Η ανθρωπιά δεν είναι λέξεις/ part 1
ΆΝΟΙΞΗ 1943
Δεν θα ξεχνούσε σε καμία περίπτωση εκείνο το βράδυ. Ο Μίσα δεν είχε σταματήσει ούτε δευτερόλεπτο να ουρλιάζει στον Λεβ για την ηλιθιότητά του και την παιδική του συμπεριφορά. Ο Πέτια ήταν πάντοτε το αφτί εκείνο που ενώ δεν είχε επιλέξει να είναι μάρτυρας των καβγάδων τους, αναγκαστικά τους ανεχόταν γιατί τσακώνονταν μπροστά του.
«Για χιλιοστή φορά, κάντε ησυχία. Αν πληροφορηθούν αυτό που συνέβη εκείνο το βράδυ, κινδυνεύετε να τουφεκιστείτε και οι δύο!»
«Πρέπει να πάψει να κάνει του κεφαλιού του και μία μέρα να καταλάβει, πως με αυτές τις συνθήκες υπάρχει περίπτωση να μη ζήσει κάποιος από τους δύο. Η ζυγαριά φαινομενικά γέρνει προς την πλευρά μου» γρύλισε ο Μίσα σε έναν Λεβ που δεν μιλούσε καθόλου «Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον βοήθησε αυτός ο βρομιάρης! Καλύτερα να με άφηναν να πνιγώ, να ησύχαζα κιόλας από το να ζω με αυτήν την ντροπή!»
«Εντάξει, το καταλαβαίνω! Τίποτε ωστόσο δεν μεταφράζεις εσύ ως ανθρωπιά. Για όλα μιλάς τη γλώσσα του πολέμου. Θα μπορούσε να μας σκότωνε, ωστόσο, κάποια συνείδηση τον οδήγησε να βοηθήσει»
«Δεν σε αντέχω άλλο! Αν συνεχίσεις έτσι, στο λέω ειλικρινά πως δεν θα αντέξεις την παράνοια που ζούμε»
«Καλύτερα να μου δώσω τη χαριστική βολή, παρά να γίνω αναίσθητος!» του φώναξε πίσω ο Λεβ.
«Αυτός ΄΄ο αναίσθητος΄΄ κρατά καλυμμένα τα δικά σας κεφάλια»
«Ανάθεμα Μιχαήλ! Δεν βλέπεις γύρω σου τίποτε; Η ίδια μας η χώρα, κάλεσε σε επιστράτευση όλους τους άνδρες από τα δεκατέσσερα ως τα εξήντα, με εκπαίδευση μονάχα δύο ημερών. Στη μάχη οι δύο πρώτες γραμμές έχουν όπλα. Οι υπόλοιποι είναι άοπλοι, κοινώς εκτεθειμένοι στη βορά του εχθρού, εκτός και αν αρπάξουν το όπλο του νεκρού συναδέλφου τους. Πίσω υπάρχουν οι άνδρες των μυστικών υπηρεσιών της ΝΚVD, οι οποίοι ανηλεώς τιμωρούν όποιον οπισθοχωρεί. Κανένας ηγέτης όμως δεν πολεμά, Μιχαήλ. Στέλνουν εμάς σαν αναλώσιμα αντικείμενα και τίποτε άλλο. Γι' αυτό επιμένω σε όσα λέω»
Ο Μίσα τον κοίταξε εμβρόντητος. Δεν αγαπούσε καθόλου αυτές τις συζητήσεις. Ήξερε εμφανώς πως έκρυβαν αλήθεια, μα ερχόταν σε δύσκολη θέση αν το σκεφτόταν. Δεν είχε το περιθώριο να εκλογικεύσει τίποτε απολύτως.
«Λεβ, εδώ που ήμαστε δεν μπορείς να σκέφτεσαι έτσι, αλλιώς θα πεθάνεις» ήταν τα μοναδικά λόγια που ξεστόμισε επίτηδες. Δεν ήθελε να του φουσκώσει τα μυαλά. Καλύτερα να τον εφοδίαζε με σκληρότητα και ας τα έβαζε μαζί του. Ήθελε να ξεχάσει ακόμη και την όψη του Βέρνερ που για δευτερόλεπτα είχε μειδιάσει στη θέα του Λεβ.
Ο Βέρνερ ωστόσο ζούσε πνιγμένος σε στιγμές εφιαλτικές. Ένας φοβερός συριγμός είχε προσεγγίσει τις θέσεις τους και μέσα σε δευτερόλεπτα ένιωσε πως βρισκόταν στην Κόλαση. Φυσικά αποστολή του δεν ήταν μονάχα ο στόχος του Μίσα. Ο Βέρνερ είχε αποδειχτεί κυριολεκτικά χειρούργος στους στόχους του, μονάχα που τώρα ο αέρας γύρω του ήταν γεμάτος από θραύσματα, ο ίδιος αδυνατούσε να αναπνεύσει εξαιτίας της σκόνης και των αερίων, ενώ στα αφτιά του έφταναν οι οιμωγές των τραυματισμένων. Η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια του, με αποτέλεσμα να πέσει σε ένα χαντάκι. Ακόμη μία έκρηξη ακολούθησε και δεκάδες ακρωτηριασμένα μέλη ξεκίνησαν να πέφτουν γύρω του. Οι σύντροφοί του ψιθύριζαν παρακλήσεις, ενώ άλλοι έδιναν στον εαυτό τους υποσχέσεις που θα κρατούσαν αν έβγαιναν ζωντανοί. Με ψυχραιμία, ο Βέρνερ πάλεψε να συγκρατήσει ορισμένους που ήταν στα πρόθυρα της υστερίας. Το έδαφος συνέχισε να τρέμει και η αποπνικτική ατμόσφαιρα τον έκανε να αισθανθεί αβοήθητος. Πρηνής καθώς ήταν μέσα στο όρυγμα, ξεκίνησε να προσεύχεται σε κάποιον Θεό να τον βοηθήσει. Μία τρομερή έκρηξη κοντά του, του στέρησε για την ώρα την ακοή, προκαλώντας του στιγμιαίο αποπροσανατολισμό. Ευθύς πάλεψε να προστατέψει το κεφάλι του, έστω και από ένστικτο, όταν ένιωσε ένα αντικείμενο να πέφτει κατευθείαν μέσα στο χαράκωμα.
Απότομα τραβήχτηκε πίσω όταν αντιλήφθηκε με κυριολεκτικό τρόμο πως ήταν τα υπολείμματα ενός συναδέλφου του. Ένας κορμός μονάχα είχε απομείνει και αυτός δίχως μέλη, με ένα πρόσωπο γεμάτο θραύσματα, που το είχαν παραμορφώσει σε μία άμορφη μάζα. Παρόλα αυτά ζούσε. Ήταν φρικτό.
«Τι συμβαίνει; Γιατί επικρατεί σκοτάδι; Πού είναι το σώμα μου; Πού είναι τα πόδια μου;»
Ο Βέρνερ παρέλυσε κυριολεκτικά από τον τρόμο «Βοηθήστε με! Σας παρακαλώ...»
Η εφιαλτική σκηνή συνεχιζόταν και το τρεμάμενο χέρι του Βέρνερ σηκώθηκε για να τον σημαδέψει στο μέτωπο με τη χαριστική βολή. Δεν υπήρχε καμία απολύτως ελπίδα, αλλιώς θα παραφρονούσε. Άλλος ένας εφιάλτης που θα έμενε στοιβαγμένος στα άδυτα του διαλυμένου του νου, άλλη μία εικόνα που θα τον στοίχειωνε, παρέα με τόσες άλλες. Άραγε θα γινόταν ποτέ άνθρωπος; Θα υπήρχε ποτέ μία ελπίδα να πλάσει στη φαντασία του κάτι όμορφο; Θα υπήρχε ποτέ κάποιο τέλος; Στιγμές που να μη φοβάται; Που να μην τον διαπερνά η φρίκη; Επιλογή δεν είχε στη ζωή καμία. Ή θα πολεμούσε για τη χώρα του ή θα πέθαινε. Πώς θα μπορούσε όμως να μιλήσει κάποτε για όλα αυτά; Πώς θα μπορούσε να περιγράψει την έννοια του ανθρώπου; Μπροστά στα μάτια του σκορπίζονταν μέλη σαν να ήταν κομμάτια από πηλό. Σε όλα αυτά πού χωρούσε ο έρωτας; Ακόμη και τον δεσμό του είχε ξεχάσει. Κάποτε της έστελνε γράμματα. Πλέον οι λέξεις δεν σχηματίζονταν, δεν είχαν καμία δύναμη.
Να το πάλι! Οι Ρώσοι ξαναχτυπούσαν και εκείνοι είχαν λίγες ελπίδες. Οι νεκροί τους και οι τραυματίες στοιβάζονταν κυριολεκτικά και οι Ρώσοι έπρεπε να αναρριχηθούν από πάνω τους, χρησιμοποιώντας τους πολλές φορές σαν κάλυψη. Ο Μίσα είχε προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές. Ο Βέρνερ βγήκε μπροστά. Οι δυο τους σημάδευαν τους αντιπάλους και έπειτα γυρνούσαν το όπλο ο ένας στον άλλο. Ήταν τόσο μεγάλη η λύσσα της μάχης, που τινάχτηκαν μέσα σε ένα χαράκωμα έτοιμοι να μονομαχήσουν. Η βασική μάχη μαινόταν πιο μακριά, οι Ρώσοι πυροβολούσαν προς πάσα κατεύθυνση, οι τραυματίες ούρλιαζαν. Οι δυο τους με πρόσωπα ματωμένα και τη ξιφολόγχη έτοιμη, έχοντας αφήσει για λίγο τη χρήση υποπολυβόλων, κοιτάχτηκαν με μίσος.
«Θα σε τελειώσω...»του γρύλισε ο Μίσα και οι δυο τους έκοβαν κύκλους σαν τα θηρία. Η μοίρα όμως είχε και πάλι διαφορετικά σχέδια, όταν μία κοντινή χειροβομβίδα τους άφησε αναίσθητους. Χώματα έπεσαν μέσα στον λάκκο καλύπτοντάς τους.
Οι Ρώσοι είχαν υποχωρήσει εξαιτίας της γερμανικής επίθεσης και τα μέτωπα είχαν μετακινηθεί. Πλέον είχε βραδιάζει και ο Μίσα ένιωσε πως κάποιος ή κάτι του έκλεβε το οξυγόνο. Το κεφάλι του πονούσε υπερβολικά, ένιωθε το αίμα να έχει ανακατευτεί μαζί με χώμα, όταν συνειδητοποίησε πως το έδαφος τον είχε πλακώσει. Δίχως να επιτρέψει στον εαυτό του να πανικοβληθεί, ευθύς ξεκίνησε να σκάβει προς τα πάνω και να τινάζει βίαια τον κορμό του. Όταν κατόρθωσε επιτέλους να βγάλει το κεφάλι του, ανάσανε βίαια. Έξω επικρατούσε ησυχία. Ο ουρανός ο ρωσικός ήταν κεντημένος με αστέρια. Τραυματισμένος και αποκαμωμένος, ξέθαψε και το υπόλοιπο κορμί του, όταν ακριβώς δίπλα του είδε ένα χέρι να κουνιέται ελάχιστα. Παρόλα αυτά, ο αντίπαλος δεν εκλιπαρούσε για βοήθεια. Ήταν σαν να αναγνώριζε την ήττα του και απλώς να καρτερούσε τον θάνατο. Οι γροθιές του Μιχαήλ άσπρισαν από το σφίξιμο. Βρίζοντας, ξεκίνησε να σκάβει το βουναλάκι, μόνο για να αποκαλυφθεί ένα κεφάλι. Ο Βέρνερ έβηχε στην προσπάθεια να ξεφορτωθεί το χώμα από τη στοματική του κοιλότητα. Τα ολοπράσινα μάτια του αντίκρυσαν εκείνα του Μίσα. Ο Ρώσος έμεινε αμίλητος. Συνέχισε να σκάβει γύρω από το σώμα του Βέρνερ και με δύναμη τον τράβηξε έξω. Εξαιτίας του σοκ, ο νεαρός για λίγο είχε χάσει τη μιλιά του. Κραυγές σιγανές δραπέτευαν από τα χείλη του, ενώ κοιτούσε έντονα το νερό που κατάπινε με μανία ο Μιχαήλ.
«Θα σου δώσω, μην κραυγάζεις»
Μόλις έφτασε στα χείλη του, ρούφηξε τις γουλιές με ανάγκη. Παρόλα αυτά, συνέχισε να κείτεται στο έδαφος ανήμπορος να σηκωθεί. Ένας λόγος ήταν και ψυχολογικός. Η αδρεναλίνη είχε άξαφνα εξατμιστεί, αφήνοντάς τον κουρασμένο και τραυματισμένο. Ο Ρώσος μαζεύτηκε σε μία μεριά στο χαράκωμα και δίχως να τον κοιτάζει, έμεινε να χαζεύει το ουράνιο στερέωμα. Δεν ήξερε πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που είχε αφεθεί να χαρεί την ομορφιά μίας φύσης που την διακατείχε η απόλυτη ησυχία. Το φεγγάρι έλαμπε σαν σφαίρα μαργαριταρένια και με τρόπο πρόσεξε πως ο Βέρνερ, έσερνε το κορμί του προς την άλλη άκρη, έχοντας καθίσει σαν ένα κουβάρι, βυθισμένος στη σιωπή και τη θλίψη. Κάτι τέτοιο ονομαζόταν κατάντια. Δύο νεαροί άνδρες αντί να απολαμβάνουν τη ζωή, τον έρωτα και γιατί όχι τη φιλία, ήταν αναγκασμένοι να ξεσκίζουν και να ξεσκίζονται υπό τις εντολές των ηγετών τους. Το θέαμά τους ήταν κυριολεκτικά σπαρακτικό. Ματωμένοι και αδύναμοι, είχαν επιλέξει τις δύο αντίθετες γωνιές, κοιτώντας τον ίδιο ουρανό αμήχανα.
«Εμείς προσπαθήσαμε πάντως» ακούστηκε ξανά η φωνή του Μίσα και ο Βέρνερ κάγχασε.
«Ναι. Παλέψαμε να αλληλοσκοτωθούμε αλλά πάλι κάτι στράβωσε» απάντησε ο Βέρνερ «Ευχαριστώ που με έβγαλες»
«Ίσως και να έκανα λάθος. Ίσως να είσαι εκείνος ο αντίπαλος που αν του επιτρέψεις να ζήσει, δεν θα χάσει την ευκαιρία και θα φροντίσει να σε βγάλει από τη μέση. Εδώ που φτάσαμε ωστόσο, είτε ζήσω είτε πεθάνω, δεν έχει καμία σημασία. Δεν με νοιάζει. Δεν βλέπω καν την ύπαρξη κάποιου μέλλοντος»
«Αν αύριο τελείωνε ο πόλεμος, τι θα ήθελες να κάνεις;» τον ρώτησε ο Βέρνερ.
«Να γυρίσω στη φύση. Μεγάλωσα σε ένα αρχοντόσπιτο. Ήμουν υιοθετημένος και δεν ξέρω ποια είναι η οικογένειά μου. Το έσκασα όμως και κατέληξα σε έναν μικρό οικισμό κοντά σε δάση. Αγαπούσα το κυνήγι, τα μπάνια στο ποτάμι. Ε-εσύ;»
«Δεν ξέρω τι θα έκανα. Θαρρώ πως δεν έχω πολλές επιλογές. Είναι λογικό ο κόσμος να με μισεί, οπότε θα επέστρεφα στο σπίτι μου, απλά για να πω στη μάνα μου πως είμαι ζωντανός. Έχασε ήδη τον μικρό μου αδερφό και κάθε μέρα είμαι σίγουρος πως προσεύχεται για εμένα. Έγινα ελεύθερος σκοπευτής στην προσπάθεια κάποτε να επιβιώσω. Εσύ να φανταστώ διδάχτηκες από νέος την τέχνη»
«Έτσι είναι. Αγρίμι ήμουν, αυτό συνέχισα να είμαι. Απλά υπάρχουν στιγμές που κάποια πράγματα δεν βγάζουν νόημα»
«Όχι δεν βγάζουν. Δηλαδή, εγώ προσωπικά προσπαθώ να επιβιώσω. Δεν έχω πια καμία όρεξη για κατακτήσεις. Ο πόλεμος έχει κριθεί και το ξέρω»
«Η Γερμανία δεν νομίζω να συνεχίσει να υπάρχει για πολύ ακόμη»
Ο Βέρνερ σώπασε. Τίποτε δεν τον ένοιαζε πέρα από τη μητέρα του. Δεν μπορούσε να φανταστεί να πάθαινε κάτι κακό
«Η μητέρα μου θα ήταν περήφανη τώρα. Ποτέ δεν ήταν υπέρ του καθεστώτος αλλά ήμουν νέος και έβλεπα αλλιώς τα πράγματα. Οι άνδρες θεωρούμε τη στολή ή τον στρατό κάτι σπουδαίο, έναν λόγο για να είμαστε περήφανοι. Οι περισσότεροι υπήρξαμε μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας. Εκδρομές, στολές, προπονήσεις, παρέες. Έμοιαζε σαν μία κατασκήνωση, με τη διαφορά πως παρακαλούσες να μην είσαι ο αδύναμος»
Ο Μίσα τον κοίταξε για πρώτη φορά με ενδιαφέρον..
«Πυροβολούμε ακόμη και συναδέλφους μας, οι μυστικοί πράκτορες είναι πάντα στα μετόπισθεν σαν τιμωρία, οι αιχμάλωτοι που γλίτωσαν τουφεκίζονται ή φυλακίζονται. Τόση αξία έχει ο στρατιώτης που τοποθετεί την πενιχρής αξίας ζωή του, στην πατρίδα του»
«Δεν το ήξερα» ψιθύρισε ο Βέρνερ.
«Μένει να δούμε πώς θέλουν οι ισχυροί να μοιράσουν το χρήμα. Ως τότε, οι Γερμανοί για εμένα θα είναι στο αντίπαλο στρατόπεδο. Έχετε βιάσει τις γυναίκες μας, κάψει τα χωριά μας, ξεριζώσει τον εβραϊκό πληθυσμό»
«Το γνωρίζω. Προσωπικά δεν έκανα τίποτε από αυτά»
«Το ξέρω. Από την περιγραφή της μητέρας σου. Μοιάζει σπουδαίος άνθρωπος. Κάποτε σκέφτομαι πως ίσως και να ήθελα και εγώ μία μητέρα που να με αγαπά. Αν ήταν όμως να τύχω στη λάθος, καλύτερα ορφανός»
«Η οικογένεια έχει και όμορφες στιγμές. Σαν παιδί μεγάλωσα με αγάπη. Γιορτές σπίτι, παιχνίδια με τον αδερφό μου τον Ζεπ. Δεν μπορούσαμε όμως να μη συμμετάσχουμε σε όλο αυτό. Κάποτε είναι μονόδρομος. Η αλήθεια είναι πως η κίνησή σου τώρα με έβαλε για πρώτη φορά σε σκέψεις»
«Αν τις αφήσεις στο πεδίο της μάχης, θα πεθάνεις»
«Έμαθα όμως για τί αξίζει να ζω. Οι άνθρωποι δεν έχουν πεθάνει τελικά. Κανείς δεν θα με βοηθούσε στη θέση σου»
«Έχω και εγώ τις αρχές μου»
«Είναι ίσως κάτι πολύ περισσότερο από αυτό»
«Τώρα είμαστε ίσοι»
Οι δρόμοι τους θα χώριζαν, όμως τώρα πια δεν ήταν δύο άγνωστοι. Μεταξύ τους, υπήρξε μία σιωπηλή υπόσχεση που δεν ειπώθηκε με λόγια. Είχαν μιλήσει τα μάτια, όταν αντάμωσαν το ένα το άλλο για τελευταία φορά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top