Μήτσος ο Κομφορμιστής


Ο Μήτσος ο Κομφορμιστής είχε κάνει κάθε είδους κανόνων που μπορεί κάποιος να σκεφτεί, βίωμα. Είχε τέτοια δεξιοτεχνία στην συμμόρφωση, που νόμιζες πως ήταν εκ του φυσικού του. Δεν έπαιζε με την καμία να μην τον πετύχεις να χαμογελάει μέχρι τα αυτιά και όμως ήταν ο πιο θλιμμένος άνθρωπος, που έχω συναντήσει στην ζωή μου.

Έσκασα πάνω του με μετωπική και κατά την συνήθη τακτική μου με το που τον είδα, αποφάσισα με δημοκρατικές διαδικασίες να του κατσικωθώ στον ζβέρκο.

Ήμασταν με παρέα και πίναμε καφέ; Εγώ δίπλα στον Μήτσο. Έκανε καμιά δουλειά; Εγώ στο σκαμνάκι από κοντά και μούγκαφον. Κάποια στιγμή φρίκαρε και μου λέει ωμά

- Τι θες; Να μου την πέσεις; Μάζεψε τα μυαλά σου, δεν παίζει κάτι τέτοιο.

- Όχι βέβαια, απαντώ με μπρίο. Ούτε θα στην πέσω, ούτε είμαι ερωτευμένη αλλά δεν είσαι, ό,τι επιλέγεις να δείχνεις και περιμένω να σε δω ποιος είσαι στα αλήθεια και από ό,τι βλέπεις έχω μεγάλη υπομονή.

- Γιατί;

- Γιατί είμαι περίεργο πλάζμα και γιατί κλάνει το γατί.

Με γείωσε κανονικά. Περνάει ο καιρός και η ιστορία, εγώ βδέλλα μούγκαφον πάνω στον Μήτσο τον Κομφορμιστή.

Κάποια στιγμή σκάει μπροστά μου από το πουθενά.

- Έχω πει ψέματα για να έρθω εδώ. Δεν θα πεις ότι με είδες.

Και έχω μείνει μαλάκας γιατί το να πει ψέμματα ο Μήτσος ήταν σαν να μου λες ότι ανέτειλε μωβ ήλιος με φυστικί πουά. The system does not compute.

- Ok, δώσε μου 5 λεπτά να πω μία μαλακία να την κοπανήσω και φύγαμε.

Λέω μία βλακεία με το μάτι να γυαλίζει τύπου "οκ σας λέω μαλακία τώρα να σας ξεφορτωθώ αλλά δεν θα ανοίξουμε και κουβέντα, γεια σας" και πάμε για καφέ με τον Μήτσο. Ο Μήτσος ήταν μία χαρισματική προσωπικότητα, που από την μία είχε ορδές από γκρούπις και από την άλλη ένα αποφασισμένο αριθμό ανθρώπων, που τον είχαν σκίσει στο καψώνι, που ήταν ευθέως ανάλογο με τον αριθμό του γκρουπις που αυξανόταν μέρα με την μέρα. Πίστη στην μούγκαφον σχολή, δεν σχολίαζα ποτέ ούτε τους μεν, ούτε τους δε. Απλά καθόμουν στην καρεκλίτσα μου παριστάνοντας την Βουγιουκλάκη στην Μαρία της Σιωπής.

Με το που καθόμαστε για καφέ, ο Μήτσος ρωτά

- Γιατί με σέβεσαι; Δεν έχεις ιδέα για το παρελθόν μου. Δεν ξέρεις ποιος ήμουν πριν με γνωρίσεις και ενώ δεν σέβεσαι τίποτα, το ξέρω ότι με σέβεσαι περισσότερο από το πιο αφοσιωμένο γκρουπι.

- Αγνοώ τις λεπτομέρειες αλλά έχω δύο αλλήθωρα μπιρμπιλωτά ματάκια. Παρακολουθώ πώς κινείσαι στον χώρο, πώς επιλέγεις και εκφέρεις τις λέξεις σου. Κάνει κρα από μακρυά ότι δεν έχεις καμία σχέση με το περιβάλλον που επέλεξες. Είσαι σαν την μύγα μες στο γάλα. Το γιατί επέλεξες αυτό το περιβάλλον είναι δικό σου θέμα και δεν μου πέφτει λόγος. Είναι η ζωή σου. Σήμερα δεν κάνω Θεός για να κρίνω. Σήμερα πίνω καφέ μαζί σου.

- Μα γιατί το λες αυτό; Ο Κίτσος είναι έτσι. Ο Pitsos αλλιώς και είναι πλέον σημαντικοί.

- O Κίτσος είναι στην πραγματικότητα έτσι. Ο Pitsos στοχεύει εκεί. Θες να πούμε μαλακίες ή πώς έχουν τα πράγματα;

Και μένει ο Μήτσος μαλάκας.

- Κανένας έξω από εμάς, δεν ξέρει τα πριν του Κίτσου.

- Ούτε και εγώ τα ξέρω απλά φαίνεται στο στίγμα, που δίνει και δεν νοιάζεται και ιδιαίτερα να τα κρύψει. Εσύ δεν έχεις καμία σχέση με όλους αυτούς και σκοπίμως χαμηλώνεις το στίγμα σου, να μην τους προκαλείς. Τσίμπα και κουλουράκι τώρα, είναι μούρλια. Κερνάω εγώ. Τόσες φορές μου έφτιαξες καφέ, εγώ θα κεράσω γιατί είμαι άχρηστη στο να φτιάχνω καφέ της προκοπής.

Και παθαίνει κοκομπλόκο ο Μήτσος.

- Δεν το ξέρεις αλλά κάποτε είχα πάρα πολλά χρήματα. Τα ξεπάτωσα δίνοντας από εδώ και από εκεί. Και ακόμα και τώρα που έχω όσα να την βγάζω, πάλι τα χέρια μου τρύπια είναι. Στα τόσα χρόνια που όλο δίνω, δεν γύρισε ποτέ κανείς να μου πει, έστω "κερνάω τον καφέ"

Και ο Μήτσος κάθεται με κοκομπλόκο, που πίνει τον πρώτο κερασμένο καφέ της ζωής του και εγώ με το δικό μου κοκομπλόκο, πώς στον πούστη είναι δυνατόν να ζήσεις μία ολόκληρη ζωή και να μην βρεθεί ένας γαμημένος άνθρωπος να σου πει "αυτόν τον καφέ, τον κερνάω εγώ". Και η ακόμη χειρότερη κεραμίδα είναι που ξέρω πόσος κόσμος συμπεριφέρεται στον Μήτσο σα να είναι Θεούλης, με θαυμασμό και δουλοπρέπεια και ζητούς, ο Μήτσος δίνει αλλά ούτε σε έναν δεν πέρασε από το μυαλό, να κεράσει εκείνος καφέ αντί να τον έχουν και σαν δίποδη καφετιέρα.

Παίρνω μία ανάσα και ρωτάω τον Μήτσο ευθέως.

- Μήτσο πες μου τι χρειάζεσαι. Μαζί μιλάμε. Κόψε τις μαλακίες του "εγώ είμαι για να δίνω" και πες μου, τι θες τώρα και δεν έχεις.

- Μπορείς να μου πάρεις τηλεκάρτες; Δεν έχω προσωπικό τηλέφωνο και δεν μπορώ να περιμένω πότε θα με πάρει κάποιος να μιλήσουμε. Θέλω να έχω την επιλογή να πάρω και εγώ πίσω.

- Έγινε.

Αν και βαυκαλίζομαι με την σκέψη πως είμαι κομματάκι πιο έξυπνη από το μέσο όρο, οι τηλεκάρτες δεν θα μου πήγαιναν ποτέ στο μυαλό, ιδιαίτερα για έναν άνθρωπο, που ήτανε μονίμως μέσα στον κόσμο και την βαβούρα.

Για μένα ήταν κάτι τόσο απλό, που ήταν αυτονόητο για τον Μήτσο όμως που ήταν σε άλλες συνθήκες, ήταν πολυτέλεια και παρόλα αυτά έκανε την υπέρβαση και είπε "θέλω αυτό, μπορείς να μου το δώσεις;" δίχως να παρακαλά, δίχως να νοιώθει μειονεκτικά με την άνεση που δίνει η οικειότητα, που δεν σημειώνει ισολογισμούς.

Και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια με τον Μήτσο να λέει μπαρούφες ότι θα ήταν αλλού για να βρεθούμε και να κουβεντιάσουμε σαν άνθρωποι και εγώ να παριστάνω μπροστά στον κύκλο του ότι τον έχω παντελώς χεσμένο για να μην του κάνουνε καψώνια για να του διευκολύνω την ζωή.

Κάποια στιγμή με ρωτάει ο Μήτσος

- Καλά δεν σκέφτεσαι ποτέ αν μας πετύχουν πουθενά, τι θα πουν για σένα;

- Τι εννοείς;

- Τι δουλειά έχουμε εμείς οι δυο και τι στον κόρακα κουβεντιάζουμε και ποια είναι η φύση της σχέσης μας.

- Θα μου κλάσουν μία μάντρα αρχίδια. Το τι κάνω εγώ μαζί σου είναι δικός μου λογαριασμός. Δεν χώνομαι στην ζωή κανενός. Δεν χώνονται στην δική μου.

- Πώς μπορείς και το κάνεις αυτό;

- Απλά κάνω διαφορετικές επιλογές από τις δικές σου και παρόλο, που κάνω διαφορετικές επιλογές μια χαρά συννενοούμαστε τα δυο μας. Πόσο γαμάτο; Ποιος είπε ότι ακόμα και όταν ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία, πρέπει να ακολουθούμε την ίδια προκάτ διαδρομή όλοι; Αφόρητα πληκτικό.

- Κρίμα, λέει ο Μήτσος και για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια γνωριμίας, χάνει παντελώς το χαμογελό του.

- Τι κρίμα; ρωτάω αφελώς, χαμένη στην κοσμάρα μου καθώς έψαχνα τι θα μασαμπουκώσω με τον καφέ.

- Είσαι πολύ έξυπνη για να είσαι ευτυχισμένη σε αυτόν τον κόσμο. Το ψυχανεμίζεσαι ότι είναι αλήθεια ή το ξέρεις ήδη; Αυτή η ζωή δεν είναι φτιαγμένη για τους έξυπνους ανθρώπους. Πάντοτε θα βλέπεις περισσότερα από όσα θα πρέπει για να είσαι καλά. Δεν θα ησυχάσεις ποτέ. Δεν θα το καταφέρεις. Δεν θα νικήσεις.

- Ώπα ρε Μήτσο! Γιατί μου πετάς spoilers; Εγώ την αγαπώ την βλακεία μου, δεν στην δίνω να μου την κάνεις κομφετί γιατί έχεις δει 5 πράγματα παραπάνω και ο νους σου κατεβάζει.

- Δεν κατάλαβες, απαντά απτόητος. Σου λέω το παρακάτω απλά για να το 'χεις στο πιάτο σαν θα συμβεί για να μην σταματήσεις. Δίνεις μεγάλη αξία σε κάτι, που δεν υπάρχει. Όχι για σένα τουλάχιστον. Πάντοτε θα βλέπεις κάτι που δεν είναι σωστό ακόμα και όταν οι άλλοι δεν το βλέπουν και δεν θα βρίσκεις ησυχία. Δεν την χρειάζεσαι. Σε κρατά πίσω κάτι, που δεν θα 'χεις ποτέ.

Ο Μήτσος ήταν πιθανώς ο πλέον ευφυής άνθρωπος που έχω συναντήσει και σκοπίμως έριξε την δυναμική του σε κάποια στροφή της ζωής του, μέχρι που έσκασα πάνω του και αποφάσισε να κάνει σποραδικές κοπάνες από τις νέες του επιλογές. Παραδόξως ήταν ο μόνος άνθρωπος, που δεν έκρινα ποτέ ακόμα και όταν θεωρούσα ότι έκανε μαλακίες. Το είχα στο πιάτο ότι τα είχε 400, οπότε γούστο του και καπέλο του.

Χρόνια μετά έσκασα στον κολλητό του. Δεν με γνώρισε.

- Pitso η Ιωάννα είμαι.

- Η Ιωάννα;;;; Πώς άλλαξες έτσι ρε θηρίο;

- Πώς άσπρισες έτσι είναι η σωστή απάντηση. Γερνάω και εγώ από ό,τι φαίνεται.

Και εκεί που στεκόμαστε όρθιοι ενώ ο κόσμος περνάει βιαστικά από δίπλα μας και ο Pitsos αντιλαμβάνεται ότι θα την κοπανήσω γιατί σε κάποια δουλειά βιάζομαι να πάω, γυρίζει και μου λέει

- Η περίοδος της γνωριμίας σου με τον Μήτσο, ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Δεν πρόλαβε να στο πει ποτέ και για αυτό στο λέω εγώ να το ξέρεις. Ήταν ευτυχισμένος.

Και από την αμηχανία μου, κάνω επί τόπου μεταβολή και την κοπανάω, αφήνοντάς τον σύξυλο γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων μου τους καλούς και ευπρεπείς μου τρόπους.

Ο Μήτσος είχε ζήσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του σε μία από τις πλέον ζηλευτές μητροπόλεις του κόσμου μέχρι την στιγμή, που μια στροφή τον πέταξε στην μέση του πουθενά και του τίποτα, όπου και έσκασα πάνω του.

Κάποια στιγμή τον ρώτησα

- Ρε Μήτσο από όλα τα μέρη, πώς βρέθηκες εδώ;

- Δεν ήταν να βρεθώ εδώ. Για αλλού το υπολόγιζα και μετά έγινε εκείνο το κουλό και με ξέβρασε το κύμα εδώ. Μου κακοφάνηκε στην αρχή αλλά είπα για να με ξεβράσει τόσο γρήγορα εδώ, δίχως δυνατότητα αλλαγής, κάποιος λόγος θα υπάρχει. Απλά περιμένω να αντιληφθώ τον λόγο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top