Στο δρόμο για το σπίτι/ part 3
Tα αδέρφια κοιτάζονταν με μία ματιά διαφορετική αυτή τη φορά. Κάπου μέσα στο βλέμμα κρυβόταν ο πόνος. Το χάσμα που είχε δημιουργηθεί δεν μπορούσαν να το νικήσουν. Μεγάλωσαν χώρια. Ο ένας σαν Ρώσος και ο άλλος σαν Γερμανός. Έμαθαν να αγαπούν διαφορετικές πατρίδες. Η Αννελί αποχώρησε για λίγο, ρίχνοντας μία ματιά υπόσχεσης στον Μιχαήλ. Εκείνος κοίταξε ξανά τον Άρτουρ, σχεδόν σαν να μην πίστευε πως μπροστά του εικονιζόταν ο δεύτερος εαυτός του.
«Δεν το σκέφτεσαι καθόλου να έρθεις μαζί μου;» τόλμησε να τον ρωτήσει.
Ο Άρτουρ κατέβασε το βλέμμα, ηττημένος από την πραγματικότητα.
«Η ζωή που φαντάζομαι πως θα αποκτούσα, αν ερχόμουν μαζί σου, νομίζω πως δεν είναι αυτή που έχω ονειρευτεί. Εμένα τα όνειρά μου μυρίζουν γιασεμί και κρύβουν μέσα τους τον ήχο της θάλασσας»
«Δεν έχω δει ποτέ τη θάλασσα» παραδέχτηκε ο Μιχαήλ «Ήμουν πάντοτε κοντά στη φύση. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να μεγαλώνει μέσα σε ένα διαμέρισμα και αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που σηκώθηκα και έφυγα από την οικογένεια που με είχε υιοθετήσει. Δεν περνούσα άσχημα ακριβώς. Ήταν πλούσιοι και με φόρτωναν με γνώσεις αχρείαστες. Πήρα το επίθετό τους, Μελέτεφ»
«Όλο αυτό είναι εξωπραγματικό. Μεγάλωσα μέσα στον ναζισμό. Πήρα αυτήν την εκπαίδευση, ονειρεύτηκα πως φορούσα τη στολή των Ες-Ες γιατί τους έβλεπα να κάνουν παρέλαση, πάντα τέλειοι, πάντα περήφανοι και όμορφοι. Ήθελα να γίνω σαν αυτούς ώστε να μπορέσω να ζήσω, να πάψω να είμαι απλώς ο κουτσός. Η Γερμανία δεν αποδεχόταν τις ατέλειες. Τις σκότωνε. Η γιαγιά μας...Με χτυπούσε όποτε κούτσαινα. Ήθελε να βαδίζω τέλεια, μα κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο»
«Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή στη Γερμανία» του ομολόγησε ο Μίσα «Νομίζω πως θα τρελαινόμουν. Όλες αυτές οι απαγορεύσεις...»
«Και όλα αυτά για ένα ζευγάρι γαλανά μάτια και λίγες ξανθιές τρίχες» γέλασε ο Άρτουρ, ωστόσο ο Μίσα εξακολουθούσε να μοιάζει προβληματισμένος.
«Μπήκες στα Ες-Ες παρόλα αυτά...Πώς ήταν; Έπρεπε να σκοτώνεις κάθε τι κατώτερο;»
Ο Άρτουρ δεν ήταν βέβαιος πως ήθελε να απαντήσει. Συνειδησιακά, εκείνα τα χρόνια έμοιαζαν πιο σκοτεινά από ποτέ. Παράλληλα έμοιαζαν και μακρινά, σχεδόν σαν να είχαν συμβεί σε μία άλλη ζωή. Τότε ακόμη που ήταν ένας άνδρας ανάλγητος, που καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν υπολόγιζε. Δεν ήταν οι Εβραίοι το πρόβλημά του. Ήθελε απλώς να επιβιώσει και ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα γι' αυτό. Να κινηθεί στους πιο βρώμικους κύκλους, να γίνει ψυχρός εκτελεστής. Η απάντηση επομένως στην ερώτηση ήταν θετική. Έπρεπε να γίνει αυτό ακριβώς. Να σκοτώνει ανθρώπους σαν να μην είχε καμία αξία η ζωή τους. Κοίταξε τον Μίσα.
«Θα προτιμούσα να μην απαντήσω. Θα έλεγα πως ήταν όλα όσα φαντάζεσαι και ακόμη περισσότερα. Δεν ξέρω όμως τι θα μπορούσε κάποιος να περιμένει από έναν άνδρα που είχε εισπράξει μονάχα βία στη ζωή του. Σου ορκίζομαι πως πάλεψα πολύ για να αλλάξω. Για να μην με τρομάζουν πια τα χάδια»
«Και εμένα με τρόμαζαν» παραδέχτηκε ο Μίσα «Όμως τώρα πια μία αγκαλιά από εσένα είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Μετανιώνω γιατί δεν μπόρεσα να γνωρίσω τον μικρό μας αδερφό»
«Ο Φίλιμπερτ ήταν ένα διαμάντι. Δεν του άξιζε αυτό το τέλος, μήτε αυτό το κράτος. Δεν του άξιζε τίποτε από όλα αυτά. Δεν μεγαλώσαμε μαζί. Τον αναζήτησα όμως. Χρόνια τον αναζητούσα. Βλέπεις, οι γονείς μας ποτέ δεν έμαθαν για εσένα, εμένα με πέταξαν στη γιαγιά λόγω αναπηρίας και εκείνος κατέληξε σε ορφανοτροφείο. Διαλυμένη οικογένεια....»
«Ενωθήκαμε έστω και αργά, έστω και για λίγο. Δεν ξέρω πώς θα αντέξω τον αποχωρισμό. Όμως εμένα η ζωή μου είναι η Σοβιετική Ένωση» ξεστόμιζε αυτές τις κουβέντες με πόνο, όμως ήταν η αλήθεια.
Τα εδάφη της πατρίδας του ήταν ό,τι είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του. Ήταν το σπίτι του. Κοίταξε ξανά τον αδερφό του. Μέσα στα μάτια του Άρτουρ διαφαινόταν η μελαγχολία. Αυτή δεν θα έφευγε εύκολα. Ήθελε τον χρόνο της και το παρόν διόλου δεν βοηθούσε. Ένας κόσμος έβγαινε αργά από τις στάχτες του, γεμάτος πληγές, τραύματα και θάνατο. Ήθελε να του εξασφαλίσει μία καλή ζωή. Να φύγει μακριά για όπου ήθελε. Θα μπορούσε να γράψει κάποιο γράμμα με προορισμό την Ελλάδα και ο Αβραάμ με την Εσθήρ θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Μέσω του Ερυθρού Σταυρού θα του δινόταν μία ταυτότητα, ένα εισιτήριο τρένου για τρεις μέρες και λίγο φαγητό. Έπρεπε να κινηθούν με προσοχή καθώς ο Άρτουρ έμοιαζε απόλυτα στον Μίσα και όλο αυτό θα κινούσε υποψίες. Ήταν όμως αποφασισμένοι άπαντες να βάλουν το χέρι τους, ώστε ο Άρτουρ που μιλούσε καλά ελληνικά, να κατορθώσει να πάρει μία ταυτότητα ελληνική και να επιστρέψει.
Kανείς δεν θα ξεχνούσε την πρώτη επαφή με τους Ρώσους. Ακόμη και ο Άρτουρ κοιτούσε τον Μιχαήλ που ήταν ντυμένος με ρούχα χοντρά, ερχόμενος κυριολεκτικά από έναν άλλο πολιτισμό. Τα δικά του μάτια είχαν συνηθίσει τη θέα των σκελετωμένων πτωμάτων που κείτονταν άθαφτα στο χιόνι, λες και δεν είχαν αξία. Κανείς δεν γνώριζε τα ονόματά τους, κανείς δεν θα τους έκλαιγε. Μονάχα η οικογένεια, αν ζούσε και εκείνη. Στο μέρος αυτό είχε πεθάνει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μένοντας άθαφτη ώστε να μη βρει ποτέ τη γαλήνη της. Γιατί όσο χρόνια και αν περνούσαν, η ενέργεια του μέρους αυτού θα συγκλόνιζε κάθε διαβάτη που θα έριχνε το βλέμμα του στην μεταλλική επιγραφή ειρωνείας, πως η εργασία απελευθερώνει.
Ο Πέτια εργαζόταν με δάκρυα στα μάτια. Σκεφτόταν τη γυναίκα και το παιδί του εκεί μέσα. Βλέποντας τα φοβισμένα και αποστεωμένα παιδικά προσωπάκια, σκεφτόταν το δικό του παιδί. Δεν ήταν ο μόνος όμως που είχε συγκινηθεί. Στο ανατολικό μέτωπο, όλοι αυτοί οι άνδρες του Κόκκινου Στρατού, είχαν δει πολλά και φρικτά πράγματα. Τίποτε όμως δεν συναγωνιζόταν σε φρίκη τα στρατόπεδα. Όπου και αν γυρνούσαν το βλέμμα, ανθρώπινοι σκελετοί σέρνονταν μέσα στα ίδια τους τα περιττώματα ή κείτονταν νεκροί. Είχαν στήσει φυσικά νοσοκομείο για να βοηθήσουν και να ανακουφίσουν όσο μπορούσαν αυτά τα πλάσματα που είχαν χάσει κάθε ανθρώπινη υπόσταση.
Ο Λεβ άκουσε πολλές ιστορίες. Πάντοτε πρόθυμος και ανθρώπινος, ήταν έτοιμος να ανακουφίσει όσους άντεχαν να περπατήσουν, οδηγώντας τον στα μέρη των μαρτυρίων. Άνοιγαν λάκκους γεμάτους πτώματα, κόκαλα ή στάχτες που οι Ναζί τις πουλούσαν ακόμη και για λίπασμα. Φυσικά ξεκίνησαν έρευνες σχετικά με τα εγκλήματα των Γερμανών, με τον Κόκκινο Στρατό να εξετάζει πτώματα ή να ρωτά πρώην φυλακισμένους να του εξηγήσουν. Ο Μίσα, έχοντας ετοιμάσει τα απαραίτητα χαρτιά για τον Άρτουρ, του υπέδειξε τον δρόμο της Κρακοβίας. Θα πήγαινε εκεί με τρένο και έπειτα θα τον βοηθούσαν να επιστρέψει. Το καλύτερο θα ήταν να επέστρεφε μαζί του και η Αννελί με την Χίλντα να μπερδεύεται με τις νοσοκόμες του πολωνικού Ερυθρού Σταυρού. Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε εκείνο το κρύο πρωινό. Ο Μίσα δεν είχε κοιμηθεί καθόλου όλο το βράδυ. Είχε κατευθυνθεί εκεί όπου αισθανόταν ασφάλεια. Στη φύση. Εκεί ακριβώς ξημερώθηκε. Ο ουρανός είχε μόλις αποχαιρετήσει τη σελήνη και η πρωινή πάχνη στόλιζε σαν χνούδι τη βλάστηση. Η Αννελί είχε την ίδια ιδέα με εκείνον. Ήθελε να τον δει και ας μην τον γνώριζε σχεδόν καθόλου. Την εποχή εκείνη εξάλλου, τα συναισθήματα ήταν διαφορετικά, παρορμητικά ή και βαθύτερα. Κανείς δεν ήξερε το αύριο, κανείς δεν κοιτούσε το μέλλον. Σημασία είχε το εδώ και τώρα.
Τη βρήκε να κάθεται ολομόναχη, χαμένη και η καρδιά του ράγισε. Ήξερε πως οι καιροί αυτοί δεν ήταν καμωμένοι για έρωτες, δεν έκρυβαν τρυφερότητα. Αν ήθελε να σωθεί η κοπέλα έπρεπε να τη φυγαδεύσει μακριά. Η Αννελί όμως αισθανόταν μετέωρη. Δίχως οικογένεια, δίχως κανέναν, δεν ήξερε πού να πάει. Ο φόβος είχε ριζώσει μέσα της, το ίδιο και η θλίψη όλων όσων είχε περάσει. Στη θέα του Μιχαήλ ανακουφίστηκε. Αυτό δεν σήμαινε πως αισθανόταν τελείως άνετα, ωστόσο η παρουσία του της ήταν ευχάριστη. Από την άλλη ο νεαρός, πάλευε να φερθεί όσο πιο γλυκά γινόταν. Η εμπειρίες του με το αντίθετο φύλο ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και αυτό του δημιουργούσε μία αμηχανία. Χαμογέλασε και σταμάτησε δίπλα της.
«Κρυώνεις μήπως;» ρώτησε αθώα και την είδε να γνέφει θετικά.
Τα χέρια του κινήθηκαν προσεκτικά προς το μέρος της για να την μεταφέρουν στην αγκαλιά του όπου ήταν ζεστά. Μέσα στην απόλυτη ησυχία μπορούσε να ακούσει την καρδιά της να χτυπά δυνατά, μα και την δική του για πρώτη φορά. Έτσι όπως την είχε κλεισμένη ανάμεσα στα χέρια του, έγειρε το κεφάλι του μπροστά αφήνοντας ένα παρατεταμένο φιλί στο μέτωπό της. Στα λόγια δυσκολεύονταν λιγάκι. Γλώσσες διαφορετικές, κόσμοι αλλιώτικοι και μία κλεψύδρα χρόνου. Μονάχα που κανείς τους δεν διέθετε από αυτόν. Χρόνο δηλαδή να γιατρευτούν οι πληγές, χρόνο να ανοίξουν οι ψυχές, χρόνο για έρωτα. Ο Μιχαήλ είχε δει να ανοίγεται μπροστά του τώρα πια ένας δρόμος, που θεωρητικά ήταν χαμένος. Ήξερε πλέον, όντας λιγάκι πιο πλήρης, πως επιθυμούσε να κατεβάσει την άγκυρα της ψυχής του σε νερά πιο γαλήνια, αβαθή. Τα χείλη του γύρεψαν τα δικά της λαίμαργα και ταυτόχρονα προσεκτικά καθώς την αισθανόταν εύθραυστη σαν πορσελάνη. Ήξερε ωστόσο πως θα ήταν το τελευταίο φιλί. Η Αννελί θα επέστρεφε στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον Άρτουρ, του οποίου η μορφή πάντα θα της θύμιζε την πρώτη όμορφη εμπειρία στον έρωτα.
Η ομίχλη υποχώρησε αργά και φωνές ακούστηκαν από την πλευρά του στρατοπέδου. Η Αννελί είχε μείνει στην αγκαλιά του που τη ζέσταινε. Δειλά ήθελε να ρωτήσει αν υπήρχε ελπίδα. Τελικά στα αφτιά του Μίσα έφτασε μονάχα ο αναστεναγμός της που ήταν αρκετός για να μαντέψει τη σκέψη της.
«Δεν είμαι βέβαιος για τίποτε. Ο στρατός είναι άγριος και δεν μπορώ να φανταστώ πως ανά πάσα στιγμή θα μπορούσες να κινδυνέψεις από....αντρικά χέρια. Ο δρόμος μου δεν τελειώνει εδώ. Ο δικός σου όμως οφείλει να τελειώσει. Δίπλα μου δεν θα είσαι ασφαλής και σε καμία περίπτωση δεν είναι λύση η Γερμανία. Πρέπει να φύγεις. Η Ελλάδα αποτέλεσε και τις ρίζες σου κάποτε. Εκεί, ίσως και να υπάρχει πράγματι κάτι για εσένα. Η Ευρώπη έχει ρημάξει και το καθεστώς του κράτους μου είναι τερατώδες»
«Όμως...»
«Κάποια στιγμή όλα θα πάνε καλά. Πριν δεν μπορούσαμε να φανταστούμε καν αυτή τη πιθανότητα. Πλέον μπορούμε»
Είχε δίκιο. Της κράτησε το χέρι για λίγο ακόμη, προτού τον δει να χάνεται εντός του στρατοπέδου. Ο Άρτουρ από την άλλη, συνήθως βρισκόταν με τον Αβραάμ και την Εσθήρ καθώς και με τον Γιάννη που δυσκολευόταν να πιστέψει πως ένας Γερμανός μιλούσε τόσο καλά ελληνικά. Στο νοσοκομείο που είχε στηθεί, ο Άρτουρ είχε συναντήσει και τον Γιάεν, τον οποίο αγκάλιασε σφιχτά. Πολλά τους έδεναν βαθιά μέσα τους και ας είχαν χαθεί τώρα πια. Τα δύο ορφανά αγόρια του κάποτε, πάντα θα χαμογελούσαν στο τώρα για μία σχέση που τους έμοιαζε. Ο Γιάεν είχε μεγαλώσει και πλέον πατούσε γερά στα πόδια του ενώ ο Άρτουρ είχε αποβάλει τον θυμό της εγκατάλειψης. Είχε καταλάβει πως για κάποιους ανθρώπους είχε αξία και πως στην ζωή αν μοίραζες αγάπη, κάτι θα έπαιρνες πίσω. Τελευταία είχε πάρει πολλά χαμόγελα, χάδια και υπεράσπιση. Όταν τα χαρτιά του ετοιμάστηκαν, επιβιβάστηκε στο τρένο για την Κρακοβία. Το μόνο που θυμόταν καθώς απομακρυνόταν μαζί με τους τρεις Ελληνοεβραίους, ήταν τα δάκρυα της Τζούλια τα ασταμάτητα και το απροσδιόριστα μελαγχολικό βλέμμα του αδερφού του. Σύντομα και αυτό χάθηκε από τον ορίζοντα όμως ο Άρτουρ έμεινε με μία παρηγοριά. Πως ο Μιχαήλ είχε δίπλα του έναν Λεβ και έναν Πέτια που πάντα θα έμεναν στη ζωή του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top