Η ανθρωπιά δεν είναι λέξεις/part 3
Ο Κάσπαρ τους ακολούθησε ως το εσωτερικό του υποτυπώδους δωματίου όπου βρίσκονταν κλεισμένοι. Οι δυο αδερφές στέκονταν σφιχταγκαλιασμένες σε μία γωνία, το ίδιο και το ζευγάρι με τον γιο. Ο Γιάεν προσπάθησε να τους καθησυχάσει πως όλα ήταν εντάξει, ωστόσο οι άνθρωποι έμοιαζαν εξαγριωμένοι και φοβισμένοι όπως τα ζώα που τα στριμώχνεις σε μία γωνιά, δίχως τη δυνατότητα της διαφυγής. Τόσα χρόνια είχαν συνηθίσει το θέαμα ανθρώπων σαν και του λόγου του, να βασανίζουν άλλους και να τους σκοτώνουν εν ψυχρώ. Καθώς ο Κάσπαρ δεν μιλούσε καθόλου πολωνικά, έβαλε τον Γιάεν να τους εξηγήσει πως η γνωριμία τους ταξίδευε πολλά χρόνια πίσω. Στα ξαφνικά ωστόσο, ήρθε αντιμέτωπος με μία ερώτηση που την καρτερούσε.
«Ο Φίλιμπερτ; Έλαβε την επιστολή μου;» Ο Κάσπαρ μαρμάρωσε, σχεδόν χλόμιασε. Άπαντες παρακολουθούσαν την ψυχική κατάρρευση ενός αξιωματικού για πρώτη φορά στη ζωή τους. Μαζί με εκείνον όμως, χλόμιασε και ο Γιάεν «Όχι...Όχι μη μου πεις...»
«Σκοτώθηκε υπερασπιζόμενος καλή ώρα Εβραίους. Έχει θαφτεί στην Ελλάδα. Την αγαπούσε πολύ και εγώ...απλώς προσπαθώ να βρω τα πατήματά μου δίχως το χέρι που έμαθα να κρατώ από βρέφος»
Τα μάτια του Γιάεν θόλωσαν από τα δάκρυα.
«Ξέρεις, ο Φίλιμπερτ ήταν η δική μου μικρή μορφή επανάστασης. Εμείς οι δύο γυρνούσαμε επιδεικτικά την πλάτη σε κάθε ναζιστική κακεντρέχεια. Τίποτε δεν ήταν ικανό να μας χωρίσει, μα το μέλλον μας απέδειξε το αντίθετο. Πως ορισμένες φορές το μίσος, είναι ικανό να παγώνει τη θέρμη της ελπίδας και της καλοσύνης. Ας αναπαυτεί...»
Η Έμμα τον πλησίασε ελαφρώς αμήχανη.
«Είσαι ο νεαρός στρατιώτης που στεκόσουν στη σχάρα;» του ψιθύρισε σαν να μην επιθυμούσε να ακουστεί από τους υπόλοιπους και ο Κασπαρ χαμογέλασε.
«Ναι εγώ ήμουν»
«Λυπάμαι πολύ για τον φίλο σου. Μη νομίζεις, οι περισσότεροι εδώ κάτω μετράνε απώλειες. Αυτό είναι ο πόλεμος. Μόνο απώλειες που δεν αξίζουν κανένα αποτέλεσμα»
«Θα προσπαθήσω να σας φέρω φαγητό. Μην διακινδυνεύσετε την έκθεσή σας. Βλέπετε μένω σε ένα αρχοντικό σπίτι με τη μητέρα Τερέζα»
«Την ποια;» ρώτησε η Έμμα γελώντας.
«Αυτήν που άκουσες αλλά τοποθέτησε την εικόνα σε ένα διεστραμμένο πρόσωπο. Αγαπά τη ράτσα μου και με κοιτάζει όπως εσείς τον κεφτέ» Άπαντες στένεψαν τα μάτια «Επιτυχές το παράδειγμα ως προς την απόδοση. Θα φροντίζω να αρπάζω ό,τι μπορώ και θα ορίσουμε μία ώρα για να με καρτερά κάποιος στη σχάρα. Βράδυ καλύτερα, αργά κιόλας»
«Ωραία αυτό το αναλαμβάνω εγώ» του απάντησε ο Γιάεν. Πάντοτε ήθελε να προστατεύει την παρέα του και δεν θα έθετε κανέναν σε κίνδυνο.
«Θα ορίσουμε ώρα, ωστόσο ίσως και να υπάρξουν μέρες που δεν θα μπορώ να έρχομαι ή ίσως και να καθυστερώ. Θα προσπαθώ όμως να είμαι όσο το δυνατόν πιο ακριβής»
«Σε ευχαριστούμε» πρόφερε η έγκυος συγκρατημένα «Δεν έχουμε συνηθίσει εδώ και καιρό να μας δείχνουν ανθρωπιά»
«Πώς μπορούμε να τον εμπιστευτούμε; Εγώ λέω να τον τελειώνουμε εδώ κάτω! Θα μας αποκαλύψει όλους...!» τσίριξε ο πατέρας.
«Κύριε...»προσπάθησε να πει ο Φρανκ.
«Όχι! Κανείς δεν νοιάζεται για εμάς!Γιατί να το κάνει ένας αξιωματικός; Σας έχει φλομώσει στο ψέμα!Μόλις βγει από εδώ, θα φέρει τους δικούς του και τότε όλοι θα είμαστε χαμένοι!»
«Είναι φίλος δικός μου» πετάχτηκε ο Γιάεν.
«Τότε να πας μαζί του!Πολύ ευχαρίστως!»
Η πείνα και ο φόβος, όλη αυτή η κατάσταση διαρκούς διωγμού, ήταν πολύ λογικό να δημιουργούν εντάσεις. Κανείς δεν φαινόταν να έχει τα κατάλληλα ψυχικά αποθέματα για να αντέξει ως το τέλος και μάλιστα με τόσο βαριές απώλειες.
«Δεν θα σας απογοητεύσω. Ωστόσο εσείς...θα γεννήσετε εδώ κάτω; Μπορεί να μολυνθείτε. Έχω έναν γιατρό, αλλά αν τον συστήσω δεν θα χαρείτε καθόλου. Γιάεν είναι ο αδερφός του Φίλιμπερτ. Ο μεγάλος»
Ο νεαρός Εβραίος γούρλωσε τα μάτια του.
«Ώστε είχε αδερφό; Τελικά λίγα πράγματα γνώριζε ακόμη και ο ίδιος για τη ζωή του. Πού μεγάλωσε;»
«Είναι πικρή ιστορία. Αυτός ο αδερφός είναι στα...Ες-Ες...ήρθε στην Ελλάδα για να τον βρει, ήθελε να τον βρει. Η οικογένειά του τον έδιωξε και κράτησε μόνο τον Φιλ. Ο λόγος ήταν πως ο Άρτουρ κούτσαινε και κανείς δεν τον ήθελε. Αγάπησε τον Φιλ όμως, στο ορκίζομαι. Όσο και αν φανεί παράξενο, μάλλον ξανασκέφτεται τον ρόλο του»
«Δεν μπορώ να το ρισκάρω όμως εδώ κάτω. Αν δουν έναν τέτοιο, θα επαναστατήσουν και στο τέλος προβλέπω να σκοτώνουν εμένα»
Καμία άλλη λέξη δεν ειπώθηκε. Ο Κάσπαρ είχε ένα κομμάτι τάρτα στην τσέπη του και βγάζοντάς το, το πρόσφερε στην έγκυο κοπέλα.
«Το μετάνιωσες;» τη ρώτησε και τα μάτια της θόλωσαν από τα δάκρυα.
«Είναι ένας καρπός αγάπης. Θα είναι κομμάτι του συζύγου μου. Αν μπορούσα να το φέρω σε άλλον κόσμο; Σίγουρα ναι. Στη μήτρα μου είναι ασφαλές, μονάχα εκεί και πουθενά αλλού. Εδώ κάτω δεν υπάρχουν όνειρα, δεν υπάρχει τίποτε. Μονάχα το τώρα και πλέον με εσάς μία ελπίδα»
«Θα γίνεις υπέροχη μητέρα. Εγώ ήμουν ορφανός και μου λείπει ένα μητρικό χάδι. Η οικογένεια που με υιοθέτησε στο Βερολίνο, ήταν ψυχρή. Μας πήραν για να γίνουμε στρατιώτες. Η ζωή όμως φεύγει και εμείς την περνάμε έτσι...Δεν είμαι μεγάλος. Μόνο είκοσι ένα. Θα ήθελα και εγώ να κάνουμε τώρα όλοι βόλτα στην παλαιά πόλη και να γελάμε»
«Αχ! Μία μέρα θα με βγάλεις έξω; Και ας με δουν με Γερμανό σκοτίστηκα! Αρκεί να πάρω αέρα!» τον παρακάλεσε η Έμμα»
«Βλέπουμε. Καληνύχτα»
Τα σκουπίδια τους τα τοποθετούσαν σε κάτι τσάντες που είχε το ζευγάρι με το αγόρι και τις βούλιαζαν με πέτρες στον ποταμό. Έξω από εκείνο το φρικτό δωμάτιο, υπήρχε ένα τούνελ όπου κυλούσε το νερό και η σχάρα από όπου φαινόταν το φεγγάρι. Ο Κάσπαρ βγήκε με προσοχή και με την άκρη του ματιού του, είδε την Έμμα να στέκεται κρυμμένη, χαζεύοντας τον ανθρώπινο κόσμο που την καταδίωκε. Η γύρω περιοχή ήταν έρημη και έχοντας καθίσει σε ένα τειχάκι αφέθηκε να κλάψει. Ποιον κορόιδευε; Ήταν και εκείνος Εβραίος! Απλώς δεν ζούσε κάτω από έναν υπόνομο όπως θα έπρεπε. Αυτοί οι άνθρωποι υπέφεραν γιατί δεν κρύφτηκαν. Πήρε μία βαθιά ανάσα. Οι αναμνήσεις με εκείνον και τον Φίλιμπερτ ξεπήδησαν ξανά.
«Είσαι ένας παλιοπροδότης! Ένα κάθαρμα!» φώναζε στον εαυτό του, όταν κατάλαβε πως κάποιος τον ακολουθούσε. Οργισμένος τέντωσε το όπλο μπροστά, όταν είδε την Αννίκα να ξεπροβάλει «Να σε πάρει! Γιατί με ακολουθείς; Τι θέλεις από εμένα;»
Η κοπέλα τον κοίταξε αποφασιστικά.
«Αρχικά μισώ το σπίτι μου και το ξέρεις αυτό. Έπειτα...» δεν ήξερε τι θα έπρεπε να πει και πώς «Νομίζω πως κάτι....κάτι σκαρφίζεσαι εκεί»
«Και εσύ ποια είσαι; Μην ξεχνάς πως είμαι αξιωματικός της Βέρμαχτ και μπορώ άνετα να σε συλλάβω αυτή τη στιγμή!» της φώναξε.
«Δεν θα το έκανες!» του πήγε κόντρα.
«Δοκίμασέ με!» της φώναξε.
«Μπορεί και να θέλω να βοηθήσω»
«Σε ποιο πράγμα;»
«Στο θέμα των υπόνομων. Μένουν άνθρωποι εκεί, έτσι δεν είναι;»
Ο Κάσπαρ κάγχασε. Ήταν ξένη γι' αυτόν και δεν θα πρόδιδε κανέναν μέχρι να σιγουρευόταν για τις προσθέσεις της.
«Γύρισε σπίτι και μην ασχολείσαι. Κανείς δεν βρίσκεται εκεί»
Της γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε. Η Αννίκα ωστόσο ήταν σίγουρη πως είχε δει κάτι αυτός ο αξιωματικός. Μάλιστα, είχε πηδήξει εκεί μέσα. Με βεβαιότητα κρύβονταν άνθρωποι εκεί κάτω, ίσως Εβραίοι. Ήθελε να βοηθήσει αν μπορούσε, ωστόσο για την ώρα τίποτε δεν φαινόταν να γεφυρώνει το χάσμα της με αυτόν τον Γερμανό που ίσως και να μην ήταν τόσο κτήνος τελικά.
***
Η ομίχλη σκέπαζε για ακόμη ένα πρωινό την περιοχή τους. Ήταν ξημερώματα, είχε μόλις χαράξει και ο Άρτουρ που πλέον είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια εξαιτίας της αυπνίας, είχε βγει έξω προκειμένου να συνεννοηθεί με στρατιώτες της Βέρμαχτ για τα τρένα που έφευγαν με προορισμό την Ελλάδα. Έφτιαξε έγγραφα στα οποία διευκρίνιζε πως οι τρεις τους ήταν δικοί του άνθρωποι και μάλιστα οι δύο διερμηνείς. Με αυτόν τον τρόπο θα έφταναν με σχετική ασφάλεια στη χώρα και από εκεί και πέρα φυσικά το χάος. Επιστρέφοντας προς το σπίτι, πληροφόρησε τους τρεις να ετοιμαστούν. Οι τριγύρω μονοκατοικίες και τα αγροτόσπιτα, έμοιαζαν ήσυχα. Ορισμένα κατοικούνταν από υψηλόβαθμους Ες-Ες που εργάζονταν στο στρατόπεδο. Μερικές οικογένειες έμεναν μαζί. Καθώς ετοιμάζονταν, ο Σάββας για λίγο στάθηκε μπροστά στον Άρτουρ.
«Ευχαριστούμε γι' αυτό»
«Μόλις φύγετε, θα γυρίσω πίσω σε ένα μέρος που είμαι βέβαιος πως θα γραφτεί στις πιο μελανές σελίδες. Υπόσχομαι να προσπαθήσω να βγάλω ορισμένες αλήθειες στο φως. Πρέπει τουλάχιστον να μιλήσεις σε όσους Εβραίους γνωρίζεις. Όσοι συγκεντρώνονται και επιβιβάζονται στα τρένα, οδεύουν προς την εξόντωση δίχως καμία σωτηρία»
«Μα, γιατί;»
«Αυτά τα ξέρουν όσοι κανονίζουν αρχικά τη γενοκτονία των Εβραίων. Τους κλείνουν σε αίθουσες και τους θανατώνουν με αέριο. Έπειτα τους καίνε. Σε παρακαλώ. Γυρνώντας ειδοποίησε»
«Τι άλλαξε τόσο σε εσένα;» τον ρώτησε ξανά.
«Μου έμεινε μία στάλα συνείδησης. Κατάλαβα πως δεν είμαι φτιαγμένος για σκληρούς και άδικους φόνους, αρχικά παιδιών. Δεν μπόρεσα να εξοντώσω κάποτε ένα παιδί, τη στιγμή που θέριζα άνδρες δίχως να με ενδιαφέρει. Κάπως έτσι ξεκίνησα και έπειτα κατάλαβα πως κάθε κακό που προκαλούσα βάραινε τη ψυχή μου ολοένα και πιο πολύ. Για το Άουσβιτς και τόσα άλλα στρατόπεδα, πρέπει ο κόσμος να μάθει»
Ζαλισμένος εξαιτίας των πληροφοριών, φόρεσε ένα παλτό που αναγκαστικά ο Άρτουρ είχε προμηθευτεί από το στρατόπεδο ώστε να δείχνει περιποιημένος, τόσο εκείνος όσο και ο Στέφανος. Φυσικά, αν και το υποψιάζονταν, κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως υπήρχε περίπτωση για ακόμη μία φορά, να πάει κάτι στραβά. Την Αφροδίτη την είδε να πλησιάζει, ωστόσο εκτός από την αμηχανία δεν επιθυμούσε να δώσει και δικαιώματα. Κοιτάχτηκαν για δευτερόλεπτα, μέχρι που βγήκαν για να επιβιβαστούν στο αυτοκίνητο. Η στάση του τρένου βρισκόταν σε μία απομονωμένη περιοχή και κανείς δεν είχε υπολογίσει πως τα χρόνια ήταν ταραγμένα και πως αντάρτες περίμεναν τη στιγμή για να βγάλουν από τη μέση τους φονιάδες. Σαν έφτασαν, με το σκηνικό να μοιάζει βγαλμένο από γοτθική ταινία τρόμου, οι τρεις κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και ο Αρτουρ πλησίασε δείχνοντας τα χαρτιά και τη νέα ταυτότητα που είχε εκδοθεί για τον Σάββα.
«Όλα εντάξει. Πηγαίνετε» τους είπε.
Κοντοστάθηκε για λίγο ακουμπισμένος στο αυτοκίνητο. Ένας άνδρας πανέμορφος, που η στολή του έδινε επιπλέον κύρος, μα του πρόσθετε και εκείνη την ανατριχίλα των πλοκαμιών του θανάτου. Τα μάτια του για τελευταία φορά αγκάλιασαν την εικόνα της, καθώς χανόταν στο βαγόνι, όταν έπεσε ο πρώτος πυροβολισμός. Η σφαίρα χτύπησε το αυτοκίνητο στα πλάγια, ο Άρτουρ άρπαξε μονομιάς το όπλο και σε δευτερόλεπτα είχε σκοτώσει τον στόχο με μία σφαίρα ίσια στο κρανίο. Τον επόμενο δεν κατόρθωσε να τον εντοπίσει και η σφαίρα διαπέρασε τη στολή του βρίσκοντάς τον κοντά στο στέρνο. Με μία κραυγή αναδιπλώθηκε και έπεσε κάτω μπρούμυτα, τη στιγμή που οι άλλοι στρατιώτες κυνήγησαν τους στόχους. Το τρένο ετοιμάστηκε να φύγει, μα η Αφροδίτη μπρος στο θέαμα, πήδηξε με τον Στέφανο να τσιρίζει πίσω της.
«Πηγαίνετε πίσω!» τους φώναξε καθώς έτρεχε προς τη μεριά του Άρτουρ που πνιγόταν σε μία λίμνη αίματος. Το στόμα του έφτυνε άλικες σταγόνες και η όρασή του κάποτε θόλωνε.
«Γιατί; Φύγε...θα χάσεις την ευκαιρία σου στην ελευθερία...Γαμώτο....» το τελευταίο το ψέλλισε στα γερμανικά. Οι υπεύθυνοι Πολωνοί κείτονταν νεκροί, μα εκείνη την ώρα κανείς δεν φαινόταν τριγύρω για να τον βοηθήσει. Η Αφροδίτη τον γύρισε ανάσκελα και εκείνος πάλεψε να κρατηθεί από το αυτοκίνητο για να σηκωθεί «Να πάρει...Πρέπει να οδηγήσω σπίτι...έχω εργαλεία...πρέπει να βγάλω τη σφαίρα και να με ράψω...»
«Αδύνατον. Πρέπει να βρούμε γιατρό»
«Δεν πρέπει να πάρω άδεια από τα καθήκοντα. Δεν είναι θανάσιμο το τραύμα. Αν λείψω...οι ασθενείς μου κινδυνεύουν να πεθάνουν, να τους πάνε στους θαλάμους....εγώ τους βρίσκω εργασίες....ο Γκεόργκι είναι χρήσιμος διερμηνέας εκεί...» το αίμα συνέχισε να μουσκεύει τη στολή «Μπες....προτού χάσω τις αισθήσεις μου....πίεσε κάτι στην πληγή....»
Η Αφροδίτη υπάκουσε. Τι είχε κάνει μόλις; Ποια ενέργεια την ώθησε να κατέβει; Θεέ μου είχε χάσει το τρένο της επιστροφής. Δεν τα είχε καταφέρει να τρέξει μακριά από όποιον εφιάλτη ακόμη θα τη στοίχειωνε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top