Τα Αετόπουλα/part 2
Ο Στέφανος στεκόταν στην ουρά του συσσιτίου. Από μικρός είχε μάθει να συγκρατεί, όσο αυτό ήταν δυνατό, τα συναισθήματά του, στηρίζοντας την οικογένειά του. Ζαλισμένος από την ορθοστασία, έπλαθε με τη φαντασία του εικόνες, προκειμένου να ξεπεράσει την πείνα που αισθανόταν. Είχε φτάσει να φοβάται πως ακόμη και η Ανδριανή θα τον παρατούσε για κάποιον πιο εύρωστο. Αν έσκυβε, θα μετρούσε με περισσή άνεση τα πλευρά του κορμιού του. Η ουρά κόντευε να φτάσει στον θλιβερό της προορισμό, όταν τους ανακοινώθηκε πως δεν υπήρχε άλλο φαγητό και έπρεπε να μεταφερθούν σε άλλη ουρά. Η οργή έφτασε να επισκιάσει σχεδόν κάθε αντοχή του, όταν αντίκρυσε τον κύριο Μανώλη που εργαζόταν στο διπλανό καφενείο, να τον κοιτάζει με νόημα.
«Έλα μέσα» του είπε σχετικά χαμηλόφωνα «Άσε με να σε κεράσω κάτι»
Ο Στέφανος εξαντλημένος, αγωνιώντας κυρίως για την τύχη της οικογένειάς του, δέχτηκε με μία ελαφριά καχυποψία. Η ζωή του είχε διδάξει πως τίποτε δεν διατίθεται αφιλοκερδώς, ιδίως όταν οι καιροί είναι τόσο ζοφεροί και δεν γνωρίζεις ποιον να εμπιστευτείς. Στη ζωή του δεν είχε ξαναμπεί σε αθηναϊκό καφενείο. Οι μυστακοφόροι θαμώνες, με πρόσωπα βλοσυρά, καταδικασμένα σε αέναη κατήφεια, τυλιγμένα σε σύννεφα καπνού, ήταν βυθισμένοι στις μίζερες σκέψεις τους. Ο Στέφανος με προσοχή κάθισε και λίγο αργότερα, μία δροσερή λεμονάδα βρέθηκε μπροστά του. Σαν ακούμπησε την άκρη της γλώσσας του, η αίσθηση της ζάχαρης ξύπνησε όλες του τις αισθήσεις.
«Ευχαριστώ κύριε Μανώλη. Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σας»
«Παρακαλώ Στέφανε. Να με λες σύντροφο. Δεν υπάρχει λόγος για τυπικότητες. Όλοι είμαστε ίσοι»
Ο Στέφανος το σκέφτηκε για λίγο. Εντάξει οι άνθρωποι από την πλευρά καθαρά της ανθρώπινης υπόστασης, ήταν πράγματι ίσοι. Από πλευράς επαγγέλματος πάλι, όχι. ΄΄Οι τίτλοι προκαλούν διχασμό΄΄ έλεγε κάποτε ένας πελάτης του πατέρα του, ωστόσο εκείνος διαφωνούσε. Δεν ήθελε να τον αποκαλούν σύντροφο, αλλά με το όνομά του.
«Λοιπόν σύντροφε;» ήχησε πάλι η φωνή του Μανώλη «Είμαστε ίσοι, ναι;» τον κοίταξε επίμονα, με φρύδια σμιγμένα.
Αυτό έμοιασε στον Στέφανο με επιβολή. Μία διαταγή παράδοσης που δεν γινόταν αποδεκτή. Ο ίδιος δεν είχε βάλει ποτέ πολιτικό τίτλο στον εαυτό του. Δεν ήταν δεξιός ή αριστερός, μα απλά ήταν Έλληνας. Μάλιστα. Ήταν Έλληνας και αυτόν τον τίτλο τον διατυμπάνιζε με υπερηφάνεια. Μία υπερηφάνεια τσακισμένη πλέον, καθώς οι ανάγκες της επιβίωσης πίεζαν πάνω και πέρα από οτιδήποτε άλλο. Η επιβολή ωστόσο μίας ιδέας, έμοιαζε με βούρτσα συρμάτινη που με πείσμα έξυνε μία ανοιχτή πληγή. Ένας αλλόκοτος, οξύθυμος επαναστάτης, αναδεύτηκε μέσα στην ψυχή του.
«Θαρρώ κύριε Μανώλη πως δεν είμαστε όλοι ίσοι. Όχι όταν η ανθρώπινη ευφυΐα έχει τόσες πολλές διακυμάνσεις. Σαν πλάσματα όμως απέναντι σε έναν Δημιουργό, απέναντι στην ίδια τη γη που πατάμε, σαφώς και είμαστε»
Η αιχμηρή του απάντηση τον ξάφνιασε. Τα μισόκλειστα μάτια του, τα οποία μέχρι τότε ήταν γαλήνια, άξαφνα άστραψαν. Το στόμα του μεταμορφώθηκε σε μία μοχθηρή, λεπτή γραμμή σάρκας δίχως αίμα. Τα κεφάλια των θαμώνων στράφηκαν προς το μέρος του. Γρυλίσματα και βρυχηθμοί ακούστηκαν στο καφενείο. Ο κύριος Μανώλης ωστόσο, ανέκτησε εκ νέου τη ψυχραιμία του. Ο Στέφανος είδε τον σερβιτόρο να πλησιάζει με εμφανή αντιπάθεια προς το πρόσωπό του και δουλοπρεπώς να απευθύνει τον λόγο στον Μανώλη.
«Σύντροφε, μπορώ να σου φέρω κάτι; Λίγο καφέ;»
«Όχι σύντροφε. Είμαι εντάξει»
΄΄Σιγά τον σύντροφο! Με το ζόρι να προωθείται η δήθεν ισότητα΄΄ σκέφτηκε ο Στέφανος
«Στέφανε, θα ήθελα να μιλήσουμε» του είπε ο κύριος Μανώλης.
«Για ποιο πράγμα;»
«Είσαι πολύ θερμοκέφαλος. Ποιος σου βάζει αυτές τις αλλόκοτες, επαναστατικές ιδέες στο μυαλό; Θα μπορούσες να γίνεις μία λαμπρή φυσιογνωμία. Μάθαμε μάλιστα πως δεν επέτρεψες στους ναζί αξιωματικούς να μείνουν στο σπίτι σου. Σε θαυμάζουμε γι' αυτό το θάρρος. Επίσης, μπήκες στην Κομαντατούρ, καθώς έμεινες πίσω υπερασπιζόμενος έναν φίλο. Ο γιος μου ήταν παρών και τα είδε όλα»
«Ο γιος σας, όπως και ο φίλος μου ωστόσο, δεν είχαν μυαλό. Δεν ήταν καν οργανωμένοι όταν επιτέθηκαν στους Ιταλούς με αποτέλεσμα να εμφανιστούν οι Γερμανοί. Η κατάληξη ήταν τραγική ωστόσο αφού εκτελέστηκαν αθώοι. Τα αντίποινα πρέπει πάντα να τα σκεφτόμαστε. Εγώ και η οικογένειά μου, ερχόμαστε από τα Βουρλά. Ο θείος και ο πατέρας μου θέλησαν να ριζώσουν σε αυτή τη χώρα και εγώ θα κάνω τα πάντα για να επιβιώσουμε. Κάτι τέτοιο δεν με καθιστά προδότη, θέλω να πιστεύω. Έχω υψώσει ουκ ολίγες φορές το ανάστημά μου στους Γερμανούς και φυσικά δεν τους φοβάμαι. Αυτό δεν σημαίνει πως επιθυμώ να μπω σε περιπέτειες. Όσο για τις επαναστατικές ιδέες που δήθεν μου βάζουν, αναφέρεστε στην οικογένειά μου;»
«Η οικογένειά σου δεν μιλά ποτέ για τους Γερμανούς. Ο θείος σου φιλοξενεί δύο»
«Ο πατέρας μου είναι ένας σοφός άνθρωπος. Όσο για την φιλοξενία, θαρρώ πως γνωρίζετε ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή»
«Λοιπόν, σύντροφε» επέμεινε στον τίτλο ο κύριος Μανώλης «Είσαι καλός άνθρωπος και έχεις καλό σκοπό. Θα ήθελα να διαβάσεις ένα βιβλίο» είπε και έβγαλε από την τσάντα που κουβαλούσε ένα μικρό βιβλίο. «Είναι η εισαγωγή στις ιδέες του Μαρξ, στον τρόπο σκέψης του»
«Φανταστικό!» αναφώνησε ο Στέφανος που δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Μαρξ «Έβγαλε βιβλίο ο φίλος σας;»
«Όχι βρε βλάκα!» ξέσπασε πια ο Μανώλης «Φιλόσοφος είναι. Έχει πάει στα θυμαράκια καιρό τώρα!»
«Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε. Καλώς...σύντροφε. Θα το διαβάσω και θα σου δώσω αναφορά»
«Αυτό είναι για εσένα» του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί «Σε είδα πως δεν πρόλαβες...»
΄΄Μάλιστα΄΄ σκέφτηκε ο Στέφανος ΄΄Ώστε όλα τελικά, είχαν ένα αντάλλαγμα΄΄. Αργότερα, θα ερχόταν κοντά με ένα περιοδικό που ονομαζόταν τα Αετόπουλα. Επιλογές δεν θα είχε πολλές. Θα ήταν ή αυτό ή η απόλυτη πείνα.
Σαν επέστρεψε, είδε πως η μητέρα του είχε βράσει άγρια ραδίκια, τα οποία είχε αγοράσει από έναν πλανόδιο μικροπωλητή. Της έδωσε και το ψωμί προσπαθώντας να μην κοιτάξει την ωχρή της επιδερμίδα. Μονάχα σαν στάθηκε απέναντί της, άνοιξε τα χέρια του και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Η Δέσποινα που έλιωνε μέρα με τη μέρα, κρύφτηκε στο αδυνατισμένο κορμί του γιού της που φορούσε κουρέλια φτωχικά. Τα είχαν σχεδόν όλα πουλήσει για να αγοράσουν μία κότα και έναν κόκορα, οι οποίοι ωστόσο δεν τους είχαν προσφέρει τίποτε απολύτως ως τώρα. Παρόλα αυτά δεν τους πήγαινε η καρδιά να τους σφάξουν.
«Μην ανησυχείς. Θα γυρίσω αν χρειαστεί όλη την Ελλάδα για να σου βρίσκω φαγητό»
Εκείνη τον βαστούσε φανερά συγκινημένη.
«Μακάρι να μεγάλωνες πολλά χρόνια πριν. Να γνώριζες έναν άλλο κόσμο εκεί, Στέφανε. Σ΄αγαπώ γιέ μου»
«Και εγώ σε αγαπώ. Δεν θέλω να φοβάσαι» της σκούπισε τα δάκρυα.
«Φοβάμαι πως το αίμα σου που βράζει θα σε οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια»
«Πάνω από όλους, είστε εσείς»
Κάθισε για λίγο στο κρεβάτι του. Απόψε θα έβγαινε με την Ανδριανή. Ο έρωτάς τους, η σχέση αυτή, ήταν πάνω από κάθε τι άλλο. Του έδινε κουράγιο, ώστε να μην χάσει τελείως το μυαλό του. Την ίδια στιγμή, ο Φίλιμπερτ επέστρεφε στο σπίτι, φανερά καταβεβλημένος. Στη στολή του, σε μία τσέπη, είχε το σχέδιο που είχε φτιάξει εκείνη. Η κοπέλα που πριν χρόνια είχε σταλεί για εξομολόγηση και είχε πέσει θύμα βιασμού από τον άνθρωπο που άκουγε τον πόνο και τις ανησυχίες της. Περνώντας μπροστά από το δωμάτιό της, βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Ο Λευτέρης κοιμόταν στο κρεβάτι του και εκείνος τον πλησίασε για να τον χαϊδέψει. Η Αφροδίτη βρισκόταν στον κήπο ελέγχοντας τα πτηνά, όταν επιστρέφοντας τον είδε. Ο Φίλιμπερτ της χαμογέλασε αμήχανα. Η Ανδριανή είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να της γράψει ξανά. Η κοπέλα ωστόσο καρτερούσε και όσο δεν έβλεπε κάποιο γράμμα, τόσο απογοητευόταν. Ήταν ίσως θρασύ εκ μέρους της να σκεφτεί να τον συναντήσει.
Τα μάτια και των δύο, κατρακύλησαν στην Οδύσσεια.
΄΄Θα μπορούσαμε άραγε να κλεφτούμε; Να χαθούμε στον Όλυμπο κοντά στους Θεούς και αρπάζοντας την τριήρη μας να εξερευνήσουμε όλα εκείνα τα μαγικά μέρη στα οποία βρέθηκε ο ήρωάς μας;΄΄ σκέφτηκε ο Φίλιμπερτ.
Ταυτόχρονα, πήγαν να ακουμπήσουν το βιβλίο. Το χέρι του άγγιξε το δικό της για δευτερόλεπτα. Τα μάτια της κοίταξαν το σημείο όπου την είχε αγγίξει. Φοβήθηκε. Ήταν ο εχθρός
«Νιώθω πως σαν ένας άλλος Οδυσσέας, κατεβαίνω στον Κάτω Κόσμο προκειμένου να συναντήσω τον μάντη Τειρεσία. Στα πέρατα του Ωκεανού, στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασιλεύει το σκοτάδι, αναζητώ θαρρώ την Ιθάκη μου. Για μία τρελή στιγμή» τραύλισε «Σκέφτηκα πως τη βρήκα» την κοίταξε στα μάτια για δευτερόλεπτα. Ήθελε τόσα πολλά να της πει, μα κυρίως να της ανέφερε πως θα τιμωρούσε εκείνον που της έκοψε το νήμα της ευτυχίας.
«Νιώθω σαν να κατοικώ χρόνια εκεί, στον Κάτω Κόσμο και πως σαν άλλη Πηνελόπη καρτερώ στωικά τη στιγμή που θα με επισκεφθεί η ευτυχία» Σάστισε «Συγγνώμη. Δεν πρέπει να σου μιλώ, δεν πρέπει να ξέρεις τίποτε από όλα αυτά»
Ο Φίλιμπερτ την κοίταξε. Πάλευε να αντισταθεί με νύχια και με δόντια.
«Θα με ζωγραφίσεις μία ακόμη φορά; Δίχως να είναι στα κρυφά» του ξέφυγε θαρρείς από τα πνευμόνια.
«Μα, εγώ δεν ζωγραφίζω και τόσο καλά»
«Έχε πίστη στον εαυτό σου. Αξίζεις πολλά. Αντιθέτως, εγώ δεν αξίζω τίποτε» της είπε και την είδε να τον κοιτά, έτοιμη να τον διαψεύσει «Θα μπορούσα να προτιμήσω τον θάνατο, από το να γίνω ένας στρατιώτης της Βέρμαχτ. Αντί αυτού, πολέμησα στην Πολωνία και καθώς το έκανα σχεδόν με αυταπάρνηση, έγινα αξιωματικός. Ξέρεις, σε μία κοινωνία σαν τη δική μας, οι επιλογές είναι λίγες. Ήθελα να μην έχω τον τίτλο του ορφανού, ήθελα και εγώ να είμαι κάποιος, μα τελικά κατέληξα ένα τίποτε. Ως Γερμανός φυσικά, έτσι και αλλιώς, ήμουν καταδικασμένος να με μισούν όλοι»
«Δεν σε μισώ εγώ» του ψιθύρισε δίχως να τον κοιτάζει. Ο Φίλιμπερτ, σαν να είχε ακούσει ύμνο, κάθισε σε μία ξύλινη καρέκλα κοιτάζοντάς την. Η Αφροδίτη ξεκίνησε να τον σχεδιάζει. Πρώτα τα μάτια του. Εκείνα που έκρυβαν φως και κάτι ακόμη σαν την κοιτούσαν τρυφερά.
Βερολίνο, 1941
Όταν η Ελένη εισήλθε σε ένα διαμέρισμα σκοτεινό και όχι ιδιαίτερα ευρύχωρο, πίστεψε πως δεν θα έβγαινε ποτέ της ζωντανή. Ο Άρτουρ δεν της είχε πει ούτε μισή κουβέντα. Μόλις μπήκαν, της έδειξε έναν καναπέ και της πρόσφερε από μόνος του ένα ποτήρι με νερό.
«Μείνετε εδώ και επιστρέφω»
Άφησε την πόρτα ελαφρώς ανοιχτή και εκείνη, αφού άφησε πέντε λεπτά να περάσουν, σηκώθηκε και βάδισε στο σπίτι κοιτώντας. Ήταν σχετικά μικρός ο χώρος. Η κρεβατοκάμαρα είχε ένα μονό και περιποιημένο κρεβάτι. Πουθενά δεν υπήρχε κάποια δική του φωτογραφία ή κάποιου μέλους της οικογένειάς του. Δίπλα από το κρεβάτι, υπήρχε ένα αρκουδάκι βρώμικο. Του έλειπε το ένα πόδι. Στο μυαλό της έκανε ευθύς τον συνδυασμό. Αυτό το παιχνίδι, αντικατόπτριζε τον ίδιο. Όταν αποφάσισε να μετακινηθεί στον καναπέ, ήταν αργά. Η φιγούρα του Άρτουρ στεκόταν πίσω της, βυθισμένη στην οργή και με το όπλο να τη σημαδεύει.
«Τελικά, ήσουν μάλλον κακή επιρροή για τον αδερφό μου. Επέστρεψε στη θέση σου αυτή τη στιγμή, καθώς την επόμενη φορά, μία τρύπα ερυθρή θα στολίζει το μέτωπό σου και διόλου δεν με απασχολεί αν θα λείψεις του αδερφού μου»
«Συγγνώμη, εγώ...»
«Σκάσε!» την έσπρωξε και την έβαλε να καθίσει με το ζόρι «Μίλα μονάχα για τον μικρό. Τι ξέρεις; Πού τον βρήκατε;»
«Αρχικά, του μοιάζετε. Στο πρόσωπο. Ο Φίλιμπερτ βρέθηκε στο κατώφλι του ιδρύματος όταν ήταν μόλις λίγων μηνών. Ήταν ένα εκπληκτικό παιδί και τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Εγώ του δίδαξα τα ελληνικά»
«Και πολλά άλλα. Εξαιτίας σου έχει γίνει μαλθακός! Ένας στρατιώτης του Ράιχ, δεν επιτρέπεται να ταΐζει παιδάκια και γέρους και άπορους! Θα τον εκμεταλλευτούν και θα βρεθεί μπλεγμένος»
«Εσείς ωστόσο, θέλατε να τον βρείτε. Γιατί;»
«Γιατί είναι συγγενής μου, αίμα μου. Ήθελα να τον γνωρίσω»
«Τον...τον αγαπάτε;»
«Δεν σε αφορά αυτό! Τις ερωτήσεις εγώ τις θέτω. Πώς έζησε στο ίδρυμα; Είχε μία καλή ζωή;»
«Με όλες τις δυσκολίες ή και τις τιμωρίες, πιστεύω πως είχε. Έκανα και εγώ ότι περνούσε από το χέρι μου για εκείνον και τον Κάσπαρ, τον φίλο του»
«Έχεις πληροφορίες για εκείνον τον νεαρό;»
«Τίποτε κύριε. Δεν έχει βρεθεί τίποτε»
Ο Άρτουρ την κοίταξε έντονα. Σε αυτή την κυανή άβυσσο κρυβόταν η δυσπιστία. Ήταν έξυπνος. Ήξερε να φυλάγεται πολύ καλά. Ποτέ δεν θα της μιλούσε ειλικρινά, μήτε θα της έλεγε την ιστορία πίσω από το παιχνίδι εκείνο με τη σωματική ανεπάρκεια.
«Θα το ψάξω πολύ καλά. Αν μου λες ψέματα, εγώ ο ίδιος θα σε εκτελέσω»
«Φιλοξένησα τον αδερφό σας, όταν δεν είχε στέγη. Αν υπάρχει μία αλήθεια, αυτή είναι πως τον αγαπώ. Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Θα φύγω με ήσυχη συνείδηση»
«Θα σε παρακολουθώ. Εμείς δεν τελειώσαμε ακόμη» της έδειξε την πόρτα και μόλις εκείνη έφυγε, την κοπάνησε με φόρα πίσω του. Πήγε στο δωμάτιό του και πήρε το αρκουδάκι. Το είχε βρει στα σκουπίδια πριν από πολλά χρόνια. Ποιος θα ήθελε ένα χαλασμένο, ελαττωματικό παιχνίδι; Ποιος θα μπορούσε να αγαπήσει ένα κουτσό παιδί;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top