Κεφάλαιο 47
Κεφάλαιο 47
Για μερικές στιγμές όλοι πάγωσαν, σαν σταματημένο καρέ ταινίας και στύλωσαν τα ξαφνιασμένα βλέμματά τους στην Νεράιδα που κατέβηκε από τον άσπρο Δράκο. «Τιτάνια», μουρμούρισε ο Όμπερον μέσα από τα δόντια του, κοιτάζοντας με δέος την περήφανη φιγούρα της Νεραϊδοβασίλισσας να στέκει επιβλητική κι ασάλευτη. Τα μάτια της φωτίζονταν τώρα από τη γκρίζα λάμψη του Ονειρονήματος, μα η άψυχή τους όψη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εκείνος δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει το ίδιο το πλάσμα στο οποίο έκανε μάγια, τον έκαναν σχεδόν να φοβηθεί. Μερικοί από τους πολεμιστές του Σάιτρους έτρεξαν προς το μέρος της για να τη σταματήσουν, μα ένα απλό τίναγμα του αριστερού της χεριού ήταν αρκετό να τους σκορπίσει μακριά της, απελευθερώνοντας έναν λευκό αέρα που στο τέλος έμοιαζε με σίδερο στην αίσθηση. Αγνοώντας τις κραυγές πόνου των Τζέργκα και την καπνιά που είχε μόλις σηκώσει το ξόρκι της, η Νεράιδα έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της Λόλι και του Ντάζεϊλτον, οι οποίοι είχαν ασυναίσθητα αρχίσει να τρέμουν κι ο τελευταίος έκανε να κρύψει τους κρυστάλλους. Ωστόσο, το γαλάζιο και κίτρινο και κόκκινο φως τους έλαμπε ακόμη, προκλητικό κι ακαταμάχητο στα μάτια της Τιτάνιας.
«Ντάζεϊλτον», αναφώνησε ξαφνικά και η φωνή της έκανε το γιο της να ανατριχιάσει, ψυχρή κι επιτακτική καθώς ήταν.
«Μ-Μαμά», ψέλλισε με παράπονο, πληγωμένος που έβλεπε την πολυαγαπημένη του μητέρα σε αυτή την κατάσταση.
«Φέρε μου τους κρυστάλλους μου», τον διέταξε εκείνη, χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στον πόνο που έβλεπε στο πρόσωπό του. Ο Ντάζεϊλτον άρχισε να τρέμει ακόμα περισσότερο. «Εμπρός, λοιπόν, φέρ' τους σ' εμένα», συνέχισε η Τιτάνια. Το χέρι του σφίχτηκε πιο πολύ γύρω από τους κρυστάλλους και οι μυτερές τους άκρες σχεδόν τρύπησαν το δέρμα του. Ο Ντάζεϊλτον έβγαλε μια μικρή πονεμένη κραυγή, καθώς τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω του και τον έκαναν να ανοίξει αργά την παλάμη του, σχεδόν σαν να μπορούσε η Τιτάνια να ελέγξει τις κινήσεις του με τηλεπάθεια.
Μα η Λόλι που στεκόταν λίγο δίπλα του μαρμαρωμένη, ήξερε ότι δεν ήταν αυτό. Μπορούσε να δει ξεκάθαρα ότι η Νεραϊδοβασίλισσα όχι μόνο δεν μπορούσε να ελέγξει κάποιον άλλο, μα μήτε και τον ίδιο της τον εαυτό. Όπως ακριβώς κι ο Έντι, σκέφτηκε η κοπέλα, που έχοντας δει τον αδερφό της μαγεμένο, μπορούσε πλέον να ξεχωρίσει αμέσως την επιρροή του Ονειρονήματος. Έστρεψε την προσοχή της στον Ντάζεϊλτον, που έμοιαζε να υποφέρει κάτω από το βλοσυρό κοίταγμα της μητέρας του.
«Φέρε τους κρυστάλλους σ' εμένα, αγαπημένε μου γιε», ξαναείπε η Τιτάνια κι εκείνος έμεινε να την κοιτάζει βαριανασαίνοντας. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και όλα τα συναισθήματά του προς εκείνη να επιστρέφουν. Ήταν η μαμά του! Εκείνη που αγαπούσε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, εκείνη που τον έφερε στη ζωή και που της χρωστούσε τα πάντα για όλους τους κόπους της, για όλα τα χρόνια που υπέμεινε να μεγαλώνει έναν ανίκανο γιο που δεν της άξιζε. Όφειλε να κάνει ό,τι τον διέταζε. Έκανε ένα μουδιασμένο βήμα μπροστά, ακολουθώντας την κίνηση του χεριού της.
«Ντάζυ», άκουσε πίσω του μια φωνή να τον καλεί με τρόπο ικετευτικό. Γύρισε το κεφάλι του και είδε τη Λόλι. Δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα προς το μέρος του, ούτε διαμαρτυρήθηκε. Και η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή, ακόμα και η Λόλι είχε φοβηθεί την Τιτάνια και βλέποντας την αγωνία στα μάτια του Ντάζεϊλτον, δεν τολμούσε να κάνει κάτι άλλο για να προστατέψει τους κρυστάλλους της. Απέφυγε μέχρι και να τους κοιτάξει. Απλά κοίταξε τα βιολετιά του μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει αν στ' αλήθεια ο φίλος της είχε σκοπό να την εγκαταλείψει. Στο κάτω-κάτω αυτές ήταν οι εντολές του από την πρώτη στιγμή κι εκείνη ήταν πολύ ταλαιπωρημένη ψυχικά και σωματικά για να προβάλει οποιαδήποτε μορφή διαμαρτυρίας. Ίσως τελικά, όπως διαπίστωσε η κοπέλα, να την πονούσε περισσότερο η εγκατάλειψη από τον Ντάζεϊλτον, παρά η απώλεια των κρυστάλλων.
Κι όμως, όλα αυτά που η Λόλι συλλογιζόταν χωρίς να τα πει δυνατά, κατάφεραν να φτάσουν ως τον Νεράιδο. Η οπτική τους επαφή, αν και στην πραγματικότητα κράτησε μόλις λίγα δευτερόλεπτα, τον έκανε να δει όλα όσα έπρεπε να δει: η Λόλι δεν του ζήτησε τίποτα! Τον άφησε ελεύθερο, έστω κι αν αυτός κρατούσε στα χέρια του όχι μόνο τη μοίρα του κόσμου, αλλά και την ίδια της τη ζωή, τώρα που οι κρύσταλλοι ήταν συνδεδεμένοι μαζί της. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών φάνηκαν ξανά μπροστά στα μάτια του -το ταξίδι στην Ακβέλια, η παρασημοφόρησή του, τα λόγια και το φιλί που ανταλλάξανε- και η συνειδητοποίησή τους ήταν ταυτόχρονα οδυνηρή κι ανακουφιστική· όχι, δεν ήταν ανεπαρκής, ούτε ανίκανος, όπως τον είχαν κάνει να πιστεύει. Ναι, είχε υποχρέωση στη μητέρα του, αλλά μεγαλύτερη υποχρέωση είχε να κάνει το σωστό, να την βοηθήσει να το δει κι εκείνη. Με έναν αναστεναγμό απελπισίας, γύρισε ξανά στην Τιτάνια και την κοίταξε κατάματα χωρίς να τρέμει.
«Μητέρα, λυπάμαι, αλλά όχι», είπε κι αφού έκλεισε ξανά τους κρυστάλλους στη χούφτα του, προχώρησε προς τη Λόλι και με πολλή προσοχή άφησε το περιδέραιο στα χέρια της. Η κοπέλα χαμογέλασε αργά και ξαφνιασμένα. Άγγιξε για μια στιγμή το χέρι του και κράτησαν μαζί τους κρυστάλλους. Ο Ντάζεϊλτον αισθάνθηκε γαλήνη, αισθάνθηκε ότι επιτέλους είχε κάνει αυτό που θεωρούσε σωστό, κάτι που επιβεβαίωναν και τα ζεστά, καστανά της μάτια. Ωστόσο, η έκφραση της Λόλι διαστρεβλώθηκε αμέσως από τρόμο και τον έκανε να τρομάξει κι αυτός. Γύρισε προς το μέρος της Τιτάνιας και η κακία που αντίκρισε στο πρόσωπό της ήταν άνευ προηγουμένου.
«Δεν είσαι πια γιος μου», γρύλισε και τα λόγια της ήταν σαν μαχαίρια στην καρδιά του. Μα ο πρίγκιπας δεν πρόλαβε ν'αντιδράσει, καθώς λευκές ακτίνες κι αέρας άρχισαν να χορεύουν γύρω της σε μια έκρηξη οργής που έκανε και πάλι όλη τη γη να τρέμει. Οι Τζέργκα γύρω τους, ο Έντι, ο Όμπερον, ο Σάιτρους, ακόμα κι ο ίδιος ο Δράκος που ήτανε πλάσμα ατρόμητο και μαθημένο στη μαγεία, άρχισαν να τρέχουν αλαφιασμένοι να κρυφτούν. Η Νεραϊδοβασίλισσα εξακολουθούσε να μαίνεται, να ουρλιάζει σαν ετοιμοθάνατη σειρήνα, μα τα ουρλιαχτά της καλύπτονταν σχεδόν τελείως από τα ξόρκια που εξαπέλυε, καταστρέφοντας ό,τι υπήρχε γύρω της. Η Λόλι με τον Ντάζεϊλτον αγκαλιάστηκαν κι έσκυψαν φοβισμένοι για να προστατευτούν, μα όταν η Τιτάνια κατάφερε να τους δει μέσα στο χάος που η ίδια προκαλούσε, έριξε ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο ανάμεσά τους, καταφέρνοντας να τους χωρίσει.
«Εσύ...», σφύριξε καρφώνοντας τη Λόλι με τα λαμπερά γκρι μάτια της και το κορίτσι σχεδόν τσίριξε αντικρίζοντάς την άλλοτε ευγενή Νεράιδα μεταμορφωμένη σε μέγαιρα που βγήκε απ' την πιο φριχτή ιστορία. «Παλιοκόριτσο!», συνέχισε η Τιτάνια, ή έστω ό,τι είχε απομείνει από αυτήν. «Εσύ έστρεψες τον γιο μου εναντίον μου! Θα σε κάνω χίλια κομμάτια!»
Αυτή τη φορά η Λόλι πράγματι τσίριξε καθώς η βασίλισσα έριξε μια λευκή ηλεκτροφόρα ακτίνα κατευθείαν πάνω της. Το χτύπημα θα είχε βρει ακριβώς το στόχο του, αν το μάρμαρο δεν ήταν αρκετά κοντά ώστε η Λόλι να προλάβει να συρθεί πίσω του. Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που πήρε στη σκόνη που σηκώθηκε να διαλυθεί, η Κρυστέλ πρόφτασε να φορέσει το περιδέραιό της και να αναδυθεί από τη θολούρα έτοιμη να αντιμετωπίσει την εξαγριωμένη Νεράιδα. Πράγμα που δεν είχε καιρό να κάνει, αφού ένας ισχυρός άνεμος τη σήκωσε ψηλά και την πέταξε στον πίσω τοίχο.
«Λόλι!», φώναξαν ταυτόχρονα ο Έντι κι ο Ντάζεϊλτον, που εκείνη τη στιγμή είχαν καταφέρει να φτάσουν ο ένας τον άλλο. Μερικά θραύσματα του μαρμάρου είχαν βρει τον Ντάζεϊλτον κι ο Έντι έτρεξε κοντά του να τον βοηθήσει, μα η θέα της φουξομάλλας τους είχε κάνει να στρέψουν και οι δυο την προσοχή τους εκεί.
Η κοπέλα δεν πρόλαβε καν να σηκωθεί, καθώς η Τιτάνια έριξε κι άλλα μάρμαρα και βράχους προς το μέρος της, μα αυτή τη φορά οι κρύσταλλοι αντέδρασαν εκ μέρους της, ενεργοποιώντας την γαλάζια σφαίρα-ασπίδα προστασίας της και κάνοντάς τα όλα σκόνη. Ένα γέλιο ανακούφισης ξέφυγε απ' τον Έντι, όταν είδε πως η αδερφή του μπορούσε τώρα να κάνει τέτοια μαγικά, σαν τον ήρωα του αγαπημένου του βιβλίου. Κρατώντας την ασπίδα της ενεργοποιημένη, η Λόλι σηκώθηκε μέσα από το σύννεφο της σκόνης που είχε σηκωθεί πάλι γύρω της κι έτρεξε κυκλικά προς την αντίθετη κατεύθυνση της αίθουσας, αποφεύγοντας στο μεταξύ κι άλλες θανατηφόρες επιθέσεις από την Τιτάνια.
«Δε χρειάζεται να γίνει έτσι!», φώναξε, αν και βαθιά μέσα της ήξερε πως ήταν μάταιο. «Πήρα τους κρυστάλλους πίσω, δεν σε φοβάμαι!», συνέχισε κι έκανε την ασπίδα της να σβήσει γύρω της. «Μα δεν θέλω να σε πολεμήσω, Τιτάνια. Σε παρακαλώ, ας δώσουμε ένα τέλος σ' αυτή την τρέλα», προσπάθησε να λογικέψει την γυναίκα απέναντί της, μα κάθε της λέξη έμοιαζε να την εξοργίζει όλο και πιο πολύ.
«Πήρες το γιο μου...», μουρμούρισε εκείνη μέσα από τα δόντια της. «...πήρες τους κρυστάλλους μου και θέλεις να δώσουμε ένα τέλος;», συνέχισε με τη φωνή της, που πλέον δεν τη θύμιζε καθόλου, να ανεβαίνει σταδιακά σε ένταση. «Σου το είχα πει από την αρχή, αναιδή μικρή! Μονάχα εγώ μπορώ να χειριστώ τους κρυστάλλους!», φώναξε ρίχνοντας ακόμα μία ακτίνα, που η Λόλι πρόλαβε ν' αποφύγει.
«Αυτό είναι που θέλεις εσύ;», ρώτησε η Λόλι με τη δική της φωνή να βραχνιάζει από τη σκόνη που εισέπνεε. «Ή μήπως αυτό που θέλει εκείνος να θες;», ξαναρώτησε, δείχνοντας προς το μέρος του Όμπερον, που έστεκε πίσω από κάτι πεσμένα βράχια, δίπλα στον Σάιτρους. «Ο Όμπερον σου έχει κάνει μάγια, Τιτάνια! Το βλέπω καθαρά, τώρα που οι κρύσταλλοι είναι ενωμένοι! Ήσουνα μαγεμένη από την πρώτη μας συνάντηση κι αν πάρεις τους κρυστάλλους, αργά ή γρήγορα θα καταλήξουνε στα χέρια του Σάιτρους! Το ίδιο κι ο λαός σου!», συνέχισε να φωνάζει απελπισμένα. «Αυτός είναι ο καλύτερος κόσμος που θέλεις για τις Νεράιδες;»
Έπεσε σιωπή. Η Τιτάνια κοιτούσε ανέκφραστα μια το κορίτσι, μια τον Όμπερον, που έμοιαζε εξίσου παγωμένος. Ωστόσο, ο Σάιτρους δεν μπήκε καν στον κόπο να κρύψει το φιλόδοξο χαμόγελό του στη σκέψη ότι οι Νεράιδες κάποια μέρα θα υποδουλώνονταν από τους Τζέργκα. Ο Ντάζεϊλτον πάλι, κοιτούσε στενοχωρημένος και σοκαρισμένος τη μητέρα του, της οποίας η συμπεριφορά έβγαζε για πρώτη φορά νόημα. Μια τόσο δυνατή συνειδητοποίηση όπως αυτή θα μπορούσε να την είχε ξυπνήσει, μα το δυνατό ξόρκι του Μεγάλου Μάγου των Ονείρων δεν θα έσπαγε τόσο γρήγορα. Τα λεπτά χαρακτηριστικά της παραμορφώθηκαν πάλι από μίσος και κοίταξε με μάτια φλογισμένα τη νεαρή Κρυστέλ.
«Λες ψέματα! Άθλιο πλάσμα, προσπαθείς να με κοροϊδέψεις! Θα αποκτήσω τη δύναμη αυτή, θα αποκτήσω τους Μαγικούς Κρυστάλλους και οι Νεράιδες θα θριαμβεύσουν, τ' ακούς!; Οι Νεράιδες δικαιούνται τους Μαγικούς Κρυστάλλους περισσότερο από κάθε άλλο ον πάνω στη Μυθυφήλιο!», ολοκλήρωσε και οι ακτίνες που εξέπεμπε τυλίχτηκαν γύρω από τη Λόλι, σαν να προσπαθούσαν να την πνίξουν.
«Δεν... είσαι ικανή να κρατήσεις... τους κρυστάλλους», κόπιασε να πει η Λόλι μέσα από τον κλοιό που την έσφιγγε όλο και πιο πολύ. «Ο Φωτεινός Πυρήνας σας έχει... απορρίψει. Η πρόγονός σου η Φεϋλίς... φρόντισε γι' αυτό». Στο άκουσμα του ονόματος εκείνης της έκπτωτης πριγκίπισσας, η Τιτάνια έβγαλε μια κραυγή, αρνούμενη ν' αποδεχθεί ότι ο Φωτεινός Πυρήνας είχε αποφασίσει κάτι που εκείνη δεν ήθελε μήτε ν' ακούει. Η μικρή Άνθρωπος φαινόταν να γνωρίζει την απαγορευμένη αυτή ιστορία και το γεγονός έκανε τη Νεράιδα να τη μισήσει ακόμα περισσότερο. Στη στιγμή έσφιξε τη μαγική λαβή της πολύ πιο δυνατά.
«Θέλεις να δώσουμε ένα τέλος, λοιπόν; Ας το δώσουμε!», είπε μέσα απ' τα δόντια της κι ο Ντάζεϊλτον που μέχρι τώρα έβλεπε παγωμένος, κατατρόμαξε.
«Μαμά, σε παρακαλώ! Η Λόλι έχει δίκιο! Άφησέ την, σε ικετεύω!» Οι απελπισμένες φωνές του κατάφεραν για μια στιγμή να τραβήξουν την προσοχή της μητέρας του, αρκετά ώστε ν' αφήσει τις δυνάμεις της να χαλαρώσουν. Η Λόλι, που εδώ και ώρα είχε χάσει την υπομονή της, ένιωσε την κατακόκκινη φλόγα του θυμού των κρυστάλλων της να καίει μέσα της. Εκμεταλλεύτηκε, λοιπόν, την διάσπαση προσοχής της αντιπάλου της κι έριξε μια κόκκινη αχτίδα προς το μέρος της, διαλύοντας εντελώς τα μάγια της και τραυματίζοντάς της ελαφρά το χέρι στην πορεία. Η Τιτάνια έβγαλε μια κραυγή πολύ πιο δυνατή απ' όσο θα περίμενε κανείς από ένα τόσο μέτριο χτύπημα και δάκρυα οργής ανέβηκαν στα μάτια της. Ωστόσο κατάφερε γρήγορα να συνέλθει και ρίχνοντας στον Ντάζεϊλτον ένα βλέμμα γεμάτο μίσος, τον έστειλε να πετάει έξω από το πεδίο βολής της και γύρισε αργά στην Άνθρωπο. Ο Νεράιδος στάθηκε αμέσως στα πόδια του κι έκανε να τρέξει προς το μέρος της, μα ένα χρυσό πλέγμα Ενέργειας τού έκοψε τη φόρα. Προσπάθησε να το χτυπήσει ξανά και ξανά, είτε με το σώμα του, είτε με τα αδύναμα ξόρκια του, μα κανένα αποτέλεσμα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βλέπει τις δύο γυναίκες έτοιμες για μάχη μέσα από τα κομψά μαγικά κάγκελα.
Η Τιτάνια είχε βάλει όλη την οργή της κι όλη την επιθυμία της για τους κρυστάλλους μέσα σε αυτό το πλέγμα και τώρα κανένας δεν θα την εμπόδιζε απ' το να φτάσει στην Κρυστέλ. Τώρα πια η Λόλι πετούσε στον αέρα, δέκα μέτρα πάνω απ' το έδαφος και η Τιτάνια την κυνηγούσε χρησιμοποιώντας και τα δυο της χέρια για να εξαπολύει τις επιθέσεις της τη μια πίσω απ' την άλλη. Κάθε τόσο η Λόλι χρησιμοποιούσε κι αυτή τις δικές της επιθέσεις προκειμένου να προστατευτεί και να κερδίσει έδαφος, μα η βασίλισσα το αναπλήρωνε πολύ γρήγορα. Σύντομα θα την έφτανε και τότε τι;
«Τιτάνια!», της φώναξε το κορίτσι αποφεύγοντας άλλη μια επίθεση στο τσακ, ενώ οι κρύσταλλοι γύρω απ' το λαιμό της δεν είχαν σταματήσει να αστράφτουν κατακόκκινοι. «Οι κρύσταλλοι ξέρουν ότι είμαι θυμωμένη, σταμάτα!» Η άλλη της απάντησε με άλλο ένα χτύπημα που αυτή τη φορά έκαψε λίγο το δεξί μανίκι της ζακέτας της. «Εντάξει, λοιπόν, αφού δεν ακούς...», ξεκίνησε η Λόλι, αλλά αντί να ολοκληρώσει τη φράση της, εξαπέλυσε μια δέσμη από κίτρινο φως που πέτυχε την άλλη στο στέρνο. Η Τιτάνια ανταπέδωσε αμέσως κι αυτή τη φορά πέτυχε κι εκείνη τη Λόλι. Η κοπέλα δεν ήθελε να της κάνει κακό, μα δεν μπορούσε να μείνει άπραγη. Μία εναέρια μάχη με φωτεινές δέσμες, που σίγουρα θα έμοιαζε φαντασμαγορική αν δεν κινδύνευαν θανάσιμα και οι δύο, ξέσπασε ανάμεσά τους. Η Λόλι δεν πετούσε πια μακριά της. Αντιθέτως, άφησε όλο το θυμό που είχε μέσα της για όσα της συνέβησαν να ξεσπάσει. Η Τιτάνια πάλι ήταν ανεξέλεγκτη και οι επιθέσεις της δεν είχαν σταματημό. Όρμησε πάνω στη Λόλι κι ένας πολύχρωμος ανεμοστρόβιλος τις κάλυψε και τις δύο. Όταν επιτέλους σταμάτησε και οι δυο ανασαίνανε βαριά, μα σε καμία περίπτωση δεν ήταν έτοιμες να παραιτηθούν. Το ίδιο συνέβη άλλες δυο φορές και στην τρίτη η Τιτάνια έδειχνε πια έτοιμη να καταρρεύσει. Μα και πάλι, έκλεισε τα μάτια της κι άρχισε να μουρμουρίζει ένα αρχαίο ξόρκι. Η Λόλι τρόμαξε, σίγουρη ότι αυτό δεν ήταν καλό. Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν, όταν χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια, η Τιτάνια έστειλε μια τεράστια λευκή φλόγα κατά πάνω της. Η Λόλι έβγαλε μια κραυγή και καλύπτοντας το πρόσωπό της, άφησε τον εαυτό της να πέσει λίγα μέτρα κάτω, προκειμένου ν' αποφύγει την επίθεση.
Τολμώντας να ανοίξει το ένα της μάτι, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε χτυπηθεί. Τι κρίμα που δεν μπορούσε να πει το ίδιο για το πεδίο Ενέργειας της Τιτάνιας που αυτή τη στιγμή καιγόταν ολόκληρο. Σύντομα μπόρεσε να διακρίνει από μακριά τον αδερφό της και τον Ντάζυ να την κοιτούν ανακουφισμένοι κι ένα γέλιο της ξέφυγε, καθώς σκέφτηκε πως η αντίπαλός της έκανε μεγάλη γκάφα.
«Αστόχησες», είπε χαμογελώντας ακόμη στην Τιτάνια που είχε σκύψει το κεφάλι της, πιθανώς από ντροπή. Όμως το αίμα της πάγωσε όταν η βασίλισσα σήκωσε ξανά το κεφάλι της και τα μάτια της άστραψαν ολόλευκα μέσα από τις αναμαλλιασμένες της αφέλειες.
«Νομίζεις», ήταν το μόνο που πρόλαβε η κοπέλα ν' ακούσει, προτού νιώσει το κορμί της να σκίζεται απ' τον πόνο. Οι λευκές φλόγες που είχαν ενωθεί πλέον με το χρυσό πλέγμα είχαν δημιουργήσει μια πανίσχυρη σφαίρα μαγείας που την κατάπιε ολόκληρη και δεν σταματούσε να κάνει εκρήξεις ξανά και ξανά. Η Τιτάνια πλησίασε κοντά και συνέχισε να ελέγχει τις εκρήξεις με κινήσεις των χεριών της, γελώντας όσο το έκανε. Ο Έντι δεν άντεχε να κοιτάει. Γύρισε στο πλάι κι άρχισε να κλαίει σιωπηλά με το πρόσωπο στις χούφτες του, σίγουρος ότι αυτό ήταν το τέλος. Ο Ντάζεϊλτον είχε παραλύσει εντελώς και το βλέμμα του δεν έλεγε να κουνηθεί από αυτό το απάνθρωπο θέαμα. Προσπάθησε ξανά και ξανά, με όλες του δυνάμεις να πάει προς τα εκεί, μα ο δυνατός αέρας τον πετούσε συνέχεια πίσω.
Όταν τελικά η Τιτάνια αποφάσισε πως το κορίτσι είχε πάρει το μάθημά του, σταμάτησε την επίθεση και με ένα χτύπημα των δαχτύλων της, η σφαίρα διαλύθηκε, αποκαλύπτοντας την ταλαιπωρημένη φιγούρα της Κρυστέλ. Χάρη στους κρυστάλλους δεν έφερε παρά λίγα μόνο εγκαύματα, μα η έκφραση στο πρόσωπό της πρόδιδε ότι είχε υπομείνει πολύ πόνο. Ο Όμπερον κοιτούσε τη γυναίκα του εντελώς σοκαρισμένος. Η βαρβαρότητα που έβλεπε να επιδεικνύει η άλλοτε γλυκιά και καλοσυνάτη Νεράιδα έκανε ακόμα κι εκείνον να σαστίσει και να χάσει τα λόγια του μπροστά στο τέρας που είχε δημιουργήσει.
«Και τώρα... τους κρυστάλλους», απαίτησε η Τιτάνια με φωνή ήρεμη, δείχνοντας την πρόθεσή της να υπάρξει μια ειρηνική λύση και για τις δυο.
Η Λόλι, που κατάφερνε με το ζόρι πλέον να μένει στον αέρα, μπόρεσε να κοιτάξει τη βασίλισσα με ένα αγέρωχο βλέμμα. «Ποτέ», ψέλλισε αδύναμα, μα ακόμα κι αν έδειχνε έτοιμη να καταρρεύσει, μια δυνατή φωτιά έκαιγε στα μάτια της και δεν θα την άφηνε να ηττηθεί. Η Τιτάνια δεν απάντησε. Αντ' αυτού χτύπησε την Άνθρωπο με μια ακτίνα που την έστειλε βίαια στο σκληρό έδαφος. Με μια κραυγή πόνου, η Λόλι προσγειώθηκε ημιλιπόθυμη ανάμεσα στα χαλάσματα και ήταν εκείνη τη στιγμή που ο Ντάζεϊλτον κατάφερε και τινάχτηκε προς το μέρος της με το μυαλό χαμένο, προτού καν το καταλάβει.
«Μαμά, όχι!», φώναξε σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να σταματήσει το κακό που θα γινόταν, μα ήταν αργά. Η Νεράιδα προσγειώθηκε λαχανιασμένη μπροστά στην πεσμένη Λόλι κι αγνοώντας την παράκληση του γιού της ετοιμάστηκε να ρίξει την πιο δυνατή της επίθεση, στέλνοντας το κορίτσι σε σίγουρο θάνατο. Ο Ντάζεϊλτον στάθηκε μονάχα μια στιγμή, όταν το τρομαγμένο βλέμμα της κοπέλας βρήκε το δικό του εξίσου τρομαγμένο. Σαν να έτρεχε να σώσει τη δική του ζωή, ο Νεραϊδοπρίγκιπας άνοιξε τα φτερά του και πιέζοντάς τα σε σημείο που θαρρείς θα σπάγανε, πέταξε εμπρός.
Η Λόλι ήταν ανήμπορη. Η Τιτάνια ανένδοτη. Το πιο θανατηφόρο της χτύπημα ήταν έτοιμο. Και το έριξε. Το έριξε με όλη της τη δύναμη. Μέσα στη φασαρία και τους φωσφορίζοντες άσπρους καπνούς που τύλιξαν τον δέκτη της επίθεσης, κατάφερε μόνο ν' ακούσει μια γνώριμη φωνή να της ουρλιάζει να σταματήσει και το πρόσωπο που βρέθηκε μπροστά της ηλεκτρισμένο και γεμάτο πόνο δεν έμοιαζε με αυτό της Κρυστέλ. Εκείνη τη στιγμή όλοι κράτησαν την ανάσα τους, εκτός από τη Λόλι που στρίγκλισε και σφάλισε τα μάτια της.
Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό αγωνίας για όλους. Τα μάτια του Έντι ήταν ακόμα θολά από τα δάκρυα, όμως κατάφερε να διακρίνει το εκτυφλωτικό φως που έσβησε. Η αδερφή του ήταν ανασηκωμένη περίπου ενάμιση μέτρο πίσω από αυτό. Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και διαπίστωσε ότι δεν ήταν πληγωμένη, μα άφησε μια πνιχτή κραυγή φρίκης. Μπροστά της, ανάμεσα σ' εκείνη και την Τιτάνια, βρισκόταν το σώμα του Ντάζεϊλτον, πεσμένο και ακούνητο. Η Τιτάνια μαρμάρωσε σαν άγαλμα κι απόλυτη ησυχία απλώθηκε στην μισογκρεμισμένη πλέον αίθουσα.
Ο Όμπερον έτρεμε ολόκληρος. Έκανε ένα ταραγμένο βήμα προς το μέρος της. «Σκότωσες... το παιδί μας», ψέλλισε και τα λόγια του, όσο σιγανά κι αδύναμα κι αν ειπώθηκαν, κατάφεραν να φτάσουν στα αυτιά της γυναίκας που απευθύνθηκε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top