23. ΠΟΛΕΜΟΣ: ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ (Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ)
Μετά από ένα ταραγμένο ύπνο γεμάτο αίματα και φωτιές, η Ελένη ξύπνησε από το απαλό σκούντημα της Πατρίσιας.
«Ξημερώνει.» της είπε. «Σου έφερα γράμμα απ' τη μητέρα σου. Το έφεραν οι γιατροί μου που γύρισαν πριν λίγο.» Η Ελένη ανασηκώθηκε και πήρε το γράμμα.
«Ευχαριστώ.» είπε, χαρούμενη που η εφιαλτική νύχτα είχε επιτέλους τελειώσει.
«Άντε, διάβασε το και μετά ντύσου και ετοιμάσου για αναχώρηση.» είπε η Γιατρός και σηκώθηκε να φύγει. «Και κουράγιο.» πρόσθεσε καθώς έβγαινε.
Η Ελπίδα της είχε γράψει ένα σύντομο και περιεκτικό γράμμα, στο οποίο φαινόταν όλη της η αγάπη προς εκείνη και τον πατέρα της:
Αγαπητή κόρη μου,
Χάρηκα πολύ που μου έστειλες, γιατί ξέρω ότι από την πρώτη τουλάχιστον μάχη βγήκες ζωντανή. Ο μικρός Φώτης μας είναι μια χαρά, μην ανησυχείς. Όταν εγώ φεύγω από το Κάστρο, τον πηγαίνω στη Μεγκάνα για λίγες ώρες και τον προσέχει, μαζί με τη δική της κορούλα!
Χαίρομαι και για τον Δανιήλ επίσης, που μου έγραψες ότι είναι κι εκείνος καλά. Σήμερα θα πάω να το πω στη Μεγκάνα, για να μη μένει σε αγωνία. Ο πατέρας σου θα βρίσκεται ακόμα στον πηγαιμό για την πατρίδα. Όπως κι εσύ, έτσι και εκείνος μου λείπει πάρα πολύ και ας έφυγε μόλις προχθές τη νύχτα. Να κάνετε κουράγιο και υπομονή, διότι θα αργήσουν να έλθουν οι δικοί μας. Αυτά, δεν προλαβαίνω να γράψω άλλα. Με όλη μου την αγάπη, η μητέρα σου, Κατάσκοπος Ελπίδα.
Υ.Γ.: Μετέφερε στον Βασιλιά σου ότι η κατάσταση εδώ στα Σύνορα είναι υπό έλεγχο, χωρίς κανένα σημάδι του εχθρού στον ορίζοντα.
Αυτό το γράμμα της έδωσε δύναμη να συνεχίσει. Σηκώθηκε αμέσως, ντύθηκε και εξοπλίστηκε. Βγήκε απ' τη σκηνή. Μία ακόμα μαύρη μέρα ξημέρωνε, πράγμα πολύ κακό. Βρήκε τον Βασιλιά και του μετέφερε πως όλα στον Νότο ήταν ήρεμα και υπό έλεγχο. Μετά όλος ο στρατός μάζεψε τις σκηνές και αναχώρησαν αμέσως προς την Πρωτεύουσα. Σε όλο το δρόμο σχεδόν ήταν σιωπηλή, ενώ άλλοι στρατιώτες μιλούσαν μεταξύ τους, ακόμα και γελούσαν κάποιοι!
Κάποια στιγμή είδε δίπλα της την Πατρίσια, η οποία ίππευε ένα άλογο το οποίο, μαζί με ένα άλλο, ήταν δεμένα μεταξύ τους σ' ένα φορείο που μετέφερε όλα τα ιατρικά πράγματα.
«Δεν μιλάς και πολύ με τον κουμπάρο σου τώρα τελευταία, ε;» παρατήρησε.
«Όχι. Λέμε μόνο τα τυπικά. Είναι πολύ απόμακρος, τόσο που έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ο πόλεμος τον τρελαίνει.»
«Ούτε εγώ κατάφερα να τον πλησιάσω. Η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος όλους μας τρελαίνει, τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Ακόμα κι εσένα που είσαι η πιο ψύχραιμη. Δεν είναι αλήθεια, Ελένη;»
«Ναι, ίσως. Έβλεπα εφιάλτες τη νύχτα.» παραδέχθηκε και συνέχισαν αμίλητες.
Σε λίγες ώρες φάνηκε η Πρωτεύουσα.
«Θα κατασκηνώσουμε εδώ για να κάνουμε τα τελευταία σχέδια μας!» διέταξε ο Δαμιανός. Η Ελένη κατέβηκε από το άλογο και κοίταξε προς τα εκεί. Ήταν σε αρκετή απόσταση μακριά από την Πρωτεύουσα. Γύρω από τα τείχη της μεγάλης πόλης μπόρεσε να διακρίνει κόκκινες σημαίες και σκηνές των Βορείων. Πάντως τα πράγματα προς το παρόν ήταν ήρεμα. Κάποια στιγμή, ένας Βόρειος απεσταλμένος πλησίασε με λευκή σημαία στο στρατόπεδο των Νοτίων.
«Καλησπέρα, Βασιλιά Δαμιανέ. Η Βασίλισσα μου επιθυμεί να διαπραγματευθείτε οι δυο σας στη σκηνή της.» είπε.
«Μπα! Πώς κι έτσι;» απόρησε ο Δανιήλ, που το άκουσε από δίπλα.
Ο Δαμιανός σκέφτηκε το ίδιο, όμως θεώρησε πως δεν ήταν ώρα για ειρωνείες.
«Πες της ότι θα έρθω σε λίγα λεπτά. Αλλά θα έχω μαζί μου τον Στρατηγό, την Ιππότη και τον Κατάσκοπο μου για ασφάλεια.»
«Μάλιστα.» είπε ο απεσταλμένος κι έφυγε. Η Ελένη ήταν στη σκηνή της εκείνη την ώρα, όταν την πλησίασε ο Δανιήλ και της είπε να ακολουθήσει εκείνον και τον Βασιλιά για σύντομες διαπραγματεύσεις με τη Λομπέλια.
Βρήκαν και τον Στρατηγό Μαρίνο και ξεκίνησαν. Μετά από μερικές δεκάδες μέτρα, βρέθηκαν έξω από τα τείχη και τις σκηνές των Βορείων. Ο Δαμιανός ζήτησε από έναν στρατιώτη να τους οδηγήσει στη σκηνή της Βασίλισσας.
«Ακολουθήστε με.» είπε εκείνος και άρχισαν να βαδίζουν ανάμεσα στις σκηνές. Όλοι τους κοιτούσαν περίεργα, άλλοι με μίσος και άλλοι με φόβο και αγωνία. Η Ελένη αναζητούσε τον Μάρκο ανάμεσα τους.
Τον ένιωθε τόσο κοντά της, πράγμα πολύ περίεργο. Και τότε, μπήκαν στη βασιλική σκηνή... και τον είδε. Στεκόταν πλάι στη Βασίλισσα Λομπέλια. Η καρδιά της πήγε να σπάσει τόσο δυνατά που χτύπησε.
«Βρομερό σκουλήκι...» άκουσε τον Δανιήλ να μουρμουράει δίπλα της. Γύρισε και τον κοίταξε.
«Για τον δικό σου λέω.» της ψιθύρισε με ειρωνικό χαμόγελο. Έπειτα πλησίασε το αυτί της και της είπε:
«Κοίτα μην κάνεις καμιά βλακεία πάλι και μας κάψεις...»
«Κάνεις λες κι έφταιγα εγώ για τον πόλεμο.» του απάντησε.
«Αρκετά μ' εσάς τους δύο.» τους διέκοψε ο Στρατηγός τους.
Ο Δαμιανός ωστόσο είχε χαιρετήσει τη Λομπέλια τυπικά κι είχαν καθίσει στο τραπέζι συμβουλίων.
«Καθίστε κι εσείς.» τους είπε αυτή. Οι τρεις αξιωματικοί κάθισαν δίπλα στον Βασιλιά τους, ο Στρατηγός στα αριστερά και ο Δανιήλ με την Ελένη στα δεξιά του. Εκείνη μόλις κάθισε κοίταξε τον Μάρκο ασυναίσθητα, εκείνος όμως απέφυγε το βλέμμα της.
«Λοιπόν, τι θέλεις, Λομπέλια;» ρώτησε απότομα ο Δαμιανός.
«Λοιπόν, καταρχάς, δεν έπρεπε να φέρεις τόσο κόσμο, αλλά τέλος πάντων. Αφού ήρθαν τα παιδιά, θα ακούσουν κι εκείνοι τι έχω να πω. Να σας φιλέψω κάτι;»
Απόρησαν όλοι με την ψεύτικη ευγένεια της, πήγαν να γελάσουν, αλλά απλά αρνήθηκαν.
«Ω, έλα τώρα, Δαμιανέ! Γιατί είσαι τόσο ακατάδεκτος;» έκανε εκείνη δήθεν ενοχλημένη.
«Ποιος είναι ο λόγος που επιτέθηκες στην Πρωτεύουσα;» μπήκε κατευθείαν στο θέμα ο Δαμιανός. «Τι σου έφταιξαν οι Κεντρικοί;»
«Μα για να μην προλάβουν και πολεμήσουν ως σύμμαχοι σου, φυσικά. Και επειδή βρήκα την ευκαιρία, είπα να προσθέσω το Κέντρο στο βασίλειο μου. Τώρα οι χάρτες πρέπει να αλλάξουν. Κόκκινο να γίνει το Κεντρικό Βασίλειο. Και σύντομα θα γίνει και το Νότιο. Και όταν πάρω αυτό που θέλω από εσάς, θα γίνω ανίκητη!»
Σηκώθηκε πάνω και συνέχισε:
«Μετά θα γίνει δικιά μου και η Δύση! Και ο ανόητος ο Σουλτάνος, που πίστεψε ότι θα του δώσω το μισό των κατακτήσεων μου, θα γίνει και αυτός σκλάβος μου! Μουχαχαχαχα!» Το γέλιο της αντήχησε κακιασμένο και φρικιαστικό, σαν να ήταν κακιά μάγισσα.
«Ένα λεπτό!» αναφώνησε ο Δαμιανός και σηκώθηκε κι αυτός. «Τι είναι αυτό που ποθείς τόσο απ' το βασίλειο μου και που δεν το έχουν όλα τα άλλα;»
Η Λομπέλια χαμογέλασε, έγειρε μπροστά στο τραπέζι και του απάντησε:
«Ο Δράκος Νιρέξης.» Ο Δαμιανός απόρησε. Δεν ήξερε τίποτα για τον δράκο.
«Έχεις τρελαθεί τελείως;! Δεν υπάρχει δράκος στο βασίλειο μου!» φώναξε. «Αλλά και να υπήρχε, δεν καταλαβαίνω πώς θα σε βοηθούσε να γίνεις πιο δυνατή.»
«Ω, συγχώρησε με. Ξέχασα πως κυβερνάς μόνο ένα χρόνο το Βασίλειο του Νότου.»
Η Ελένη αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να πει όσα ήξερε σχετικά με τον Δράκο. Δεν ήξερε όμως αν ήταν σωστό. Θα περίμενε να δει πώς θα εξελισσόταν το συμβούλιο και μόνο αν χρειαζόταν θα μιλούσε. Στο μεταξύ ο Δαμιανός είχε καθίσει πάλι, ενώ η Λομπέλια ξεκίνησε να λέει την ιστορία κάνοντας αργά βόλτες γύρω απ' το τραπέζι.
«Πριν από πολλά χρόνια, ο Λόρδος Ντέριος σε συνεργασία με τον σύζυγο μου, Βασιλιά Κορτέσιο του Βορρά, ξεκίνησαν μια εκστρατεία στη Χώρα των Δράκων με σκοπό να αιχμαλωτίσουν ένα από τα πλάσματα αυτά. Όλα αυτά έγιναν κρυφά από τους δύο λαούς. Εκεί κατάφεραν να πιάσουν έναν απ' τους Δράκους της Φωτιάς, τον Νιρέξη. Ο σκοπός τους ήταν να τον σκοτώσουν και να πιούν το αίμα του, διότι αν το κάνει κάποιος αυτό, γίνεται αθάνατος και ανίκητος στη μάχη, καθώς αποκτάει όλες τις υπεράνθρωπες δυνάμεις του Δράκου. Εάν μοιράζονταν το αίμα λοιπόν ο Κορτέσιος και ο Ντέριος, θα γίνονταν δυο ανίκητοι βασιλιάδες, θα κατακτούσαν τα τρία υπόλοιπα βασίλεια και θα έφτιαχναν έτσι δυο μεγάλες ισχυρές αυτοκρατορίες. Ο Ντέριος όμως είχε άλλα σχέδια. Ξεγέλασε τον άντρα μου. Του είπε πως θα φύλαγε τον Δράκο σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο, ούτως ώστε να ήταν έτοιμος για τη σφαγή του όταν έπαιρναν τη μεγάλη απόφαση. Λίγους μήνες μετά, ο Ντέριος μας είπε ότι ο Δράκος δραπέτευσε και όλοι τον πιστέψαμε. Τα χρόνια πέρασαν και φτάσαμε στο σήμερα, πριν από ένα χρόνο, όταν μάθαμε ότι ο Λόρδος πέθανε και τα δολοπλόκα σχέδια του που έκρυβε καλά, αποκαλύφθηκαν.»
«Και ποια ήταν αυτά; Τα ίδια που ξέρουμε κι εμείς, ότι δηλαδή ήθελε να αρπάξει τους πόρους του βασιλείου μας και να φύγει σε χώρα μακρινή;» ρώτησε ο Στρατηγός Μαρίνος.
«Όχι μόνο του δικού σας βασιλείου. Σχεδίαζε επίσης να κάνει πόλεμο σε εμάς, αφού πιει μόνος του το αίμα του Δράκου και ύστερα να φύγει, έχοντας και τους δικούς μας πόρους μαζί. Και αυτά φυσικά τα έμαθα, χάρη στον αγαπητό μου Κατάσκοπο Μάρκο από εδώ, ο οποίος μετά το γάμο του με την Ιππότη Ελένη κέρδισε ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη σας και την εύνοια σου, Δαμιανέ. Για αυτό και τον προήγαγα σε Αρχηγό των Κατασκόπων και δεξί μου χέρι, φυσικά.» Αυτή ήταν μια καινούργια πληροφορία. Να λοιπόν γιατί βρισκόταν στο πλευρό της τώρα ο Μάρκος.
Όλοι τον κοίταξαν με μίσος. Εκτός απ' την Ελένη.
Γιατί τον αγαπώ ακόμα; Πρέπει να τον μισήσω. Είναι προδότης! Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της. Ο Δανιήλ δίπλα της, της έπιασε το χέρι καθησυχαστικά. Η Λομπέλια συνέχισε:
«Έτσι έμαθα πως ο Ντέριος μας είπε ψέματα για τον Δράκο και διαπίστωσα ότι ακόμα ζει καλά κρυμμένος κάπου στο βασίλειο σας. Λυπάμαι που ο κατάσκοπος σου δεν σε ενημέρωσε σχετικά, αγαπητέ μου.»
Ο Δαμιανός κοίταξε τον Δανιήλ και του είπε:
«Ώστε ήξερες; Νόμιζα πως μπορούσα να σε εμπιστευτώ.»
«Ψέματα! Δεν είχα ιδέα για την ύπαρξη του Δράκου!» αναφώνησε εκείνος.
«Υπηρετούσες τον Ντέριο έξι χρόνια. Αποκλείεται να μην έμαθες τίποτα.»
«Κι όμως, Μεγαλειότατε. Το έκρυψε ακόμα και από εμένα. Τον τελευταίο καιρό της βασιλείας του ωστόσο, είχα αρχίσει να ανακαλύπτω τους σκοπούς του και τους ανακάλυψα όλους, εκτός από τον Δράκο, με κίνδυνο της ζωής μου.»
«Και δεν έκανες τίποτα;» τον ρώτησε η Ελένη.
«Απεναντίας. Συνέβαλλα στο θάνατο του. Το δηλητήριο που ήπιε πριν πηδήσει στο Τέρας... ήταν δικό μου.» είπε, χωρίς να προδώσει τη φίλη του Πατρίσια.
Όλοι τον κοίταξαν έκπληκτοι. Η Λομπέλια γέλασε και είπε:
«Τότε μας διευκόλυνες. Διότι μ' αυτό τον τρόπο μάθαμε κι εμείς τις προθέσεις του και έβαλα κατασκόπους μου να ανακαλύψουν ότι ο Δράκος ήταν ζωντανός και να αρχίσω να κάνω σχέδια για τον πόλεμο. Και τώρα φτάνω τόσο κοντά στο όνειρο μου...» Πήγε πάνω απ' τον Δαμιανό και ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του. «Καλέ μου Δαμιανέ... Ο άνδρας μου ήταν ένας άχρηστος. Εγώ τον σκότωσα, για να πάρω στα χέρια μου την εξουσία και να ζήσω όπως θέλω εγώ, χωρίς να με περιορίζει. Και τώρα που έμαθες όλη την αλήθεια, πες μου που είναι ο Δράκος και εγώ θα σου προσφέρω το μισό των κατακτήσεων μου. Παραιτήσου, χρυσέ μου... Δεν αξίζει να πολεμήσεις για ένα βασίλειο που δικαιωματικά ανήκει ακόμα στον Ντέριο. Γιατί εσύ δεν έχεις βασιλικό αίμα στις φλέβες σου...»
Οι αξιωματικοί του τον κοιτούσαν, περιμένοντας με αγωνία την απάντηση του. Σχεδόν πίστεψαν ότι τον είχε πείσει και ότι το σκεφτόταν να συνεργαστεί τελικά μαζί της. Η Λομπέλια έγειρε και ψιθύρισε στο αυτί του:
«Μαζί θα καταφέρουμε πολλά πράγματα.»
«Είσαι ένα τέρας!» φώναξε τελικά και πετάχτηκε πάνω. «Δεν ξέρω πού είναι ο Δράκος, αλλά δεν πρόκειται να σου παραδώσω το Βασίλειο του Νότου τόσο εύκολα! Θα πρέπει να πολεμήσεις μαζί μας πρώτα!» της είπε με αποφασιστικότητα και οι τρεις αξιωματικοί ανακουφίστηκαν.
«Και δεν χρειάζεται να ψάξετε για τον Δράκο.» επενέβη τελικά η Ελένη. «Δραπέτευσε από το βασίλειο μας, τη νύχτα πριν ανακοινωθεί ο πόλεμος. Έτσι γλίτωσε από εσάς και από τα σχέδια σας, Βασίλισσα Λομπέλια.»
Όλοι εκτός από τον Στρατηγό Μαρίνο έμειναν έκπληκτοι.
«Το ήξερα κι εγώ.» είπε ο Μαρίνος. «Άκουσα που είπαν κάποιοι φρουροί στα Σύνορα πως είδαν μια μορφή Δράκου να πετάει στον ουρανό, όμως όπως οι περισσότεροι που το άκουσαν, έτσι κι εγώ δεν το πίστεψα.»
«Ίσως αυτό έχει σχέση με την εξαφάνιση της Ναταλίας.» είπε ο Δανιήλ, που μέχρι πριν λίγα λεπτά θα έπαιρνε όρκο ότι δεν υπάρχουν δράκοι.
Στο μεταξύ η Λομπέλια κόντευε να σκάσει απ' το κακό της.
«Ανόητοι!» ξέσπασε τελικά. «Νομίζετε πως δεν μπορώ και χωρίς το αίμα του δράκου; Κάνετε λάθος! Έχω και μια άλλη δύναμη σε περίπτωση που το ξεχάσατε. Τον ανίκητο στρατό μου!»
«Μα δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για μάχη, Μεγαλειοτάτη.» μίλησε για πρώτη φορά ο Μάρκος.
«Γκρρρ! Αύριο τότε. Να πεις στον στρατηγό να είναι όλα έτοιμα αύριο. Τα λέμε στη μάχη, Δαμιανέ.»
«Σύμφωνοι.» απάντησε ο Δαμιανός.
Εκείνος και οι δικοί του σηκώθηκαν και λίγο πριν βγουν, η Ελένη έριξε μια τελευταία ματιά στον Μάρκο. Την κοίταξε και αυτός και όταν τα βλέμματα τους ενώθηκαν, ήταν σαν να είπαν αυτά που τα λόγια δεν μπορούσαν να πουν.
Γύρισαν στο στρατόπεδο τους και όλοι μετρούσαν τις ώρες για την αυριανή μάχη, ενώ ο Δαμιανός έκανε συνεχώς σχέδια άμυνας, επίθεσης και πιθανής εφόδου στην Πρωτεύουσα για απελευθέρωση. Τη νύχτα η Ελένη πάλι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν τον Μάρκο και τον τρόπο με τον οποίο από σύζυγος και μεγάλος της έρωτας, κατέληξε τελικά να είναι εχθρός της.
Μακάρι να μπορούσε να τον σώσει, να τον βάλει στο σωστό δρόμο, να ξεπλύνει από πάνω του τη ρετσινιά του προδότη. Μα το θέμα ήταν πως εκείνος δεν είχε μετανιώσει για όσα είχε κάνει, εφόσον ακόμα βοηθούσε εκείνη τη σατανική γυναίκα. Από μία άποψη βέβαια, δεν διέπραττε καμία προδοσία, εφόσον απλά υπηρετούσε το βασίλειο και τη βασίλισσα του. Η προδοσία ήταν πως επί ένα και μισό χρόνο υπήρξε Νότιος, έζησε ανάμεσα τους, έκανε φιλίες και ερωτεύθηκε την ίδια και τελικά αποδείχθηκε πως παρίστανε κάποιον που δεν ήταν. Μήπως όμως έλεγε ψέματα πως την αγάπησε; Μήπως τελικά την παντρεύτηκε όντως για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Νοτίων; Ας μπορούσε τουλάχιστον να γιατρέψει την πληγωμένη της καρδιά και να καταφέρει να τον μισήσει...
***********************************
Δεν είχε μάχη αυτό το κεφάλαιο, θα έχει όμως το επόμενο τη μάχη με τους Βόρειους.
Γλυκόπικρη θα έλεγα η συνάντηση της Ελένης με τον Μάρκο στις διαπραγματεύσεις. Από τη μία τον είδε έπειτα από αρκετές μέρες και βεβαιώθηκε πως είναι καλά, η προαγωγή του όμως σε Αρχηγό των Κατασκόπων και προσωπικό κατάσκοπο της Λομπέλιας έκανε ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Συμφωνείτε;
Τι θα δούμε στο επόμενο: Θα δούμε μια μάχη τις δύο επόμενες ημέρες του πολέμου. Άραγε θα συγκρουστούν προσωπικά η Ελένη κι ο Μάρκος; Θα διασταυρωθούν τα ξίφη τους και αν ναι, θα υπάρξει νικητής από αυτή τη διαμάχη;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top