Κεφάλαιο 34: Ένας Νέος Φίλος
Ο Ιάσονας πήρε θέση απέναντι από τον Αδριανό στο κέντρο περίπου του ξέφωτου προπόνησης. Ήξερε πως αυτό δεν ήταν καλή ιδέα, όμως τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Κρατούσε γερά στα χέρια του το σπαθί του Ντέριου και τον κοιτούσε με σταθερό βλέμμα.
«Τον έχουμε τον αλήτη.» άκουσε και τον Ντέριο να του λέει αποφασισμένος. Ο Αδριανός είχε κι εκείνος τραβήξει το σπαθί του, ομολογουμένως ήταν πολύ όμορφο, είχε μια σκαλιστή ασημένια λαβή.
«Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε ο Ιάσονας.
«Πάντα είμαι έτοιμος.» είπε ο αντίπαλος του καθώς έπαιρναν θέσεις επίθεσης.
«Έτοιμοι;! Πάμε!» φώναξε ο Σωκράτης και αμέσως τα ξίφη συγκρούστηκαν σφοδρά. Ο Ιάσονας έμεινε έκπληκτος από την δεξιοτεχνία με την οποία ο Αδριανός είχε φέρει το σπαθί σε σύγκρουση με το δικό του. Κοιτάχτηκαν για λίγο με ένταση. Όλοι οι φίλοι τους παρακολουθούσαν με αγωνία και ο Σωκράτης σκεπτικός και με ενδιαφέρον για την έκβαση του αγώνα αυτού. Άραγε ο νεαρός μάγος Ιάσονας θα κατάφερνε να μην αφήσει την οργή του να τον παρασύρει; Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που τους άφησε να παλέψουν.
«Μη με υποτιμάς, μάγε. Θα σου δείξω πώς πολεμάμε εμείς οι θεραπευτές.» του είπε και έσπρωξε με δύναμη το σπαθί του. Έπειτα επιχείρησε ένα χτύπημα, όμως ο Ιάσονας τον απέκρουσε ξανά. Άφησε το ένα του χέρι απ' τη λαβή του σπαθιού, έβγαλε πράσινη φλόγα και λίγο έλειψε να χτυπήσει τον Αδριανό με αυτήν, όμως εκείνος με έναν ελιγμό την απέφυγε, χτυπώντας άλλη μια το σπαθί του επάνω στου Ιάσονα και έπειτα έτρεξε μακριά.
Ο Αδριανός μπορεί να μη διέθετε μαγεία ούτε στοιχεία της φύσης, ήταν όμως πολύ γρήγορος, άριστος ξιφομάχος και με τέλεια αντανακλαστικά. Έτρεξε ξανά με μεγάλη ταχύτητα και προτού το καταλάβει ο Ιάσονας, το σπαθί του βρέθηκε ξανά σε σύγκρουση με το δικό του, αφού λίγο έλειψε η ταχύτητα του αντιπάλου να ξεπεράσει τα αντανακλαστικά του.
Είναι καλύτερος από όσο πίστευα. Είπε από μέσα του. Δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει η μάχη μας και τι θα συμβεί. Από τη μια το θεωρώ βλακεία και θέλω να παλέψω μόνο για να τελειώσει όλο αυτό, από την άλλη όμως θέλω πολύ να του δώσω ένα γερό μάθημα για να με σεβαστεί επιτέλους.
Μια ακόμα σύγκρουση των σπαθιών διέκοψε τις σκέψεις του.
«Η Ιφιγένεια θα δυστυχήσει στο πλάι σου.» του είπε ο Αδριανός, κοιτάζοντας τον με φθόνο. «Δεν θα σας επιτρέψουν ποτέ να είστε μαζί.»
«Ενώ εσύ θα την κάνεις να σε ερωτευθεί με το ζόρι;» αντέτεινε ο Ιάσονας, ενώ τον έσπρωξε από πάνω του με το σπαθί. Ευτυχώς, οι θεατές στην άλλη άκρη του ξέφωτου δεν τους άκουγαν. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Ο Αδριανός επιτέθηκε ξανά, όμως οργισμένος καθώς ήταν έκανε σπασμωδικές κινήσεις και σύντομα τον πέτυχε η πράσινη φλόγα. Έπεσε κάτω πιάνοντας την κοιλιά του, έπειτα βαριανασαίνοντας σηκώθηκε και έτρεξε γρήγορα ως το δάσος. Ο Ιάσονας τον ακολούθησε.
«Που πηγαίνουν;!» αναφώνησε η Ιφιγένεια με αγωνία.
«Μείνετε εδώ. Θα τους φέρω πίσω.» διέταξε ο Σωκράτης και ξεκίνησε να τρέχει και εκείνος για να τους προφτάσει.
Ο Ιάσονας κυνηγούσε τον Αδριανό μέσα από τα πυκνά δέντρα, όμως εκείνος ως ξωτικό είχε προβάδισμα. Προσπαθούσε να τον πετύχει με τις πράσινες φλόγες του, τις οποίες όμως απέφευγε τρέχοντας πίσω από δέντρα. Κάποια στιγμή τον έχασε. Συγκεντρώθηκε στις κινήσεις του δάσους και στους ήχους γύρω του... Κράτησε γερά το σπαθί και προχώρησε προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο.
Ξαφνικά, πίσω από ένα δέντρο πετάχτηκε ο Αδριανός με μια κραυγή και συνέχισαν να μάχονται με περισσότερη ορμή από πριν.
«Είμαι από μικρός ερωτευμένος μαζί της! Από μικρός ονειρευόμουν τη μέρα που θα παντρευόμασταν και θα την έκανα δικιά μου!» του φώναζε καθώς προσπαθούσε να τον χτυπήσει, κλαίγοντας, προς μεγάλη του έκπληξη. «Μαζί μου θα έπρεπε να είναι, είχαμε πολλές πιθανότητες να μας επιτρέψουν να παντρευτούμε εφόσον είμαστε και οι δυο θεραπευτές! Κι ύστερα ήρθες εσύ και τα κατέστρεψες όλα... Εσένα αγαπάει η Ιφιγένεια, το βλέπω! Τι σου βρίσκει, μπορείς να μου πεις; Ξέρει ότι θα δυστυχήσει, το ήξερε από την αρχή ότι δεν θα μπορέσετε ποτέ να είσαστε μαζί κι όμως η καρδιά της επέλεξε εσένα! Γιατί;!» φώναξε δυνατά, χάνοντας την αυτοσυγκέντρωση του και πέφτοντας με ένα χτύπημα του Ιάσονα στο έδαφος.
Ο Σωκράτης είχε μόλις φτάσει και παρακολουθούσε έτοιμος να επέμβει. Το νεαρό ξωτικό ήταν πεσμένος στο έδαφος και έκλαιγε, ενώ ο Ιάσονας από πάνω του τον στόχευε με το σπαθί.
Οι δυο νεαροί πολεμιστές ήταν κάθιδροι και λαχανιασμένοι. Ο Ιάσονας δεν ήθελε να τον πολεμήσει άλλο... Δεν είχε το κουράγιο και πονούσε.
«Ώστε αυτό το πρόβλημα έχεις μαζί μου...» διαπίστωσε σοκαρισμένος με όσα άκουσε.
«Ακριβώς. Δεν ήταν ζήλεια για τις δυνάμεις σου ο λόγος που σου τα έλεγα όλα αυτά... Ήταν ζήλεια επειδή ήξερα... ξέρω, τα συναισθήματα της Ιφιγένειας για εσένα. Ο τρόπος που σε κοιτάζει... Εμένα δεν με έχει κοιτάξει ποτέ έτσι.» του είπε ο Αδριανός πολύ πιο ήρεμα από πριν, παραιτημένος. Ο Σωκράτης ανακουφίστηκε με τη συζήτηση τους αυτή. Οι δυο νεαροί ήταν έτοιμοι να συμφιλιωθούν.
Ο Αδριανός σήκωσε τα χέρια του σε ένδειξη παράδοσης.
«Παραδίνομαι, Ιάσονα. Και όχι μόνο στη μάχη. Δεν θα σταθώ εμπόδιο ανάμεσα σε εσένα και στην Ιφιγένεια, ούτε θα πω τίποτα για εσάς.» Ο Ιάσονας του έδωσε το χέρι του και τον σήκωσε, χαμηλώνοντας το σπαθί του.
«Έδωσα μια υπόσχεση στον πατέρα της... Να μην προχωρήσω σε κάτι παραπάνω από φιλία μαζί της για να μην πληγωθεί. Έχεις δίκιο. Μαζί σου αξίζει να είναι. Όμως θα συνεχίσω να την προστατεύω και θα δώσω και τη ζωή μου αν χρειαστεί για εκείνη.»
«Κάνεις λάθος. Δεν της αξίζω. Όμως κι εγώ θα συνεχίσω να την προστατεύω σαν φίλος. Και από εδώ και στο εξής, θα βοηθάω πιο ενεργά στην εκπαίδευση σου.»
«Έχεις βοηθήσει ήδη. Δεν θυμάσαι την πρώτη μέρα, που με προκάλεσες και έτσι κατάφερα να ενεργοποιήσω την πράσινη ενέργεια για να την περάσω στο σπαθί; Η οργή δεν είναι καλό συναίσθημα, όμως ήταν αυτό που χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή.»
«Α, ναι... Είναι κι αυτό...» είπε σκεπτικός εκείνος. «Τέλος πάντων, αφού δεν μπορεί κανένας απ' τους δυο μας να έχει την Ιφιγένεια, μπορούμε τουλάχιστον να είμαστε φίλοι, υποθέτω.»
«Εννοείται αυτό, Αδριανέ.» είπε και έδωσαν τα χέρια. Εκείνη τη στιγμή ένα χειροκρότημα ακούστηκε και πλησίασε ο Σωκράτης, την παρουσία του οποίου δεν είχαν αντιληφθεί τόση ώρα.
«Συγχαρητήρια, παιδιά μου! Ήξερα πως αυτή η μάχη θα γινόταν η αφορμή για να τα βρείτε.»
«Σωκράτη; Ήσουν εκεί όλη αυτή την ώρα;» τον ρώτησε ο Ιάσονας.
«Ναι, εδώ ήμουν και άκουσα τα πάντα. Αλλά μην ανησυχείτε, δεν θα πω τίποτα. Πολεμήσατε και οι δυο πολύ καλά και χαίρομαι που δεν παρασυρθήκατε και δεν ξέφυγε το πράγμα. Πάμε τώρα πίσω στους άλλους, που θα ανησυχούν μην επιστρέψετε μέσα στα αίματα ή με κομμένα άκρα. Χαχαχα!» είπε με το ανέμελο ύφος του ο μάγος- δάσκαλος και τα δύο αγόρια τον ακολούθησαν.
Όταν επέστρεψαν στο ξέφωτο, όλοι ήταν ανακουφισμένοι που τους έβλεπαν σε καλή κατάσταση και συμφιλιωμένους από ότι φαινόταν, όμως η Ιφιγένεια ήταν έξαλλη:
«Δεν το πιστεύω ότι όλο αυτό έγινε για μένα!» φώναξε και στους δύο. Ο Ιάσονας ποτέ πριν δεν την είχε δει τόσο θυμωμένη.
«Πώς το ξέρεις...;» τη ρώτησε.
«Έστειλα τη Νάρα να σας ακολουθήσει κρυφά.» απάντησε, δείχνοντας το δαιμόνιο το οποίο ήδη είχε επιστρέψει δίπλα της. «Δεν σας πιστεύω... Ιάσονα, ειδικά εσύ έπεσες πολύ στα μάτια μου σήμερα. Για τον Αδριανό ήξερα ότι γενικά έχει ευέξαπτο χαρακτήρα και συνεχώς ψάχνεται για μάχες, όμως εσύ... απλά δεν περίμενα να δεχτείς κάτι τέτοιο! Πού ζούμε, στον Μεσαίωνα, που πάλευαν ιππότες για το χέρι της πριγκίπισσας;!»
«Ναι, όμως... συμφιλιωθήκαμε...» προσπάθησε να σώσει την κατάσταση ο Αδριανός.
«Επειδή καταλάβατε ότι κανένας σας δεν μπορεί να με έχει. Κι έχετε δίκιο, γιατί μετά από μια τέτοια συμπεριφορά δεν θέλω ούτως ή άλλως κανέναν σας, ακόμα και αν η καρδιά μου είχε επιλέξει τον Ιάσονα!» Αυτά τα λόγια πλήγωσαν τον Ιάσονα, όμως ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Η Ιφιγένεια αποχώρησε βιαστικά αμέσως μετά, ακολουθούμενη από τη Νάρα.
«Θα προσπαθήσω να την ηρεμήσω.» είπε η Ηλέκτρα και πήγε ξοπίσω της.
Η Φωτεινή πλησίασε τον Ιάσονα.
«Δώσε της λίγο χρόνο... Θα της περάσει.» του είπε.
{...}
Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε. Η Ιφιγένεια εξακολουθούσε να μη μιλάει σε κανέναν, να αποφεύγει τόσο τον Ιάσονα, όσο και τον Αδριανό, να μη θέλει ούτε τη φιλία τους. Στις προπονήσεις συνεργάζονταν τυπικά μόνο και μετά τα μαθήματα πήγαινε κατευθείαν σπίτι της. Οι φίλες της δεν κατάφεραν να τη μεταπείσουν.
«Ίσως είναι καλύτερα έτσι για να μην υποφέρω, Ηλέκτρα.» είπε μια μέρα στην κολλητή της. «Έβλεπα πόσο δίσταζε ο Ιάσονας να κάνει το επόμενο βήμα και τώρα ξέρω το γιατί. Ο μπαμπάς μου είχε καταλάβει ότι υπήρχαν αισθήματα μεταξύ μας και τον έβαλε να του υποσχεθεί ότι δεν θα με πλησιάσει με ρομαντικό σκοπό.»
Και ο Ιάσονας όμως μιλούσε συχνά με τους φίλους του για αυτό το θέμα.
«Γυναίκες, φίλε.» είχε πει ο Γιάννης λίγο αστειευόμενος για να του φτιάξει το κέφι. «Δεν θα καταφέρουμε ποτέ να μπούμε στο μυαλό τους. Καλά κάνω εγώ και δεν έχω κάνει σχέση ακόμα.»
«Καλά, εσύ άσ' το Γιάννη... Μια φορά πήγες να κάνεις σχέση και τα σκάτωσες.» τον πείραξε ο Ηρακλής, θυμίζοντας του τι είχε συμβεί με την Έλενα πίσω στην πατρίδα.
«Δεν έχεις κι άδικο... Όμως ο Ιάσονας θεωρώ πως δικαιούται να έχει μια δεύτερη ευκαιρία. Άλλωστε δεν έκανε και τίποτα σοβαρό, ο Αδριανός τον προκάλεσε.»
Η εκπαίδευση του Ιάσονα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, ενώ η Άνοιξη πλησίαζε στο τέλος της για να δώσει τη θέση της στο Καλοκαίρι. Λίγο ακόμα ήθελε και θα θεωρούνταν κανονικός μάγος. Παράλληλα τα Ξωτικά ετοιμάζονταν για τη γιορτή του Καλοκαιριού. Ο Ιάσονας θυμήθηκε όταν η Ιφιγένεια του είχε μιλήσει για αυτή τη γιορτή, αρκετούς μήνες πριν, στο σχολείο τους στον Νότο. Πόσο νοσταλγούσε τους εορτασμούς και πόσο θα ήθελε και εκείνος να βρεθεί σε μία από τις γιορτές των εποχών, όπως λέγονταν, και τώρα που θα συμμετείχε στη γιορτή του Καλοκαιριού δεν ήταν καθόλου χαρούμενος. Μπορεί να βρισκόταν κοντά στην Ιφιγένεια, μα συγχρόνως την ένιωθε τόσο μακριά του... Όπως στο όνειρο που είχε δει ότι δεν μπορούσε να τη φτάσει.
Μόλις μπήκε η τελευταία εβδομάδα του Μαΐου, ο Άρχοντας Έλιος τους κάλεσε όλους για φαγητό, την Ιφιγένεια με τους γονείς της, τον Αχιλλέα με την οικογένεια του, καθώς και τους υπόλοιπους φίλους της Ιφιγένειας με τους γονείς τους, οι οποίοι ήταν το ίδιο ενδιαφέροντες με τα παιδιά τους. Τα πιάτα σερβιριστηκαν και ήταν πιο πλούσια από κάθε άλλη φορά, πιάτα με ρύζι, λαχανικά, διάφορα τυριά, πίτες, καθώς και καλοκαιρινές δροσερές σαλάτες. Το ποτό ήταν ένας εξίσου δροσιστικός αφρώδης οίνος σε μια απόχρωση του ροζ, που η γεύση του ήταν κάτι ανάμεσα σε σαμπάνια και λεμονάδα από ροζ γκρέιπφρουτ. Όλοι έτρωγαν, έπιναν και συζητούσαν, ακόμα και ο Αδριανός είχε καλή διάθεση και δεν γκρίνιαζε. Οι γονείς του, θεραπευτές και οι δύο φυσικά, ήταν πολύ καλοί φίλοι με τον Ζαχαρία και τη Χρυσάνθη.
Ο Ιάσονας κοιτούσε τη σύζυγο και τον γιο του Αχιλλέα και προσπαθούσε να μη σκέφτεται το όραμα που είδε και να γνωρίζει ότι σύντομα θα έπρεπε να ζήσουν χωρίς αυτόν. Και σαν να μην έφταναν αυτές οι σκοτεινές σκέψεις, η Ιφιγένεια δεν του έριχνε ούτε μια ματιά, είχε καθίσει μάλιστα αρκετά μακριά του με τους γονείς της στο τραπέζι.
Όταν έφαγαν όλοι και ενώ σερβιριστηκαν τα φρούτα, ο Άρχοντας Έλιος στην κορυφή του τραπεζιού σηκώθηκε για να στρέψουν όλοι την προσοχή τους σε αυτόν.
«Φίλοι μου!» ξεκίνησε να λέει. «Η Γιορτή του Καλοκαιριού πλησιάζει και φέτος, εφόσον έχουμε τους καλεσμένους μας από τον Νότο, τον νεαρό μάγο Ιάσονα και τους αξιότιμους φίλους του οι οποίοι, αν και θνητοί, ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες μας στην εκπαίδευση τους, αποφάσισα να γιορτάσουμε κάπως ιδιαίτερα, δείχνοντας τους ένα κομμάτι απ' την παράδοση μας σε ένα από τα φεστιβάλ που γίνονται στη χώρα μας. Αυτό το φεστιβάλ για το οποίο μιλάω, είναι εκείνο στην παραλιακή πόλη της Ανφάνης, που βρίσκεται δυτικά από εδώ.» Όλοι φάνηκαν να χαίρονται με αυτή τη δήλωση του άρχοντα τους.
«Το καλοκαιρινό φεστιβάλ της Ανφάνης είναι το καλύτερο στη χώρα.» εξήγησε ενθουσιασμένος ο Σεραφείμ στα τρία αγόρια από τον Νότο.
«Ακριβώς, νεαρέ Σεραφείμ, και αυτό επειδή το διοργανώνει ο αξιότιμος Αρχηγός των ξωτικών του νερού, ο Νίμος.» συνέχισε ο Έλιος. «Ο Αρχηγός Νίμος, λοιπόν, πρότεινε να μας φιλοξενήσει στο εξοχικό του σπίτι στην Ανφάνη, που βρίσκεται σχεδόν πάνω στη θάλασσα, στην κεντρική Παραλία της Ανφάνης, που είναι μία από τις μεγαλύτερες του νησιού και εκεί θα λάβει χώρα το φεστιβάλ, το οποίο θα διαρκέσει τρεις μέρες: θα ξεκινήσει από τις τριάντα Μαΐου, την ερχόμενη Κυριακή δηλαδή, και τη νύχτα της τριακοστής πρώτης Μαΐου προς πρώτη Ιουνίου, θα μετρήσουμε αντίστροφα υποδεχόμενοι το Καλοκαίρι. Εμείς λοιπόν, θα ξεκινήσουμε όλοι μαζί το επόμενο Σάββατο για να φτάσουμε νωρίς εκεί, να γνωρίσουν οι φιλοξενούμενοι μας τον Αρχηγό Νίμο και να τακτοποιηθούμε. Όλοι όσοι βρίσκεστε εδώ σήμερα είστε καλεσμένοι.» Όλοι ενθουσιάστηκαν με αυτά τα λόγια και η σκιά της αγωνίας για τον επερχόμενο πόλεμο είχε εξαφανιστεί. Όμως ο Έλιος δεν είχε τελειώσει ακόμα την ανακοίνωση του:
«Ξέρω πως βαδίζουμε προς πόλεμο, και αν δεν είχαμε τον Ιάσονα να μας προειδοποιήσει για αυτόν χάρη στα οράματα του, δεν θα ήμασταν τόσο προετοιμασμένοι τώρα. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα μας επιτεθούν εκείνα τα σκοτεινά πλάσματα, όμως αυτό δεν μας εμποδίζει να γιορτάσουμε και να τηρήσουμε τις παραδόσεις μας. Θα είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα στις προετοιμασίες και στην εκπαίδευση των πολεμιστών μας. Αυτά είχα να πω. Και τώρα μπορείτε να απολαύσετε τα φρούτα. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.»
{...}
Τις ημέρες που ακολούθησαν, δεν υπήρξαν προπονήσεις για να προετοιμαστούν όλοι για τη γιορτή και το ταξίδι τους. Περνούσαν τις ημέρες τους χαλαρά στο παλάτι, στο δάσος ή στην κοντινότερη λίμνη.
«Το πιστεύατε όταν ήρθαμε εδώ ότι θα μέναμε τόσο ώστε να συμμετάσχουμε στη Γιορτή του Καλοκαιριού;» είπε ο Γιάννης μια μέρα που είχαν πάει οι τρεις τους για μπάνιο στη λίμνη. Είχαν βγει απ' το νερό και είχαν αράξει στη σκιά ενός δέντρου.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν το πιστεύαμε. Πέρα από την πλάκα πέρασαν δυόμιση μήνες που είμαστε εδώ, φίλε.» είπε ο Ηρακλής.
«Ναι... Πέρασε γρήγορα ο καιρός.» είπε ο Ιάσονας με ένα μελαγχολικό ύφος. Οι δυο κολλητοί του τον κοίταξαν.
«Τι έχεις εσύ;» τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Σκέφτομαι τι θα συμβεί από εδώ και πέρα. Εννοώ, κάποια στιγμή θα ολοκληρώσουμε την εκπαίδευση, σωστά; Και μετά τι θα γίνει; Θα επιστρέψουμε στον Νότο, περιμένοντας πότε θα επιτεθούν οι Σκοτεινοί, ή θα μείνουμε για να πολεμήσουμε πλάι στα ξωτικά;»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να επιστρέψω.» παραδέχτηκε ο Γιάννης. Και πώς να ήθελε δηλαδή, αφού εδώ για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε πραγματικά ευτυχισμένος, χωρίς τη φυλακή την οποία ονόμαζε σπίτι και τον δεσμοφύλακα του τον οποίο ονόμαζε πατέρα.
«Θα είναι αμαρτία αν πω το ίδιο. Μου έχουν λείψει οι γονείς μου και οι άλλοι φίλοι μας εκεί. Αν όμως φύγουμε, θα μου λείψει και η Ιφιγένεια, και δεν θέλω να χωριστούμε έτσι ψυχρά όπως είμαστε τώρα.»
«Α, ώστε παίζει ρόλο και αυτό που είσαι κάπως αυτές τις μέρες...!»
«Λογικό δεν είναι;» είπε ο Ηρακλής. «Τα πήγαιναν τόσο καλά, στον Νότο μα και εδώ ήταν σχεδόν κάθε μέρα μαζί και τώρα, παρόλο που επίσης τη βλέπει κάθε μέρα, του λείπει η παρέα της.»
«Έτσι είναι.» παραδέχτηκε ο Ιάσονας. «Όμως δεν θέλω να την πιέσω για τίποτα. Είμαι σίγουρος πως όταν φτάσουμε στην Ανφάνη, θα νιώσει καλύτερα, θα σκεφτεί πιο καθαρά και θα με πλησιάσει από μόνη της.» Όντως έτσι πίστευε, ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζε.
«Εγώ λέω να φερθείς αντρίκια και να πας να της μιλήσεις εσύ. Μπορεί να γίνεται χαμός στο φεστιβάλ και εκεί να μην καταφέρετε να μιλήσετε...» Αυτά τα λόγια του Ηρακλή τον έβαλαν σε σκέψεις. Μήπως όντως το ξωτικό περίμενε από εκείνον να της εξηγήσει;
Την ίδια στιγμή, ο Αδριανός είχε ζητήσει από την Ιφιγένεια να της μιλήσει και συναντήθηκαν λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι της.
«Σε ακούω.» του είπε σταυρώνοντας τα χέρια της.
«Κοίτα, Ιφιγένεια... Δεν σου ζητάω να με συγχωρέσεις ούτε να με ξανακάνεις κολλητό σου. Ο λόγος που ήθελα να μιλήσουμε είναι... ο Ιάσονας. Τον βλέπω όλες αυτές τις μέρες και καταλαβαίνω ότι υποφέρει που δεν του μιλάς. Δώσε τουλάχιστον σε εκείνον μια ευκαιρία. Άλλωστε εγώ έφταιγα, εγώ και ο ανόητος εγωισμός μου επειδή... επειδή είμαι ερωτευμένος μαζί σου κι έβλεπα τον Ιάσονα σαν απειλή. Ο λόγος που δέχτηκε όμως εκείνος να μονομαχήσουμε δεν ήταν για το ποιος θα κερδίσει εσένα σαν τρόπαιο, όπως νομίζεις, αλλά επειδή τον είχα κάνει έξαλλο τόσο καιρό με τις προσβολές και την κοροϊδία μου, έτσι θεώρησε σωστό να λύσουμε τις διαφορές μας στη μάχη. Ούτε αυτό ήταν σωστό και ώριμο, αλλά το ξανασκέφτηκε και το παραδέχτηκε και ο ίδιος ότι δεν έπρεπε να δεχτεί και να παρασυρθεί από εγωισμό και περηφάνια. Από εκεί και πέρα κάνε ότι νομίζεις. Εγώ ότι είχα να πω το είπα. Τώρα τουλάχιστον ξέρω ότι έχω τη συνείδηση μου καθαρή και προσπάθησα να διορθώσω τη βλακεία που έκανα.»
Η Ιφιγένεια δεν είπε τίποτα για μερικά δευτερόλεπτα, σαν να σκεφτόταν τα όσα της είπε.
«Δεν έπαψες να είσαι ο κολλητός μου, Αδριανέ, άσχετα αν θύμωσα πολλές φορές με τη συμπεριφορά σου από τότε που επέστρεψα μαζί με τα αγόρια από τον Νότο.» του είπε τελικά. «Ούτε έπαψα να νοιάζομαι για τον Ιάσονα. Όμως φοβάμαι. Τα συναισθήματα που έχω για εκείνον είναι πολύ δυνατά και... δεν ξέρω που θα μας οδηγήσουν. Θα απογοητεύσω τους γονείς μου, το είδος μας και θα βάλω και εκείνον σε μπελάδες. Ο τσακωμός μας ήταν μια αφορμή για να απομακρυνθώ από εκείνον. Έτσι κι αλλιώς, σύντομα θα τελειώσει η εκπαίδευση του και θα επιστρέψει στη χώρα του.»
«Έλα τώρα, μη σκέφτεσαι έτσι... Τουλάχιστον μην του στερείς και τη φιλία σου... Αν πρόκειται να φύγει σε λίγες μέρες, γιατί να χωριστείτε τσακωμένοι; Γιατί να μη ζήσετε όσες στιγμές σας απομένουν μαζί;» Η Ιφιγένεια αναστέναξε μελαγχολικά.
«Έχεις δίκιο.» του είπε. «Θα πάω να του μιλήσω.» Ποιον κοροϊδεύω; είπε από μέσα της. Αφού κι εγώ αποζητώ την παρέα του και μου έχει λείψει όλες αυτές τις μέρες.
Έτσι, το ίδιο απόγευμα πήγε η Ιφιγένεια και βρήκε τον Ιάσονα στο παλάτι. Εκείνος χάρηκε πολύ που την είδε και της πρότεινε διστακτικά να πάνε βόλτα στους κήπους.
«Ο Αδριανός με βοήθησε να σκεφτώ πιο καθαρά και λογικά, αλλά ούτως η άλλως δεν ήθελα να σου κρατάω κακία για τόσο πολύ...» του είπε καθώς περπατούσαν σε ένα μονοπάτι κάτω απ' τη σκιά των δέντρων που υψώνονταν από πάνω τους.
«Ο Αδριανός... ήρθε και σου μίλησε; Μεσολάβησε για να τα ξαναβρούμε εμείς οι δύο;» ρώτησε έκπληκτος.
«Ναι.» Η Ιφιγένεια ξαφνικά σταμάτησε να περπατάει και τον αγκάλιασε. Τύλιξε και εκείνος τα χέρια του γύρω της και εισέπνευσε τη μυρωδιά από τα μαλλιά της, μύριζαν τόσο όμορφα...
«Δεν θέλω να χαλάσουμε αυτό που έχουμε, Ιάσονα. Ούτε να μη μιλάμε κατά τη διάρκεια της Γιορτής του Καλοκαιριού.»
«Ούτε κι εγώ.» της είπε. «Συγνώμη αν σε στεναχώρησε και σε θύμωσε η συμπεριφορά μου.»
«Εγώ σου ζητώ συγνώμη. Δεν έπρεπε να θυμώσω... Παρεξήγησα τη συζήτηση σας που μου μετέφερε η Νάρα και έβγαλα βιαστικά συμπεράσματα. Η Νάρα άκουσε επίσης για την υπόσχεση που έδωσες στον πατέρα μου..."
"Μίλησες στον πατέρα σου για αυτό;" ρώτησε ο Ιάσονας, απομακρύνοντας τον εαυτό του από την αγκαλιά της.
"Όχι, δεν του είπα τίποτα, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να του αφηγηθώ και τη μονομαχία σου με τον Αδριανό και δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση... λυπήθηκα αφάνταστα που έμαθα ότι σου είχε πει κάτι τέτοιο, όμως από την άλλη τον καταλαβαίνω."
Ο Ιάσονας έσκυψε το κεφάλι θλιμμένος. Έπειτα όμως, ανάγκασε τον εαυτό του να χαμογελάσει και είπε:
«Ξέρεις κάτι; Ότι έγινε, έγινε. Ας τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας για λίγο... Έχουμε ολόκληρη γιορτή μπροστά μας.» Εκείνη του χαμογέλασε επίσης. Κοίταξε για λίγο τα ανοιχτά πράσινα μάτια της και για λίγο χάθηκε μέσα τους. Αυτή τη φορά όμως, συγκρατήθηκε και δεν επιχείρησε να τη φιλήσει. Μόνο αναζήτησε το χέρι της, εκείνη του το έδωσε και συνέχισαν να περπατούν κατά μήκος των κήπων, ενώ έλεγαν πόσο ανυπομονούσαν κι οι δυο για την επερχόμενη γιορτή.
***********************************
Είχαμε το πρώτο ερωτικό καυγαδάκι... kind of... Όμως ο Αδριανός μεσολάβησε και τους τα ξαναβρήκε, κάνοντας ο ίδιος πίσω αφού πήρε απόφαση ότι δεν θα κερδίσει ποτέ την καρδιά της Ιφιγένειας. Ποιος να το περίμενε... Και έτσι ο Ιάσονας απέκτησε έναν καινούργιο φίλο αντί για εχθρό.
Για πόσο ακόμα όμως θα αντιστέκονται οι δύο έφηβοι στα συναισθήματα τους;
Ανυπομονώ να γράψω για τη Γιορτή του Καλοκαιριού, όπου θα έχουμε μια μεγάλη εξέλιξη. Εσείς ανυπομονείτε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top