Κεφάλαιο 8- Μέρος Πρώτο

Παρασκευή 18 Απριλίου 2040

Έμμα: 40
Γεράσιμος: 38
Έλενα: 37
Γιώτα: 15
Γεωργία: 2

Μετά τον θάνατο της Λίζας, οι σχέσεις μεταξύ των μελών του σπιτιού όπως ήταν φυσικό ψυχράθηκαν. Δεν ήμασταν πια όπως παλιά. Είχαμε βιώσει τους  θανάτους δυο νέων ανθρώπων τα τελευταία πέντε χρόνια και αν ζούσαμε άλλη μια τραγωδία, σίγουρα θα μας διέλυε. Εγώ αφοσιώθηκα στη νέα μου δουλειά ως συνθέτρια μουσικής.

Με τον Μπίλι ακόμα έχουμε επαφές. Έχουμε παραμείνει φίλοι, όπως υποσχεθήκαμε. Εκείνος είναι ιδιοκτήτης ενός καφέ- μπαρ. Με τον Τόνι χαθήκαμε εντελώς, όπως και με τη Σίσυ.

Ο Γεράσιμος ακόμα πενθεί το χαμό της γυναίκας του. Τα πράγματα έφτιαξαν, ωστόσο, όταν μια μέρα έλαβα μια απρόσμενη έκπληξη η οποία μέσω εμένα έδωσε χαρά σε όλους. 

Κάποιος χτύπησε κουδούνι. Εγώ καθόμουν στο σαλόνι και έβλεπα τηλεόραση, έτυχε όμως να ανοίξει ο Γεράσιμος ο οποίος βρισκόταν πιο κοντά.

"Βάιε;" τον άκουσα να λέει και πάγωσα αμέσως. "Καλώς ήρθες πίσω, φίλε." Και τότε τον είδα να μπαίνει. Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Νόμιζα πως έβλεπα όνειρο.

"Βάιε...;" είπα διστακτικά και τον πλησίασα. Δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Είχε τα ίδια καστανά μαλλιά και μάτια, μόνο που το πρόσωπο του φαινόταν πιο αρρενωπό από ότι παλιά. Μείναμε για λίγο να κοιταζόμαστε ο ένας αντίκρυ στον άλλον κι έπειτα μίλησε κι εκείνος:

"Γεια σου, Έμμα." Πόσο μου είχε λείψει η φωνή του... "Γύρισα." Αυτή η λέξη ήταν αρκετή για να με γεμίσει με δάκρυα χαράς. Κάλυψα τρέχοντας τα τελευταία μέτρα που μας χώριζαν και τον αγκάλιασα σφιχτά εισπνέοντας το υπέροχο άρωμα του. Ο Γεράσιμος στο μεταξύ απομακρύνθηκε διακριτικά.

"Δεν θα ξαναφύγω ποτέ ξανά." μου είπε ο Βάιος καθώς κι εκείνος με έσφιγγε πάνω του. Έκανα μισό βήμα πίσω και τον άγγιξα στο μπράτσο για να βεβαιωθώ ότι ήταν αληθινός, ότι δεν ήταν άλλο ένα από εκείνα τα όνειρα μου που έβλεπα όλα αυτά τα χρόνια και ξυπνούσα με κλάματα.

"Συγνώμη που άργησα τόσα χρόνια." άρχισε να μου εξηγεί εκείνος όταν η πρώτη συγκίνηση πέρασε. "Γύρισα σχεδόν όλο τον κόσμο. Τώρα που επέστρεψα στη Διδυμούπολη, βρήκα δουλειά πάλι στο Little Corsica Bistro." Χαμογέλασα στη σκέψη ότι θα δούλευε μαζί με τον Γεράσιμο. "Πρέπει να πάω εκεί τώρα. Θέλεις να βρεθούμε μόλις σχολάσω;"

"Ναι. Κι εγώ πρέπει να πάω στη δουλειά τώρα." απάντησα. Έπρεπε να πάω στο θέατρο να παραδώσω τη μουσική για την καινούργια παράσταση που είχα γράψει.

"Θες να πάμε στο Έλντερσον εδώ δίπλα κατά τις εννιά; Ήταν το σπίτι των Βάργκων παλιά, όταν όμως εκείνοι έφυγαν απ' την πόλη, του έκαναν ανακαίνιση και το μετέτρεψαν σε κλαμπ. Είναι το πιο ιστορικό κτήριο της πόλης."

"ΟΚ. Θα τα πούμε εκεί κατά τις εννιά." είπε ο Βάιος και μου χάρισε άλλο ένα από εκείνα τα χαμόγελα που μου είχαν λείψει.

Περίμενα με ανυπομονησία να περάσουν οι ώρες για να τον ξαναδώ. Μου φαινόταν ακόμα απίστευτο. Όταν τελείωσα απ' το θέατρο, είχα αρκετό χρόνο ακόμα για να ετοιμαστώ. Φόρεσα ένα απλό, μαύρο φόρεμα με γόβες, και έκανα ένα όμορφο χτένισμα. Είχα κάνει μόνιμη ισιωτική στα κατά τα άλλα σγουρά μαλλιά μου, έτσι δεν ταλαιπωρήθηκα με το ίσιωμα όπως παλιότερα. Έπιασα τα μισά επάνω, κάνοντας ένα μικρό κότσο πίσω και μια φράντζα μπροστά. Βάφτηκα πολύ απαλά, με μέικ απ για να καλύψω τα πρώτα σημάδια του χρόνου φυσικά, μπεζ ρουζ, μάσκαρα και ροζ κραγιόν. Το πρόσωπο μου, όπως έχω ξαναπεί, είναι ελαφρώς σκουρόχρωμο, οπότε ποτέ δεν χρειαζόμουν πολύ βάψιμο. Όταν πήγε εννιά, πήγα κατευθείαν δίπλα στο Έλντερσον. 

Τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά αργά και για λίγο πίστεψα ότι ο Βάιος δεν θα έρθει, ότι τελικά το μετάνιωσε ή ότι απλά φαντάστηκα την επιστροφή του. Πέντε λεπτά περίμενα μόνο, ώσπου η τζαμένια πόρτα της εισόδου άνοιξε και τον είδα με ανακούφιση να μπαίνει στον προθάλαμο. Ήταν υπέροχος, είχε βελτιώσει πολύ το στυλ του. Φορούσε ένα σκισμένο, μαύρο τζιν, γκρι πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια μέχρι τον αγκώνα με ένα λευκό μπλουζάκι από μέσα και ένα πράσινο αμάνικο μπουφάν από πάνω. Κάτι κρατούσε στα χέρια του τα οποία είχε πίσω απ' την πλάτη του.

"Γεια σου, κούκλα. Περίμενες πολύ;" με ρώτησε.

"Μόνο πέντε λεπτά." του απάντησα και χαμογέλασα από ευτυχία. 

"Αυτά είναι για σένα." είπε και μου έδωσε ένα μπουκέτο με κίτρινα αγριολούλουδα, τυλιγμένα σε ένα κομμάτι λευκό ύφασμα με μια κόκκινη κορδέλα.

"Αχ... Τι όμορφα... Σ' ευχαριστώ." του είπα κοιτάζοντας τα. Έγειρε μπροστά και μου έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη, το οποίο και τι δεν θα έδινα για να διαρκούσε περισσότερο, όμως εκείνος απλά έκανε πάλι πίσω και με κοίταξε στα μάτια.

"Πάμε να πιούμε ένα ποτό;" μου πρότεινε.

"Είναι ό,τι μου χρειάζεται αυτή τη στιγμή." είπα, αφού το στιγμιαίο εκείνο φιλί του ήταν αρκετό για να με αναστατώσει και να ξυπνήσει μέσα μου αναμνήσεις. 

"Ωραία. Πάμε έξω στο μπαρ." είπε ο Βάιος χαμογελώντας και μου έπιασε το χέρι. 

Περάσαμε στο παλιό σαλόνι, ένα μέρος του οποίου είχε μετατραπεί σε πίστα για χορό, με μηχανήματα τα οποία εκτόξευαν κομφετί, ξηρό πάγο ο οποίος γινόταν καπνός και τα φώτα της οροφής στροβιλίζονταν συνεχώς αλλάζοντας χρώματα. Στην άλλη μεριά υπήρχαν καναπέδες, στους οποίους μερικά άτομα κάθονταν και έπιναν χαρούμενοι το ποτό τους. Ηλεκτρονική μουσική έπαιζε απ' τα ηχεία, το είδος που άκουγαν πλέον οι περισσότεροι εν έτη 2040. 

Από μια πόρτα στο βάθος περάσαμε στο χώρο που ήταν κάποτε η κουζίνα των Βάργκων και που τώρα είχε τοποθετηθεί ένα εσωτερικό μπαρ και, τέλος, βγήκαμε στον κήπο, όπου υπήρχε ένα ακόμη μπαρ και ακουγόταν επίσης η μουσική από εξωτερικά ηχεία. Εδώ είχε περισσότερο κόσμο και κάποιοι άνθρωποι χόρευαν. Μια στριφογυριστή σκάλα στη βεράντα οδηγούσε στα επάνω πατώματα, στα οποία υπήρχαν επίσης πίστες για χορό, μπαρ και δωμάτια για ζευγαράκια.

Χωρίς να χωρίσουμε στιγμή τα χέρια μας, κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια της βεράντας και πατήσαμε στο περιποιημένο γρασίδι του κήπου. Δυσκολεύτηκα λιγάκι να περπατήσω σ' αυτό με τα τακούνια, αλλά ευτυχώς με βοήθησε ο Βάιος! Πλησιάσαμε στο μπαρ. Από πάνω μας, τα πυκνά φύλλα δύο δέντρων σχημάτιζαν κάτι σαν οροφή, δίνοντας έτσι μια αίσθηση μαγείας, σαν να βρισκόσουν σε άλλο κόσμο. Στα αριστερά μας φαινόταν το σπίτι μας στο βάθος, ψηλό και επιβλητικό, βγαλμένο θα έλεγε κανείς από άλλη εποχή. Κοίταξα τον Βάιο και χαμογελάσαμε ξανά ο ένας στον άλλον.

"Τι θα πάρετε;" μας ρώτησε η μπαργούμαν.

"Τι θα πάρεις, Έμμα;" Εγώ παρήγγειλα το αγαπημένο μου κοκτέιλ, ένα Σαφάρι.

"Δύο, παρακαλώ." συμπλήρωσε ο Βάιος.

"Αμέσως, κύριε." απάντησε η μπαργούμαν και άρχισε αμέσως να τα φτιάχνει, ανακατεύοντας διάφορα ποτά στο σέικερ. Μας τα σέρβιρε και ξεκίνησα να πίνω την αγαπημένη μου γεύση. Θύμιζε όντως Σαφάρι στην Έρημο. Καυτό, δυνατό μα και γλυκόπικρο. Του Βάιου του άρεσε κι εκείνου. Καθίσαμε σε ένα απ' τα τραπέζια και για λίγο πίναμε αμίλητοι. Όταν το ποτό με χαλάρωσε αρκετά, αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να μιλήσουμε.

"Για πες... Γιατί έλειψες τόσο πολύ;" τον ρώτησα. "Έντεκα χρόνια σε περίμενα." 

"Συγνώμη, γλυκιά μου... Απλώς ήθελα να αποκτήσω πολλές εμπειρίες." εξήγησε εκείνος και στο βλέμμα του έβλεπα τη θλίψη. Είχε πληγωθεί κι εκείνος που είχε μείνει μακριά μου.

"Υπήρξαν στιγμές που ήθελα να επιστρέψω νωρίτερα, όμως δίσταζα επειδή δεν ήμουν βέβαιος ότι θα με δεχτείς πίσω. Εφόσον εσείς οι IQ είχατε γίνει διάσημοι, διάβασα κάπου για τη σχέση σου με τον Μπίλι και νόμιζα πως θα τον παντρευόσουν. Φαινόσασταν τόσο ευτυχισμένοι στις φωτογραφίες..."

"Η αλήθεια είναι πως μ' αγαπούσε πολύ και μου φερόταν άψογα." απάντησα ειλικρινά. "Όταν όμως μου ζήτησε να τον παντρευτώ, τον χώρισα, επειδή ήξερα κατά βάθος πως θα γυρνούσες μια μέρα."

"Δηλαδή μ' αγαπάς στα αλήθεια;" με ρώτησε με μάτια που φωτίστηκαν από ελπίδα. "Κι εγώ νόμιζα πως ήταν ένας περαστικός έρωτας που θα έσβηνε λόγω της απόστασης." Έπιασα το χέρι του πάνω στο τραπέζι και το χάιδεψα απαλά.

"Αχ αγάπη μου..." ψιθύρισα.

Μετά από λίγη ώρα σηκωθήκαμε να χορέψουμε. Κινούμασταν μαζί, τα σώματα μας σαν ένα και  ήδη φανταζόμουν πώς θα ήταν να κάναμε έρωτα. Πλησίασα κι άλλο και τον φίλησα με πάθος, και ήταν σαν να πάγωσε ο χρόνος και να σταμάτησαν τα πάντα γύρω μας. Η μουσική, οι άνθρωποι που χόρευαν, τα πολύχρωμα φώτα που στροβιλίζονταν. Έγειρα στο αυτί του και ψιθύρισα:

"Πάμε σπίτι;" Ο Βάιος με κοίταξε και κατάλαβε ότι δεν εννοούσα φυσικά απλώς να επιστρέψουμε σπίτι... Ήμουν σίγουρη αυτή τη φορά ότι με ποθούσε όσο κι εγώ.

Πληρώσαμε τα ποτά και φύγαμε, περπατώντας τα λίγα μέτρα ως το σπίτι με τα δάχτυλα μας πλεγμένα μεταξύ τους χωρίς να μιλάμε. Τον κοιτούσα απλά και χαμογελούσαμε. Δεν θυμόμουν να έχω νιώσει μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή μου...

Το σαλόνι ήταν σκοτεινό και αρχίσαμε να φιλιόμαστε με πάθος μόλις έκλεισε η αυτόματη εξώπορτα πίσω μας, χωρίς να μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Τα χέρια του Βάιου πήγαν προς τα κάτω και μου ανασήκωσε το φόρεμα για να χαϊδέψει το δέρμα των γοφών μου, και με έκανε να ανατριχιάσω και να αναστενάξω απ' τον πόθο. Διακόψαμε και ανεβήκαμε τρέχοντας σχεδόν τις σκάλες για να πάμε στο δωμάτιο μου, όπου εκεί συνεχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια μέχρι να βρεθούμε γυμνοί στο κρεβάτι για την πολυπόθητη ένωση. 

Το σεξ μαζί του ήταν...συγκλονιστικό! Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Τόσα χρόνια την περίμενα πως και πως αυτή τη στιγμή, τη φανταζόμουν πολλές φορές, όμως η πραγματικότητα ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες μου. Ήμουν σίγουρη πως όλοι στο σπίτι θα άκουσαν τις φωνές μας, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου! 

Όλη την υπόλοιπη νύχτα μιλούσαμε. Του είπα τα πάντα, όλα όσα έζησα όσο εκείνος έλειπε...για τον άδικο θάνατο του Χρήστου που πέθανε προσπαθώντας να πραγματοποιήσει το όνειρο του να πάει στο διάστημα...για την αυτοκτονία της Λίζας...

"Ήταν φριχτό. Ο Γεράσιμος ακόμα κατηγορεί τον εαυτό του για αυτό που της συνέβη."

"Πιστεύω πως, άμα η Λίζα είχε μιλήσει σε σένα και στην Έλενα, ίσως μπορούσατε να τη βοηθήσετε με κάποιο τρόπο." 

"Πίστευε πως η Έλενα τη μισούσε και όσο για εμένα, δεν ήθελε να χαλάσει τη φιλία μου με τον Γεράσιμο. Αυτό που δεν μπορώ να πιστέψω ακόμα όμως είναι...ο θάνατος του Χρήστου. Έγινε τόσο ξαφνικά και άδικα...και ακόμα οι υπαίτιοι δεν έχουν τιμωρηθεί."  Ένιωσα τα δάκρυα να καίνε τα μάτια μου, όπως κάθε φορά που μιλούσα για αυτό ή απλά το σκεφτόμουν. Ο Βάιος με αγκάλιασε κατευθείαν.

"Έλα τώρα... Πάνε αυτά, πέρασαν. Ο Χρήστος και η Λίζα θα είναι καλά στην άλλη πλευρά." Ένιωσα τόση ανακούφιση και παρηγοριά στην αγκαλιά του... Εκεί θα έβρισκα καταφύγιο από εδώ και πέρα. 

"Εγώ είμαι εδώ." μου είπε χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου. Κι ύστερα με φίλησε για άλλη μια φορά. Βάθυνα το φιλί μας και τον τράβηξα ξαπλώνοντας πίσω. Τον ήθελα πάλι, δεν τον χόρταινα! Και τότε με κοίταξε στα μάτια και μου είπε τη φράση που τόσο πολύ ήθελα να ακούσω:

"Σ' αγαπώ, Έμμα."

"Κι εγώ σ΄ αγαπώ." του απάντησα και συνέχισα το φιλί μας.

Έκτοτε ο Βάιος μετακόμισε μόνιμα στο σπίτι μας. Ζούσαμε τον έρωτα μας δυνατά, πράγμα που έδωσε κουράγιο σε όλους μας, όχι μόνο σε εμένα, και μας υπενθύμισε ότι εκτός απ΄ το θάνατο υπάρχουν ένα σωρό όμορφα πράγματα στη ζωή, ο έρωτας, η αγάπη, το πάθος, η ίδια η ζωή. 

Η πρόταση γάμου δεν άργησε να έρθει και σύντομα διοργανώσαμε το γάμο μας. Καιρός ήταν να δει και λίγη χαρά αυτό το σπίτι, όπως παλιά.

Συμφωνήσαμε να γίνει η τελετή στο υπόγειο, το οποίο διαμορφώθηκε καταλλήλως και στο ισόγειο βάλαμε μια πίστα χορού και φυσικά την τούρτα στο μεγάλο τραπέζι. Στείλαμε σε όλους πρόσκληση, μέχρι και στη Σίσυ, με την οποία είχαμε χρόνια να μιλήσουμε. Δεν ξέραμε καν αν θα έρθει.

Η μεγάλη μέρα έφτασε. Ήμουν στο δωμάτιο μου και κοίταζα το είδωλο μου στον καθρέφτη, διορθώνοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες. Είχα φορέσει ένα μακρύ, λιτό νυφικό, λευκό με κίτρινες λεπτομέρειες. Τα μαλλιά μου ήταν χτενισμένα σε έναν ψηλό κότσο και από κοσμήματα είχα επιλέξει ένα ασημένιο κολιέ και ασορτί βραχιόλι και διαμαντένια, κρεμαστά σκουλαρίκια. Το βάψιμο μου ήταν πιο έντονο απ' ότι συνήθως, με καφέ σκιά στα μάτια, μπόλικη μάσκαρα και καφέ κραγιόν. Αναλογιζόμουν πόσα πέρασα για να φτάσω μέχρι εδώ. Πόσο είχα αλλάξει... Όλοι μας είχαμε αλλάξει, φυσικά. 

Το χτύπημα της πόρτας διέκοψε τις σκέψεις μου. Ήταν η Έλενα. Τον τελευταίο καιρό έβαφε τα μαλλιά της μαύρα, αν και της πήγαινε περισσότερο το φυσικό της κόκκινο, όμως χρειαζόταν μια αλλαγή. Ήταν κουρεμένα αρκετά κοντά και είχε αφήσει μια φράντζα να καλύπτει το δεξί της μάτι. Το φόρεμα που είχε επιλέξει για το γάμο ήταν ένα στράπλες, κολλητό σε γαλάζιο χρώμα, που έφτανε λίγο κάτω απ΄το γόνατο, το οποίο είχε συνδυάσει με μαύρες γόβες και ένα χρυσό κολιέ από το οποίο κρέμονταν περίτεχνα διαμάντια. Ήταν πολύ όμορφη, όμως όχι μόνο λόγω της εμφάνισης της. Φαινόταν χαρούμενη και αυτό την έκανε να λάμπει.

"Είσαι εντάξει, Έμμα;" με ρώτησε.

"Απλώς εντάξει...; Είμαι πολύ ευτυχισμένη, αδελφούλα...!" Της απάντησα ειλικρινά. "Τόσα χρόνια τον περίμενα και τώρα έφτασε επιτέλους η στιγμή."

"Κάποτε βρισκόμουν εγώ στη θέση σου και παντρευόμουν τον Γεράσιμο, θυμάσαι;" είπε η Έλενα, αλλά χωρίς καθόλου θλίψη στη φωνή της. "Εύχομαι να μην έχετε την ίδια κατάληξη με εμάς. Μην ανησυχείς όμως... Ο Βάιος σ αγαπάει πραγματικά και αποκλείεται να κάνει τις βλακείες του Γεράσιμου."

"Το ξέρω. Αχ, είμαι τόσο ευτυχισμένη..." είπα και την έσφιξα σε μια θερμή αγκαλιά. Είχαμε καιρό να μιλήσουμε έτσι και χαιρόμουν που η σχέση μου μαζί της είχε γίνει και πάλι αδελφική.

"Μακάρι να ξανά βρεις κι εσύ την ευτυχία...με τον Σαμ." Της είπα. Μια γυναίκα με  μαύρα μαλλιά φάνηκε πίσω της. Φορούσε ένα μακριμανικο τιρκουαζ φόρεμα και ασορτί γόβες και τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε δύο κότσους και στολισμένα με λουλούδια. Την αναγνώρισα αμέσως.

"Σίσυ!" Φώναξα  χαρούμενη και την αγκάλιασα. Το ίδιο έκανε και η Έλενα αμέσως μετά.

"Τι κανείς; Πώς είσαι;" τη ρώτησα όταν πέρασε η πρώτη συγκίνηση.

"Μια χαρά. Κάνω καριέρα στο πιάνο." Μας απάντησε και χάρηκα τόσο για αυτήν! "Και φυσικά γερνάω όπως βλέπεις."

"Όχι, μια χαρά κρατιέσαι!" Της απάντησα, και όντως φαινόταν πολύ νεότερη από όσο ήταν.

"Θα μας παίξεις κάτι στο πιάνο μετά την τελετή;" τη ρώτησε η Έλενα.

"Φυσικά! Θα είναι χαρά μου." Απάντησε εκείνη και χαμογέλασε.

🌺🌺🌺🌺🌺🌺🌺🌺🌺🌺🌺🌺🌺🌺

Λίγη ώρα μετά την επανένωση της Σίσυ με τα παιδιά, ο Γεράσιμος βρήκε την Έλενα στην κουζίνα. Έπινε από μια κούπα καφέ και κοιτούσε έξω απ το παράθυρο. Ήταν τόσα πολλά εκείνα που ήθελε να της πει... Ήξερε βέβαια πως δεν επρόκειτο να τα ξαναβρούν. Η καρδιά της ήδη ανήκε αλλού. Όμως ακόμα την αγαπούσε και τη νοιαζόταν.

"Τι λέει, Έλενα;" της είπε με τον συνηθισμένο χαλαρό του τόνο. "Ο Σαμ δεν θα έρθει;"

"Δουλεύει. " απάντησε εκείνη. "Ίσως δεν προλάβει την τελετή, πάντως θα έρθει σίγουρα μετά."

"Χαίρομαι." Της χαμογέλασε, κι έπειτα από μια παύση συμπλήρωσε: "Μακάρι ο Σαμ να καταφέρει αυτό που δεν κατάφερα εγώ: να σε κάνει ευτυχισμένη." Η Έλενα του χαμογέλασε, πριν προλάβει να απαντήσει όμως, τους ειδοποίησε η Σίσυ να κατέβουν στο υπόγειο για να ξεκινήσει ο γάμος.

💍💍💍💍💍💍💍💍

Επιτέλους! Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει! Κατέβηκα τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο, κρατώντας το νυφικό μου για να μην το πατήσω. Ένιωθα συγκινημένη αλλά και λίγο αγχωμένη. Ο Βάιος στεκόταν με τον ιερέα, κάτω απ τη γαμήλια αψίδα και με κοίταξε έκθαμβος. Διέσχισα τις σειρές των καθισμάτων, όπου όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα βρίσκονταν εκεί και με χειροκροτούσαν: ο Τόνι, που φυσικά είχε μάθει σχετικά με τη σχέση μου με τον πρώην του αλλά δεν θύμωσε, ίσα ίσα χαιρόταν για εμάς. Ο Μπίλι, που επίσης χαιρόταν σαν ένας καλός φίλος. Η Μαρίκα, η καλή μας παιδική φίλη. Ο πατέρας του Σαμ, ο Άδωνις. Και φυσικά στις πρώτες θέσεις η Έλενα, η Σίσυ, η Παναγιώτα που κρατούσε στην αγκαλιά της τη μικρή Γεωργία, ο Γεράσιμος. Τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα από όλους. Η οικογένεια μου. Έφτασα μπροστά από τον Βάιο, τον έρωτα της ζωής μου. Ήταν υπέροχος με το μπεζ κοστούμι του και το λευκό πουκάμισο, λιτός όπως και εγώ. Πότε δεν περίμενα να έρθει αυτή η στιγμή που θα παντρευτούμε. Το ήλπιζα, αλλά ποτέ δεν τολμούσα να το φανταστώ. Μου έδωσε την ανθοδέσμη, με φίλησε απαλά στα χείλη και πήραμε θέση για να ξεκινήσει η τελετή.

*******************

Στο επόμενο κεφάλαιο θα έχουμε τη συνέχεια του γάμου της Έμμας και του Βάιου και έναν ακόμη γάμο, εκείνον της Έλενας και του Σαμ, ο οποίος ήταν αναμενόμενος ότι θα γινόταν κάποτε... Και ύστερα, αποχαιρέτηστε τη φίλη μας την Έλενα, παιδιά...! Θα κάνουμε καιρό να την ξαναδούμε, όμως η Έμμα θα μας ενημερώνει για τα νέα της.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top