Κεφάλαιο 13

Κεφάλαιο 13

«Γλυκιά μου... με ακούς;»

Η βασίλισσα κουνήθηκε νωχελικά στον ύπνο της, αντιδρώντας στη φωνή που την καλούσε, αλλά παραμένοντας βυθισμένη στα νεραιδόνειρά της. Το γιασεμί και οι βιολέτες που περιτριγύριζαν το στρώμα της θρόισαν απαλά, σαν να απαντούσαν για χάρη της.

«Κυανό Άστρο... ακούς το κάλεσμά μου;», επέμεινε η φωνή, πιο αυστηρά απ' ό,τι πριν, και η ανάσα της βασίλισσας άρχισε να γίνεται πιο βαριά, τα δόντια της σφίχτηκαν σαν να πονούσε και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα· δύο αμυγδαλωτοί αμέθυστοι στραμμένοι στον ουρανό με απάθεια υπνοβάτη. Ένα σιγανό, ευχαριστημένο γέλιο απλώθηκε στο δωμάτιο και χάιδεψε επιδοκιμαστικά το αλαβάστρινο μάγουλο της Νεράιδας. Εκείνη ανατρίχιασε, σαν να την είχε τυλίξει κρύο, θαλασσινό αγέρι.

«Έμαθα ότι έχεις το κορίτσι στην κατοχή σου... αλλά δεν το άκουσα από σένα. Ξέρεις πως θα πρέπει να με υπακούς, Άστρο... αλλιώς...», συνέχισε η φωνή, απαλή σαν ψίθυρος και απειλητική σαν νυχτόβιος θηρευτής, «...ξέρεις επίσης πόσο εύκολα μπορώ να σε κάνω να σβήσεις».

Η γυναίκα άφησε ένα πνιχτό κλαψούρισμα να ξεφύγει από τα σφιγμένα της χείλη και κούνησε το κεφάλι της βίαια αριστερά και δεξιά· φαινόταν να αντιστέκεται στη δύναμη της αόρατης παρουσίας, προσπάθεια που της προκαλούσε όμως ιδιαίτερο πόνο. Το μέτωπο και τα φρύδια της χάραζαν τριγωνικά αυλάκια στο όμορφο πρόσωπό της και η ανάσα της έβγαινε κοφτή.

«Φέρε μου τους κρυστάλλους, Τιτάνια. Δεν έχουμε πολύ χρόνο... έχω κάνει αρκετή υπομονή», διέταξε η φωνή, υποτάσσοντας ολόκληρο το Ξέφωτο σε απόλυτη ησυχία και πρόσθεσε μετά από λίγη ώρα, σαν να το σκέφτηκε εκ των υστέρων, «Κι αν η μικρή, όπως και ο γιος μας, αποτύχουν... υπάρχει πάντοτε η εναλλακτική λύση. Ξέρεις για ποιον μιλάω. Θα υπακούσεις, Άστρο;»

Η Τιτάνια σωριάστηκε στο στρώμα της σαν πάνινη κούκλα, το πρόσωπό της για μια ακόμη φορά γαλήνιο και αψεγάδιαστο, οι γαλάζιες της μπούκλες φωτοστέφανο που έλαμπε στο φεγγαρόφωτο.

«Ναι... Όμπερον», ψέλλισε και βυθίστηκε σε έναν ύπνο θαμπό, χωρίς όνειρα.

---

Οι άγριες φωνές των συνήθως συγκρατημένων φρουρών έκαναν τον νεαρό Νεράιδο να ρίξει το τετράδιο που κρατούσε στα χέρια του. Η ζωγραφική ήταν γι' αυτόν ένας τρόπος να χαλαρώσει και να ξεχαστεί από όλα όσα γίνονταν τις τελευταίες τέσσερις μέρες και το συγκεκριμένο σχέδιο που βρισκόταν τώρα κάτω, μουτζουρωμένο από σκόνη, είχε ακόμα μεγαλύτερη αξία: το προετοίμαζε για δώρο. Ο Ντάζεϊλτον αναστέναξε, μαζεύοντας το λερωμένο του τετράδιο από το πάτωμα. Μάλλον ήταν μάταια η προσπάθειά του έτσι κι αλλιώς, καθώς η Λόλι φαινόταν να του κρατάει μούτρα όλες αυτές τις μέρες· τον άφηνε να της φέρνει φαγητό και να βρίσκεται στο δωμάτιο όταν της χορηγούσαν το φίλτρο που μετρίαζε την ενέργεια των κρυστάλλων, αλλά δεν του μιλούσε πολύ. Αρκετές φορές έκανε να ανοίξει συζήτηση, μα η κοπέλα του έριχνε ένα αγριωπό βλέμμα και κουλουριαζόταν σαν παιδί πλάι στο σκαλιστό παράθυρο, αγναντεύοντας μελαγχολικά το Ασημένιο Δάσος. Μια φορά την είδε να βγάζει ένα τετραδιάκι, μικρό σαν βατραχάκι και μωβ σαν τα μάτια του Νεράιδου και να κρατάει σημειώσεις, ποιος ξέρει για τι. Ήρθε στον Ντάζεϊλτον τότε μια επιθυμία να μοιραστεί τα σχέδιά του μαζί της, αυτά για τα οποία ήταν περήφανος τουλάχιστον και να μάθει με τη σειρά του τι έγραφε εκείνη, η μυστηριώδης Άνθρωπος στην οποία ήθελε τόσο πολύ να πει 'συγγνώμη'· αλλά βέβαια, απλά απέστρεψε το βλέμμα και απομακρύνθηκε από το δωμάτιο.

«Φέρτε την Κρυστέλ στην Αίθουσα του Θρόνου!», φώναξαν για μια ακόμα φορά οι φρουροί και τράβηξαν τον Νεράιδο από τις σκέψεις του. Έχωσε γρήγορα-γρήγορα το μπλοκ του στη δερμάτινή του σάκα και τράβηξε κατά κει. Απ' ό,τι φαινόταν, η μητέρα του είχε εκμεταλλευτεί την παρουσία του στον ναό και τους έστειλε ξοπίσω του να της φέρουν την Κρυστέλ. Όλως παραδόξως, το θέαμα ήταν σχετικά αστείο: τέσσερις Φρουροί, τρεις άντρες και μία γυναίκα, εξοπλισμένοι ως τα δόντια και κορδωμένοι σαν κυπαρίσσια, τραβολογούσαν τη δύσμοιρη τη Λόλι κατευθυνόμενοι προς το παλάτι. Η κοπέλα φαινόταν αγουροξυπνημένη και το ξινισμένο βλέμμα που έριχνε στους φρουρούς έκανε τον Ντάζεϊλτον να πνίξει ένα γέλιο. Σοβαρεύοντας κι ανησυχώντας για την έκβαση της όλης ιστορίας, τίναξε τα φτερά του και τους ακολούθησε διακριτικά.

---

Η Ραβάννα πετάρισε γύρω στο άδειο δωμάτιο εκνευρισμένη. Η Βασίλισσα την είχε καλέσει μια ώρα προτού ξεκινήσει το συμβούλιο, ή ό,τι ήταν αυτό που είχε στο νου της, χωρίς να την έχει ενημερώσει περί τίνος πρόκειται· προφανώς αυτή ήταν μια ακόμη προσπάθεια της Τιτάνιας να την υποβιβάσει. Φαίνεται δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει το γεγονός ότι η Αρχιέρεια πάντοτε εκλεγόταν από το λαό, όχι από το θεϊκό δικαίωμα του βασιλικού αίματος. Η Ραβάννα κούνησε το αιθέριο κεφάλι της απογοητευμένα. Σε τι απατηλά μονοπάτια ταξιδεύει ο νους της; Όχι... δεν πρέπει να είναι αυτό... όχι για την Τιτάνια. Κάτι σκοτεινό στοίχειωνε το Κυανό Άστρο τον τελευταίο καιρό, κάτι που η Αρχιέρεια ένιωθε και της πάγωνε το αίμα, μα δεν μπορούσε να εντοπίσει την πηγή.

Ένα έντονο θρόισμα των δέντρων και μια φωταχτίδα ανήγγειλαν την άφιξη της Τιτάνιας, η οποία εμφανίστηκε καθισμένη στον ασημένιο της θρόνο, το χρυσό της φόρεμα, τα μεγαλοπρεπή της φτερά και το πολύτιμο διάδημα στα γαλάζια της μαλλιά να δηλώνουν ξεκάθαρα τη θέση της. Όπως και το υπεροπτικό της βλέμμα, σκέφτηκε πικρά η Ραβάννα. Που πλέον η Θεά του Φεγγαριού με καλοσύνη δεν το ντύνει. Σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της, η Νεραϊδοβασίλισσα έστρεψε τα μαβιά της μάτια προς την Αρχιέρεια και τα κλείδωσε με τα πράσινα δικά της. Ένα αδιόρατο, μυστηριώδες μειδίαμα ζωγράφιζε τα χείλη της, σαν να βρισκόταν ακόμη στα ομιχλώδη μονοπάτια ενός ονείρου. Προτού προλάβουν να ανταλλάξουν μια κουβέντα, ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος του πνευστού οργάνου Πλόθριρ, που σήμαινε την παρουσία της Φρουράς. Η Βασίλισσα έγνεψε και η παράξενη ομάδα τεσσάρων Νεραϊδοφρουρών που συνόδευαν μια κακόκεφη φουξομάλλα κοπέλα, καθώς και ο Ανολοκλήρωτος πρίγκιπας με τα αστεία μικρούλικα φτερά και το αμήχανο βλέμμα, εισήλθαν αδέξια στην Αίθουσα.

«Επιτέλους», είπε η βασίλισσα, ρίχνοντας το βλέμμα της στη Λόλι. «Η μικρή Άνθρωπος που ανέλαβε τον ρόλο της... Κρυστέλ», συνέχισε, με ελαφρά ειρωνεία να ποτίζει τα λόγια της. Ο Ντάζεϊλτον ανατρίχιασε ακούγοντας τη μητέρα του να μιλάει τόσο ψυχρά· σίγουρα δεν την είχε συνηθίσει έτσι. Η Λόλι του έριξε μια κλεφτή ματιά, μα κράτησε το στόμα της κλειστό. «Πες μου... πιστεύεις πως είσαι αρκετά άξια να προστατέψεις τους Κρυστάλλους; Να σώσεις... τον κόσμο;», ρώτησε η Τιτάνια, και η κοπέλα ένιωσε σαν να βρισκόταν κάτω από ένα πολύ φωτεινό και πολύ ενοχλητικό προβολέα. Που μιλούσε κιόλας, τρομάρα του. Η Ραβάννα είχε παγώσει στη θέση της, καθώς είχε καταλάβει προς τα πού ακριβώς πήγαινε η συζήτηση.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην είμαι... Υψηλοτάτη», απάντησε αγέρωχα η Λόλι, αυτοσχεδιάζοντας λιγάκι για τον τίτλο που απέδωσε στη βασίλισσα· της φαινόταν περίεργο να απευθύνεται σε κάποιο μονάρχη, σαν να βρισκόταν μέσα σε παραμύθι ή σε μια από τις φανταστικές ιστορίες που διάβαζε στα βιβλία, και μάλιστα σε ένα πλάσμα τόσο... θεϊκό όπως η γυναίκα μπροστά της. Αλλά η αποφασιστικότητά της επισκίασε το δέος που ένιωθε και της έδωσε δύναμη. Ο Ντάζεϊλτον την κοίταξε με θαυμασμό, ενώ η μητέρα του φούντωσε από θυμό.

«Αναιδή μικρή!», φώναξε και ένας δυνατός αέρας χτύπησε όλη την ομάδα κάτω από τη βασίλισσα, κάνοντας τους να χάσουν για λίγο την ισορροπία τους. «Βλέπω πως δεν έχει νόημα να συζητά κανείς με Ανθρώπους... ήμουν σίγουρη. Λοιπόν. Θα ακολουθήσεις τις οδηγίες μου και θα εντοπίσεις τον τελευταίο κρύσταλλο»,

«Ο τελευταίος κρύσταλλος βρίσκεται στη Μαγκιλάι και-»

«Μη με διακόπτεις!», διέταξε η Τιτάνια. «Δεν μπορείς να ξαναμπείς στη Μαγκιλάι από τη στιγμή που βγήκες. Θα χρειαστεί να βρεις έναν αντικαταστάτη κρύσταλλο, έναν κρύσταλλο που οι Άνθρωποι ξέχασαν την ύπαρξή του εδώ και χρόνια. Μετά θα τον φέρεις σε μένα, γιατί με τις δυνάμεις μου μπορώ να αξιοποιήσω τους Κρυστάλλους καλύτερα από οποιονδήποτε στον κόσμο αυτό. Γνωρίζω μυστικά και μαγείες της Φύσης που δεν θα μπορούσες εσύ ποτέ να φανταστείς», είπε η Τιτάνια και η Ραβάννα δάγκωσε τη γλώσσα της για να μη μιλήσει: ίσως να υπήρχε ακόμα ελπίδα για την Κρυστέλ. «Όμως... » συνέχισε η Νεράιδα και η φωνή της έγινε ακόμα πιο ψυχρή, λες κι ερχόταν από κάπου έξω από αυτήν, «Θα έχεις συνοδό. Μαζί σου θα έρθει ο γιος μου ο Ντάζεϊλτον, ο οποίος θα προσέχει να μην σπάσεις τα δεσμά σου μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή... και βέβαια... να μην απομακρυνθείς από το σκοπό σου. Εσείς οι Άνθρωποι είστε αδύναμα πλάσματα και συχνά αλλάζετε γνώμη». Σιωπή ακολούθησε τα λόγια της βασίλισσας, και η Λόλι την κοίταξε τρομοκρατημένη· θα έπρεπε δηλαδή να συνεχίσει να υπομένει τον πόνο από τις χειροπέδες για το υπόλοιπό της ταξίδι; Και να βρίσκεται στο έλεος του... Ντάζεϊλτον; Οι σκέψεις αυτές της έφεραν ζαλάδα και καταράστηκε τη στιγμή που γνώρισε και εμπιστεύτηκε τον Νεράιδο.

«Βασίλισσα Τιτάνια», ακούστηκε η ψύχραιμη, καμπανιστή φωνή της Ραβάννας, «Τα δεσμά αυτά καθυποτάσσουν τη δύναμη της Κρυστέλ. Αυτό σημαίνει ότι την αποδυναμώνουν συνεχώς. Πώς θα μπορέσει να-»

«Σιωπή!», φώναξε η βασίλισσα, και ο δυνατός αέρας έκανε πάλι την εμφάνισή του. «Η Κρυστέλ θα πρέπει να βρίσκεται πάντοτε υπό την επίβλεψή μας. Πώς τολμάς να αψηφάς το πρόσταγμά μου!; Αλλά θα ερχόμουν και σε σένα, Ραβαννα...» Η Αρχιέρεια διατήρησε την ψυχραιμία της, και το ήρεμό της βλέμμα εξόργισε τη βασίλισσα περισσότερο. «Αρχιέρεια Ραβάννα...», ξεκίνησε, η φωνή της σταθερή αλλά ψυχρή. «...θα τελέσεις τα καθήκοντά σου μια τελευταία φορά. Θα ευλογήσεις την Άνθρωπο και το γιο μου με την Προστασία του Φεγγαριού, προτού τους στείλω στον τελικό τους προορισμό. Μετά...», είπε στενεύοντας τα μάτια, «...θα εξοριστείς στη Χώρα των Δράκων».

Ο Ντάζεϊλτον άφησε μια μικρή κραυγή. Η Ραβάννα πάλι δεν έδειξε αμέσως κάποια αντίδραση, παρά ρώτησε: «Και ο λόγος;»

«Κατ' εξακολούθησιν ασέβεια στο ιερό πρόσωπο της Βασίλισσας. Ανυπακοή στις εντολές της! Η συμπεριφορά σου δεν μου αφήνει άλλη επιλογή απ' το να σε εξορίσω».

Ο Ντάζεϊλτον δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια της μητέρας του. Σίγουρα θα έκανε λάθος, θα εννοούσε κάτι άλλο. Δεν γινόταν να εξορίσει την Αρχιέρειά τους στον άγονο και επικίνδυνο εκείνο Τόπο. Όχι μόνο ήταν η πιο άξια Νεράιδα στο βασίλειο, αλλά επιπλέον ήταν εκλεγμένη από όλες τις υπόλοιπες Νεράιδες. Να εξοριστεί θα ήταν καθαρή τρέλα. «Μητέρα, σε παρακαλώ», είπε με μια σπάνια αποφασιστικότητα «Δεν είμαι σίγουρος πως είναι σοφή αυτή η απόφαση». Η μητέρα του έστρεψε το κεφάλι της προς αυτόν, ξαφνιασμένη. Η φωνή της έγινε στιγμιαία πιο γλυκιά, και δεν συνοδευόταν από την ψυχράδα εκείνη που πλαισίωνε τα προηγούμενά της λόγια.

«Δεν...», ξεκίνησε διστακτικά και ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Δεν πρέπει να με αψηφάς, Πρίγκιπα», είπε, η ψυχράδα να χρωματίζει πάλι τον τόνο της. Με μια βαθιά αναπνοή, σαν να προσπαθούσε να ξεθολώσει το κεφάλι της, η αιθέρια βασίλισσα φώναξε, προτού εξαφανιστεί σε ένα σύννεφο φεγγαρόφωτου: «Φύγετε τώρα! Να με περιμένετε την αυγή!»

---

Κάπου πολύ μακριά, μια γυναικεία φωνή αντηχούσε σ' ένα άδειο σπίτι:

«Έντι!»

«ΈΝΤΙ!»

«Ω όχι...ΟΧΙ ΚΑΙ ΣΥ!»

«ΈΝΤΙ...!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top