Σκληρότερη Στάση/ part 4

Γυρνώντας σπίτι της, εξαιτίας της απαγόρευσης, άκουσε ένα διστακτικό χτύπημα στην πόρτα. Ανοίγοντάς την, αντίκρυσε την παιδική της φίλη την οποία αγκάλιασε σφιχτά. Η Ανδριανή χαιρόταν τόσο που την έβλεπε. Της είχαν λείψει ακόμη και τα γράμματα που αντάλλαζαν. Αισθανόταν πως τώρα τελευταία, τα είχε πιο ανάγκη από ποτέ. Τα συναισθήματά της έμοιαζαν μπερδεμένα. Ο κύριος Παύλος την αγκάλιασε και εκείνος.

«Όλα καλά μπαμπά;» τον ρώτησε η κόρη του και τον είδε να χαμογελά αχνά.

«Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι πως έχω διανύσει πολύ δρόμο και δύσκολο» Ήταν υπερβολικές οι δοκιμασίες της ζωής. Ξεριζωμός, ο χαμός της γυναίκας του, το δράμα της κόρης του και τώρα η κατοχή και η πείνα «Σκέφτομαι πως ο Θεός ρίχνει στο δρόμο μας, όσα είμαστε ικανοί να αντέξουμε. Ποτέ περισσότερα. Χαίρομαι που εσύ και ο Λευτέρης είστε στη ζωή μου. Μερικές φορές γίνομαι αυστηρός, μα ο κόσμος είναι σκληρός, η κοινωνία κρίνει. Έκρινε κάποτε ακόμη και εμάς που είμαστε Έλληνες. Γι' αυτό θέλω να σε προστατέψω, ίσως περισσότερο από όσο χρειάζεται ορισμένες φορές. Νιώθω τύψεις όμως. Πως τη στιγμή που εσύ κινδύνευες στ' αλήθεια, εγώ ήμουν απών»

Η Αφροδίτη του κράτησε το χέρι.

«Δεν χρειάζεται να τα σκέφτεσαι αυτά άλλο και να πικραίνεσαι. Είμαι μία χαρά τώρα»

Μαζί με την Ανδριανή κάθισαν στο σημείο που αγαπούσαν. Τα πράγματα ήταν δύσκολα. Τα κορίτσια είχαν ζήσει μία ξέγνοιαστη παιδική ηλικία, η οποία τώρα είχε καταπατηθεί από τη βία, τη Γκεστάπο, τους δωσίλογους και ο κατάλογος έμοιαζε μακρής. Ήξερε για την Ανδριανή ακόμη και αν η φίλη της δεν της μιλούσε ποτέ γι' αυτό.

«Ξέρεις, είχαμε μία διαφωνία με τον Στέφανο, εξαιτίας αυτού που κάνω...Ωστόσο, θέλω να με καταλαβαίνει. Για εμένα είναι πολύ σημαντική αυτή η προσφορά»

«Σε καταλαβαίνει, απλώς ανησυχεί για εσένα. Ο Στέφανος γενικά, όσο και αν κάποιοι κάποτε διατείνονταν το αντίθετο, είναι άνδρας για οικογένεια. Εμφανώς δεν είναι υπέρ των κατακτητών, ωστόσο προτιμά να μην μπλέκεται και να κοιτάζει ό,τι κλείνει η πόρτα του. Όταν κάποτε τον προσέγγισαν, δέχτηκε, καθώς θα έφερνε έστω και ελάχιστο, παραπάνω φαγητό στο σπίτι. Από τη στιγμή όμως που χάθηκε ο Ιωσήφ, έχει φοβηθεί πολύ. Δεν θέλει να μετρήσει άλλες απώλειες, Ανδριανή και για να είμαι ειλικρινής, ούτε και εγώ. Δεν θα σταθώ εμπόδιο στο δρόμο σου, να είσαι βέβαιη. Θα είμαι δίπλα σου σε ό,τι και αν επιλέξεις και ίσως η δική μου, μικρή αντίσταση να είναι να σε κρύψω, αν τυχόν ποτέ χρειαστείς ένα ασφαλές καταφύγιο. Καθώς όμως έχω μετρήσει και εγώ πολλά τραύματα και φυσικά έχω ένα παιδί να μεγαλώσω, τα ρίσκα που παίρνω είναι λιγότερα. Κυρίως για το παιδί μου»

Με την Ανδριανή βγήκαν στην αυλή τους τη μπροστινή. Καλοκαιράκι, τα τζιτζίκια έτριβαν τα διάφανα φτερά τους, οι ονειρικές μυρωδιές από τις γύρω αυλές τις έλουζαν και εκείνες για λίγο μεταμορφώθηκαν σε τυχερές νεράιδες, ενός επίπλαστου, προσωρινού κόσμου.

«Θα ήθελες να πούμε ιστορίες; Ιστορίες για τα όνειρα που θα πραγματοποιούσαμε αν ήταν αλλιώς τα πράγματα. Για πρίγκιπες ίσως καλοπροαίρετους»

«Εσύ τον έχεις βρει και ας μη φορά στέμμα» γέλασε η Αφροδίτη «Εγώ πάλι είναι δύσκολο. Ποιος άνδρας στις μέρες μας θα σκεφτόταν τους έρωτες τους σοβαρούς, ή ακόμη χειρότερα, ποιος θα ήθελε μία ανύπαντρη γυναίκα με παιδί; Από τη στιγμή που δεν γνωρίζουν την ιστορία μου, θα πιστέψουν πως ήμουν καμιά...ξέρεις»

Η Ανδριανή της κράτησε το χέρι σφιχτά. Από τη φωνή της είχε καταλάβει πως είχε συγκινηθεί καθώς έτρεμε.

«Αυτός που θα σε αγαπήσει, δεν θα σε κρίνει και αυτό που σου έτυχε, μην σκεφτείς ποτέ ξανά πως ήταν δικό σου λάθος»

«Εσύ είσαι εντάξει;» την ρώτησε η φίλη της.

«Είχα μία τυχαία συνάντηση με τον πρώην συγκάτοικό σου. Τον Φίλιμπερτ. Εσείς οι δύο βλέπεστε καθόλου;»

«Όχι πια τόσο συχνά»

«Είναι καλύτερα έτσι. Η κοινωνία δεν συγχωρεί»

«Όμως είμαστε όλοι μας άνθρωποι αυτού του πλανήτη και...»

«Ακριβώς. Είμαστε όλοι άνθρωποι και δεν θα έπρεπε να μας συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο. Απάνθρωπα. Και πόσα άλλα ακόμη δεν μαθαίνουμε, αν και με τον παράνομο τύπο φτάνουν στα αυτιά μας διάφορα. Ας τα αφήσουμε αυτά για λίγο όμως. Είπαμε πως τώρα θα πρέπει να ονειρευτούμε. Είναι καλοκαίρι. Βρισκόμαστε σε έναν κήπο και οι μανάδες μας φτιάχνουν σπιτική λεμονάδα που μοσχοβολά. Οι τριανταφυλλιές μας πλαισιώνουν, είμαστε ελεύθερες και χαρούμενες. Εντάξει, σε αυτό το σημείο, θα μπορούσες να προσθέσεις και τον πρίγκιπα» της είπε η Ανδριανή και αφέθηκαν να γελούν για λίγο με μία τολμηρή ανεμελιά, διαγράφοντας για δευτερόλεπτα τα πτώματα που μάζευε το κάρο του δήμου, τα οικόπεδα που είχαν μετατραπεί σε νεκροταφεία, τις αδύναμες φωνές που εκλιπαρούσαν για ένα κομμάτι ψωμί, μόνο για να βρεθούν νεκρές την επομένη σε κάποιο φτωχικό καλντερίμι.

Τα γιασεμιά επίσης τα σκεφτόταν και κάποιος άλλος, πλάθοντας για λίγο μία πραγματικότητα που τον τρομοκρατούσε. Σε αντίθεση με τον Φιλ, ο Άρτουρ δεν ήταν o άνθρωπος που θα ανοιγόταν εύκολα. Είχε κρύψει πολύ προσεκτικά τη ζωγραφιά που του απεικόνιζε έναν εαυτό σε μία παράλληλη ζωή και πραγματικότητα. Είχε βάλει φραγή στα όνειρά του γιατί τον τρομοκρατούσαν. Δεν θα γινόταν ποτέ αυτός ο άνδρας. Ήταν αργά πολύ. Οι εφιάλτες του παρελθόντος σε συνδυασμό με τη βίαιη πραγματικότητα που ζούσε, τον κρατούσαν στο σκοτάδι. Του ήταν γνώριμο. Οτιδήποτε άλλο που τον απάλλασσε από τα δεσμά που ήξερε, του φαινόταν ξένο και άπιαστο. Ανυπόστατο. Κοίταξε ξανά τη ζωγραφιά. Τι υπέροχη μυρωδιά είχαν εκείνα τα λουλούδια; Σχημάτιζαν μία νοητή φωλιά έτσι όπως έπεφταν σαν κουρτίνα ονείρου. Ενός ονείρου που ράγισε, μιας και την επομένη του ανακοίνωσαν πως θα πήγαινε Γερμανία για λίγο. Ο Βίγκμπερτ Μάινσερ, ένα από τα πολλά κύτταρα του εγκεφάλου της Τελικής Λύσης, τον ήθελε πίσω στο Βερολίνο, ώστε να συζητηθούν όλα όσα είχαν ήδη πραγματοποιηθεί ως μέτρα εναντίον των Εβραίων. Δεν άργησε έτσι να βρεθεί στο τραίνο, αποφασίζοντας να κοιμηθεί βαθιά μέχρι να φτάσει. Προορισμός του ήταν η Πρινς Άλμπρεχτ Στρασσε στο νούμερο εννέα και στο αλλοτινό ξενοδοχείο Prinz Albrecht.

Έχοντας αφήσει τα πράγματά του στα γρήγορα, φόρεσε τη στολή και κατευθύνθηκε προς τα γραφεία. Ο Μάινσερ καθόταν αναπαυτικά σε ένα γραφείο, μαζεμένα, αθόρυβα, σαν την σατανική αύρα που κατακάθεται σε ένα σημείο, δίχως να την καταλάβεις. Ο Ράιχναρντ Χάιντριχ, το ξανθό κτήνος, είχε δολοφονηθεί στις τέσσερις του Ιούνη, λίγες μέρες πριν, από Τσεχοσλοβάκους αντιστασιακούς. Το συγκεκριμένο στέλεχος των Ες-Ες, του οποίου την ιστορία γνώριζε ο Άρτουρ, είχε κατά κάποιον τρόπο το υπόβαθρο, ώστε να οδηγηθεί στον κακό δρόμο. Ένα παιδί που δεχόταν συχνές επιθέσεις από τους νταήδες του σχολείου του, που δεχόταν πειράγματα για μία φημολογούμενη εβραϊκή καταγωγή, ήταν αποφασισμένο να αποδείξει το αντίθετο, σκαρφαλώνοντας στη δεύτερη θέση των Ες-Ες, μετά τον Χίμλερ. Ο Βίγκμπερτ ωστόσο, δεν είχε ένα βίαιο παρελθόν, μα ένα οικογενειακό περιβάλλον που υποστήριζε το Κόμμα του Χίτλερ και έναν σαδισμό που ποτέ του δεν έκρυψε. Με χαρακτηριστικά δαιμονικής τελειότητας, μα μάτια ψυχρά σαν ουρανό δίχως ήλιο, σηκώθηκε, πάντοτε με προσεκτικές κινήσεις, χαιρετώντας τον ναζιστικά.

Ο Άρτουρ τον κοιτούσε πάντοτε στα μάτια. Παρά το εμφανές του μειονέκτημα δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να τον συναγωνιστεί στην ψυχρότητα. Το δικό του σχολείο ζωής, του είχε δώσει χειρότερα και πιο σκληρά μαθήματα. Ο Βίγκμπερτ ήξερε πως είχε δουλέψει για να ανέλθει, μα πάντοτε αγαπούσε να δοκιμάζει τις αντοχές των άλλων.

«Καθίστε» του είπε μειδιώντας «Θα πληροφορηθήκατε φαντάζομαι αυτό που συνέβη. Τη δολοφονία ενός δικού μας ανθρώπου, του αξιοσέβαστου Ράινχαρντ Χάιντριχ. Πληρώθηκε βέβαια πολύ ακριβά, να είστε βέβαιος. Αυτά τα κτήνη δεν ήξεραν από πού τους ήρθε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι χάνετε, τι χαρά χάνετε που απουσιάζετε από τις εκδρομές στα ανατολικά» συνέχισε και έσκυψε ακόμη πιο μπροστά. Η ανάσα του κοντά στο πρόσωπό του, έμοιαζε με εκείνο το στυγερό φιλί του θανάτου «Έπρεπε να τους βλέπατε. Γυμνούς, να τρέμουν και να παρακαλάνε για βοήθεια λίγο πριν να πέσουν σαν τα σακιά, στη ρεματιά του Μπάμπι Γιαρ, στην Ουκρανία. Τόσο κορόιδα, τόσο αδύναμοι. Μισώ τους αδύναμους ανθρώπους. Θέλω να τους λιώνω με τις μπότες μου, να ακούω τα οστά τους να ραγίζουν. Η τιμημένη μας έκτη στρατιά της Βέρμαχτ, στάθηκε στο πλευρό των Ες-Ες. Τύπωσαν αφίσες που καλούσαν τους Εβραίους του Κιέβου, να συγκεντρωθούν σε δημόσιο χώρο, πουλώντας τους το παραμύθι της επανεγκατάστασης»

«Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιούμε δική μας γλώσσα, έτσι δεν είναι;» τον διέκοψε ο Άρτουρ «Μετακίνηση, επανεγκατάσταση, φορτίο, αντί για εξόντωση, δολοφονία και στρατόπεδα συγκέντρωσης»

Ο Βίγκμπερτ που κάπνιζε, φύσηξε νωχελικά τον καπνό προς τα έξω.

«Η δολοφονία περικλείει μέσα της μία αδικία για το θύμα. Για την περίπτωση των Εβραίων και των παρτιζάνων, δεν είναι δολοφονία, αλλά χάρη. Σκεφτείτε τους λοιπόν να οδεύουν προς την δήθεν επανεγκατάσταση και φτάνοντας στη ρεματιά, να αντικρύζουν ξαφνικά πτώματα. Τι σας λέω όμως. Την έχετε κάνει τη βρομοδουλειά, μα κάπου χάλασε. Δεν πειράζει. Δεν χάσαμε κάθε ελπίδα και μαθαίνω σχετικά καλά νέα. Σας κάλεσα για να σας κάνω μία πρόταση για το μέλλον, το σχετικά άμεσο. Για την χρονιά του 43, θα χρειαστούμε τις ιατρικές σας γνώσεις για το Άουσβιτς. Μήπως στειρώσουμε ας πούμε καμιά σκύλα από αυτές. Υπάρχουν πάντοτε και οι έγκυοι με τα μπασταρδάκια τους. Θα σου δοθούν οδηγίες στο μέλλον, για την ώρα θα παραμείνεις στην Ελλάδα»

Το μυαλό του για λίγο πάγωσε.

«Δεν θα φέρω αντίρρηση ξέρετε, ωστόσο...»

«Ο μισθός θα είναι υψηλός και γνωρίζουμε πως δεν προλάβατε να ολοκληρώσετε τις σπουδές σας. Μην ανησυχείτε. Σκεφτείτε το σαν μία ευκαιρία να πραγματοποιήσετε το όνειρό σας. Θα έχετε διαθέσιμα όσα κορμιά μπορείτε να φανταστείτε. Όσοι και να πεθάνουν, δεν θα έχει καμία σημασία. Ίσα ίσα, θα σας επιβραβεύσουν κιόλας» σηκώθηκε από τη θέση του και ξεκίνησε να βαδίζει κυκλικά, γύρω από τον Άρτουρ σαν το αρπακτικό «Σκεφτείτε πόσο όμορφα θα νιώσετε ταπεινώνοντας. Σκεφτείτε όλους εκείνους που μπορεί να σας υποτίμησαν, σκεφτείτε τους ανώμαλους αυτού του κόσμου, τα κατακάθια. Αξίζουν την τιμωρία»

Ήταν η σειρά του Άρτουρ ωστόσο να σηκωθεί και να διακόψει εκείνο το θανατερό λογύδριο του Διαβόλου. Τα κυανά του μάτια άδειασαν από κάθε συναίσθημα. Σε αντίθεση με τον χλωμό νεαρό μπροστά του, εκείνος αν και είχε σχεδόν το ίδιος ύψος, ήταν μυώδης και μεγαλύτερός του.

«Δέχομαι την πρόταση. Ωστόσο, θα ήθελα να μου πείτε την αλήθεια. Πως για εσάς, συγκαταλέγομαι στους ανώμαλους, σε εκείνους τους ανάξιους ζωής ανθρώπους γιατί είμαι εκ γενετής κουτσός»

«Φυσικά» του απάντησε με μία απίστευτη ευκολία ο Βίγκμπερτ «Όμως εσείς αποδείξατε πως δεν επιθυμείτε να σπαταλά το κράτος τα λεφτά του στην αναπηρία σας. Προς τιμήν σας είναι αυτό. Ένας λόγος κιόλας που με ώθησε να σας προσεγγίσω. Είστε παράδειγμα προς μίμηση»

Τα πρόσωπά τους είχαν ευθυγραμμιστεί «Μου αρέσει να με κοιτάζουν ευθεία στα μάτια. Αυτό σημαίνει πως δεν αποστρέφεστε το σκοτάδι»

«Το αντίθετο. Είναι κομμάτι μου» του απάντησε εκείνος ξερά.

«Λαμπρά. Θα θέλατε να γευματίσετε μαζί μας; Θα βρίσκεται σε λίγο κοντά μας και ο κύριος Άντολφ Άιχμαν. Ένας ακόμη λάτρης των εξοντωτικών ιδεών»

«Καλοσύνη σας και ειλικρινά λυπάμαι που δεν θα παρεβρεθώ.Θα πρέπει να βρίσκομαι σε ένα οικογενειακό τραπέζι»

«Κανένα πρόβλημα. Εύχομαι να σας άνοιξα την όρεξη»

«Όσο δεν φαντάζεστε. Ειδικά αν συνεχίζαμε με λεπτομέρειες την εξόντωση στη ρεματιά, να είστε βέβαιος πως θα έτρωγα σαν λύκος»

«Έτσι σας θέλω. Αδηφάγο»

Βγαίνοντας από το επιβλητικό κτήριο, ένα σχετικά ζεστό αεράκι τον χτύπησε για λίγο. Δίχως να αφήσει κάποια εικόνα να ξεστρατίσει από το νου του, κάθισε σε ένα τυχαίο, μαρμάρινο σκαλί ενός αρχοντικού κτηρίου. Έβγαλε τη ζωγραφιά από την τσέπη του και την κοίταξε με μίσος. Τότε σκέφτηκε ορισμένα λόγια του Σκοτεινού Αγγέλου. Πως έπρεπε να επιβληθεί σε όσους τον είχαν υποτιμήσει. Σκέφτηκε τη γιαγιά του. Τι κρίμα που είχε πεθάνει. Ονειρευόταν να της ανοίγει μία τρύπα στο μέτωπο. Βαδίζοντας έφτασε έξω από το κλειστό της σπίτι. Έναν δικό του, προσωπικό τόπο βασανιστηρίων. Έβγαλε τη ζωγραφιά και με θλίψη κοίταξε την εικόνα.

''Εσύ σκότωσες αυτόν τον νεαρό για πάντα. Τι κρίμα που εδώ δεν μπορώ να βρω μία φωλιά από γιασεμιά, μία απανεμιά από τους Δαίμονες που με καταδιώκουν΄΄

Ήταν όμορφη η αίσθηση της χαράς όμως και άξιζε το ρίσκο. Μέσα του είχε ήδη αποδεχτεί την απόρριψη του κόσμου, επομένως τι σημασία θα είχε αν μια ακόμη προσπάθεια έπεφτε στο κενό. Εκείνος δεν έγραφε όπως ο αδερφός του, δεν ήξερε τίποτε από τέχνη, μήτε είχε διαβάσει την Οδύσσεια. Επιστρέφοντας πίσω στην Ελλάδα ένιωθε άρρωστος. Ποτέ του δεν κουβέντιασε με τον μικρό για την πρόταση. Ανυπομονούσε να τελειώσει κάθε δουλειά ανιαρή, ώστε να βρεθεί στον κήπο. Ήταν το δικό του μέρος. Τα μάτια του στράφηκαν στο σημείο που καθόταν άλλοτε εκείνη. Τώρα που τον είχε δει, δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσει το πόδι της ποτέ ξανά. Σχεδόν κάθε μέρα πήγαινε και πάντοτε το ίδιο κενό. Ένα βράδυ, αποφάσισε πως επιθυμούσε και άλλα τέτοια πορτραίτα. Δεν θα χρειαζόταν να τον πλησιάσει. Μπορούσε να στέκεται και να την πληρώνει για τη δουλειά. Στον κήπο, κοντά στο παράθυρο του δωματίου της, έγραψε δύο λέξεις στα ελληνικά, για τις οποίες είχε ρωτήσει πριν.

΄΄Έλα, κήπος΄΄

Οι μέρες κύλησαν και καμία απάντηση δεν του δόθηκε ποτέ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top