Κεφάλαιο 41: Η Απόφαση του Ιάσονα


Σε έναν απ' τους πετρόκτιστους διαδρόμους του Κόκκινου Παλατιού, που δεν ήταν κόκκινο εξωτερικά αλλά ονομαζόταν έτσι λόγω της Κόκκινης Μαγείας που είχαν τα περισσότερα Σκοτεινά Ξωτικά και λόγω του αίματος που έπιναν, δυο φιγούρες περπατούσαν μην έχοντας δουλειά εκείνη τη στιγμή να κάνουν. Ο ένας ήταν ο Νικηφόρος, ο Έκτος Λοχαγός με το δαιμόνιο του το χέλι γύρω από τους ώμους του, το οποίο με το μονίμως βρεγμένο δέρμα του, έβρεχε συνεχώς τα μαύρα στιλπνά μαλλιά του και σκόρπιζε νερά από όπου περνούσε με αποτέλεσμα οι υπηρέτριες να διαμαρτύρονται επειδή έπρεπε να σφουγγαρίζουν συνέχεια. Ο άλλος ήταν ο Φοίβος, ο Έβδομος, που δεν είχε το δαιμόνιο του μαζί του.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έβαλε τον Ωρίωνα να προσέχει τη μικρή κρατούμενη.» διαμαρτυρήθηκε ο Νικηφόρος. «Να μη μας αφήνει να πλησιάσουμε ούτε στα πέντε μέτρα από την κάμαρη της.»

«Συμφωνώ, φίλε μου. Απορώ γιατί τον εμπιστεύεται τόσο πολύ ο Λόρδος Άνθιμος, αφού αυτός και η Ελπινίκη είναι οι μόνοι των οποίων τις σκέψεις δεν μπορεί να διαβάσει.» είπε ο Φοίβος.

«Δεν ξέρεις, αγαπητέ Φοίβο, ότι ο Ωρίωνας του δείχνει οτιδήποτε θελήσει μέσω του αγγίγματος; Δεν έχει κάτι να κρύψει...»

«Ακριβώς. Οτιδήποτε θελήσει. Πού ξέρει εκείνος αν του κρύβει τίποτα;»

«Δεν έχεις και άδικο... Ίσως τότε να τον εμπιστεύεται επειδή διαθέτει εξαιρετική αυτοσυγκράτηση, ακόμα και στη θέα του αίματος. Όπως και να 'χει, και τι δεν θα έδινα να δοκίμαζα έστω μια σταγόνα από το αίμα της. Δεν έχουμε πιει ποτέ από ξωτικό. Μόνο ανθρώπους μας στέλνουν οι Προμηθευτές.»

Η συζήτηση τους διακόπηκε από την Ελπινίκη, η οποία φάνηκε πίσω από μια γωνία σταματώντας το βάδισμα τους. Κρατούσε ένα ποτήρι με αίμα στο χέρι της και φυσικά με την υπερφυσική της ακοή είχε ακούσει τη συζήτηση τους καθώς πλησίαζε και τώρα τους κοιτούσε αυστηρά και ψυχρά.

«Ελπινίκη! Πώς και βγήκες βόλτα στο παλάτι; Και που το πας αυτό;» της είπε ο Νικηφόρος με ένα ψεύτικο χαμόγελο δείχνοντας το κρυστάλλινο ποτήρι.

«Δεν σας έχουν πει, Έκτε και Έβδομε, να μην ανακατεύεστε σε υποθέσεις που δεν σας αφορούν; Άκουσα τη συζήτηση σας και θα τιμωρηθείτε αν μαθευτούν οι προθέσεις σας από τον Λόρδο Άνθιμο.»

Οι δυο κατώτεροι λοχαγοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και γέλασαν νευρικά.

«Μια πλάκα κάναμε, Πέμπτη. Φυσικά και δεν σκοπεύουμε να πιούμε το αίμα του ξωτικού. Όμως εσύ δεν έχεις κανένα λόγο να μας καρφώσεις, έτσι;» της είπε ο Νικηφόρος και ο Φοίβος ένευσε συμφωνώντας με ένα χαζό χαμόγελο. Το πρόσωπο της Ελπινίκης παρέμεινε ανέκφραστο.

«Προσέχετε. Ξέρετε πως ο Λόρδος Άνθιμος διαβάζει τις σκέψεις σας. Μπορείτε να κρυφτείτε από εμένα, μα από εκείνον όχι. Επιστρέψτε στις δουλειές σας τώρα.»

«Μάλιστα, Πέμπτη.» είπαν και οι δυο μαζί σχεδόν συγχρόνως και αφού έκαναν μια ελαφριά υπόκλιση απομακρύνθηκαν, παρόλο που δεν είχαν όπως προείπαμε μια συγκεκριμένη δουλειά να κάνουν.

Η Ελπινίκη διέσχισε μερικούς διαδρόμους ακόμα και έφτασε έξω από το δωμάτιο όπου ο Ωρίωνας έστεκε σαν άγαλμα και φυλούσε την αιχμάλωτη τους. Τον πλησίασε δίνοντας του το ποτήρι με το αίμα.

«Πιες.» του είπε. «Είσαι εδώ από χθες το πρωί που την έφερες και δεν έχεις τραφεί καθόλου. Πρέπει να καλύπτεις τη βασική ανάγκη της δίψας κατά τη διάρκεια της φύλαξης της.»

«Ευχαριστώ.» της είπε, χωρίς όμως να κάνει την κίνηση να πάρει το ποτήρι. «Όμως είμαι εντάξει. Δεν με επηρεάζει καθόλου η μυρωδιά της.»

«Γιατί δεν αφήνεις κάποιον άλλον στο πόστο σου έστω και για λίγο έτσι ώστε να μπορέσεις να ξεκουραστείς;»

«Διότι ο Λόρδος Άνθιμος ανέθεσε σε εμένα προσωπικά τη φύλαξη της και διέταξε να μην αφήσω κανέναν άλλον αν δεν είναι απολύτως απαραίτητο. Γύρνα σε οτιδήποτε ήταν αυτό που έκανες προτού έρθεις εδώ.» της είπε.

Εκείνη δεν είπε τίποτα άλλο, μόνο άφησε το ποτήρι με το κόκκινο υγρό σε ένα μικρό τραπεζάκι πλάι στην πόρτα, σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη κι ήθελε να πιει, και απομακρύνθηκε.

Μέσα στο δωμάτιο, η Ιφιγένεια κοιτούσε πάλι το άγονο τοπίο με τον κόκκινο ουρανό μέσα από τα κάγκελα του παραθύρου της. Κανένα φυτό δεν ευδοκιμούσε σ' αυτή τη γη που έμοιαζε με την Κόλαση, μόνο μερικά ξερά δέντρα χωρίς φύλλα υπήρχαν, καθώς και αγκαθωτοί θάμνοι εδώ κι εκεί. Πώς δημιούργησε άραγε τη Σκοτεινή Διάσταση ο Άνθιμος;

Είχε περάσει μόνο μία ημέρα από την ώρα που πάτησε το πόδι της σε εκείνο το καταραμένο μέρος, που όμως έμοιαζε αιώνας. Της έλειπαν ήδη οι φίλοι της, οι γονείς της, ο Ιάσονας... Η πατρίδα της με τα πολύχρωμα τοπία και τα γαλαζοπράσινα νερά...

Το προηγούμενο βράδυ, μια υπηρέτρια με τη συνοδεία του Ωρίωνα της είχε παραδώσει μια νυχτικιά για να φορέσει στον ύπνο, μαύρη και αυτή, μαζί με το δείπνο της, το οποίο έφαγε αναγκαστικά γιατί ήταν διαταγή του Σκοτεινού εκείνου ξωτικού που τη φρουρούσε, και εκτός αυτού έπρεπε να παραμείνει δυνατή μέχρι τη στιγμή που θα έρχονταν οι δικοί της να τη σώσουν. Γιατί θα έρχονταν κάποια στιγμή, ήταν σίγουρη για αυτό, παρόλο που μέσα της δεν το ευχόταν διότι ήξερε πως θα κινδύνευαν. Συγχρόνως όμως ήλπιζε και αδημονούσε για τη στιγμή που θα τελείωναν όλα αυτά και θα τους αντίκριζε ξανά.

Ελάχιστα κοιμήθηκε τη νύχτα. Σκεφτόταν τις ξέγνοιαστες στιγμές με τον Ιάσονα και τους φίλους τους, πρώτα στον Νότο, ύστερα στη Χώρα των Ξωτικών... Θυμόταν τα φιλιά τους και δάκρυζε. Αν δεν συνέβαινε αυτό, τώρα ίσως βρισκόταν στην αγκαλιά του. Θα ξεπερνούσαν μαζί όλα τα εμπόδια, γιατί αυτό που υπήρχε μεταξύ τους ήταν πολύ δυνατό για να μπορεί να καταστραφεί έτσι απλά από μερικούς αυστηρούς νόμους.

Το πρωί ξύπνησε από τον ελάχιστο ύπνο της χάρη στο ξυπνητήρι που βρισκόταν στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι της και έκανε όπως την είχε διατάξει ο Ωρίωνας, σηκώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε και έστρωσε το κρεβάτι της, όμως όταν εκείνος μπήκε μαζί με τον υπηρέτη που της έφερε το πρωινό της, της είπε ότι δεν το είχε στρώσει καλά, το πάπλωμα δεν ήταν ίσια στρωμένο και ότι αυτό δεν έπρεπε να επαναληφθεί την επόμενη μέρα. Η Ιφιγένεια απλά έσκυψε το κεφάλι και ζήτησε συγνώμη. Όσο ψυχρός και σκληρός κι αν ήταν και όσο αυστηροί κι αν ήταν οι κανόνες που της επέβαλλε, είχε αποφασίσει να πηγαίνει με τα νερά τους και να κάνει υπομονή.

Το μυαλό της ταξίδευε τώρα στη χώρα της και σε όλα τα άτομα που αγαπούσε. Σίγουρα θα είχαν αντιληφθεί την εξαφάνιση της και θα αγωνιούσαν για εκείνη, αν και σίγουρα μέχρι τώρα θα είχαν καταλάβει τι της συνέβη. Πονούσε τόσο πολύ στην ιδέα της αγωνίας που θα ένιωθαν οι γονείς της και οι φίλοι της, που θα αναρωτιούνταν αν θα ήταν καλά...

Λίγο μετά, μπήκε στο δωμάτιο ο Ωρίωνας, μαζί με τον υπηρέτη ο οποίος άφησε το δίσκο με το φαγητό της στο χαμηλό τραπέζι που βρισκόταν ανάμεσα στον καναπέ και το τζάκι. Ήταν ένα πιάτο μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα, καθώς και μια κανάτα με νερό και ένα ποτήρι. Ο υπηρέτης μάζεψε την προηγούμενη κανάτα και της άφησε την καινούργια με το φρέσκο νερό και ο Ωρίωνας μίλησε με τη συνηθισμένη απαθή φωνή του:

«Μπορείς να πηγαίνεις.» είπε στον υπηρέτη και αφού εκείνος υποκλίθηκε ελαφρά, έφυγε αφήνοντας τους μόνους. Στράφηκε προς το μέρος της:

«Χθες το πρωί, όταν σε έφερα εδώ, με αποκάλεσες πιόνι του Λόρδου Άνθιμου. Μάθε λοιπόν, ότι κανένας μας δεν είναι πιόνι του. Όλοι μας βρισκόμαστε εδώ με τη θέληση μας. Ακόμα και ελάχιστοι από εμάς που δεν μεταμορφωθήκαμε από επιλογή μας, πειστήκαμε τελικά ότι αυτή η αθάνατη ζωή είναι πολύ καλύτερη από εκείνη που ζούσαμε ως ξωτικά.»

Η Ιφιγένεια δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί της τα έλεγε αυτά τώρα. Γιατί δεν της απάντησε κατευθείαν την προηγούμενη μέρα όταν του είπε αυτή τη φράση που ανέφερε;

«Δεν καταλαβαίνω... Ποιο είναι το νόημα του να είσαι αθάνατος, αν είσαι αναγκασμένος να πίνεις αίμα για να επιβιώσεις και να κρύβεσαι σε έναν σκοτεινό κόσμο;» ρώτησε.

«Θα σου απαντήσω μόνο εάν καταφέρεις να απαντήσεις στη δική μου ερώτηση: ποιο είναι το νόημα να ζεις αν ξέρεις ότι κάποια μέρα θα πεθάνεις; Γιατί να νιώθεις το οτιδήποτε, να αγαπάς, να κάνεις φίλους και οικογένεια όταν όλα αυτά είναι μάταια γιατί κάποια μέρα θα τελειώσουν;»

«Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο νόημα... Όλα αυτά μαζί είναι το νόημα της ζωής.» απάντησε χωρίς να τα χάσει η Ιφιγένεια. Οι λέξεις της όμως δεν φάνηκαν να τον άγγιξαν...

«Δεν απάντησες στην ερώτηση μου.» είπε απλά.

«Τι ζωή έζησες άραγε ως ξωτικό;» απόρησε, όμως φυσικά δεν περίμενε απάντηση... Ο Ωρίωνας στράφηκε προς την πόρτα.

«Σε μισή ώρα θα έρθει κάποιος να πάρει το πιάτο σου. Φρόντισε να είναι άδειο.» της είπε προτού την αφήσει για μία ακόμα φορά μόνη.

{...}

Το συμβούλιο τελείωσε και τόσο τα Ξωτικά, οι Πεντονησιώτες, όσο και οι Μάγοι αποφάσισαν να κηρύξουν επιστράτευση και να εκπαιδεύσουν τους στρατούς τους για πόλεμο, ενώ θα δίνονταν οδηγίες στους πολίτες του Νοτίου Βασιλείου σχετικά με τα κοντινότερα καταφύγια σε περίπτωση που εισέβαλλαν τα Σκοτεινά Ξωτικά και σε άλλα μέρη πέραν της Ωραιόπολης, καθώς και σύσταση να φύγουν από την πόλη όσοι πολίτες μπορούσαν ώστε να υπάρξουν όσο το δυνατόν λιγότερες παράπλευρες απώλειες. Όσο για τους τρεις φιλοξενούμενους των Ξωτικών από την Ωραιόπολη, ο Έλιος τους ανακοίνωσε ότι θα ξεκινούσαν το ίδιο βράδυ με το νυχτερινό πλοίο για να επιστρέψουν στο βασίλειο τους και τους έκλεισε εισιτήρια, ενώ ο Σωκράτης θα επέστρεφε στη Χώρα των Μάγων για να βοηθήσει τον πατέρα του στις προετοιμασίες και θα ήταν ανάμεσα στους μάγους που θα πήγαιναν στη Σκοτεινή Διάσταση όντας από τους πιο δυνατούς.

Η καρδιά του Ιάσονα είχε διχαστεί ανάμεσα στο καθήκον να επιστρέψει στην πατρίδα του για να πολεμήσει εκεί προστατεύοντας την οικογένεια του καθώς ήξερε πως εκείνοι δεν επρόκειτο να άφηναν το σπίτι τους, και στην επιθυμία να πολεμήσει μαζί με τα ξωτικά στη Σκοτεινή Διάσταση για να προσπαθήσει να σώσει την Ιφιγένεια. Θα πολεμούσε και με τον ίδιο τον Άνθιμο αν χρειαζόταν...

Το συζήτησε με τον Γιάννη και τον Ηρακλή, οι οποίοι είχαν ακριβώς τις ίδιες σκέψεις. Ο μόνος λόγος που σκεφτόταν και ο Γιάννης να επιστρέψει ήταν η μητέρα του, για τον πατέρα του δεκάρα δεν έδινε, αφού έτσι κι αλλιώς εκείνος ήξερε πώς να πολεμάει και θα ηγούνταν των κατασκόπων εκεί. Ο Ηρακλής, ήξερε επίσης πως η οικογένεια του δεν είχε που να πάει, χρήματα για να ταξιδέψουν στον τόπο καταγωγής τους δεν είχαν, οπότε ένιωθε κι εκείνος το καθήκον να τον καλεί να επιστρέψει. Όμως παράλληλα είχε υποσχεθεί να είναι στο πλάι των φίλων του ό,τι κι αν συνέβαινε.

«Ό,τι κι αν αποφασίσεις, εμείς θα είμαστε στο πλάι σου, Ιάσονα.» του είπε ο Γιάννης. «Αν θες να γυρίσουμε πίσω, πες το και θα φύγουμε το βράδυ με το πλοίο. Αν πάλι θέλεις να πάμε όλοι μαζί να σώσουμε την Ιφιγένεια, εγώ τουλάχιστον θα σε ακολουθήσω.»

Μίλησε και με τους γονείς του στο τηλέφωνο και τους ενημέρωσε σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις προτού εκείνοι τα μάθουν απ' τις ειδήσεις. Εκείνοι σοκαρίστηκαν, αλλά έδειξαν γενναιότητα για χάρη του γιου τους.

«Ιάσονα.» ακούστηκε η φωνή του πατέρα του και φάνηκε το πρόσωπο του στην κάμερα. «Ξέρουμε πως θέλεις να πας να πολεμήσεις στη Σκοτεινή Διάσταση και να σώσεις την Ιφιγένεια. Γνωρίζουμε πόσο επικίνδυνο είναι, όμως το ίδιο θα είναι και αν έρθεις να πολεμήσεις εδώ. Για αυτό κάνε αυτό που σου λέει η καρδιά σου.»

«Μην ανησυχείς για εμάς, γλυκέ μου.» είπε η Ευτυχία. «Έχουμε το υπόγειο στο οποίο μπορούμε να κρυφτούμε και εκτός αυτού, μπορεί ο στρατός μας να καταφέρει να τους απωθήσει προτού προλάβουν να φτάσουν μέχρι εδώ από το Μεγάλο Ξέφωτο.»

Ο Ιάσονας δεν ήξερε αν όντως θα ήταν εντάξει, η αν του τα έλεγαν αυτά απλά και μόνο για να τον καθησυχάσουν.

«Θα καλέσουμε και τη μητέρα και τα αδέλφια του Ηρακλή, να είμαστε όλοι μαζί. Θα είμαστε ασφαλείς και το υπόγειο είναι αρκετά άνετο για να μας φιλοξενήσει όλους.» συμπλήρωσε ο Φαίδωνας.

«Ο Ηρακλής θα χαρεί πολύ που θα το ακούσει αυτό, γιατί μόνο η οικογένεια του τον κρατάει απ' το να έρθει μαζί μου αν αποφασίσω να πάω.» τους είπε και το σκέφτηκε για μερικά λεπτά, μέχρι να πάρει την απόφαση του. «Θα πάω.» είπε τελικά. «Και αν μάθουμε ότι οι εχθροί έφτασαν μέχρι τις γειτονιές μας, θα ζητήσω από κάποιον χρονομάγο να μου ανοίξει πύλη ώστε να έρθω να σας βρω.» είπε, ωστόσο ευχόταν μέσα του να μη χρειαστεί να γίνει αυτό.

Πήγε ξανά στο δωμάτιο των φίλων του και τους ανακοίνωσε την απόφαση του, καθώς και την πρόταση των γονιών του να φιλοξενήσουν την οικογένεια του Ηρακλή ώστε να είναι ασφαλείς.

«Είστε ελεύθεροι να επιστρέψετε στον Νότο εσείς. Δεν σας αναγκάζει κανένας να με ακολουθήσετε. Θα είναι πολύ πιο επικίνδυνη η μάχη στη δική τους περιοχή.»

«Επικίνδυνη; Είμαστε γεννημένοι για επικίνδυνες αποστολές, φίλε μου!» είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού ο Γιάννης για να τους ανέβει λιγάκι η διάθεση. «Μίλησα με τον πατέρα μου. Αυτός εννοείται με διέταξε να πάω μαζί του και να καταταγώ στο Σώμα των κατασκόπων, αν και νωρίτερα από όσο θα έπρεπε, για να πολεμήσω μαζί του, και ξέρεις πως ψάχνω αφορμή για να του πάω κόντρα."

«Και η μητέρα σου;» τον ρώτησε ο Ιάσονας.

«Η μητέρα μου θα είναι ασφαλής. Θα τη στείλει σε ένα μυστικό κρησφύγετο που έχει, με όλες τις ανέσεις και δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Οπότε, τίποτα δεν με κρατάει πίσω. Θα έρθω μαζί σου.» του είπε αποφασισμένος και κοίταξαν και οι δύο τον σκεπτικό Ηρακλή.

«Αν τα πράγματα δυσκολέψουν στο Νότο, θα ζητήσουμε από έναν χρονομάγο να μας πάει πίσω.» του είπε βοηθώντας τον να αποφασίσει.

«Αφού οι οικογένειες μας θα είναι ασφαλείς, τότε θα έρθω και εγώ μαζί, για να παραμείνει η παρέα μας ενωμένη.» είπε τελικά και αποφάσισαν να πάνε εκείνη τη στιγμή κιόλας να βρουν τον Άρχοντα Έλιο ώστε να του ανακοινώσουν την απόφαση τους.

Τον βρήκαν στο γραφείο του, μαζί με τη Λαίδη Αθηνά, τη Λαίδη Ανδριάνα, τον Ζαχαρία και τον Αρχηγό των Ξωτικών της Φωτιάς.

«Τι κάνετε εδώ; Ετοιμάσατε τα πράγματα σας;» τους ρώτησε καθώς υπέγραφε κάποια χαρτιά.

«Δεν θα επιστρέψουμε στο βασίλειο μας, Άρχοντα Έλιε. Ζητούμε την άδεια σας να τελειώσουμε την εκπαίδευση εδώ και να πολεμήσουμε μαζί σας στη Σκοτεινή Διάσταση.» ανακοίνωσε ο Ιάσονας. Ο Έλιος σήκωσε το βλέμμα του από τα χαρτιά και κοίταξε τα τρία αγόρια. Το ύφος τους ήταν αρκετά αποφασισμένο.

«Το περίμενα.» είπε απλά.

«Βεβαιωθήκαμε για την ασφάλεια των οικογενειών μας» είπε ο Ηρακλής, «οπότε δεν θα έχουμε να ανησυχούμε για εκείνους.»

«Δεν έχει νόημα να σας αρνηθώ, έτσι;» τους είπε αναστενάζοντας.

«Όχι, Εξοχότατε. Έχουμε πάρει την απόφαση μας.» είπε ο Ιάσονας.

«Και θέλετε να πάτε και οι τρεις.»

«Δεν είναι ολοφάνερο, Άρχοντα μου, ότι αυτοί οι τρεις είναι αχώριστοι;» είπε η Λαίδη Αθηνά.

«Πολύ καλά λοιπόν... Αφού δεν υπάρχει νόημα να σας αρνηθώ, ούτε μπορώ να σας χωρίσω, θα δεχτώ το αίτημα σας αλλά θα πρέπει να πολεμήσετε σε διαφορετικά τάγματα. Έτσι, ο Ιάσονας θα πολεμήσει με τα χρώματα των Ξωτικών, ενώ ο Γιάννης και ο Ηρακλής με τα χρώματα των Νοτίων και θα καταταγείτε στα στρατεύματα τους όταν καταφθάσουν, εσύ Γιάννη στους Τοξότες και εσύ, Ηρακλή, στο πυροβολικό. Έτσι είναι το σωστό, εφόσον ο Ιάσονας διαθέτει μαγικές δυνάμεις ενώ εσείς όχι. Επίσης, θα ακολουθείτε πιστά τις διαταγές των ανωτέρων σας, δεν θα πράττετε με δική σας βούληση καθώς μπορεί να βρεθείτε σε κίνδυνο. Αν σας πουν ότι πρέπει να υποχωρήσετε για να σώσετε τις ζωές σας, θα το κάνετε και θα αφήσετε στην άκρη τους ηρωισμούς. Έγινα κατανοητός;»

«Μάλιστα, Άρχοντα.» είπε ο Ιάσονας καθώς ένευσαν και οι τρεις.

Ήταν πιο εύκολο από όσο φανταζόμουν! Είπε από μέσα του.

«Μισό λεπτό, Άρχοντα μου. Μήπως να το ξανασκεφτείτε;» είπε ο Αρχηγός της Φωτιάς.

«Συμφωνώ. Τα πράγματα στη Σκοτεινή Διάσταση θα είναι σίγουρα πιο δύσκολα από ότι στο βασίλειο των ανθρώπων και μόνο οι πιο δυνατοί θα έρθουν μαζί μας εκεί.» είπε ο Ζαχαρίας και πλησίασε τον Ιάσονα: «Αν γίνεται για την Ιφιγένεια όλο αυτό, που είμαι σίγουρος πως για εκείνη γίνεται, σε διαβεβαιώνω πως θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να τη σώσουμε. Δεν χρειαζόμαστε τη βοήθεια τη δική σου και των φίλων σου.»

«Το ξέρω, Αρχιθεραπευτή. Όμως θα είναι τιμή μας να πολεμήσουμε στο πλάι σας και να συμβάλλουμε όσο γίνεται στη διάσωση της.»

«Πολύ καλά λοιπόν... Αφού είναι η απόφαση του Άρχοντα μας να δεχτεί, δεν μπορώ να κάνω τίποτα ενάντια στο πείσμα σας. Όμως φροντίστε να κάνετε ό,τι σας είπε.» υποχώρησε τελικά εκείνος, παρόλο που δεν συμφωνούσε και ας θαύμαζε ενδόμυχα το θάρρος τους.

{...}

Βράδιασε. Ο ουρανός στη Σκοτεινή Διάσταση, από κόκκινος είχε γίνει μαύρος καθώς έφτασε η δεύτερη νύχτα της διαμονής της εκεί.

Για πόσο καιρό ακόμα θα αντικρίζω αυτό το τοπίο; Σκέφτηκε η Ιφιγένεια κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, προσπάθησε να διαβάσει ένα βιβλίο, όμως το μυαλό της δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στις λέξεις και μόνο μηχανικά τις διάβαζε, σαν να ήταν το χειρότερο της μάθημα στο σχολείο. Έτσι, τις περισσότερες ώρες έκανε βόλτες μέσα στο δωμάτιο, ή ξάπλωνε στο κρεβάτι και προσευχόταν στους Θεούς να πάνε όλα καλά και να της δώσουν δύναμη να αντέξει τις ημέρες τις αιχμαλωσίας της.

Η πόρτα που άνοιξε διέκοψε τις σκέψεις της και την έκανε να στραφεί προς τα εκεί. Ήταν ο Ωρίωνας και ενώ περίμενε να ήταν μαζί του και ένας ακόμα υπηρέτης με το βραδινό της, ήταν η Ροζαλία, η κοπέλα που είχε φέρει αντίρρηση την προηγούμενη μέρα σχετικά με την εκμετάλλευση της. Στο χέρι της κρατούσε κάτι που έμοιαζε με ρούχο, ήταν μια μαύρη σακούλα φύλαξης φορεμάτων για την ακρίβεια κρεμασμένη σε μια κρεμάστρα, όμως δεν μπορούσε να δει τι ρούχο είχε μέσα αφού το φερμουάρ ήταν κλειστό.

«Ο Λόρδος Άνθιμος ζήτησε να δειπνήσεις μαζί του.» της ανακοίνωσε άχρωμα ο Ωρίωνας. «Για αυτό δεν σου έφερα δείπνο απόψε. Διέταξε να φορέσεις αυτό που σου στέλνει. Όταν είσαι έτοιμη θα σε οδηγήσω σε εκείνον. Η Όγδοη Λοχαγός θα σε βοηθήσει να ντυθείς.» είπε και έφυγε.

Μόλις βγήκε απ' το δωμάτιο, η κοπέλα με τα ροζ- γκρι μαλλιά την κοίταξε με συμπόνια και της χαμογέλασε ενθαρρυντικά. Σε αντίθεση με τον Ωρίωνα, εκείνη έδειχνε να έχει ενσυναίσθηση. Γιατί να μην ήταν αυτή η φύλακας της;

Σύνελθε, Ιφιγένεια! Είπε μέσα της. Τι περιμένεις, να γίνεται και φίλες; Είναι άλλη μία από αυτούς, όσο καλή και αν είναι μαζί σου δεν παύει να είναι ένα τέρας που πίνει αίμα και θα πολεμήσει ενάντια στους δικούς σου!

«Μη φοβάσαι, καλή μου. Άσε με να σου δείξω το φόρεμα και μετά να σε βοηθήσω να το φορέσεις.» είπε και αφού προχώρησε προς το κρεβάτι, άπλωσε τη σακούλα επάνω του, άνοιξε το φερμουάρ και αφού έβγαλε με προσεχτικές κινήσεις το φόρεμα (μαύρο εννοείται),  το κράτησε ψηλά για να της το δείξει. «Σου αρέσει; Εγώ το σχεδίασα.» της είπε με ένα χαμόγελο ενθουσιασμού να στολίζει το χλωμό πρόσωπο της.

*****************************************

Ζητώ συγνώμη που το έκοψα κάπως απότομα, όμως δεν ήθελα να υπερβώ πολύ το όριο των λέξεων. Στην εικόνα μπορείτε να δείτε το φόρεμα που πρόκειται να φορέσει η Ιφιγένεια στο δείπνο της με τον Άνθιμο. Πώς θα πάει άραγε αυτό; Τι θα της πει εκείνος;

Αν και αυτό το κεφάλαιο δεν επικεντρώνεται μόνο στην απόφαση του Ιάσονα, το ονόμασα έτσι γιατί δεν έβρισκα τι τίτλο να δώσω (ειλικρινέστατη όπως πάντα 😆)

Η συνέχεια στο επόμενο 🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top