~6~

 Φεύγοντας λοιπόν για Κύπρο τον έχασα από την καθημερινότητα μου. Αραιά και που, με έπαιρνε τηλέφωνο αλλά όταν το θυμόταν. Έβγαινε συχνά με τους υπόλοιπους φαντάρους αλλά ούτε τότε επικοινωνούσε μαζί μου. Παρά μόνο για να δει τι κάνω και μετά το έκλεινε. Δεν μου μιλούσε πολύ, ήταν αρκετά απόμακρος και απέφευγε να πάει σε ένα ιντερνέτ καφέ για να μιλήσουμε μέσο κάμερας. Αυτή του την στάση δεν την κατάλαβα αλλά έβαλα ως δικαιολογία την απόσταση και ότι είναι ο στρατός ζόρικος. Δεν έδωσα σημασία και προσπαθούσα να μην βάλω το κακό στο μυαλό μου. Γιατί αν το έβαζα, ποιος με έπιανε. Όχι ότι οι υποψίες δεν τριγυρνούσαν στο μυαλό μου και μου χτυπούσαν το καμπανάκι του κινδύνου, αλλά έκανα πως δεν το άκουγα. Περίμενα να δω μέχρι που θα το πάει.

«Εγώ πιστεύω ότι είναι πολύ καταπιεστική η κατάσταση εκεί και για αυτό δεν επικοινωνεί μαζί σου τακτικά.» μου είπε η φίλη μου η Χρύσα όταν την κάλεσα για καφέ στο σπίτι μου. Κάτσαμε στο βεραντάκι απολαμβάνοντας τον ήλιο.

«Έστω. Αλλά στην έξοδο του γιατί δεν με παίρνει ένα τηλέφωνο να μιλήσουμε, παρά μόνο με ρωτάει πως είμαι και μετά μου το κλείνει;»

«Μην ξεχνάς ότι είναι εξωτερικό και χρεώνετε πολύ. Δεν το περίμενε ούτε ο ίδιος ότι η κατάσταση θα ήταν τόσο τραγική. Δώσε του χρόνο να προσαρμοστεί και θα φτιάξουν τα πράγματα θα το δεις.»

Πόση υπομονή ακόμα να έκανα; Είχαν περάσει 3 εβδομάδες από τότε που έφυγε είχε μπει και ο Σεπτέμβρης ποιο ζεστός από ποτέ και είχα αρχίζει και την μαμά μου το γενικό καθάρισμα του σπιτιού πριν πιάσουν τα κρύα τουλάχιστον απασχολούσα το μυαλό μου για να μην σκέφτομαι. Όμως, το ένστικτο μου ποτέ δεν το αμφισβητούσα. Το ένοιωθα ότι κάτι δεν πάει καλά. Αλλά για πόσο ακόμα θα έκανα την πάπια;

«Και ακόμα και αυτό να γινόταν γιατί δεν πάει σε ένα ιντερνέτ καφέ να μιλήσουμε μέσο κάμερας;»

«Ίσως επειδή δεν θα είναι στον δρόμο του. Ίσως να είναι πολύ μακριά από την στάση που κάνει το λεωφορείο τους.»

«Ναι μπορεί να είναι και αυτό... αλλά και να ήθελε να με δει και να ήθελε να μου μιλήσει – γιατί όπως μου έλεγε ότι του έλειπα- θα έκανε κάτι για να επικοινωνήσει μαζί μου.»

«Αχ Μυρτώ μου, μην τα βλέπεις όλα με την κακή πλευρά. Κάποια στιγμή θα το κάνει και αυτό μην τον πιέζεις γιατί θα είναι πολύ ποιο δύσκολα τα πράγματα μετά.»

«Πόσο δύσκολα μπορούν να γίνουν; Είναι ήδη πάρα πολύ δύσκολα. Και όσο σκέφτομαι...»

«Να μην το σκέφτεσαι οκ; Ξέρεις ότι ο Μιχάλης δεν κάνει τέτοια. Σ 'αγαπάει και στο έχει δήξει πολλές φορές.» με διέκοψε απότομα.

Και να ξέρες πόσο πολύ με αγαπάει! Είπα από μέσα μου. Δεν της είχα πει τίποτα ότι με χτυπούσε. Φοβόμουν να της το πω γιατί και αυτή μην νομίζετε, ικανή την έχω να τον καταγγείλει γιατί ο πατέρας της είναι μπάτσος. Δεν ήθελα μπλεξίματα, όποτε το μυστικό αυτό το ήξερε μόνο εγώ και ο Θεός.

Ξαφνικά ακούστηκε το κινητό μου. Αυτός ήταν. Χίλια χρόνια θα ζήσει.

«Ναι;»

«Μωρό μου;» παράξενα ακούστηκε αυτό το μωρό μου ή μου φάνηκε;

«Έλα τι γίνετε;» τον ρώτησα. Και τότε η Χρύσα πλησίασε το ακουστικό για να ακούει καλύτερα.

«Τίποτα ήθελα να δω τι κάνεις. Μου έλειψες το ξέρεις;»

«Και μένα πολύ.»

«Συγνώμη που δεν έχουμε μιλήσει μέσο κάμερας ακόμα αλλά είναι πολύ μακριά από την στάση το ιντερνέτ καφέ και την προηγούμενη φορά πήγα με συνοδεία ενός παλιού που τον γνώρισα στο στρατόπεδο. Όταν μπορέσω θα ξαναπάω στο υπόσχομαι.»

Τότε η Χρύσα μου έκανε νόημα για να μου πει ότι τα λόγια της βγήκαν αληθινά. Αναστέναξα καταπίνοντας το και αυτό.

«Δεν χρειάζεται να απολογείσαι καταλαβαίνω πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Ξέρεις πότε θα πας;»

«Ε σήμερα, αύριο... δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά ακόμα. Γιατί είμαι δύο έξω μια μέσα.»

«Ναι κατάλαβα... οκ κλείσε και θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή.»

«Είσαι μόνη σου;»

Ορίστε και η ανάκριση. Και είπα πότε θα με ρωτήσει; Πότε;

«Όχι με την Χρύσα είμαι της είπα να έρθει να πιούμε καφέ.»

«Α εντάξει δώσε της χαιρετίσματα. Έλα μωρό μου σε κλείνω γιατί μας φωνάζουν να κάνουμε πεντάδες. Θα τα ξανά πούμε.»

«Εντάξει τα λέμε...»

«Σ'αγαπάω πολύ.»

Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου.

«Και εγώ πολύ.»

Κλείσαμε το τηλέφωνο και έμεινα να κοιτάω την Χρύσα.

«Δεν στα έλεγα εγώ;»

«Τι να σου πω ρε Χρύσα. Μακάρι οι προβλέψεις σου να βγουν πραγματικότητα.»

«Και φυσικά θα βγουν. Και να μην βάζεις το κακό πάντα στο νου σου γιατί χαθήκαμε.»

Είχε δίκιο. Έπρεπε να σκέφτομαι και λίγο θετικά. Αφού φαινόταν και από την φωνή του ότι είναι καθαρός. Αποφάσισα να τα βάλω όλα στην άκρη και να του έχω περισσότερη εμπιστοσύνη. Έπρεπε τουλάχιστον για να μπορέσει η σχέση μας να επιβιώσει, ειδικά όταν υπάρχει μια τεράστια απόσταση που μας χωρίζει.

Μετά από δύο μέρες με ξανά πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι θα μιλούσαμε μέσο κάμερας το απόγευμα. Συνδέθηκα από νωρίς στο facebook και στην εφαρμογή που είχαμε για να μιλάμε μέσο κάμερας και περίμενα να συνδεθεί για να του κάνω κλήση. Περίμενα, περίμενα είχε πάει οκτώμισι το βράδυ και δεν είχε μπει καν. Ανησύχησα λίγο και του έστειλα μήνυμα στο κύπριο αριθμό που μου είχε δώσει και όπου από κει με έπαιρνε τηλέφωνο.

''Που είσαι; Ανησυχώ.''

Μετά από 5 λεπτά μου απάντησε.

''Συγνώμη που δεν μπήκα. Τελικά άλλαξαν τα σχέδια θα προσπαθήσω να μπω μεθαύριο που έχω πάλι έξοδο.''

Δεν το πιστεύω! Μου είχε πει ψέματα. Μου είχε υποσχεθεί ότι σήμερα θα μιλούσαμε και τώρα μου λέει με ένα ξερό μήνυμα ότι δεν θα μπει; Α ως εδώ και μη παρέκει. Πληκτρολογώ τον αριθμό του και του κάνω κλήση. Ξέρω ότι θα με χρεώσει ο κούκος αηδόνι αλλά δεν πάει άλλο. Το σηκώνει στο 3 χτύπημα.

«Έλα...» μου λέει. Είχε πολύ φασαρία και δεν τον άκουγα καθαρά. Μάλλον ήταν μουσική καφετέριας ή μπαρ.

«Που είσαι;» του φωνάζω για να με ακούσει.

«Σε μια καφετέρια με κάτι φίλους από το στρατόπεδο.»

«Εγώ σε περιμένω στο facebook και εσύ μου είσαι σε καφετέρια με τους φίλους σου;»

«Ναι... ξέρεις... δεν μπορούσα να πάω στο ιντερνέτ καφέ γιατί δεν θυμόμουν που ήταν και συν της άλλης το παιδί δεν βγήκε σήμερα και δεν μπορούσε να με πάει.»

«Με δουλεύεις; Εσύ δεν μου είπες ότι μπορεί ο φίλος σου και ότι θα πηγαίνατε μαζί;»

«Έφαγε 5ήμερη.»

«Και δεν μπορούσες να με πάρεις ποιο νωρίς να μου το πεις παρά μου το λες τελευταία στιγμή; Λοιπόν Μιχάλη επειδή με έχεις φέρει στα όρια μου πρόσεξε γιατί την άλλη φορά θα με πιάσουν τα νεύρα μου και δεν ξέρω ούτε και εγώ τι θα γίνει. Το κατάλαβες; Άντε και στο διάολο.»

Και τότε του το έκλεισα στην μούρη. Ε με έφερε στα όρια μου. Δεν άντεχα άλλο. Πείρα τα πράγματα μου και πήγα μια βόλτα. Περπάτησα, περπάτησα και δεν το κατάλαβα ότι βρέθηκα έξω από την καφετέρια όπου πήγαμε το πρώτο μας ραντεβού. Γύρο από την καφετέρια ήταν ένα μεγάλο σε έκταση πάρκο και κλουβιά με ζώα. Τα γνωστά κρί- κρί όπου είναι το σήμα κατατεθέν της Κρήτης, παγώνια και πολλές πάπιες. Προχώρησα στο εσωτερικό της καφετέριας και έκατσα σε ένα τραπεζάκι. Παράγγειλα μια ζεστή σοκολάτα γιατί ήταν το μόνο που χρειαζόμουν για να χαλαρώσω.

Πήρα το κινητό μου και κάλεσα τον αριθμό της Χρύσας.

«Έλα φίλη μου τι έγινε;»

«Που είσαι;»

«Στο κέντρο κατέβηκα να επισκεφτώ τη γιαγιά μου γιατί ρωτάς;»

«Είμαι στο στέκι μας. Σε παρακαλώ έλα από δω. Δεν είμαι καλά. Τα πράγματα χειροτέρεψαν και για να μην σαλτάρω πήρα σβάρνα τους δρόμους.»

«Μυρτώ τι συμβαίνει;»

«Αυτά δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Έλα από δω και θα στα πω.»

«Εντάξει έρχομαι.»

Κλείνω το τηλέφωνο και τότε κατάλαβα ότι ήταν το μόνο μου στήριγμα σε όλη αυτή την διαδικασία. Η Χρύσα ήταν η μια από τις κοπελιές που έκανα παρέα η άλλη ήταν η Γεωργία, γνωριστήκαμε στο Λύκειο και από τότε είμαστε αχώριστες όμως η Γεωργία έφυγε από την Ελλάδα ζώντας στο εξωτερικό μόνιμα. Ήταν ακόμα μια αγαπημένη φίλη που έφυγε δεν επικοινώνησε ξανά μαζί μας. Η Χρύσα, δύο χρόνια μεγαλύτερη μου ήταν η μόνη φίλη που μου απέμεινε. Ήταν πάντα εκεί που την χρειαζόμουν όπως και εγώ. Κάθε φορά που είχα ένα δικό μου πρόβλημα απευθυνόμουν σε αυτήν και όχι στον Μιχάλη. Σε αυτό το θέμα την πάτησα πολλές φορές. Δεν έδινε σημασία στα όσα του έλεγα και του άνοιγα την καρδιά μου και του έλεγα ότι αισθανόμουν και το μόνο που μου έλεγε ήταν να μην τον φορτώνω με τα δικά μου γιατί είχε και αυτός τα δικά του προβλήματα. Και επειδή διάλεξα να γραφτώ σε μια σχολή μαγειρικής η συμπεριφορά του απέναντι μου χειροτέρεψε και κάθε φορά που του μιλούσα για την σχολή πάντα μου μιλούσε απότομα. Δεν χάρηκε ούτε μια φορά για κάτι δικό μου για τίποτα! Μόνο να με κατακρίνει ήξερε.

Όταν αυτός χαιρόταν για κάτι καλό που έκανε στην ζωή του εγώ πετούσα από την χαρά μου. Χαιρόμουν και ήμουν περήφανη για αυτόν. Αυτός; Μόνο όταν έχασα 5 κιλά έγινε περήφανος για μένα. Για λίγο όμως γιατί αυτά τα 5 κιλά τα ξαναπήρα. Και ποτέ, ποτέ δεν χάρηκε για μένα. Ποτέ! ακόμα και παράπονα έκανε. Δεν ήταν περήφανος που με είχε δίπλα του. Δεν ήταν περήφανος για τα κατορθώματα μου. Για τίποτα. Έκλαιγα κάθε φορά που δεν χαιρόταν μαζί μου. Και την χαρά την μοιραζόμουν μόνο με την φίλη του. Αλλά, ήθελα και αυτός να δει την αξία μου. Και όχι να με έχει διακοσμητικό και να δείχνει ότι έχει κοπέλα. Δεν ήταν ποτέ περήφανος για μένα.

Είδα στην είσοδο της καφετέριας την φίλη μου να με ψάχνει και της κούνησα το χέρι μου. Με είδε και με πλησίασε. Με φίλησε σταυρωτά και έκατσε δίπλα μου.

«Τι συμβαίνει Μυρτώ μου; Σε άκουσα αναστατωμένη.»

Παρήγγειλε και αυτή μια ζεστή σοκολάτα. Όταν ήρθαν η παραγγελίες μας, έκατσα και τις είπα τι είχε προηγηθεί. Φυσικά όπως πάντα από την μια τον δικαιολόγησε αλλά από τη άλλη και της ίδιας της φάνηκε παράξενο.

«Δεν ξέρω Χρύσα αλλά νομίζω ότι ο Μιχάλης μου τα φοράει.» της είπα στο τέλος αναστενάζοντας βαθιά.

«Μυρτώ είσαι σίγουρη για αυτό;»

«Απόλυτα. Ή τουλάχιστον το ενενήντα τις εκατό. Καταλαβαίνω πότε κάτι συμβαίνει. Το ένστικτο μου δεν το αμφισβητώ ποτέ.»

«Και τι θα κάνεις;»

«Θα πάω στην Κύπρο.» της είπα αποφασιστικά.

«Τι; Είσαι τρελή μου φαίνεται.» μου είπε αφού παραλίγο να πνιγεί με το νερό.

«Όχι. Έχω κάποιες οικονομίες στην άκρη και σε πληροφορώ μου φτάνουν και μου περισσεύουν. Η παράδες που έκανα τότε θα πιάσουν άκρη.»

«Είσαι μόνο 18 Μυρτώ μου, πως θα πας;»

«Δεν θα πάω μόνη μου. Και εξάλλου ενήλικη είμαι πλέον.» την κοίταξα με νόημα.

«Όχι! Όχι. Ξέχασε το. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό και το ξέρεις. Τι δικαιολογία θα πω στην μάνα σου και στον πατέρα σου μου λες;»

«Εσύ δεν μου είχες πει ότι ο θείος σου έχει ένα ξενοδοχείο στην Λευκωσία; Ε, θα πεις ότι σου κανονίζει διακοπές και ότι θα πάρεις και μένα μαζί σου για να περάσουμε καλά, αλλά και να δω και εγώ τον Μιχάλη και εσύ τον θείο σου.»

«Αχ, Μυρτώ δεν ξέρω, δεν ξέρω... Τι μου κάνεις τώρα;»

«Σε παρακαλώ Χρύσα. Πρέπει να με βοηθήσεις. Για μια εβδομάδα και σου υπόσχομαι ότι θα στο ξεπληρώσω κάποια στιγμή θα στο χρωστάω για το υπόλοιπο της ζωής μου αν οι υποψίες μου είναι πραγματικές!»

Με κοίταξε και αναστέναξε βαθιά. Ήπιε μια γουλιά από την σοκολάτα της και ρούφηξε μια γερή τζούρα από το αναμμένο τσιγάρο της.

«Εντάξει θα δω τι θα κάνω. Αύριο θα πάρω τηλέφωνο τον θείο μου, θα συνεννοηθώ με τους γονείς μου να πάρουν τηλέφωνο τους γονείς σου να πουν αυτά που πρέπει να πουν και όταν γίνουν σωστά όλα, θα πας να κλήσεις εισιτήριο και θα πετάξουμε μαζί.»

Χάρηκα τόσο πολύ που την αγκάλιασα και την φίλησα ευχαριστώντας την και ότι θα της το χρωστάω. Τώρα το μόνο που έμελλε ήταν να κανονιστεί σωστά το σχέδιο μας.

Μετά από τον καφέ μας, αργά πια με γύρισε στοσπίτι μου και έπεσα ήρεμη ποια, στο κρεβάτι μου. Επιτέλους η στιγμής τηςαλήθειας έφτασε. Απλά περιμέναμε το πράσινο φως για να ξεκινήσουμε. Μέχρι τότε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top