αρκετό για να ελέγξει ο ίδιος το πόδι της. Άπλωσε αργά το χέρι του και το κοίταξε. Μικρές και μεγάλες γρατσουνιές βρισκόντουσαν παντού ενώ γύρω από αυτές υπήρχαν διάσπαρτες κιτρινομωβ μελανιές.

"Έπεσες άσχημα..." ψέλλισε απλώνοντας τα δάχτυλα του στο πόδι της. Μια αίσθηση να την αγγίξει γεννήθηκε μονομιάς και αυτό ακριβώς έκανε.. Τοποθέτησε τα δάχτυλα του πάνω στις πληγές της και τις χάιδεψε.
"Υπάρχουν στιγμές , που κοροϊδευα το παρελθόν ξέρεις... Στιγμές που δε καταλάβαινα... Στιγμές που άκουγα ιστορίες για το Σήφη και γυρναγα το κεφάλι από την άλλη...Ώσπου γνώρισα τη Μαρία... Ή μάλλον την γυναίκα που έκρυβε μέσα της καθώς μεγάλωνε..." Ο Ορέστης έκανε μια παύση και άρχισε να ανεβάζει τα δάχτυλα του σιγανα προς τη γάμπα της "Το ήξερα... Την έβλεπα κάθε μέρα και ήξερα πως αυτή τη γυναίκα θα τη κάνω δική μου. Πως θα τη παντρευτώ... Όμοια της δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου σε ομορφιά. Μα ούτε και σε καρδιά... Η ψυχή της, ήταν μεγάλη... Πάντοτε σιωπηλή, ήρεμη, καλόκαρδη..." συνέχισε φτάνοντας στη καμπύλη των γοφών της. "Και έτσι και έγινε... Τη ζήτησα πριν ένα χρόνο" είπε ώσπου το χέρι του έφτασε στη μέση της. Η μπλούζα είχε ανασηκωθεί ελαφρώς και μπορούσε κάλλιστα να δει το δέρμα της. "Μα θέλεις να σου πω ένα μυστικό...;" ο Ορέστης κράτησε απαλά την άκρη από τη μπλούζα της και τη κατέβασε... "Αυτά τα βουνά είναι η ζωή μου. Ξέρω κάθε μέρος. Κάθε τόπο. Κάθε παράδοση . Κάθε θρύλο..." προσπερασε τα στήθη και φτάνοντας στο πρόσωπο της , απλωσε με δισταγμό το δάχτυλο και την άγγιξε στο μάγουλο... "Ένα πρωί λοιπόν, αποφάσισα πριν πάω στα Χανιά για να ερευνήσω μια γυναίκα που μας έψαχνε, να κάνω μια στάση στη λίμνη... Και τότε την είδα... Ήμουν ακόμα μέσα στους θάμνους όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα τη κυρά της λίμνης με σάρκα οστά... Τα μαλλιά της είχαν γίνει ένα με το νερό... Τα δάχτυλα της έπλεναν το πρόσωπο της και εκείνο το κορμί της έμοιαζε να είναι βγαλμένο από άλλο κόσμο... Για μια στιγμή... Μια τόσο δα μικρή στιγμή, νόμιζα πως τρελάθηκα... Έτσι και πλησίασα..." Το χέρι του βρέθηκε να χαϊδεύει τα μαλλιά της και με το βλέμμα του κολλημένο πάνω της, αναστεναξε... "Κι όταν πήγα αρκετά κοντά κι εκείνη γύρισε, ήξερα  μονομιάς γιατί την έλεγαν κυρά της λίμνης... Τα μάτια της , σαν να ήταν βγαλμένα από παραμύθι , έμοιαζαν με το νερό που έρεε στο κορμί της. Είχαν εκείνο το βαθύ πράσινο που σε μαγνητίζει... Εκείνο που θέλεις απλά να απλώσεις το χέρι σου και να το γευτείς... Να χαθείς σε αυτό...
Και τότε μονάχα κατάλαβα... Όταν το είδα με τα ίδια μου τα μάτια... Τότε κατάλαβα γιατί ο προπάππους μου, της χάρισε τρεις φορές το σαρίκι ..." ξάφνου σώπασε... Η Αρετή κουνήθηκε ελαφρά και εκείνος τράβηξε το χέρι του. "Αν κάποιος σε σκότωνε, αυτός θα ήμουν μονάχα εγώ... Χέρι δε θα αφήσω να σε αγγίξει. Και στο ορκίζομαι στα παντελόνια μου, μόλις κοπάσει η μπόρα, εγώ ο ίδιος να σε στείλω πίσω... Εκεί που κανένας δεν ήξερε πως είσαι η κυρά... Εκεί που ήσουν ασφαλής. Δεν είναι για σένα τούτος ο τόπος... Μυρίζει αίμα και θάνατο..." Ο Ορέστης έσκυψε ελαφρά προς το μέρος της μα σαν έφτασε αρκετά κοντά στο μέτωπο της, απομακρύνθηκε.. Σηκώθηκε και τη κοίταξε. "Καμιά φορά ξέρεις, το μίσος είναι η καλύτερη άμυνα για να κρατήσεις κάποιον μακριά σου...Ειδικά αν αυτός ο κάποιος έρχεται και ξεσκίζει όλα σου τα πιστεύω μέσα σε μια στιγμή..." αποκρίθηκε και γύρισε τη πλάτη για να φύγει..

"Ορέστη;" την άκουσε να λέει χαμηλά και σαν γύρισε την είδε να τρίβει τα μάτια της. "Τι κάνεις εδώ; Πως.. Πως μπήκες..." τελειώνοντας τη τελευταία της λέξη και σαν να  ξύπνησε εντελώς το μυαλό ένιωσε το φόβο της. Παρά τον πόνο που ήξερε σίγουρα οτι νιώθει από το πόδι της , την είδε να βάζει πείσμα και να μαζεύεται από άμυνα στην άκρη του κρεβατιού τρομαγμένη ... Τον κοίταζε σιωπηλή, με εκείνα τα πελώρια πράσινα μάτια της και σφίχτηκε ολόκληρος...

Ήταν σκληρή η μάχη...


❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top