Κεφάλαιο 33

Κεφάλαιο 33

Είχε υφάνει τα μαλλιά της στα δέντρα, αφήνοντας λαμπερά, μενεξεδένια ποταμάκια να ακολουθούν τα βήματά της, σκορπώντας τη μεθυστική τους ευωδιά στο μικρό μονοπάτι. Τα δέντρα, άλλα γερασμένα, άλλα φρέσκα και ζωηρά, λύγιζαν τη σκληρή τους μέση και άπλωναν τα κλαδιά τους για να φτάσουν τα νεογέννητα κυκλάμινα που άνθιζαν στο διάβα της και να τα καλωσορίσουν με αγάπη στην οικογένεια του δάσους. Επιτέλους, η γέφυρα του Έντελ φάνηκε μπροστά της, σάπια και ερειπωμένη, όπως την θυμόταν, μα αυτή τη φορά την έλουζε το φως της ημέρας κι όχι οι σταγόνες της βροχής. Τα νερά του ποταμού άφριζαν επικίνδυνα τριγύρω της· είχε γυρίσει και πάλι στην αρχή. Μπορώ άραγε να αλλάξω τα πράγματα;, πετάχτηκε μια φωνούλα μέσα της, ξυπνώντας ένα αίσθημα αδημονίας και αγωνίας για τις διαφορετικές πιθανότητες που κρατιόντουσαν γερά από τη γέφυρα. Τις κοίταξε παραξενεμένη, τα κατάμαυρά τους μάτια γεμάτα ευθυμία και πρόκληση. Μια από αυτές σήκωσε το χέρι της και της έκανε νόημα να πάει κατά 'κει, αγνοώντας τις ενοχλημένες ματιές από τις υπόλοιπες. Ένας άλλος κόσμος, μία άλλη ιστορία θα μπορούσε να είχε ξετυλιχθεί μπροστά της! Μία που δεν θα είχε συναντήσει τον γερο-Καλικάντζαρο, ή μία που δεν θα εμπιστευόταν ποτέ τον Ντάζεϊλτον. Μία που η σκοτεινή της πλευρά, οι καθρέφτες και η μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό θα συνέβαιναν μέσα στη σπηλιά κι όχι στη Θάλασσα του Θέρεοντ. Πόσα θα μπορούσανε να 'χαν αλλάξει; Πόσα άραγε θα μένανε ίδια; Η Λόλι ήταν σίγουρη πως οι πιθανότητες την κορόιδευαν. Ακόμη και να ήθελε να πάει προς τα εκεί, ξαφνικά δεν θυμόταν τίποτα γι' αυτή τη γέφυρα, ούτε το τι θα έπρεπε να αλλάξει. Καλύτερα να μείνουν όλα όπως είναι, αποφάσισε, αφήνοντας το βάρος της να παρασύρει το σώμα της προς τα πίσω, όπου την υποδέχτηκε ένα μαλακό κρεβάτι από κυκλάμινα.

«Ο Έντι όμως πέρασε τη γέφυρα. Εσύ γιατί τεμπελιάζεις, Λόλι;» άκουσε τη φωνή της μητέρας της να την μαλώνει από κάπου πολύ κοντά της. Άνοιξε ένα μάτι νωχελικά και απάντησε στη θολή σιλουέτα που στεκόταν από πάνω της:

«Δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. Ούτε καν ο Έντι. Σκέφτομαι ιδέες για το καινούργιο μου βιβλίο, άσε με σε παρακαλώ». Μετά από λίγες στιγμές, πρόσθεσε: «Δεν θα 'πρεπε καν να είσαι εδώ. Πάνε να ελέγξεις τη ζωή κάποιου άλλου». Τις δηλώσεις της ακολούθησαν γοερά κλάματα και χτυπήματα ποδιών στο φαγωμένο ξύλο της γέφυρας, η κοπέλα όμως ούτε που κουνήθηκε από τη θέση της στο έδαφος· τα λουλούδια μύριζαν υπέροχα, και μια ιστορία είχε ήδη αρχίσει να παίρνει σάρκα κι οστά μέσα στο νου της. Δράκοι και Νεράιδες εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο και ένα αγόρι με φωτεινό χαμόγελο και μια αύρα ζεστή, ανοιχτή, καθόταν απέναντί της, στηρίζοντας τις επιλογές της με τη λάμψη των βιολετί του ματιών.

---

Δεν υπήρχε αμφιβολία· ήταν η Λόλι μέσα σε εκείνη τη σφαίρα, ήταν η εγγονή του που αιωρούνταν σαν άψυχος πολυέλαιος ψυχρού, γαλάζιου φωτός. Ο Έντελ πάγωσε στη θέση του, ανίκανος να σκεφτεί οτιδήποτε από τον πόνο για το θέαμα μπροστά του. Δεν μπορεί... άργησα τόσο πολύ; Αχ Λόλι, γλυκιά μου...

Κουράγιο Έντελ... εμπιστεύσου την Κρυστέλ..., ακούστηκε μια ενθαρρυντική φωνή δίπλα στο αυτί του, μα όταν γύρισε κανείς δεν ήταν εκεί. Ασυναίσθητα, ίσιωσε την πλάτη του και έσφιξε τα δόντια του, όπως έκανε η Σενίτ όταν ήταν αποφασισμένη, όπως έκανε και η κόρη του η Φλώρα. Ένα κύμα φωτεινής Ενέργειας τον διαπέρασε, δίνοντας δύναμη στα γερασμένα του μέλη. Δεν ήταν καιρός για δειλίες και δισταγμούς. Η εγγονή του τον χρειαζόταν και θα εμπιστευόταν τόσο εκείνη, όσο και τον εαυτό του. Ο Φύλακας της Κρυστέλ προχώρησε προς τη γαλάζια μπάλα χωρίς να κοιτάξει πίσω.

---

Η τέλεια σκηνή που είχε φτιάξει ταράχτηκε, σαν τα νερά μιας λίμνης από ένα πετραδάκι. Η Λόλι συνοφρυώθηκε· αυτό δεν έπρεπε να είχε συμβεί, κανένας δεν είχε τον έλεγχο στον κόσμο της πέρα από την ίδια. Σίγουρα θα ήταν η μητέρα της, όπου να 'ναι θα χτυπούσε την πόρτα νευριασμένα για να της πει πως η συγγραφή δεν ήταν σοβαρή ασχολία και δεν θα της εξασφάλιζε τα προς το ζην, ή πως καλό θα ήταν να ξεχάσει τα παραμύθια που της έβαζε στο μυαλό η γιαγιά της, ή πως ο πατέρας της έφυγε την προηγούμενη νύχτα και δεν επέστρεψε το πρωί και η καρδιά της πάει να σπάσει από την αγωνία-

Όχι. Δεν ήταν αυτή. Ήταν οι κρύσταλλοι. Πάλλονταν με μια μανία που δεν είχε ξαναδεί, μια προστατευτικότητα τόσο αποπνικτική σαν την αγκαλιά της Φλώρας, που αποτέλεσμα είχε οι εικόνες που ζωγράφισε τόσο επιμελώς στον καμβά του νου της να θρυμματίζονται ακατάπαυστα, σαν τα παράσιτα της τηλεόρασης. Το γλυκό χαμόγελο του νέου στο οποίο ήταν καρφωμένα τα μάτια της κυμάτισε και αυτό κι έπεσε ηττημένο. Η Λόλι ούρλιαξε από απελπισία σαν μικρό κοριτσάκι και για μια φευγαλέα στιγμή, οι κρύσταλλοι την άκουσαν και ησύχασαν. Όχι όμως για πολύ. Εδώ είναι καλά, εδώ είσαι ασφαλής, σχεδόν μπορούσε να τους ακούσει να της ψιθυρίζουν μέσα στο μυαλό της. Ο έξω κόσμος είναι πολύ επικίνδυνος! Γεμάτος κακία κι ασυνειδησία! Γεμάτος πλάσματα που θα μας κυνηγούν συνέχεια, επειδή είμαστε διαφορετική*! Έλα, Λόλι! Μείνε! Μείνε εδώ μαζί μας! Στον κόσμο που εσύ έφτιαξες! Στο τέλος οι φωνές δυνάμωσαν και η κοπέλα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν ικεσία ή προσταγή. Μπορούσε όμως να ξεχωρίσει πως ο γαλάζιος κρύσταλλος ήταν εκείνος που επικρατούσε ανάμεσα στους τρεις. Ο κρύσταλλος της φαντασίας, του πολύτιμου αυτού αγαθού που κινδύνευε να χάσει.

Ξαφνικά, η Λόλι κατάλαβε. Όλος αυτός ο όμορφος κόσμος ήταν δημιούργημα του γαλάζιου κρυστάλλου, που ήθελε να προστετευτεί από την απειλή. Δεν ήταν δικό της δημιούργημα, ούτε είχε κάποιο λόγο σ' αυτό. Τότε ήταν που ένιωσε πρώτη φορά πως εκείνη ανήκε στους κρυστάλλους κι όχι οι κρύσταλλοι σ' εκείνη. «Όχι... δε θέλω!», βρήκε το θάρρος να φωνάξει. «Δεν θέλω να ζήσω σ' έναν ψεύτικο κόσμο!» Τότε οι κρύσταλλοι άρχισαν ξανά να πάλλονται κι όλα, τα χρώματα, τα δέντρα, τα νερά, έγιναν ξαφνικά αποπνικτικά και καταπιεστικά. Αλλά αυτή τη φορά κάτι σαν φως, κάτι σαν ήρεμη αύρα προσπαθούσε να τους αποκρούσει από έξω, από ένα μέρος το οποίο η Λόλι είχε εξορίσει από τη συνείδησή της. Κάτι σαν...

«Παππού;»

«Παππού!»

---

Το μπλε της φούσκας άλλαζε σε κίτρινο, κόκκινο και πορτοκαλί με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κάνοντάς το δύσκολο για τον Άνθρωπο να συνεχίσει να το κοιτάζει. Τα παρατεταμένα χέρια του σχεδόν ακουμπούσαν τη δίνη Ενέργειας που σχηματιζόταν μπροστά του, ηλεκτρίζοντας τα άσπρα του μαλλιά και γένια. «Λόλι, άκουσέ με! Οι Κρύσταλλοι δεν είναι αφέντες σου... μπορείς να ξεφύγεις!» φώναξε με ξερό λαιμό, πασχίζοντας να βοηθήσει την εγγονή του με όποιον τρόπο μπορούσε· δεν του είχαν δώσει ποτέ εγχειρίδιο για το πώς να σώσεις έναν Κρυστέλ από τους ίδιους τους κρυστάλλους του.

«Λόλι... σε αγαπάω. Σε παρακαλώ, γύρνα πίσω... Λόλι, αν μ' ακούς... »

Μια διαπεραστική κραυγή ακούστηκε από μέσα, και το σώμα της κοπέλας τραντάχτηκε απότομα στο κέντρο της σφαίρας. Ο Έντελ ήλπιζε αυτό να μην σήμαινε πως η Λόλι πονούσε.

«Κρύσταλλοι, σταματήστε! Σας διατάζω! Είμαι Φύλακας της Κρυστέλ και σας λέω πως της κάνετε κακό! Αφήστε την ελεύθερη!»

---

Ο κόσμος της διαλυόταν πολύ πιο γρήγορα τώρα, αλλά γνώριζε πλέον πως δεν ήταν στην πραγματικότητα ο δικός της κόσμος. Δεν αισθανόταν πλέον έλλειψη για την καταστροφή του, ούτε όταν κοίταζε στο σπασμένο χαμόγελο του νεαρού άντρα. Μια φωτεινή πορτούλα άνοιξε ξαφνικά απέναντί της, λούζοντας τον χώρο με απαλό, κίτρινο φως· μια κοπέλα με φούξια μαλλιά, που κρατούσε το χέρι ενός ασπρομάλλη άντρα από τα αριστερά της και μιας καστανής γυναίκας από τα δεξιά της, της έκλεισε το μάτι, κάνοντάς της νόημα να την ακολουθήσει. Χωρίς δισταγμό, κίνησε κατά 'κει.

Σαν να ξυπνούσε από πολύ βαθύ ύπνο, άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της. Αυτό που δεν περίμενε, ήταν να συναντήσουν το γεμάτο αγάπη μελί βλέμμα του παππού της.

---

«Λίαμ;»

«Διατάξατε», ψιθύρισε μια φωνή από την άλλη πλευρά του ασύρματου που συγκρατούσε ο Τζέισον ανάμεσα στο μάγουλο και τον ώμο του. Ο αστυνομικός έβγαλε κάτι ακαταλαβίστικους ήχους, καθώς προσπαθούσε να τοποθετήσει τη Διπλή Ηχητική Τανάλια Είδησης, ή αλλιώς ΔΗΤΕ στο έδαφος με τη βοήθεια του Γκρέγκε.

«Φίλε, έλιωσαν τα παγάκια στον φρέντο εσπρέσσο μου. Τελείωνε», έκανε ανυπόμονα ο Λίαμ από τον ασύρματο κι ο Τζέισον ξεφύσηξε αγανακτισμένα με την πίεση του νεαρού. Αφήνοντας τον Γκρέγκε να αναλάβει τη ΔΗΤΕ, σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε με μισάνοιχτα μάτια το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο που όρθωνε τον ανατριχιαστικό του όγκο απέναντί τους. Ο Λίαμ θα πρέπει να βρισκόταν ήδη μέσα, μασκαρεμένος ως φρουρός και σε αρκετά ασφαλές έδαφος για να επιχειρήσει να επικοινωνήσει με τα μέλη της Κουκουβάγιας εκτός εργοστασίου. Και να απολαμβάνει και το καφεδάκι του.

«Καθάρισε η αριστερή είσοδος; Να προχωρήσουμε;», ρώτησε, στραβολαιμιάζοντας για να ελέγξει την κίνηση των φρουρών μέσα από το συρματόπλεγμα. Ο Λίαμ ακούστηκε να ρουφάει το καλαμάκι του με το πάσο του από την άλλη πλευρά.

«Αμέ. Στα 45.67, ελεύθερο. Ώπα, ώρα να επιστρέψω», είπε και ο ασύρματος έκλεισε με βιασύνη.

Η Φλώρα καθόταν σκυφτή πίσω από την πυκνή φυλλωσιά των θάμνων και παρατηρούσε τον ψηλό Τζέργκα να τοποθετεί την τανάλια. Μετά από τόσο εκφοβισμό που είχε κάνει η μητέρα της τόσο σε αυτήν όσο και στα παιδιά σχετικά με τη φάρα τους, ήτανε λογικό να θρέφει κάποια ασυνείδητη δυσπιστία απέναντί του, παρ' όλη την ήρεμή του φυσιογνωμία. Παλιά συνήθιζε να εκφράζει τις υποψίες της στη Σενίτ, να λέει πως δεν ήταν σωστό να καταδικάζει μια ολόκληρη φυλή πλασμάτων βασισμένη σε στερεοτυπικές απόψεις, αλλά τα λόγια της χτυπούσαν στον άκαμπτο τοίχο των απόψεων της μητέρας της· σιγά-σιγά απέρριψε τις ιστορίες της ως κατά το πλείστον παραμύθια και συνειδητοποίησε πως, όπως το κάθε παραμύθι, έτσι και οι ιστορίες της Σενίτ χρειάζονταν και κάποιον κακό.

Η γυναίκα αναστέναξε. Τα γόνατά της πονούσαν ήδη από το σκύψιμο επί τόση ώρα, αλλά τουλάχιστον όπως την επιβεβαίωσε ο Τζέισον με τον αμήχανο τόνο του και τα μάτια του ανοιχτά με ειλικρίνεια, άξιζε ο κόπος. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ομάδας, το κτίριο στο οποίο είχαν στήσει καρτέρι, κάποτε εργοστάσιο καπνού μα εγκαταλελειμμένο για δεκαετίες, αποτελούσε και πιθανή τοποθεσία μιας Πύλης προς κάποιον άλλο Τόπο. Το πώς έφτασαν σε αυτό το συμπέρασμα η Φλώρα προτίμησε να μη το ρωτήσει, μετέφρασε όμως τη φλόγα στα μάτια του αστυνομικού ως σιγουριά· όταν μιλούσε για την έρευνά αυτού και της ομάδας του, ο Τζέισον μιλούσε με ένα πάθος που βρισκόταν σε χειμερία νάρκη όλες τις υπόλοιπες ώρες. Στην ελαφρά ειρωνική ερώτηση του Λίαμ περί των δικών της ικανοτήτων, η γυναίκα απάντησε αγέρωχα πως θα μπορούσε εύκολα να εξετάσει τη διαρρύθμιση του κτιρίου για να εντοπίσει την ακριβή τοποθεσία της Πύλης που ψάχνανε. Το 'εύκολα' βέβαια ήταν μεγάλη λέξη, αφού και μόνο η ανακάλυψη τούτου του ξεχασμένου εργοστασίου, για το οποίο όλα τα αρχεία είχαν μυστηριωδώς εξαφανιστεί, φαίνεται πως είχε πάρει στην Κουκουβάγια ψάξιμο τριών χρόνων.

«Δείτε!»

Ο Γκρέγκε σήκωσε το κόκκινο κεφάλι του από τη δουλειά του και απάντησε ατάραχα: «Μα δεν έχει τελειώσει ακόμα, κυρία Φλώρα».

Η γυναίκα κοίταξε στους ουρανούς αγανακτισμένα. «Όχι ΔΗΤΕ η τανάλια! Δείτε εκεί, στο βάθος αριστερά!»

Ο Γκρέγκε ακολούθησε με το βλέμμα του το τεντωμένο χέρι της Φλώρας και ο Τζέισον έτρεξε και αυτός δίπλα τους σε όσο όρθια στάση τους επέτρεπε το θαμνώδες κάλυμμά τους. «Μα την χαίτη του Ντρογκ», μουρμούρισε ο Τζέργκα στα δεξιά της γυναίκας, «Είναι όντως αυτό που φοβόμασταν. Ε, Τζέισον;» Το μουστάκι του δεύτερου τρεμούλιασε σε απάντηση, καθώς άφησε μια αναπνοή:

«Έτσι είναι. Ώρα να το δούμε με τα μάτια μας λοιπόν».

Η στροβιλιζόμενη πράσινη δίνη που ένωνε μια καμινάδα του εργοστασίου με τον νυχτερινό ουρανό δεν φαινόταν ιδιαίτερα φιλική στη Φλώρα, αλλά η ανάγκη της να ξαναβρεί τόσο τη Λόλι όσο και τον Έντι της έδινε κάτι παραπάνω από κουράγιο.

---

Ο Λίαμ αποδείχθηκε εξαιρετικά αξιόπιστος στις οδηγίες του, γεγονός που εξέπληξε τη Φλώρα και την έκανε να πιστέψει περισσότερο στη δυναμική της ομάδας. Απαρατήρητοι σαν κουκουβάγιες στο νυχτερινό δάσος λοιπόν, με την ΔΗΤΕ να αφουγκράζεται την κάθε τους κίνηση, έτοιμη να δημιουργήσει αντιπερισπασμό σε περίπτωση κινδύνου, οι τρεις περπατούσαν προσεκτικά στους σιωπηλούς διαδρόμους του εργοστασίου. Από όσο μπορούσε να κρίνει η αρχιτέκτονας, το σχέδιο που είχε κατασκευάσει από τις λιγοστές πληροφορίες που είχε η ομάδα για το μέρος αποδεικνυόταν ιδιαίτερα πετυχημένο και δεν το έβρισκε διόλου παράξενο πως τη μοναδική πηγή θορύβου αποτελούσαν οι περιοχές που είχε μαρκάρει ως υποψήφιες τοποθεσίες της Πύλης.

«Πρέπει να πλησιάζουμε στο στόχο μας...», συμπέρανε ο Τζέισον, κρίνοντας από το ευχαριστημένο ύφος της γυναίκας που συμβουλευόταν τον χάρτη της. Εκείνη αναπήδησε με την ξαφνική ομιλία και του έγνεψε καταφατικά· αυτός ο άνθρωπος είχε μάτια γερακιού, ακόμη και στο σκοτάδι. Εκείνη τη στιγμή, ο Γκρέγκε, που περπατούσε λιγάκι πιο πίσω τους ελέγχοντας τους τοίχους με μια περίεργη συσκευή που η Φλώρα δεν είχε την παραμικρή ιδέα περί της χρησιμότητάς της, παρατήρησε με την ελαφρώς σπαστή προφορά του της Κοινής Γλώσσας:

«Μου φαίνεται ύποπτο που δεν έχουμε συναντήσει κανέναν ακόμη, ούτε φρουρό...»

«Σύμφωνα με τον Λίαμ, η αριστερή είσοδος ήταν ελεύθερη. Και ελεύθερη την βρήκαμε», απάντησε ο Τζέισον. Ο νεαρός Τζέργκα συνοφρυώθηκε.

«Και πάλι όμως, φαίνεται πως είναι μαζεμένοι κάπου κι αμφιβάλλω πως θα μας αρέσει ο λόγος», κατέληξε, και επέστρεψε στο να ελέγχει τους τοίχους με τη συσκευή του. Η Φλώρα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι και αναγνώρισε πως ο Γκρέγκε είχε δίκιο· τι θα μπορούσε να έχει συγκαλέσει όλο το προσωπικό του εργοστασίου σε ένα δωμάτιο; Μήπως ήταν το δωμάτιο που έψαχναν κι αυτοί; Μήπως προχωρούσαν μπροστά, μόνο για να φάνε τα μούτρα τους; Είμαι πολύ μεγάλη για περιπέτειες, δικαιολόγησε τον εαυτό της, αγνοώντας τον φόβο που εκκολαπτόταν μέσα της.

Τις σκέψεις της διέκοψε ο Τζέισον, που είχε κοντοσταθεί μπροστά σε μια πόρτα στην είσοδο του διαδρόμου στον οποίο είχαν μόλις στρίψει κι έβγαζε φωτογραφίες της σκαλισμένης επιγραφής επάνω δεξιά. Η Φλώρα μισόκλεισε τα μάτια και διάβασε, αναγνωρίζοντας στην Κοινή, αντί για την Ανθρώπινη αλφάβητο, τη λέξη 'Πρωτογέννητοι'. Παραδίπλα, η επόμενη σφραγισμένη πόρτα είχε τον τίτλο 'Μεταγενέστεροι', η απέναντι 'Θηλυκά', η δίπλα 'Νοσούντες'... η φωνή του Τζέισον ήρθε να επιβεβαιώσει την ανατριχιαστική συνειδητοποίηση που είχε αρχίσει να παίρνει μορφή μέσα στο νου της: «Γκρέγκε, φίλε μου, όπως το φανταζόσουν. Θάλαμοι πειραμάτων» έκανε ξεφυσώντας αργά, με πεσμένους τους ώμους, σαν να μην λάμβανε καθόλου χαρά από την ανακάλυψή του. Ο Γκρέγκε έγνεψε σχεδόν αδιάφορα κι ήρθε κοντά να τοποθετήσει τη συσκευή του επάνω στην πόρτα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα τους κοίταξε και είπε:

«Είναι μέσα. Εδώ έχει Νεράιδες και των δύο φύλων. Λογικά τους χωρίζουν στη συνέχεια».

«Ας προχωρήσουμε», έκανε η Φλώρα ανήσυχα, προτού προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό της. Ένιωθε ναυτία, καθώς και μια επίμονη αίσθηση πως η συνέχεια θα τους οδηγούσε πολύ πιο κοντά στη λύση του αινίγματος. Οι δυο άντρες την κοίταξαν με αλαφιασμένο βλέμμα κι ο Τζέισον πήρε μια αποφασισμένη έκφραση στο σκούρο πρόσωπό του.

«Σωστά, κυρία Φλώρα. Ο χρόνος μας τελειώνει».

Εδώ και καιρό..., σκέφτηκε η γυναίκα και ξεδίπλωσε για μια ακόμη φορά τον χάρτη της.

---

Ο Λίαμ στεκόταν δίπλα σε μια Νεράιδα με χλωμό γαλάζιο μαλλί πιασμένο σε μια πρακτική κοτσίδα που κρεμόταν στην πλάτη της. Παρότι ήταν ντυμένη από πάνω μέχρι κάτω με την ενοχλητικά καλυπτική άσπρη ποδιά των επιστημόνων του εργοστασίου, η χαρισματική της σιλουέτα κατάφερνε να διαγραφεί αρκετά καθαρά. «Γυναίκες...», μουρμούρισε ο ξανθός μέσα από τα δόντια του, σκεπτόμενος την τόση ομορφιά που υπάρχει στην πλάση, καθώς και το ότι μάλλον θα έπρεπε να προσέχει περισσότερο αυτά που συνέβαιναν γύρω του. Με έναν βαθύ αναστεναγμό, που έκανε την καλλονή δίπλα του να του ρίξει ένα απορημένο βλέμμα πίσω από τα γυαλιά της, προχώρησε λίγα βήματα πιο μπροστά για να βλέπει καλύτερα το άνοιγμα της μεγάλης, φωτεινής Τηλεμεταφορικής Πύλης στο κέντρο της ευρύχωρης αίθουσας.. Άδικη ζωή. Πίσω στο καθήκον λοιπόν.

Στάθηκε πίσω από ένα κοντό πλάσμα, το οποίο έμοιαζε με αρκετά γερασμένο Άνθρωπο, αλλά δεν κάθισε να το πολυσκεφτεί· αν ο διπλανός του δεν είχε όμορφα μάτια και θεϊκές καμπύλες, δεν άξιζε να ασχολείται μαζί του. Επικέντρωσε λοιπόν την προσοχή του σε μια ακόμα υπέροχη ύπαρξη -μα τι γίνεται σήμερα; Για δουλειά ήρθα, υποτίθεται- η οποία εμφανίστηκε σαν Νεράιδα (βασικά ήταν Νεράιδα) στην ιριδίζουσα δίνη της Πύλης· τα απλωμένα της φτερά και τα ακατάστατα μαζεμένα μαύρα μαλλιά της πλαισίωναν ένα νεανικό, μα ανήσυχο πρόσωπο. Τα χέρια της ήταν πλεγμένα κάτω από το στήθος της, στην προσπάθειά της να παραμείνει ψύχραιμη. Λίγα δευτερόλεπτα μετά την εμφάνισή της, εστίασε το βλέμμα της σε κάποια από τους παρεβρισκόμενους στην αίθουσα, που είχε προχωρήσει ακριβώς μπροστά από την Πύλη· μια Άνθρωπο μέσης ηλικίας η οποία ήταν ντυμένη με μαύρα, επίσημα ρούχα.

«Πρωθυπουργέ Βάντιτς...», αναφώνησε σε αψεγάδιαστη Κοινή η Νεράιδα, «...επικοινωνώ μαζί σας σε μια ώρα έκτακτης ανάγκης. Λειτουργώ μόνη μου, μαζί με το συμβούλιο των Ευγενών, χωρίς διαταγή από τη Βασίλισσα Τιτάνια», συνέχισε με μια αναπνοή. «Αντιφρονούντες της εξορίας της Αρχιέρειας έχουν επιτεθεί στο βασιλικό παλάτι, φράζοντάς μας μέσα και απειλώντας μας με θάνατο», είπε πνιχτά, κοιτάζοντας την γυναίκα μπροστά της στα μάτια. Εκείνη δεν απαντούσε, επιστρέφοντας το ξεκάθαρα ταραγμένο βλέμμα της Νεράιδας με ένα ήρεμο και επικριτικό δικό της.

«Συνοδέ Ζάιλα...», άρχισε μετά από λίγο, «...σας συμπονώ για τα βάσανά σας. Γνωρίζετε όμως πολύ καλά τους όρους της συμφωνίας. Η προστασία του Νοβέλιαν, ζήτημα καθαρά του λαού σας, καθώς και η περιφρούρηση της Βασίλισσας, δεν συμπεριλαμβάνεται στο συμβόλαιο».

Η Ζάιλα φάνηκε έτοιμη να βάλει τα κλάματα, θυμήθηκε όμως τη θέση της και την επισημότητα της συνάντησης και συγκρατήθηκε. Ο Λίαμ την είδε να παίρνει μια βαθιά αναπνοή προτού μιλήσει και σχεδόν τη λυπήθηκε. «Είναι απόλυτα κατανοητή η ένστασή σας. Παρ' όλα αυτά, μέσω της προστασίας της Βασίλισσας και των πιστών της υπηκόων ισχυροποιείται και η θέση του Βασιλιά Όμπερον, με τον οποίο έχετε συνάψει τη συμφωνία. Βλέπω προχωράτε με θέρμη και επιτυχία στην εργασία που σας έχει αναθέσει· αναντίρρητα, η βοήθειά σας σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή θα επιφέρει το διπλάσιο κέρδος».

Ένα χαμόγελο απλώθηκε αργά στο πρόσωπο της Πρωθυπουργού. «Δεσποινίς... θεωρώ πως έχετε παρεξηγήσει τα κίνητρά μας. Πραγματικά πιστεύετε πως το 'κέρδος' όπως το αποκαλείτε, μπορεί να επισκιάσει τη δικαιοσύνη και το χρέος μας προς τους Ανθρώπους που μας εξέλεξαν; Όχι, δεσποινίς Ζάιλα. Η απάντησή μου είναι αρνητική. Αν όμως θελήσετε να κάνετε τη συμφωνία περισσότερο... συμφέρουσα για τους Ανθρώπους, να μη διστάσετε να ξαναεπικοινωνήσετε». Τη δήλωση της Πρωθυπουργού ακολούθησε σιωπή, καθώς η Ζάιλα πάσχιζε να σκεφτεί τι θα είχε τη δικαιοδοσία να της προσφέρει για να ζητιανέψει τη βοήθειά της. «Εξάλλου... η συμφωνία συνάφθηκε με τον Εξοχότατο Άρχοντα Σάιτρους, όχι με τους... συμμάχους του, ούτε με τους συγγενείς των συμμάχων, οι οποίοι τους εχθρεύονται κιόλας», ολοκλήρωσε η Άνθρωπος, καρφώνοντας τη Συνοδό με το βλέμμα της γάτας που παίζει με το ποντίκι. Η Νεράιδα έσκυψε το κεφάλι για μια στιγμή και είπε με καθυποταγμένη φωνή:

«Μάλιστα. Σας ευχαριστώ για την τιμή αυτής της συνάντησης. Θα έρθω σε επαφή με καινούργια δεδομένα», έκανε και αφού οι δυο γυναίκες υποκλίθηκαν η μια στην άλλη, ορίζοντας τη λήξη της συνάντησης, η μορφή εξαφανίστηκε από την Πύλη και τη θέση της πήρε μια ελαφρά κιτρινωπή λάμψη. Η Πρωθυπουργός ψιθύρισε κάτι στον δόκτορα Μάρβα, τον επιβλέποντα των πειραμάτων και ύστερα αποχώρησε, συνοδευόμενη από τους ψηλούς και γεροδεμένους μπράβους της. Ό ένας από αυτούς, παρατήρησε ο Λίαμ, ήταν Τζέργκα, καθώς και αρκετοί από τους φρουρούς του εργοστασίου. Ώρα να την κάνουμε από 'δώ, σκέφτηκε και το βάρος των πληροφοριών που είχε συλλέξει δεν του επέτρεψε να προσέξει καν την όμορφη Νεράιδα που του έριξε ένα ακόμα βλέμμα καθώς την προσπέρασε.

*Το 'διαφορετική' γράφτηκε με 'η' αντί για 'οι' επειδή οι κρύσταλλοι προσπαθούσαν να ενσωματωθούν στον χαρακτήρα της Λόλι και να την κάνουν κομμάτι τους. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να προσπαθούν να πάρουν τη θέση της καθώς αμύνονται.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top