Κεφάλαιο Τριάντα Τρία - Υπάρχει Συγχώρεση ;

Όσο το βασανιστήριο της εγκλωβισμένης Σελίνα έμοιαζε να μην έχει τέλος στο σπίτι του Χουάν επικρατούσε η απόλυτη αναστάτωση απο την ημέρα που χάθηκαν τα ίχνη της μαζί με το μωρό.

Η αστυνομία χτένιζε την γύρω περιοχή εδώ και μέρες μάταια καθότι η έρευνα δεν απέφερε καρπούς αναζητούσαν μάταια ένα σημάδι που θα τους οδηγούσε σε εκείνη μάταια έμοιαζε λες και την είχε καταπιεί η γή.

Όπως ήταν φυσικό η υγεία τόσο της Σολεδάδ όσο και του Χουάν είχε επιδεινωθεί αφού κοιμόντουσαν ελάχιστες ώρες ενώ θλίψη και αγωνία επισκίαζε τα πάντα.

Ακόμη και η αλύγιστη Πάμελα είχε αρχίσει σταδιακά να επιδεικνύει ενδιαφέρον ως προς τις έρευνες επιθυμώντας οσο τίποτα στον κόσμο να ξαναδεί να αστράφτει το λαμπερό χαμόγελο ξανά στα ωχρά χείλη του πατρός της.

Που για ένα ακόμη συνεχόμενο βράδυ δεν έλεγε να κλείσει μάτι καθισμένος πλάι στο τηλέφωνο με βλέμμα κενό κι καρδιά κλειδωμένη .

Παραδίπλα καθισμένη βρισκόταν κι η Σολεδάδ σε παρόμοια κατάσταση ανταλλάσσοντας μονάχα βλέμματα αγωνιάς μεταξύ τους δίχως δύναμη να μιλήσουν πια έχοντας μετατραπεί κυριολεκτικά σε ζωντανούς νεκρούς.

Η Πάμελα που θεωρούσε όλη την κατάσταση επικίνδυνη για την έυθραυστη καρδιά του Χουάν ο οποίος αρνούνταν πεισματικά να υποβληθεί στην αναγκαία επέμβαση που ίσως του στερούσε σύντομα την ζωή .

Το πείσμα που τον διακατείχε απο τα νεανικά κιόλας χρόνια του δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει ούτε μπροστά στην απειλή του θανάτου.

Τον παρακολουθούσε να μαραζώνει για μια κόρη που μόλις είχε κάνει την εμφάνιση της απο το πουθενά στην ζωή του κερδίζοντας αμέσως αγόγγυστα την πρώτη θέση στην καρδιά του.

με ένα πιάτο κοτόσουπα ανα χείρας πλησίασε δειλά προς το μέρος του πασχίζοντας να τον πείσει να τραφεί . 《Μπαμπάκα κοίτα τι σου ετοίμασε το κοριτσάκι σου την αγαπημένη σου σουπούλα ..! Έλα κάνε μου την χάρη να φάς για χάρη σου μπήκα στην κουζίνα..》ψέλλισε με την ελπίδα να εισακουστεί.

Έριξε ένα απαθές βλέμμα προς το πιάτο που άχνιζε μοσχομυριστή η σούπα στρέφοντας ευθύς αλλού το πρόσωπο του αηδιασμένος.
《Δεν θέλω να φάω ..δεν πάει μπουκιά κάτω..》ψιθύρισε ανάβοντας τσιγάρο αψηφώντας τις αυστηρές εντολές του γίου του.

《Τι κάνεις εκεί ; Βάλθηκες να αυτοκτονήσεις τελικά εξαιτίας της εξαφάνισης της Σελίνα..; Δεν βλέπεις πως έχεις καταντήσει πατέρα δεν κάνεις τίποτα ολάκερη μέρα μονάχα καπνίζεις και περιφέρεσαι άσκοπα σαν φάντασμα στο σπίτι..!》ξέσπασε αρπάζοντας βίαια το τσιγάρο απ το στόμα του καταλήγοντας να το σβήνει στο ασημένιο σταχτοδοχείο εμπρός της.

《Δεν με παρατάς στην ησυχία μου κορίτσι μου ! Φύγε απ εδώ ασχολήσου με τον γάμο σου κι ξέχνα πως η αδερφή σου αγνοείτε για πάνω απ μία εβδομάδα..!》σχολίασε αδιάφορα εκτινάσοντας την σούπα στο πάτωμα πληγώνοντας ανεπανόρθωτα την καρδιά της.

《Το παρατραβάς Χουάν ! Η κόρη σου ενδιαφέρον μονάχα έδειξε..πάψε να φέρεσαι τόσο εγωιστικά ..!》επενέβει δυναμικά η Σολεδάδ εκπλήσοντας ευχάριστα την Πάμελα .

Ευθύς στράφηκε προς το μέρος της αλλάζοντας σταδιακά άποψη για το άτομο της .
《Κυρία Σολεδάδ ειλικρινά σας ευχαριστώ !》ψέλλισε χαμογελώντας στην βασανισμένη γυναίκα στοργικά.

Έγνεψε με μάτια κατακόκκινα έτοιμα να ξεχειλίσουν για πολοστή φορά διακρίνοντας μέσα απ την θολή ματιά την κοπέλα να πλησιάζει ανήσυχη κοντά της.

《Κάντε κουράγιο σας παρακαλώ..η Σελίνα είναι ολόκληρη γυναίκα..θα βρεθεί ίσως να έχει απομονωθεί σε κάποιο θέρετρο με σκοπό να ηρεμήσει λιγάκι ..!》σχολίασε ακουμπώντας την για πρώτη φορά στο μπράτσο καθησυχαστικά.

Η γυναίκα ανταπέδωσε το χάδι απλώνοντας δειλά το αδύναμο χέρι της στο μάγουλο της νιώθοντας πως ακουμπούσε την δική της κόρη.
《Εξαιτίας μου έφυγε γλυκιά μου αυτός ο καημός με κατατρώει μέρα νύχτα αδιάκοπα . Πριν χαθεί της μίλησα άσχημα την ταπείνωσα κυριολεκτικά κι εκείνη ούτε λέξη δεν αντιγύρισε ποτέ !》αποκρίθηκε μετανιωμένη ευχόμενη απεγνωσμένα να μπορούσε γυρίσει τον χρόνο πίσω.

《Πάψε να κατηγορείς τον εαυτό σου κάποιος την εκβιάζει κι νομίζω πως ξέρω κίολας ποιός είναι !》αναφώνησε ο Χουάν σαν πεταγόταν απ την θέση του .

《Γνωρίζεις ;》ρώτησαν ταυτόχρονα ξαφνιασμένες οι δύο γυναίκες διακόπτοντας άκομψα την συζήτηση τους.

《Έτσι νομίζω.. τρέχω αμέσως να αναφέρω στις αρχές έναν ύποπτο που πρέπει οπωσδήποτε να ερευνήσουν τον Λεονάρντο μα πως μου διέφυγε !》

《Αναφέρεσαι στον άνδρα που την επισκέφτηκε τις προάλες πατέρα ;》

《Ναι κόρη μου ακριβώς σε αυτόν αναφέρομαι κάτι μου λέει πως φέρει μερίδιο ευθύνης σε τούτη την εξαφάνιση ..!》ψέλλισε κατευθυνόμενος ευθύς φουρίοζος προς το γραφείο του .

Την ίδια στιγμή η βαριά εξώπορτα άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο πίσω της ξεπροβάλε ο Χόρχε που επέστρεφε έπειτα απο την βραδυνή βάρδια στην κλινική κατάκωπος μα συνάμα ανήσυχος για την εξαφανισμένη αδερφή του.

Πλησίασε τις δύο γυναίκες παρατηρώντας παράλληλα την ακαταστασία που επικρατούσε ολόγυρα καθώς η πυχτή βελουτέ σούπα είχε λερώσει τόσο το δάπεδο όσο τοίχους κι έπιπλα συνάμα.

《Καλησπέρα..μα τι στο καλό συνέβει εδω πέρα ; Για ποιό ανεξήγητο λόγο η σούπα κοσμεί το δάπεδο αντί για το πιάτο ;》ρώτησε απορημένος παίρνοντας θέση βγάζοντας το βαρύ σακάκι του στον αναπαυτικό καναπέ πλάι στην Σολεδάδ.

《Μην το παίζεις ανήξερος αδερφούλη ξέρεις ποιος ευθύνεται ..! Μονάχα να φάει του ζήτησα..κι εκείνος μόνο που δεν με έβρισε ..!》ψέλλισε παραπονιάρικα η Πάμελα συγκρατώντας με το ζόρι τα δάκρυα που κοσμούσαν τις παρυφές των ματιών προτού αποχωρήσει.

《Να πάρει η οργή να πάρει ! Όλοι ανησυχούμε αλλα δεν φτάνουμε στο έσχατο σημείο να καταστρέφουμε τους εαυτόυς μας ! Θα τα ακούσει για τα καλά ο πατέρας ..! 》Ξέσπασε περνώντας τα χέρια μέσα απ τα ελαφρώς γκριζαρισμένα μαλλιά του παρατηρώντας παράλληλα την θλίψη που συντρόφευε το βλέμμα της γυναίκας πλάι του.

《Εσύ..πως είσαι Σόλε ; Με συγχωρείς βλέπεις με τα καμώματα του πατέρα ξεχάστηκα να ρωτήσω παρόλο που στην δουλεία με βασανίζει συνεχώς η θύμηση της είχαμε κανένα νέο ;》

《Τίποτα παιδί μου μονάχα.. σιωπή πνικτή κι απόκοσμη..!》πρόφερε κοιτάζοντας προς το μέρος του απογοητευμένη έχοντας αρχίσει να χάνει πλέον κάθε ελπίδα να την βρούν.

Κάλυψε με την παλάμη του το τρεμάμενο χέρι της μιλώντας σαν γιός προς μητέρα 《Άκουσε με καλά ότι κι αν έχει αποφασίσει σύντομα θα επικοινωνήσει μαζί μας μην έχεις αμφιβολία..!》την συμβούλευσε ενδυναμώνοντας την ελπίδα που εργόσβηνε εσωτερικά .

Στράφηκε φοβισμένη προς το μέρος του εκφραζοντας ίσως τον μεγαλύτερο της φόβο πασχίζοντας παράλληλα να τον ξορκίσει .

《Κι..αν..η απώλεια του παιδιού την έφθασε στην απόλυτη απελπισία εσωτερικά ώστε να αποφασίσει να βάλει ..τέλος ;》πρόφερε αργόσυρτα συνωμοτικά πνίγοντας έναν βαθύ λυγμό.

Δεν χρειαζόταν απαντήσεις καθότι τα βλέμματα μιλούσαν εκφραζόντας μιαν αλήθεια αδυσώπητη αποκαλύπτοντας κι στους δύο ταυτόχρονα πως δεν αποτελούσε μονάχα δική της σκέψη .

《Μίλα γιατί τόση σιωπή τι πασχίζεις να καλύψεις ; Είναι πασιφανές πως την ίδια σκέψη έκανες κι εσύ μην το κρύβεις άδικα !》ξέσπασε χωρίς να ανέχεται άλλο την υποκρισία του.

《Εντάξει κέρδισες δεν θα σου το κρύψω πως αυτή η ιδέα έχει αποκτήσει εμμονική διάσταση στο μυαλό μου..》

《Το ήξερα πως σε ταλάνιζε κι εσένα ! Για καποιο λόγο το διαισθανόμουν..》ψιθύρισε γέρνωντας στον ώμο του αναζητώντας παρηγοριά.

Χάιδεψε με απίστευτη τρυφερότητα το πρόσωπο της φέρνοντας στο νου την αδικοχαμένη ψυχρή μητέρα του που ουδέποτε ακόμη κι στον πόνο δεν ζητιάνεψε μια αγκαλιά.
《Ξέρεις Σολεδάδ σε αισθάνομαι σαν την μητέρα που ποτέ δεν ένιωσα κοντά μου..》

《Με συγκινείς γλυκέ μου για ακόμη μια φορά μπορείς αν θέλεις να με αποκαλείς μητέρα ..》

Δάκρυα ανέβηκαν στα κουρασμένα του μάτια όσο εσωτερικά στο στέρνο του η καρδιά του φτερούγιζε απο αγαλλίαση κι ευφορία .

《Είσαι η πιο γλυκιά μητέρα που θα μπορούσαμε να έχουμε εγώ και η Πάμελα..απο ότι είδα έχετε αρχίσει σταδιακά να δένετε μαζί σου..》σχολίασε έυθυμα ανάβοντας στα μάτια της μια σπίθα ζωής.

《Το πιστεύεις αυτό ; Ξέρεις δεν επιθυμώ να την πιέσω σε τίποτα είναι είχε μάθει να διαθέτει την αμέριστη προσοχή του Χουάν κι τώρα υποφέρει ο εγωισμός της..》

Γέλασε με το αστείο της σπάζοντας κάπως την πένθιμη ατμόσφαιρα που είχε κυριεύσει εδω και μέρες σαν σκοτεινό στοιχειό την οικία τους.
《Εχεις δίκιο ο εγωισμός της πληγώθηκε πολύ κιολας αλλα θα της περάσει..θα γίνουμε επιτέλους οικογένεια..》ψέλλισε με ελπίδα στρέφοντας το πρόσωπο του προς τον λαμπερό ήλιο.

《Μονάχα αν επιστρέψει η Σελίνα μας με το μωρό θα χαμογελάσω νομίζω ξανά..》

《Έτσι θα γίνει θα το δείς τώρα που όλα ξεδιάλυναν εύχομαι να μπορέσει να αρπάξει επιτέλους την ευτυχία απο τα μαλλία .

《Που να βρίσκεται όμως το κορίτσι μου να αναζητά άραγε το χαμένο βρέφος ;》αναρωτιόταν ρητορικά απευθύνοντας μια νοερά έκκληση προς τον άρχοντα των ουρανών.

Απ το μικροσκοπικό στρόγγυλο παράθυρο της σοφίτας ατένιζε μελαγχολικά τον ουρανό με την σειρά της εκείνη θρηνώντας εσωτερικά.

Της είχαν ανακόψει κάθε επαφή με το βρέφος παρά τις υποσχέσεις του Λεονάρντο συνέχιζαν να το στερούν έχοντας αναθέσει την φροντίδα στην καινούργια του ερωμένη .

Όσο κι αν παρακαλούσε δεν εισακουγόταν λες κι είχαν βαλθεί να εξαφανίσουν την ύπαρξη της μια για πάντα.

Όμως σήμερα τον περίμενε να την επισκεφθεί με απίστευτη ανυπομονησία καθώς είχε έρθει η ώρα να θέσει τους δικούς της κανόνες εφόσον πλέον την χρειαζόταν.

Την επόμενη ημέρα δικάζονταν για τον φόνο του Τζόρτζ ο Ρικάρντο κι οπως ήδξ είχε επιχειρήσει μια φορά θα την εκβίαζε ξανά να μην αποκαλύψει όσα ξέρει.

Φυσικά θα ζητούσε ανταλλάγματα για να κρατήσει την σιωπή της ειδάλλως ολοι τους θα γνώριζαν πως ο Ρικάρντο δεν είχε διαπράξει την δολοφονία.

Έκλεισε σφικτά τα μάτια μετρώντας αντιστροφα οπως συνήθιζε για την δύση του ηλίου αναμένοντας παράλληλα το στρογγυλό πόμολο της θύρας να γυρίσει.

Η καρδιά βροντούσε σαν τύμπανα πολέμου καθώς τα γνώριμα μάυρα γυαλιστερά παπούτσια του δυνάστη την πλησίαζαν αργά και αθόρυβα λες και πατούσε στις μύτες των ποδιών.

Απέφυγε να τον κοιτάξει ατενίζοντας σιωπηρά τον έξω κόσμο απο τον στρογγυλό σκονισμένο φεγγίτη δείχνοντας του ξεκάθαρα πως πλέον αδιαφορούσε για ότι έμελε να της συμβεί.

《Καλησπέρα Σελίνα..απαιτώ όταν εισέρχομαι στο δωμάτιο να μην με αγνοείς ειδάλλως απειλείται η ζωή του γιού σου..》γρύλισε απειλητικά για πολοστή φορά ακουμπώντας βίαια το πηγούνι της με σκοπό να την αναγκάσει δια της βίας να τον αντικρίσει.

《Πολύ καλά λοιπόν εσύ θα προστάζεις και εγώ σαν καλή δούλα θα εκτελώ έτσι δεν είναι ; Όμως ήρθε η ώρα να ακούσεις κι εμένα Λεονάρντο ..!!》αντεπιτέθηκε σθεναρά δίχως να μασάει πλέον τα λόγια της.

《Χα..τι ακριβώς να ακούσω ανόητη ; Απορώ ξέρεις αν έχεις καταλάβει πως πλέον διαθέτω την απόλυτη εξουσία επάνω σου κι συνάμα πως διοικώ την ζωή σου οπότε είσαι υποχρεωμένη να υπακούς και να εκτελείς τόσο απλά.. !》

《Δεν γεννήθηκε ακόμη ο άνδρας που θα με αναγκάσει να πράξω οτι άρρωστο κατεβάζει το μυαλό του κατάλαβες εξυπνάκια ;

Τι καταλαβαίνεις που με κρατάς σε τούτο το σκοτεινό μπουντρούμι μακριά απ το παιδί μου ; Γιατί στο καλό με βασανίζεις αφού καν δεν με ποθείς πηδιέσαι κάθε βράδυ με την νταντά κι οι φωνές σας φτάνουν εως εδω ! Βαρέθηκα απαιτώ να δώ τον γιό μου ειδάλλως θα βάλω τέλος στην ζωή μου !》ξέσπασε σαν χείμαρρος ορμητικός χωρίς ανάσα εκτοξέυοντας επιτέλους απο μέσα της τις απορίες και τα παράπονα που την έπνιγαν εδώ και τόσες ημέρες σιωπής.

"Η έκφραση του σκλήρυνε μονομιάς σφίγγει τα χείλη του πασχίζοντας να συγκρατήσει την απύθμενη οργή του άραγε για την ήττα όπου πρόκειται να δεχθεί άραγε ;" αναρωτιόταν όση ώρα την περιεργαζόταν υπολογιστικά δίχως να μιλά.

Το σκοτεινό απειλητικό του βλέμμα την τρόμαζε μα δεν θα έκανε πλέον πίσω θα έπαιζε τους τελευταίους της άσσους με δεξιοτεχνία ελπίζοντας πως θα την ευνοούσε η τύχη.

Τούτη η παρτίδα αποδείχθηκε μεγάλο φιάσκο καθώς σε κλάσματα δευτερολέπτου την γράπωσε με δύναμη απο το μπράτσο αναγκάζοντας να σηκωθεί όρθια εμπρός του.

《Άκουσε να δείς ηλίθια μπορώ να σε σκοτώσω ανα πάσα στιγμή και πίστεψε με δεν θα διστάσω ! Αν τολμήσεις να υφώσεις ξανά το ανάστημα σου εμπρός μου θα το πληρώσεις με την ίδια σου την ζωή βρώμα !》έσκουζε εκτός εαυτού στο αυτί της προκαλώντας έναν κόμπο στο αδειανό στομάχι της .

《Θέλω να δώ το παιδί μου να σε πάρει η οργή ! Με εμένα κάνε οτι θες δεν σε φοβάμαι πόνεσε με ποδοπάτησε οτι απέμεινε απο εμένα μονάχα να το σφίξω στην αγκαλιά μου για ύστατη φορά επιθυμώ..》φώναξε με απελπισία εως ότου η φωνή πνίγηκε μες τον αδάμαστο λυγμό της.

Άφησε το χέρι της θέτοντας αποστάσεις ανάμεσα τους βηματίζοντας πάνω κάτω σκεπτικός χαμένος στο δικό του αρρωστημένο κόσμο.

《Έχε χάρη που σε χρειάζομαι ακόμη ζωντανή να καταθέσεις εναντίον του Ρικάρντο ειδάλως με μια σφάιρα θα σου τίναζα τα μυαλά στον αέρα δίχως σκέψη για την παρακοή σου !》 Μονολογούσε σαν να μην βρισκόταν η ίδια στο δωμάτιο .

Κούνησε το κεφάλι της αηδιασμένη πλήρως απο τον ψυχοπαθή που στεκόταν εμπρός της αναζητώντας παράλληλα έναν αναθεματισμένο τρόπο διαφυγής καθώς κι το παιδί της κινδυνεύε ολοένα οσο περνούσαν οι μέρες.

《Είσαι άρρωστος Λεονάρντο ειλικρινά δεν μου προκαλεί μίσος η συμπεριφορά σου μονάχα απέραντη λύπηση και θλίψη για την καημένη την ψυχούλα σου που υποφέρει ..》σχολίασε αγγίζοντας αναιπέσθητα το θυμωμένο πρόσωπο του με τρυφερότητα.

《Μην με ακουμπάς ! Περιορίσου στα τυπικά μαζί μου ! Εγώ αντιθέτως έπειτα απο όσα μου έκανες Σελίνα σε μισώ αθεράπευτα πολύ κι πίστεψε με επιθυμώ το χειρότερο για εσένα !》συνέχιζε ακάθεκτος να επιδεικνύει ασυναίσθητα πόσο πολύ υπέφερε εσωτερικά ο ίδιος απο το δηλητήριο που κυλούσε στις φλέβες του παρά τα θύματα του.

《Εντάξει Λεονάρντο το εμπέδωσα πως με σιχαίνεσαι θανάσιμα πια.. μα δεν καταλαβαίνεις πως όλο αυτό αποτελεί ένα παρανοϊκό κι συνάμα εγωιστικό παραλλήρημα ; Κάποτε πέθαινες για εμένα με διεκδικούσες με πάθος μήπως ήταν θέατρο ;》ρώτησε έξυπνα κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα.

Κοίταξε αυτόματα αλλού πασχίζοντας να κρύψει τα ξεχασμένα συναισθήματα που ζωγραφίζονταν στο άλλοτε ψυχρό πρόσωπο του .
《Ξέχνα οτι σου έλεγα τότε απλώς έπαιζα μαζί σου ποτέ μου δεν σε αγάπησα πραγματικά μην γελιέσαι ούτε και ο άδερφος μου βέβαια ! Μας ζέστανες μονάχα τα κρεββάτια αλλα όχι και τις καρδιές αλλα τι λέω αυτή δεν ήταν η δουλειά σου ;》πρόσθεσε ειρωνικά με ένα σαδιστικό χαμόγελο ικανοποίησης χαραγμένο στα χείλη εκτοξεύοντας την αδρεναλίνη της στα

Το ίδιο λεπτό η παλάμη της κατέληξε με φόρα στο μάγουλο του προκαλώντας με θάρρος τον τερατώδη εαυτό του να αναδυθεί απο τα σκοτεινά άδυτα της αβύσσου οπου κρατούνταν σιδεροδέσμιος αφού πλέον θα αισθανόταν στο πετσί τις συνέπειες.

《Αυτό θα το πληρώσεις βρώμα διότι αυτό είσαι και μην θίγεσαι μια πόρνη !》ούρλιαξε αρπάζοντας το μπράτσο της με όλη την μυική δύναμη του εκσφενδονίζοντας το σώμα της στο βρώμικο δάπεδο.

Απο την ταχύτητα της πτώσης χτύπησε το κεφάλι της στην γωνία του ξύλινου παλιού κρεβατιού οπου περνούσε ολομόναχη τα βράδια της.

Μα η οργή του δεν αρκέστηκε σε ένα μονάχα σε ένα ανώδυνο φαινομενικά σπρώξιμο πλησίασε γρυλίζοντας σαν πεινασμένος λύκος που απο πίσω της γραπώνοντας με δύναμη τα μακριά ανακατεμένα μαλλιά της προκαλώντας αφόρητο πόνο.

《Άφησε με ..》πρόφερε αδύναμα λες κι η φωνή πνιγόταν πλέον στα βάθυ του λαιμού μα δεν έβρισκε δυστυχώς πρόσφορο έδαφος να καρπίσει .

《Χα..ανόητη μόλις άρχισα..》πρόφερε γελώντας σατανικά καθώς δεχόταν το βίαιο ράπισμα του στα πλευρά της που την αναγκάζε να διπλωθεί στα δύο απο τον πόνο.

Δεν υπήρχε πιά διέξοδος γνώριζε πως σήμερα θα άφηνε την τελευταία της πνοή αβοήθητη μέσα σε εκείνο την φρικτή σκοτεινή σοφίτα που την κρατούσε αιχμάλωτη εδώ και ένα μήνα.

Παρά τον πόνο που της προκαλούσαν τα βίαια ραπίσματα του υπέμενε στοικά ένα ένα τα βάναυσα χτυπήματα στο κορμί της δίχως να ψελλίζει ούτε έναν αναστεναγμό λες και ήταν πάνινη κούκλα φτιαγμένη απο ύφασμα.

Η σκέψη των παιδιών που με βία της στέρησαν την κρατούσε ζωντανή πλημμυρίζοντας την καρδιά της με φώς και ελπίδα πως κάποια μέρα εάν επιζούσε τελικά θα τα ανέθρεφε με στοργή και αφοσίωση.

Θα γύριζε και την υδρόγειο ανάποδα για να ξαναβρεί έστω κι ένα στίγμα της αγνοούμενης κόρης της και ουδέποτε θα το έβαζε κάτω έως και την ύστατη ημέρα της ζωής της.

Όσο οι σκέψεις λειτουργούσαν ως προστατευτική ασπίδα για την ίδια ο βάναυσος δυνάστης της κλωτσούσε με μανιά τα πλευρά της λες και ήταν άψυχο αντικείμενο ξεχειλίζοντας μίσος απο κάθε πόρο του σώματος μα περισσότερο της ψυχής του.

《Τι έγινε ψόφησες κιόλας σκρόφα ; Γιατί δεν ικετέυεις κλαίγοντας για έλεος σου άρεσει μήπως να σε βασανίζω ;》έσκουζε αγριωπά συνεχίζοντας ακάθεκτος το φρικτό του μαρτύριο δίχως να αναρωτιέται το αντίκτυπο που θα είχε στην δική του ψυχή μετέπειτα .

Απο την μύτη και τα χείλη της έσταζαν πηχτές κηλίδες αίματος στο ήδη λερωμένο σκούρο δάπεδο αφού πλέον μπορούσε ακόμη και την μεταλλική του γέυση να αισθανθεί στις παρυφές των δοντιών της δίχως να πανικοβάλεται.

Υπέμενε ηρωικά τους φρικτούς πλέον πόνους σέρνωντας αργά το σώμα της προς ένα μικρό απάνεμο καταφύγιο κάπου μακριά απο τον εξαγριωμένο αγροίκο.

Η μορφή του Ρικάρντο ξετρύπωσε σαν ήλιος στο σκοτάδι του μυαλού ξεπηδώντας με τρόπο μαγικό σαν ολόγραμμα μπροστά στα έκπληκτα μάτια της κάτι σαν μεταθανάτια παραίσθηση.
《Εσύ εδώ..;》ρώτησε ζαλισμένη διακρίνοντας θολά το δακρυσμένο σπλαχνικό πρόσωπο του να την παρατηρεί θλιμμένο και δάκρυα να κυλούν απο τους αγαπημένους οφθαλμούς του.

《Σειρήνα σύντομα θα είσαι κοντά μου κάνε υπομονή..》ψέλλισε παρηγορητικά κι έπειτα σαν καπνός χάθηκε απο τα μάτια της επαναφέροντας τον εφιάλτη ολοζώντανο μπροστά της .

《Παρακάλα με βρώμα να πάψω να σε δέρνω ειδάλλως θα σε σκοτώσω απο το ξύλο σήμερα εδω μέσα θα ψοφήσεις !》φώναζε σαν σε παραλήρημα γελώντας θριαμβευτικά καθώς απολάμβανε κάθε χτύπημα με ξεχωριστή σαδιστική ηδονή .

Μες την παραζάλη της ακροβατώντας μετεώρη ανάμεσα στον θάνατο και την γλυκόπικρη ζωή έκλεισε σφικτά τα μάτια σφίγγοντας με δύναμη τα δόντια για να μην λυγίσει έως το τέλος κι ικέτευσει τελικά για το έλεος του.

"Είμαι φτιαγμένη απο ατσάλι εχω ακολουθήσει στην σύντομη εως τώρα πορεία μου δίαφορα δύσβατα μονοπάτια της μοίρας που πάντοτε οδηγούσαν σε αδιέξοδα φόβους και ατελέυτητο πόνο. Μα παρέμεινα ατρόμητη δεν φοβήθηκα ακόμη κι όταν μου ανακοίνωσαν στην κλινική πως η μητέρα μου έπασχε απο επιθετικό καρκίνο.
Ουδέποτε λύγισα αντιθέτως στήλωσα τα πόδια μου στο έδαφος και πάλεψα , δούλεψα , μάτωσα , υπέφερα για να ζήσει και τα κατάφερα . Λοιπόν γιατί μερικοί ασήμαντοι μώλωπες να κάμψουν τώρα τις αντιστάσεις μου ; Έχω φέρει πλέον στον κόσμο δύο πλάσματα που τρέφονταν απο το αίμα μου οσο τα κυοφορούσα σε αυτά μονάχα είμαι υπόλογη..." ενδυνάμωνε στηριγμένη στις αναμνήσεις των δεινών οπου πέρασε τον εαυτό της .

Όσο ένιωθε την ανάσα της σταδιακά να βαραίνει κι το πυκνό σκοτάδι να σιμώνει αργά τυλίγοντας το πληγωμένο κορμί μου σαν μητρική αγκαλιά που οδηγούσε στον όλεθρο και την απώλεια .

Παρόμοια με την δική του που γέυτηκα μονάχα για μερικές παρωδικές στιγμές ευτυχίας και ηδονής που ποτέ όσο ζούσα δεν θα μετάνιωνα γι αυτές καθότι μου χάρισαν τα δύο πολύτιμα πετράδια μου.

Προσπαθούσα με την φαντασία μου να πλάσω το άγνωστο προσωπάκι της κορούλας μου στο μυαλό μου άραγε τι χρώμα μάτια είχε ; Έμοιαζαν με τα δικά μου η με του Ρικάρντο ; Μα το κυριότερο ήταν ακόμη ζωντανή ;

Το σώμα της πια είχε μουδιάσει άρχισε να περνά σε στάδιο αναισθησίας η οποία την οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην ορθάνοιχτη αγκαλιά του σκελετωμένου θανάτου που καρτερούσε στην γωνία να την θερίσει με το κοφτερό του δρεπάνι .

Ξάφνου έφθασαν φωνές σαν κραυγές στα αυτιά της δίχως να δύναται πλέον να αναγνωρίσει απο που προέρχονταν αφού με κάθε αχνή ανάσα βυθιζόταν ολοένα στην κινούμενη άμμο που κατάπινε το σώμα της σταδιακά με λύσσα.

《Λεονάρντο για το θεό σταμάτα την σκοτώνεις..!》ούρλιαζε εισβάλοντας στην σοφίτα πανικόβλητη η Γκριζέλντα την κατάλληλη στιγμή δίχως να πιστεύει στα μάτια της.

《Φύγε απο εδώ δεν σε αφορά ..!》γρύλισε έξαλλος ο Λεονάρντο σπρώχνοντας βίαια ακόμη και την γυναίκα που του χάριζε απλόχερα ηδονή κάθε βράδυ λες και ήταν σκουπίδι.

《 Πάρε τα χέρια σου απο πάνω της αρκετά ! Άφησε επιτέλους την καημένη να φύγει μαζί με το μωράκι της που κλαίει μέρα νύχτα και μην την βασανίζεις άλλο φτάνει πια με την αδυσώπητη εκδίκηση σου..!》βρήκε το θάρρος να ψελλίσει ικετευτικά με δάκρυα στα μάτια χαιδέυοντας το ιδρωμένο πρόσωπο του τρυφερά παρά την αγριότητα που εξέπεμπαν τα δύο κοφτερά σαν ξυράφια μάτια του.

《Χάσου απο μπροστά μου Γκριζέλντα ειδάλλως θα ξεσπάσω πάνω σου την περίσσια οργή μου..! Θέλω να πληρώσει κάθε δάκρυ απόρριψης που κύλησε στα μάτια μου με το αίμα της..!》ούρλιαζε εκτός εαυτού σαν άγριο ζώο που κατασπάραζε το θήραμα του ενώπιον της αγέλης.

《Αρκετά σου είπα ! Με εμένα κάνε οτι θέλεις είμαι δική σου εξαρχής ! Επιθυμείς να με σκοτώσεις θα το δεχτώ.. μονάχα ελευθέρωσε επιτέλους αυτήν την άμοιρη κοπέλα κοντέυει να πεθάνει δεν το βλέπεις..;》πρόσταξε αυστηρά αδιαφορώντας για το τίμημα της ανυπακοής οπου υπέδειξε ακινητοποιώντας τα βαριά χέρια του μονάχα με μια απαλή κίνηση .

Ύψωσε τα βουρλωμένα γαλανά σαν θάλασσα φορτουνιασμένη μάτια της προς τα φλογισμένα δικά του ελπίζοντας να σβήσει επιτέλους τις πύρινες γλώσσες της εκδίκησης που τα κατέκαιγαν με την αγάπη όπου ανάβλυζαν.

Τα λόγια της επιτέλους επέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα αφού η οργή που κατέτρωγε τα σωθικά του προ ολίγου σαν αντίκρισε τα δακρυσμένα μάτια της πέταξε μακριά.

Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω απο την σφικτή μέση της χαιδέυοντας ερωτικά τους γλουτούς της πάνω απο το λευκό ύφασμα του φορέματος της στενάζοντας ηδονικά καθώς ο θυμός μετατρέπονταν αυτομάτως σε αρχέγονο επιτακτικό πόθο κοντά της.

《Θα την απελευθέρωσω μονάχα εάν καταθέσει εναντίον του αδερφού μου άυριο στην δίκη ..!》ψέλλισε ξέπνοος πλέκοντας τα δάκτυλα του με τα δικά της σαν να είχε απελευθερωθεί ξαφνικά απο τα δεσμά της κακίας που τον τραβούσαν προς την φλεγόμενη άβυσσο με βήμα ταχύ. 《Τι είδους επιρροή μου ασκείς επιτέλους ..με μια ματιά σου μόνο κατόρθωσες να σβήσεις μονομιάς το καμίνι της οργής που με διακατείχε ..》

《Τα λόγια σου φέρνουν στην καρδιά μου άνοιξη έπειτα απο μέρες παγερού χειμώνα που με καταδίκασες να βιώσω..θα στο πω ξανά γιατί θέλω να το χωνέψεις .. Σ αγαπάω περισσότερο απο την ίδια την ζωή μου Λεονάρντο...》ψιθύρισε συγκινημένη φιλώντας πόντο πόντο το αλλοιωμένο απ τον θυμό πρόσωπο του με λατρεία κι ας φάνταζε οξύμωρο δεν μπορούσε να αναιρέσει τις βουλές της καρδιάς.

Αυτή η αναθεματισμένη λέξη τον τρύπησε σαν βέλος κατευθείαν στην παγωμένη καρδιά του που απο καιρό είχε πάψει να χτυπά .

Την ίδια ακριβώς λέξη είχε ψελλίσει η μητέρα του καθώς ψυχοραγούσε στα χέρια του έπειτα απο την σφαίρα που δέχτηκε απο το δικό του περίστροφο καταλάθος.

Η πονεμένη έκφραση της είχε χαραχθεί με ανεξίτηλα χρώματα και υφές στα βάθυ της μνήμης επιστρέφοντας ξανά σκονισμένη στο φώς για να πλημμυρίσει τύψεις την ψυχή του.
《Καρδιά μου ..σε συγχωρώ δεν το ήθελες να με σκοτώσεις ήταν όλα ένα ατύχημα..θα σε αγαπώ αιώνια γιέ μου..》άρθρωσε με δυσκολία καθώς παρέδιδε την καλοσυνάτη ψυχή της στον κύριο βυθίζοντας αυτομάτως στο πένθος τις ζωές τους.

Η κραυγή απόγνωσης που ξέφυγε απο τα χείλη του Ρομπέρτο καθώς απελπισμένος έσφιγγε το άψυχο κορμί της στα χέρια του κλαίγοντας γοερά για πρώτη του φορά στην ζωή του αντηχούσε ξανά στα αυτιά του .
《Γιατί ..μητροκτόνε τι σου έφταιξε η μάνα σου ;》αναφωνούσε εκτός εαυτού με μάτια φλογισμένα ορμώντας εξοργισμένος προς το μέρος του ενώπιον τόσο του υπηρετικού προσωπικού όσο και του σοκαρισμένου Ρικάρντο .

Έστεκε σε μια γωνιά παρατηρώντας την μητέρα μας να κείτεται στο λευκό μαρμάρινο έδαφος που πλέον είχε βαφτεί κόκκινο απο το αθώο της αίμα θρηνόντας σιωπηλά δίχως υστερίες και κλάματα τον χαμό της.

Ο Ρομπέρτο ύψωσε την γροθιά του απειλητικά μπροστά του τραντάζοντας με απίστευτη δύναμη το κορμί του πέρα δώθε απο τον γιακά του ματωμένου πουκαμίσου που φορούσε.

《Δολοφόνε ! Σε ξεγράφω σήμερα κιόλας απο παιδί μου τόλμησες να σηκώσει πιστόλι κατά του ιδίου σου του αδελφού τι περίμενες σαν γονείς να πράξουμε να σε αφήσουμε να τον εκτελέσεις απο ζήλια ; Κοίταξε τι προκάλεσες αναίτια αλήτη σκότωσες την γυναίκα που σου έδωσε ζωή !》έσκουζε απελπισμένος βυθισμένος στον μουντό κόσμο του πένθους του
χτυπώντας τον με απίστευτη μανία εως την στιγμή οπου ηρωικά ο Ρικάρντο τους χώρισε με το σώμα του.

《Αρκετά πατέρα ..παιδί είναι ακόμη έσφαλε ! Εγώ παρά τον αβάσταχτο πόνο που αισθάνομαι τον συγχωρώ για όλα ..》πρόφερε αργά με φωνή σπασμένη πνίγοντας έναν βαθύ λυγμό στα βάθυ της ψυχής του συγκρατώντας παράλληλα τον εξαγριωμένο πατέρα τους με νύχια και με δόντια προτού επιχειρήσει να τον βλάψει.

《Λάθος Ρικάρντο θα ναι πάντα ένας φονιάς ! Ένας μητροκτόνος δεν του αξίζει συγχώρεση...! Μπρός φύγε αμέσως απο μπροστά μου εξαφανίσου απο σήμερα δεν είσαι γιός μου..!》ούρλιαξε κατάμουτρα με απύθμενο μένος ο Ρομπέρτο κλείνοντας την πόρτα ξοπίσω του.

Έπειτα το ίδιο κιόλας βράδυ μεθυσμένος και παντελώς εκτός εαυτού δίχως να ορίζει σώμα άκρα και ψυχή καρφώθηκε με το αυτοκίνητο του σε ένα δέντρο με ιλλιγυώδη ταχύτητα ένα ατύχημα που τον καταδίκασε να ζεί πλέον καρφωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι.

Όσο κι αν προσπαθούσε οι ζοφερές εκείνες εικόνες κι συνάμα τα ενοχικά συναισθήματα που συντάραζαν την νεανική ψυχή του δεν σβήνονταν απ την μνήμη οσο κι αν προσπαθούσε με ψυχοθεραπεία όλα αυτά τα μοναχικά χρόνια που επέβαλλε σαν τιμωρία στον εαυτό του να ζήσει.

Θυμόταν ολοκάθαρα τα λόγια του Ρομπέρτο σαν άνοιξε έπειτα απο τρείς ολόκληρες εβδομάδες τα δύο σκούρα παγερά αδυσώπητα μάτια του που ξεχέιλιζαν μίσος για την ύπαρξη του στο νοσοκομείο .

Το διάβαζα στο γεμάτο αποστροφή βλέμμα του πως χίλιες φορές επιθυμούσε να ήμουν εγώ νεκρός παρά η πολυαγαπημένη του Ζηνοβία που λάτρευε σαν θεά κι ας την είχε πληγώσει άπειρες φορές με τις απιστίες του.
《Μπαμπά..πως είσαι..; Συγχώρα με δεν ήθελα να της κάνω κακό το όπλο εκπυρσοκρότησε..!》απολογήθηκε συντετριμένος και γοναστιστός πλάι στο κρεββάτι του με δάκρυα καυτά μετανοίας στα μάτια.

Μα η πορωμένη σκληροπυρηνική καρδιά του πατέρα του δεν δέχθηκε την ειλικρινή μεταμέλεια οπου απλόχερα του χάριζε μεταμορφώνοντας επι τόπου τον γιό του στο δολοφονικό άψυχο κτήνος που τον ονόμαζαν σήμερα .

Έστρεψε αλλού το κενό βλέμμα του μορφάζοντας αηδιασμένος λες και αντίκριζε ενώπιον του ένα ζωντανό βδέλυγμα αντί για έναν άνδρα πλασμένο απο το αίμα του.

《Να φύγεις απ το σπίτι αμέσως..δεν με νοιάζει που θα πας αν αύριο θα ζείς η θα ψοφήσεις σε κάποια γωνιά του δρόμου παγωμένος απο τον χιονιά. Σε προειδοποιώ πως εαν αψηφίσεις τα λόγια μου σαν επιστρέψω πίσω και σε συναντήσω εμπρός μου επι τόπου θα σε σκοτώσω..!》ψέλλισε τελικά ζαλισμένος δίχως έλεος και ίχνος στοργή στην πατρική καρδιά του.

Μάζεψε τα πράγματα του τρομαγμένος δίχως ένα μέρος να κουρνιάσει μια αγκαλιά παρηγοριάς να τον τυλίξει διώχνοντας μακριά τις ενοχές καταρρίπτοντας επι τόπου την θεωρία πως ακόμη κι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος επι της γής είχε δικαίωμα μετανοίας .

Δυστυχώς για τον αλύγιστο πατέρα του δεν ίσχυαν οι θεικές εντολές αφού η αλαζονεία κι ο εγωισμός τον είχαν καταστήσει πια τυφλό όπου παρέσυρε στην απώλεια και την δική του πονεμένη ψυχή.

Πέρασε μερόνυχτα άστεγος χωμένος στο δάσος κοντά στην έπαυλη πασχίζοντας μέσα απ τις πυκνές φυλλωσιές των τροπικών δέντρων να αντλήσει λίγη ζεστασιά απο τα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού που ανδρώθηκε.

Αντίκριζε καθημερινά τον αδερφό του να προοδέυει να ανεβαίνει τόσο κοινωνικά οσο και επαγγελματικά να κυκλοφορεί κάθε τόσο με πανέμορφες αιθέριες καλλονές και ακριβά αυτοκίνητα την ώρα που η δική του κοιλιά πονούσε αφόρητα απο την πείνα.

Οι αναμνήσεις ξεσήκωσαν επανάσταση στα σκηνώματα του μυαλού ουρλιάζοντας σαν άγρια θηρία μέσα στην νύχτα που ακόνιζαν τα γαμψά νύχια τους προτού τα μπήξουν στον λαιμό του.

Τρελαμένος κάλυψε με τα δύο του χέρια τα αυτιά του πασχίζοντας να φιμώσει τις κραυγές τους μάταια καθώς είχαν πλέον εισχωρήσει θριαμβευτικά στην καρδιά του προσπερνώντας τα τείχη που είχε υψώσει με ευκολιά.
《Όχι δεν μπορείς να με αγαπάς ...δεν αξίζω την αγάπη κανείς δεν μου την δίδαξε ! Είμαι ένας τιποτένιος ..ένας αδίσταχτος μητροκτόνος..!》έσκουξε πονεμένα αποκαλύπτοντας ευθαρσώς επιτέλους το μυστικό που του ξέσκιζε τα σωθικά κάθε νύχτα εδώ και έντεκα χρόνια.

Κι έπειτα ολα πάγωσαν σιωπή κυρίευσε το σκοτεινό δωμάτιο όπου ακόμη και οι σκιές το είχαν βάλει τρομοκρατημένες στα πόδια έπειτα απ την θεαματική έκρηξη του.

Ο Μπάτλερ του ανέλαβε αμίλητος και σοκαρισμένος να σηκώσει το αναίσθητο λαβωμένο σώμα της Σελίνα απο το δάπεδο αργά μεταφέροντας το σέ ενα αλλο δωμάτιο αφήνοντας εκείνον και την Γκριζέλντα μόνους.

Βημάτιζε σαν τρελός πάνω κάτω στο ανάστατο μισοσκότεινο δωμάτιο οπου μονάχα το φώς του φεγγαριού που εισχωρούσε απο τον φεγγίτη υπερίσχυε αναμένοντας μιαν απόκριση έστω και βρισιά να εξέλθει επιτέλους απ τα βουβά σφραγισμένα χείλη της.

《Σιωπείς..που πήγε λοιπόν η περιβόητη αγάπη που διαλαλούσες έως τώρα με τυμπανοκρουσίες ..; Έσβησε ;》ψέλλισε δακρυσμένος γυρίζοντας αυτόματα την πλάτη του προτού αντικρίσει την ίδια αποστροφη ζωγραφισμένη κι στο δικό της πρόσωπο.

Ένιωθε ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο εως την στιγμή που τα δύο πουπουλένια χέρια που απογείωναν τις αισθήσεις του κάθε βράδυ τυλίχθηκαν τρυφερά γύρω απο την μέση του ξανά δίνοντας πνοή στο νεκρωμένο σαρκίο του.

《Ο έρωτας μου για εσένα έχει υπόσταση πνοή , καρδιά , ψυχή δεν θα τον υπερνικούσε ποτέ η σκοτεινιά της ψυχής σου..διότι ξέρω πως δεν είσαι αποκλειστικά υπέυθυνος για το τέρας που δημιούργησες..》ψιθύρισε μελιστάλαχτα στο αυτί του χαιδέυοντας με τρυφερότητα κάθε πονεμένη πτυχή του διότι αυτό πράγματι ήταν η αγάπη που άμβλυνε αμέσως τις κοφτερές γωνιές μιας ψυχής.

Στράφηκε έκπληκτος προς το μέρος της κλείνοντας το αγγελικό πρόσωπο της ανάμεσα στις δύο ζεστές παλάμες του για πρώτη φορά με τόση ζέση και στοργή που δεν φαντάζονταν πως κρυβόταν εσωτερικά του.

Τα μάτια θαύμασαν την πραότητα των δικών της η σπασμένη καρδιά ξάφνου ξεκίνησε να αλοίφει μια μια τις πληγές με το βάλσαμο ενος ανώτερου συναισθήματος που υπερνικούσε το καμίνι του μίσους που τον κατάπινε καθημερινά.

《Πως είναι η αγάπη Γκρίζι..;》αναρωτήθηκε παραπονεμένα κολλώντας τα χείλη του απαλά στα ξεραμένα δικά της ενώ παράλληλα σφούγγιζε τα καυτά δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα της ένα ένα με τον αντίχειρα του.

《Δεν ξέρω εαν υφίσταται ακριβής ορισμός του μαγικού αυτου συναισθήματος ..μα με την ταπεινή μου λογική το αναγάγω στο υπέρτατο αίσθημα που μας δόθηκε ποτέ απο τον θεό ! Είναι η ανάγκη να συγχωρείς και να επουλώνεις τις πληγές ..είναι ..αυτό που αισθάνομαι για εσένα..》

《Δηλαδή δεν με αποστρέφεσαι κι εσύ τώρα που γνωρίζεις τα φρικτά εγκλήματα που έχουν διαπράξει τούτα τα χέρια..;》ρώτησε κοιτάζοντας εξεταστικά το πρόσωπο της σαν μικρό φοβισμένο παιδάκι την ώρα που ύψωνε τα χέρια του προς το μέρος της.

Ευθύς έφερε τα δύο ματωμένα χέρια του στο ύψος των χειλιών και τα ασπάστηκε σαν ιερό κειμήλιο δίχως να διακρίνει ούτε κηλίδα απο το αίμα που τα είχε ποτίσει.
《Όχι καρδιά μου..για εμένα είσαι ένα πληγωμένο μπουμπούκι που κάποιος σκληρόκαρδος άνδρας το έκοψε και το καταπάτησε με λύσσα εγωιστικά εως ότου μαράθηκε ολοσχερώς κι πέταξε αγκάθια η ρίζα του..》πρόφερε ποιητικά κοιτώντας βαθειά μέσα στην ομίχλη των ζοφερών αναμνήσεων που κουβαλούσε.

Κατέβασε το βλέμμα σιωπηλός νικημένος απο μια ανώτερη δύναμη που δεν τρέφονταν με βία και αίμα αντιθέτως ανάβλυζε κατευθείαν απο την καρδιά κυλούσε στις φλέβες σαν αίμα που εξάγνιζε απο όλες τις αμαρτίες.

《Ντρέπομαι να βρίσκομαι εμπρός σου..πήγαινε να κοιμηθείς..απόψε δεν θα βρίσκομαι κοντά σου..ίσως ποτέ ξανά..》ψέλλισε αποχωρόντας σκυθρωπός και συνάμα αποφασισμένος απο το δωμάτιο .

《Λεονάρντο περίμενε καρδιά μου..μην κάνεις καμιά τρέλα..!》αναφώνησε ανήσυχη τρέχοντας ξοπίσω του όπως μια μητέρα πίσω απο το άπειρο αγνό βρέφος προλαμβάνοντας τα ατυχήματα και τις κακοτοπιές.

Ευθύς ανέβηκε στην ταράτσα της έπαυλης κλειδώνοντας καλά την θύρα στο πέρασμα του κι έπειτα ανακάθισε σιωπηλός στο κρύο τσιμεντένιο δάπεδο ατενίζοντας τον έναστρο σκοτεινό ουρανό για τελευταία φορά.

Ένα αστέρι του έγνεφε τρυφερά το πιο λαμπρό και φωτεινό απ όλα που σαν το κοιτούσε για πολύ ώρα σχημάτιζε αίφνης το στοργικό χαμόγελο της μητρός του.

《Δεν με χωράει πλέον τούτος ο κόσμος μητέρα..μου αξίζει να πεθάνω σαν κοινός εγκληματίας δίχως δάκρυα και θρήνο..》μονολογούσε ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του πλησιάζοντας ολοένα πιο κοντά στο κενό
έτοιμος να αφεθεί στην γλυκιά μελωδία του σκότους που τον τύλιγε.

《Όχι ! Αγάπη μου για το θεό τι πάς να κάνεις ; 》έσκουξε έντρομη λίγα μέτρα πιο κάτω η Γκριζέλντα τρέμωντας σύγκορμη μπροστά στο θέαμα που παρουσίαζε .

Με τα μάτια σφαλισμένα ατένιζε κατάματα τον ατιμωτικό του θάνατο αδιαφορώντας για εκείνη που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε στιγμή την ζωή της χωρίς εκείνον κι ας της φερόταν άσχημα εως κι απαξιωτικά.

《Αντίο Γκρίζι..να με θυμάσαι που και που..》αποκρίθηκε χαμογελώντας ξανά ανακουφισμένος λες και οι αμαρτίες μονομιάς θα σβήνονταν αν έβαζε τέλος στην ζωή του.

《Λεονάρντο μη ! Αν δεν νοιάζεσαι καθόλου για εμένα σκέψου τουλάχιστον το παιδί σου που κουβαλώ εδώ και τρείς εβδομάδες κρυφά στα σπλάχνα μου..! Δεν ήθελα να το μάθεις έτσι αλλιώς το είχα πλάσει στο νού μα δεν αντέχω να σε χάσω..》ούρλιαξε γονατίζοντας ενώπιον του σαν να προσευχόταν με δάκρυα αγάπης να βρέχουν το στεγνό χώμα που ετοιμάζονταν να απωθέσει το άψυχο κορμί του.

Η γή κάτω απο τα πόδια του σείστηκε συθέμελα παρομοίως και τα θεμέλια της κακίας οπου είχαν ριζώζει για χρόνια γύρω απ την καρδιά σταδιακά ξεκίνησαν να διασπώνται λες και το μαγικό φίλτρο της αγάπης τα έλιωσε σαν δυνατό οξύ.

Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα χαράς πληρότητας ίσως και ευτυχίας ξεπλένοντας επιτέλους το αθώο αίμα που επέπλεε εδώ και χρόνια η ψυχή του καθώς μια ρανίδα φωτός εισέρχονταν ηχηρά μες το σκοτεινό κελί του αναγγέλλοντας μια δέυτερη ευκαιρία.

《Παιδί ..!》επανέλαβε σαστισμένος κάνοντας ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω απο τα κάγκελα που χώριζαν το σώμα απο το κενό κι τον απαξιωτικό θάνατο.

《Ναι ..Λεονάρντο..θα γίνεις πατέρας ..! Ο θεός που τόσο σε αγαπάει παρά τις αποτρόπαιες πράξεις που βαραίνουν την ψυχή σου απλόχερα σου χαρίζει μια δέυτερη ευκαιρία..μην τον απογοητεύσεις άλλη μια φορά..!》επέμεινε κλαίγοντας καθώς άπλωνε τρυφερά το τρεμάμενο χέρι της στο κενό με την ελπίδα να συναντήσει ξανά το δικό μου .

Τα πόδια του απέκτησαν φτερά και η ψυχή του άνθη τα αγκάθια που την περιέβαλαν άξαφνα μαράθηκαν και σαν ώριμοι καρποί έπεσαν νεκρωμένα καταγής καθώς η καρδιά του βρήκε καταφύγιο να φωλιάσει .

Ξεκλείδωσε ανυπόμονα την πόρτα κατεβαίνοντας σαν τρελός τα σκαλοπάτια που φάνταζαν ατελεύτητα εως ότου βρεθεί ξανά κοντά στην ανεξάντλητη πηγή θαλπωρής και αγάπης.

Σαν πρόβαλε στο κατώφλι κλαίγοντας απο χαρά όρμησε στα ανοιχτά της χέρια σαν να βουτούσε σε μια θάλασσα συγχώρεσης που με το αγιασμένο νερό της καθάριζε την ψυχή απ τους ρύπους .

Αφέθηκε έπειτα απο έντεκα ολόκληρα σκοτεινά έτη ανάμεσα στα χέρια της συντρίβοντας μονομιάς τον εγωισμό και την κενοδοξία που είχαν ριζώσει εσωτερικά αποκτώντας την απόλυτη εξουσία στο μυαλό .

Έκλαψε πικρά με λυγμούς άπειρους και οδυνηρούς ακουμπισμένος στην επίπεδη κοιλιά που κουβαλούσε τον νέο του εαυτό μια ψυχή απαστράπτουσα κι αγνή που θα φωταγωγούσε σταδιακά και την δική του .

Κι εκείνη η πηγή της ατελεύτητης καλοσύνης στεκόταν εκεί ώρες ολόκληρες κοντά του σκουπίζοντας υπομονετικά κάθε δάκρυ μετανοίας που κυλούσε απο τα μάτια του σκεπάζοντας την θλίψη με χαρά διώκοντας τις σκιές με φως άπλετο ζεστό .

Εως ότου η πούλια και ο αυγερινός σηκώθηκαν εκ νέου στον σκούρο ουράνιο θόλο σαν μικροσκοπικά αγγελάκια ζωγραφίζοντας με χρώματα πολύχρωμα ζωηρά την έλευση μιας νέας ημέρας.

Το ξημέρωμα τους βρήκε αγκαλιασμένους στο δροσερό γρασίδι της αυλής πλάι στην φωταγωγημένη πισίνα να κάνουν όνειρα χαμογελώντας .
《Ξέρεις ..οι γιατροί με είχαν διαβεβαιώσει παλαιότερα πως δεν υπήρχε πιθανότητα να αφήσω έγκυο μια γυναίκα..πως ήμουν εκ γενετής στείρος..》εξομολογήθηκε συγκινημένος με το αυτί του κολλημένο εδώ και ώρες στην κοιλιά της μετρώντας τους παλμούς του βρέφους χωρίς ακόμη να πιστεύει στην καλή του τύχη .

Γέλασε επιτέλους ανάλαφρα ξαλαφρωμένη βυθίζοντας τα μακριά δάκτυλα της στις ρίζες των εβένινων μαλλιών του απολαμβάνοντας την τραχεία τους αίσθηση .
《Σου ορκίζομαι πως δεν πλάγιασα με άλλον άνδρα απο όταν είσηλθες στην ζωή μου ..!》πρόφερε τρομαγμένη λες και κάποια υποψία θα τους ξανά στερούσε το όνειρο.

Σήκωσε ευθύς τα μάτια του στα δακρυσμενα δικά της αντανακλώντας επιτέλους στην θέση του ανεξέλεγκτου θυμού που σαν φλόγα καθρεπτίζονταν στα βάθυ τους μια πρωτόγνωρη στοργή.
《Δεν θα τολμούσα καν να αναλογιστώ μια τέτοια πιθανότητα ..είσαι άγγελος Γκριζέλντα..δεν ξέρω πως οι δρόμοι ενος αγγέλου με έναν δαίμονα σαν εμένα διασταυρώθηκαν..》

《Σςς..σώπασε δεν είσαι κακός ..είχες μεταχειριστεί το μίσος σαν μέσο άμυνας διότι απλούστατα δεν διδάχθηκες ποτέ σου την αγάπη ..》σχολίασε με άπλετη κατανόηση κοιτάζοντας σκεπτική το ασημένιο ρολόι που κοσμούσε τον καρπό της ένα δώρο απο εκείνον για τις υπηρεσιές της .
《Έίναι μόλις επτά ..ίσα που προλαβαίνεις την δίκη του αδερφού σου..πρέπει κι εγώ να ανέβω να ελέγξω την κατάσταση της Σελίνα..》του υπενθύμισε διστακτικά φοβούμενη μήπως ο κακός εαυτός ξεπηδήσει ξαφνικά μες την νηνεμία.

Προς ανακούφιση της έγνεψε θετικά δίχως να της αποκαλύψει τις επόμενες κινήσεις του σχετικά με την ίδια οσο και το ταλαιπωρημένο βρέφος της που κοιμόταν στον επάνω όροφο ορφανό.

Σηκώθηκε βιαστικά εισχωρόντας στο εσωτερικό του οικήματος φουριόζος σφουγγίζοντας τα δάκρυα του πιο αποφασισμένος οσο ποτέ αφού πλέον τα δάκρυα δεν αρκούσαν να διορθώσουν το κακό που είχε πράξει.

《Έυχομαι να την απελευθερώσει επιτέλους..και να μην ονειρεύτηκα την μεταμέλεια του..》μονολογούσε ανεβαίνοντας αργά στον πρώτο όροφο αγχωμένη για το θέαμα όπου θα αντίκριζε.

Σαν άνοιξε την θύρα με ανάσα κομμένη έσυρε το ταλαιπωρημένο βλέμμα της
στο χλωμό πρόσωπο του
μπάτλερ απέναντι που πρόσεχε ολη νύχτα την αναίσθητη Σελίνα με αυταπάρνηση σφουγγίζοντας απαλά με ένα λευκό μαντήλι τον παγωμένο ιδρώτα της.

《Πώς ..είναι..;
Ξύπνησε.. καθόλου ;》

《Όχι παραμένει όμως σταθερή ..δεν έχει υποστεί ευτυχώς βαθειές ουλές μονάχα μερικούς επιπόλαιους μώλωπες..》κατέληξε σαν να την είχε εξετάσει.

《Πως το γνωρίζεις..με τέτοια βεβαιότητα..;》ψιθύρισε απορημμένη χαιδέυοντας παράλληλα τα ιδρωμένα μαλλιά που πλαισίωναν το απαστράπτον πρόσωπο της.

Ανακάθισε προσεχτικά πλάι της ξεχνώντας ως δια μαγείας τα ανταγωνιστικά συναισθήματα που έτρεφε για εκείνη στις αρχές εφόσον η απροσπέλαστη καρδιά του Λεονάρντο θεωρούσε πλέον πως χτυπούσε μονάχα για εκείνη.

Ο μεσήλικας μπάτλερ σφούγγισε για τελευταία φορά το μέτωπο της Σελίνα σκεπτικός σαν κάτι να επιθυμούσε να μοιραστεί μαζί της μα δεν τολμούσε.
《Ήμουν κάποτε γιατρός μα λόγω ένος μοιραίου λάθους μου αφαίρεσαν την άδεια ..και τελικά κατέληξα μπάτλερ ενος δολοφόνου..》ανακοίνωσε σκληρά αδιαφορώντας για τις συνέπειες των λόγων του.

《Λυπάμαι για την θλιβερή σου ιστορία..όμως να ξέρεις ο ..δολοφόνος μετάνιωσε..》

《Αποκλείεται ! Ένας ψυχασθενής δεν διαθέτει ενσυναίσθηση ώστε να ζυγίσει το αντίκτυπο των πράξεων του το ξέρω καλά αυτό..》πρόφερε εποστρέφοντας κι αυτός το πρόσωπο του όπως όλοι οι υπόλοιποι.

《Κι όμως.. ο έρωτας είναι πανίσχυρος ειδικά όταν καρποφορεί..》σχολίασε χαιδέυοντας συγκινημένη την κοιλιά της .

《Είσαι έγκυος..; Καημενούλα μου απορώ πως μπορείς και χαίρεσαι τώρα είναι που την έβαψες φύγε οσο πιο μακριά μπορείς..εαν μάθει θα σε καθαρίσει..》την συμβούλευσε πατρικά πανικόβλητος.

Συνοφρυώθηκε έκπληκτη απ την στάση του πιστού του συντρόφου όλα αυτά τα χρόνια που προφανώς ανεχόταν με το ζόρι το δύστροπο αφεντικό του με μοναδικό κίνητρο τα αναρίθμητα χρήματα που εισέρχονταν στις τσέπες του.
《Λυπάμαι που απαξιώνεις με τόσο απάνθρωπο τρόπο τον άνθρωπο που σε μάζεψε απο τον δρόμο και σου προσέφερε ψωμί..》ψέλλισε θυμωμένη αντικρίζοντας το χλωμό πρόσωπο της Σελίνα να μορφάζει πονεμένα.

《Ρικάρντο..πρέπει να βγείς καρδιά μου απο την φυλακή ..》παραμιλούσε ταραγμένη κινώντας σπασμωδικά το τραυματισμένο σώμα και έναν βαθύ λυγμό να διαπερνά σαν βέλος τα στήθια της.

Ακούμπησε δειλά το χέρι της πασχίζοντας να την καθησυχάσει ελπίζοντας και η ίδια σε μια αθωωτική απόφαση του σημερινού δικαστηρίου που θα επανέφερε την ευτυχία στις ζωές τους.
《Σελίνα μου ξύπνα γλυκιά μου..είναι ώρα να ετοιμαστείς για το πολυπόθητο δικαστήριο..》ψιθύρισε μελιστάλαχτα στο αυτί της .

Παρά τον πόνο της τινάχτηκε σαν ελατήριο κοιτάζοντας τρομαγμένη αυτομάτως δεξιά κι αριστερά προετοιμασμένη για ακόμη μια επίθεση.

《Φύγετε απ το δωμάτιο μου..ήρθατε να χλευάσετε τα χάλια μου..;》πρόσταξε μορφάζοντας απ πόνο βαστώντας τα πλευρά της.

《Δεν είμαστε εχθροί σου Σελίνα..όλα άλλαξαν κορίτσι μου μέσα σε ένα βράδυ ! Ο δυνάστης σου μετάνιωσε κι έκλαψε πικρά στην αγκαλιά μου ..》ανέλαβε να κατευνάσει τις φοβίες της ως πιο ψύχραιμη η Γκριζέλντα.

Στένεψε ευθύς τα κατακόκκινα μάτια της καχύποπτα τσιμπώντας παράλληλα τον αγκώνα της για να βεβαιωθεί πως δεν ονειρευόταν.
《Τι λές τώρα ; Αυτό το κτήνος δεν έχει μέσα του καρδιά για να λυγίσει..με σάπισε στο ξύλο δίχως έλεος για ποιά μετάνοια μιλάς φύγε απο κοντά μου.. !》επέμεινε σπρώχνοντας μακριά τα ζεστά δάκτυλα της απ την σάρκα της.

《Έχεις δίκιο..όμως..έχει..》

《Γκριζέλντα αρκετά..περάστε έξω και οι δύο κι αφήστε με μονάχο μαζί της..!》πρόσταξε απο το πουθενά αυστηρά εισβάλοντας αγέρωχος στο δωμάτιο προσωπικού φορώντας ένα σκούρο μπλέ πανάκριβο κοστούμι στο δωμάτιο .

Σαν τον αντίκρισε το σώμα της μαζεύτηκε ευθύς κουβάρι ενώ τα χείλη της άσπρισαν απο τον φόβο που πλημμύρισε την καρδιά.
《Ήρθες να με αποτελειώσεις..;》ψιθύρισε θυμωμένη η Σελίνα κλείνοντας σφικτά τα μάτια αφού πλέον ακόμη κι η γοητευτική όψη του προκαλούσε αποτροπιασμό.

《Αγάπη μου ξέχασες τι συζητούσαμε νωρίτερα..;》επενέβει δραστικά ανάμεσα τους εκείνη χαιδέυοντας το χέρι του καθησυχαστικά παρατηρώντας με την άκρη του ματιού απέναντι τον μπάτλερ να γνέφει δικαιωμένος καθώς τα λεγόμενα του μόλις είχαν επαληθευτεί.

Ένα απαλό μειδίαμα γλύκανε κάπως τις τραχειές γωνίες του σφιγμένου προσώπου του απαλύνοντας την αγωνία που κατέκαιγε στα σωθικά της.
《Πηγαίνετε..μονάχα θα της μιλήσω ..》πρόφερε αχνά δίχως ίχνος θυμού στον άλλοτε στιβαρό τόνο της βαριάς φωνής του.

Με βαριά καρδιά εγκατέλειψαν το δωμάτιο αμφότεροι καθώς το βέλος της ζήλειας μπήγονταν με περισσότερη φόρα στην καρδιά της Γκριζέντα καλωσορίζοντας πανηγυρικά τον φόβο της εγκατάλειψης ξανά.

Παρέμεινε έξωθεν του δωματίου με το αυτί ακουμπισμένο συνεχώς στην επιφάνεια της ξύλινης πόρτας δίχως να χάνει λέξη που πρόφεραν τα χείλη του.
《Σελίνα..ξέρω πως με μισείς θανάσιμα κι πως εαν αυτο το λεπτό σου ζητούσα να με συγχωρέσεις θα προτιμούσες να μπήξεις τα νύχια σου στην σάρκα μου παρά να το πράξεις..! Όμως αντι για λόγια θα επιδιώξω με πράξεις την συγχώρεση σου..!》

《Μπα και πως θα το κατορθώσεις αυτό ; Μήπως θα φέρεις την χαμένη κόρη μου πίσω ; Η μήπως θα μας ενώσεις ξανά με τον παντρεμένο αδερφό σου..;》σχολίασε ειρωνικά με φωνή σβησμένη.

《Ακριβώς..! Μπορώ να επανορθώσω μονομιάς για κάθε στιγμή οδύνης που σας χάρισα ..》συμφώνησε ενθουσιασμένος και συνάμα ανυπόμονος να θέσει το σχέδιο του σε εφαρμογή .

《Πώς..;》ψέλλισε εστιάζοντας εξεταστικά στα θολωμένα απο το μίσος άλλοτε μάτια του που μονάχα μανία για καταστροφή διέκρινε παλαιότερα όμως σήμερα τα σκοτεινά σύννεφα έμοιαζαν πλέον να έχουν εξανεμιστεί.

《Θα δείς ..σήκω σιγά σιγά πρέπει να καταθέσουμε στο δικαστήριο κι εσύ γνωρίζεις καλύτερα απο όλους τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς..》την παρακίνησε προστατευτικά βγάζοντας απο την τεράστια λευκή ντουλάπα ένα πανάκριβο κόκκινο φόρεμα που είχε αγοράσει προτού παντρευτούν με σκοπό να της το δωρίσει.

Μόρφασε αηδιασμένη σαν το αντίκρισε αφού φάνταζε βγαλμένο απο την τελετή των Όσκαρ παρά για μια παγερή αίθουσα δικαστηρίου.
《Μου κάνεις πλάκα ; Θεωρείς πως θα φορέσω αυτό το γιορτινό φόρεμα την ημέρα που καταδικάζεται ο άνδρας που λατρεύω..;》

Χαμογέλασε δειλά ακουμπώντας το υπέρλαμπρο φόρεμα στο κρεββάτι πλάι στο τραυματισμένο κορμί της 《Αυτή η μέρα θα είναι σύντομα γιορτή για εσάς..!》πρόφερε αινιγματικά αποχωρόντας αθόρυβα απο το δωμάτιο .

《Μα καλά τι του συνέβει μέσα σε λίγες μονάχα ώρες και άλλαξε ως δια μαγείας κοσμοθεωρία ; Κάποια πλεκτάνη ετοιμάζει πάλι ο αλήτης..》στοχάζονταν φωναχτά καθώς ντυνόταν με δυσκολία αφού ο πονος την λύγιζε.

Καθισμένοι στην τραπεζαρία μαζί με την απαστράπτουσα Γκριζέλντα που βαστούσε τρυφερά το βρέφος ανάμεσα στα χέρια καρτερούσαν την εμφάνιση της.

Ζήλεια κατέκαιγε τα σωθικά της κι η νευρικότητα που την βασάνιζε πλέον φάνταζε ακατόρθωτο να κρυφτεί αφού έπαιζε συνεχώς με τα ιδρωμένα δάκτυλα της βαριανασαίνοντας.
《Τι έχεις μήπως δεν αισθάνεσαι καλά..;》ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον εστιάζοντας απευθείας στην κοιλιακή της χώρα.

"Είναι κρίμα να σου είμαι χρήσιμη μονάχα μέχρι να γεννήσω..κάτι τέτοιο θα με σκότωνε.." αναλογιζόταν πικραμένη χαζεύοντας παράλληλα ζαλισμένη τον ολοκαίνουργιο ακαταμάχητο Λεονάρντο.

Τα μάυρα πυκνά μαλλιά του τα είχε χτενίσει προς τα πίσω με μπόλικο κερί αφήνοντας το πανέμορφο πρόσωπο του να λάμψει και τα πράσινα εκφραστικά μάτια του να φωταγωγούν τον κόσμο της .

《Νευρικότητα για την δίκη ..τίποτα παραπάνω..》αποκρίθηκε κοφτά κατεβάζοντας δειλά το βλέμμα της ξανά προτού προλάβει να διακρίνει πως το έλεγε ψέματα.

《Είσαι σίγουρη.. αγάπη μου..;》

《Πως..με είπες ..;》τράυλισε σοκαρισμένη δίχως να πιστέυει στα αυτιά της παράλληλα με την μεθυσμένη απο έρωτα καρδιά της που σκιρτούσε απο αγαλλίαση.

Μα προτού καλά καλά χωνέψει την απρόσμενη στοργική λέξη που εξήλθε απο τα χείλη του η εμφάνιση της γυναίκας όπου μονοπωλούσε κάποτε την καρδιά του συνέτριψε επι τόπου την αυτοπεποίθηση που πάσχιζε να ορθώσει.

《Σελίνα ..!》αναφώνησε έκθαμβος αντικρίζοντας την αβοήθητη γυναίκα που κακοποιούσε ανελέητα το προηγούμενο βράδυ να στέκεται σήμερα εμπρός του μεταμορφωμένη σε ζωντανή οπτασία .

Οι μώλωπες και τα σημάδια της πάλης είχαν σβήσει περίτεχνα κάτω απο τις αλλεπάλληλες στρώσεις του μπέζ μέικ ενώ στο δεξί της μάγουλο που δέσποζε μια μεγάλη μελανιά που φρόντισε παρόλα αυτά να καλύψει περίτεχνα με τις καλοχτενισμένες μάυρες μπούκλες της που χύνονταν στην μια πλευρά του προσώπου της.

Τα πρησμένα μάτια απο το κλάμα είχαν βαφτεί προσεχτικά με απαλές ρόζ αποχρώσεις τα χλωμά μάγουλα είχαν αποκτήσει ζωντάνια και τέλος τα χείλη..αυτά τα αμαρτωλά που διαχώρισαν δύο αδέρφια ήταν βαμμένα βυσιννί.

Δαγκώθηκε ντροπιασμένος μπροστά στην αθώα ομορφιά που εξέπεμπε καθώς κατηφοριζε αργά τις σκάλες κρύβοντας καλά τον πόνο πίσω απ το ζεστό χαμόγελο που χαράχθηκε στα χείλη της στην θέα του μωρού.

《Αγόρι μου..! Δώσε μου τον !》αναφώνησε ανακουφισμένη αρπάζοντας σχεδόν βίαια το βρέφος απο τα χέρια της κατακόκκινης Γκριζέλντα.

Το έσφιξε ανάμεσα στα δάκτυλα της σαν τον μεγαλύτερο θησαυρό που είχε ανακαλυφθεί ποτέ ενώ απ τα μάτια της ανάβλυζαν ποτάμι δακρύων χαράς.
《Παιδάκι μου όμορφο..πόσο μου έλειψες..! Μα για να σε δώ πριγκηπά μου εσύ είσαι ολόιδιος ο πατέρας σου..!》σχολίαζε ενθουσιασμένη ανασηκώνοντας το κορμάκι του κάθε τόσο γελώντας.

《Κράτησε τον γερά διότι απο εδώ και πέρα τίποτα και κανείς δεν θα σας χωρίσει..! Όμως μην ξεχνάς πως προέχει η κρίσιμη δίκη του Ρικάρντο..》της υπενθύμισε για μια φορά ακουμπώντας φιλικά την πλάτη της με θαυμασμό.

Όσο Γκριζέλντα μερικά εκατοστά παραδίπλα πιέζε τα δάκτυλα της τόσο δυνατά που κόντευε να τα σπάσει σφίγγοντας παράλληλα τα δόντια για να μην ξεσπάσει .

Αυτή η γυναίκα παρά τα βάσανα που πέρασε παρέμενε εκθαμβωτικά σαγηνευτική τα ρούχα τραγουδούσαν κυριολεκτικά στο κορμί της όσο για το πρόσωπο έμοιαζε σμιλεμένο απο αρχαίο Έλληνα γλύπτη.

《Φαντάζομαι περισσέυω εδώ..》σχολίασε πικραμένη περνώντας αργά την μάυρη δερμάτινη τσάντα της γύρω απο τον κυρτωμένο ώμο της με κεφάλι σκυμμένο.

Ο Λεονάρντο όμως δεν είχε σκοπό να αφήσει τον ολόφωτο του άγγελο να ξεγλιστρήσει μέσα απο τα χέρια του ειδικά σήμερα που χάρη στην βοήθεια της αποφάσισε να καθαρίσει τους χρόνιους ρύπους της ψυχής.

Το στιβαρό χέρι του στον καρπό της απέκλεισε αμέσως το ενδεχόμενο να απομακρυνθεί απο κοντά του έστω και για λίγο δίχως να αντιλαμβάνεται τον λόγο που φάνταζε ξαφνικά τόσο απογοητευμένη.

Τα γκρίζα σχιστά λαμπερά μάτια της είχαν ξάφνου σκοτεινιάσει συννεφιά είχε κυκλώσει την ύπαρξη της κι ένας ασυγκράτητος τυφώνας μαίνονταν στο μυαλό της εμφανώς.

《Που πάς μωρό μου ; Ποιός σου είπε πως μας ενοχλείς..;》ψιθύρισε τρυφερά κλέβοντας ένα αχνό χαμόγελο της σβήνοντας μονομιάς την ανασφάλεια που την είχε κατακλύσει.

Κοίταξε προς στιγμήν φευγαλέα προς το μέρος της Σελίνα καθώς μια αστραπή διαπερνούσε με ταχύτητα φωτός τα μάτια της υποδεικνύοντας ξεκάθαρα την πηγή της ξαφνικής μελαγχολίας της.
《Σε ευχαριστώ πολύ για την ευγενική σου προσέγγιση αλλα είναι εμφανές πως δεν υπάρχει χώρος.. ανάμεσα σας για την βαρετή μου ύπαρξη..》σχολίασε παγερά αποχωρόντας .

《Τι συμβαίνει Λεονάρντο να τολμήσω να αναλογιστώ πως μια γυναίκα κατόρθωσε να πατάξει την καλπάζουσα αλαζονεία που σε διέπει ;》προσέθεσε με την σειρά της ειρωνικά η οπτασία ενώπιον του.

Χαμογέλασε λοξά ατενίζοντας μαγεμένος την θύρα απο την οποία μόλις είχε περάσει η γυναίκα που κουβαλούσε στα σπλάχνα τον ολοκαίνουργιο αναγεννημένο εαυτό του.
《Ξέρεις οσο κι αν με χλευάζεις ..αυτό φαινομενικά αδύναμο θηλυκό κατόρθωσε με αξιομνημόνευτο θάρρος να με αναστήσει απο τις στάχτες και με τον πηλό της αγάπης θα με ξαναδημιουργήσει..》πρόφερε ποιητικά συγκινημένος με έναν παράξενο κόμπο να του φράζει τον λάρυγγα που ποτέ πριν δεν υπήρχε στο εσωτερικό του.

Παρά το θυμό που έτρεφε στα έγκατα της ψυχής της για εκείνον τα λόγια του κατόρθωσαν να ταλαντώσουν τις λεπτές χορδές της παράγοντας μια γλυκιά νότα κατανόησης στην θρυματισμένη καρδιά της.

《Μιλάς σαν να είσαι πράγματι ένας αλλιώτικος άνδρας ! Δεν φανταζόμουν ούτε στα πιο παράδοξα όνειρα μου πως θα άκουγα αυτές τις φράσεις απο το στόμα σου. Αν την αγαπάς φρόντισε να την κρατήσεις κοντά με κάθε τρόπο..》τον συμβούλευσε χαιδέυοντας ανακουφισμένη τα λιγοστά μάυρα μαλλιά του γίου της που κούρνιαζε στην αγκαλιά της επιτέλους γαλήνιος.

Έγνεψε καταφατικά προβληματισμένος δίχως να αρθρώσει λέξη περαιτέρω καθότι γνώριζε πως έπειτα απο την ομολογία του στο δικαστήριο η διαδρομή που την περίμενε αν παρέμενε κοντά του θα ήταν δύσβατη και μοναχική..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top