«Πεινάω καλοί μου άνθρωποι»/ part 1
΄΄Χρόνια ολόκληρα αναζητώ τη δική μου Ιθάκη. Κάποτε την ονειρευόμουν σχεδόν, με τα μάτια ορθάνοιχτα, μέσα από τις αφηγήσεις της Ελένης μου, της Ωραίας Ελένης, όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσα. Ήρωας της παιδικής μου καρδιάς ήταν πάντα ο Οδυσσέας. Η γενναία του ψυχή από όσα μαρτύρια και αν πέρασε, κατόρθωσε να επιστρέψει στον τόπο της καρδιάς της. Αλλαγμένος, βασανισμένος, ζωντανός όμως. Δέκα χρόνια βάσταξε περιπλανώμενος. Πολέμησε τους Κίκονες στη Θράκη, έμεινε στη χώρα των Λωτοφάγων και έπειτα των Κυκλώπων. Εκείνος, ο πανέξυπνος, ο πολυμήχανος Οδυσσέας. Από το νησί του Αιόλου, βρέθηκε να βαστά όλους τους ανέμους στα χέρια του και από εκεί κοντά στη μάγισσα Κίρκη, κατέβηκε τελικά στον Άδη. Έχω κατέβει και εγώ πολλές φορές. Μονάχα που ο δικός μου Άδης, περιλαμβάνει φωτιές και ουρλιαχτά, δολοφονίες αθώων, ξεπεσμό της ανθρωπότητας, δάκρυα καυτά. Αναζητώ τον δρόμο της επιστροφής, μα κάποια ίσως Νύμφη, μία Καλυψώ της συνείδησης, με εμποδίζει, με βαστά αιχμάλωτο. Με εμποδίζει να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου, όπως το να διαβάζουμε μαζί κάθε βράδυ και ένα απόσπασμα από την Οδύσσεια, πιασμένοι χέρι-χέρι, γνωρίζοντας πως εμείς αποτελούμε απλώς τους θεατές της ιστορίας. Τώρα, νιώθω πως εσύ, κάπου μακριά παγιδευμένη, περιμένεις εκείνον που θα σου ελευθερώσει την ψυχή. Είναι ύβρις να σκέφτομαι πως θα μπορούσα να είμαι εγώ. Ένας Γερμανός αξιωματικός, καμωμένος να μισεί, να σκοτώνει και να βιάζει, να ρίχνει αλλού το βλέμμα σαν πέφτουν στο πλακόστρωτο τα πεινασμένα παιδικά κορμιά. Τόσα θέλω να σου εξομολογηθώ, Αφροδίτη, για εμένα, για εσένα. Μα αυτό το γράμμα δεν θα σταλεί ποτέ. Θα το κρατήσω μαζί μου για να μην ξεχάσω, όλα τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που ένιωσα δίπλα σου΄΄
Έκανε πολύ κρύο εκείνο το πρωινό. Ο Κάσπαρ για κάποιον παράξενο λόγο, δεν είχε μείνει να καρτερά τον Φίλιμπερτ. Τελευταία τα πρωινά εξαφανιζόταν, ενώ σήμερα, είχε πετύχει τον κύριο Παύλο στο μικρό κουζινάκι.
«Καλημέρα κύριε» του είπε χαμογελαστά.
«Ύποπτος μου φαίνεσαι» τον πείραξε εκείνος.
«Εγώ; Όχι καθόλου. Απλώς....κάνω τη διαδρομή με τα πόδια και...»
«Έχει πολύ κρύο για κάτι τέτοιο, άσε που η απόσταση είναι μεγάλη. Τελοσπάντων, δεν είναι δική μου δουλειά»
«Πώς είστε;» τον ρώτησε ξανά.
«Αδύναμος, μα θα προσπαθώ ώσπου να πεθάνω. Καλή συνέχεια»
Τα πόδια του, καθώς και εκείνα της Δέσποινας, εκτός από πρησμένα, του προκαλούσαν συχνά φαγούρα. Ο Στέφανος και η Αφροδίτη, τελευταία, ήταν οι ήρωες της οικογένειας. Ναι, δεν συμμετείχαν σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση, όχι ακόμη, μα στέκονταν σε όποια ουρά βρισκόταν διαθέσιμη, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες, προκειμένου να επιστρέψουν στο σπίτι με τα λάφυρα της ντροπής. Λίγο ψωμί, μία καμένη πατάτα, μία κουταλιά σούπα. Γιατί υπήρχε και αυτός ο καθημερινός αγώνας. Στο ίδιο μοτίβο, ο Σάββας καρτερούσε με τον Ιωσήφ στην Καισαριανή, όπου η εξαθλίωση ήταν ακόμη χειρότερη, σε μία από τις πιο φτωχές συνοικίες. Ο Σάββας με κόπο κρατούσε το αποσκελετωμένο χέρι του Ιωσήφ που έβηχε.
«Φιλαράκι μου, δεν είσαι καλά. Αυτή τη φορά θα πάρεις και τη δική μου μερίδα. Δεν δέχομαι άρνηση»
«Έχετε πλέον φαγητό, έτσι δεν είναι; Η μητέρα σου....εργάζεται στο σπίτι των Ναζί» αυτή τη φορά, η φωνή του έκρυβε πικρία και κάτι ακόμη.
«Η μητέρα μου κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσουμε»
Του τα είχε εξομολογηθεί όλα. Όταν ένα βράδυ ο Σάββας ξεκίνησε να ουρλιάζει, κατηγορώντας την πως θα τους έβαζε όλους σε μπελάδες, εκείνη κάθισε και του εξήγησε την ιστορία του πλούσιου σπιτιού εκείνης της γειτονιάς. Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Μολαταύτα, ορκίστηκε να μην πει λέξη σε κανέναν, ό,τι και αν άκουγε για εκείνους. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, η πείνα κάποτε εξαγρίωνε τον κόσμο και σε κανέναν δεν μπορούσες εμφανώς να έχεις εμπιστοσύνη. Όφειλε λοιπόν να καταπιεί τις κουβέντες του Ιωσήφ και να προσπαθήσει να τις προσπεράσει. Η ουρά στο συσσίτιο έστριβε σαν το φίδι του θανάτου. Μία μητέρα αποσκελετωμένη, κρατούσε στο μαραμένο της στήθος κοντά, ένα αποχαυνωμένο από την πείνα βρέφος. Συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, ζητιάνοι. Όλοι την ίδια δυστυχία μοιράζονταν, σαν να επιθυμούσε η ζωή να τους δείξει με έναν τρόπο σκληρό, πως οι ανθρώπινες ανάγκες τους καθιστούν όλους ίσους, το ίδιο και το ανθρώπινο δράμα. Οι ουρές πλέον ήταν βίαιες και χαοτικές. Έκρυβαν την οργή του κόσμου, την τρέλα εξαιτίας του θανάτου που καθημερινά παραφυλούσε.
Η Δέσποινα είχε πλέον φλεγμονή στο δέρμα της και ανακουφιζόταν μονάχα με κρύες κομπρέσες που της ετοίμαζε ο Σοφοκλής, ο οποίος έκανε τη δουλειά που γνώριζε από το πατέρα του πατέρα του. Ήταν έμπορος μικροπραγμάτων, αν και έβγαζε ελάχιστα χρήματα. Ο Στέφανος, ο οποίος τελικά δεν είχε κατορθώσει να επισκεφθεί το σπίτι του «Φίλου» λόγω της προσωρινής του απουσίας, είχε υποθέσει πως είχε γλιτώσει για λίγο από τον σύντροφο. Μπροστά του, στη δική του θλιβερή ουρά, περίμενε ένα κορίτσι. Η Αφροδίτη βρισκόταν πίσω από τον ξάδερφό της, τυλιγμένη με ένα κασκόλ πολύχρωμο, όταν είδαν τη νεαρή κοπέλα να καταρρέει. Τα μάτια της είχαν θολώσει, το πρόσωπό της είχε γίνει λευκό σαν το πανί, η φούστα που φορούσε ήταν λερωμένη. Κάποιοι πήγαν να την τραβήξουν μακριά από την ουρά.
«Στέφανε, μείνε εσύ. Πρέπει να την βοηθήσω» άκουσε τη φωνή της Αφροδίτης. Είχε αποκτήσει πλέον άλλη ευαισθησία απέναντι στις γυναίκες εκείνες που καθημερινά υπέφεραν, δίνοντας έναν σιωπηλό αγώνα επιβίωσης.
Η νεαρή την κουβάλησε μέχρι σε ένα σημείο, όπου φυσούσε λιγότερο, ξεκινώντας να τρίβει τα χέρια και το κάτισχνο κορμί της για να την ζεστάνει. Δίχως να διστάσει, τύλιξε το κασκόλ γύρω της. Εκείνη το είχε περισσότερη ανάγκη. Η πείνα. Το συγκεκριμένο περιστατικό, ήταν ένα από τα χιλιάδες καθημερινά παιχνίδια του θανάτου. Για δευτερόλεπτα σκέφτηκε τον πατέρα της. Ο ευαίσθητος αυτός άνθρωπος που δεν άγγιζε ούτε μύγα, είχε στήσει μία παγίδα πιάνοντας ένα σπουργίτι, κόβοντάς του το μικρό του κεφάλι για να το μαγειρέψουν. Μία μπουκιά ήταν. Μία μπουκιά αρκετή για να ξεγελάσουν τον Χάρο έστω και για λίγο. Το τρομαγμένο του τιτίβισμα έπαψε να ακούγεται. Η πείνα είχε επίσης αποτρελάνει μία μητέρα, η οποία είδε τα παιδιά της να σιγοσβήνουν στα κρεβάτια τους, το ένα μετά το άλλο. Είχε οδηγήσει σε παραληρηματικούς μονολόγους τους ανθρώπους και σε αποκρουστικές πράξεις τους Γερμανούς αξιωματικούς που πετούσαν αποφάγια στα παιδιά, διασκεδάζοντας. Πού ήταν η τιμή τους; Πού είχε πάει η ανθρωπιά;
Αργά το απόγευμα και παρά το κρύο, η ομάδα είχε αποφασίσει να μαζευτεί στη γνωστή μουριά. Ο Στέφανος βρισκόταν ήδη εκεί, όταν πλησίασε και η Ανδριανή που χώθηκε στην αγκαλιά του φοβισμένη.
«Αν δεν αντέξουμε; Αν μία μέρα ξεψυχήσουμε στο δρόμο;»
«Μη φοβάσαι τίποτε. Εγώ είμαι εδώ. Θα σε προστατεύσω» τα χείλη του βρήκαν τα δικά της απαλά. Η ερωτική επιθυμία, παρά τις αντιξοότητες ξυπνούσε, μα είχε υποσχεθεί να περιμένει, μέχρι εκείνη να ήταν έτοιμη. Λίγο αργότερα, φάνηκε και ο Σάββας. Το σκοτάδι τύλιγε τον χώρο, η γειτονιά είχε νεκρώσει, ενώ ένας νεαρός τους πλησίαζε σέρνοντας το κορμί του κυριολεκτικά στο έδαφος. Ο Φίλιμπερτ είχε ξεφύγει για λίγο και είχε συνεννοηθεί με τον Στέφανο να συναντηθεί με τους υπόλοιπους, καθώς θα κουβέντιαζαν το θέμα του εξομολογητή. Άπαντες τον κοίταξαν τη στιγμή που πλησίαζε μπρούμυτα τον κύκλο τους. Το ίδιο έκανε και ο Κάσπαρ, ο οποίος είχε προηγουμένως απειλήσει τους δύο Ιταλούς φίλους, τον Ερνέστο και τον Αντόνιο να μην ανοίξουν το στόμα τους πως τον είδαν.
«Και αυτοί γιατί βρίσκονται εδώ;» ρώτησε η Ανδριανή «Μας απείλησαν μήπως;»
«Είναι εκείνοι που ανακάλυψαν τον ένοχο» πρόφερε ο Στέφανος, ενώ ο Φιλ περιέργως είχε καρφώσει το βλέμμα του στον Κάσπαρ που διαρκώς ψιθύριζε κάτι στο αυτί του Σάββα. Αυτή η σχέση, του έμοιαζε ελαφρώς παράξενη. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε πλησιάσει Εβραίους, δίχως να σήμαινε πως τους μισούσε, ενώ τώρα φαινόταν να έλκεται ιδιαιτέρως από την προσωπικότητα του Σάββα. Από την άλλη, η Ανδριανή, στο άκουσμα της πρότασης του Στέφανου, στύλωσε το βλέμμα στον Φιλ. Είχε γίνει αυτό που φοβόταν. Ο νεαρός ενδιαφερόταν για την φίλη της. Όχι. Αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, μα ίσως, αν δεν ήταν αμοιβαίο, να γλίτωναν αμφότεροι.
«Γιατί το ψάξατε;» τους ρώτησε με ευθύτητα.
«Μένουμε μαζί τους και τους εκτιμούμε. Ο Φίλιμπερτ είχε καταλάβει πως υπήρχε κάποιο πρόβλημα σοβαρό και...το έψαξε» προσπάθησε να το καλύψει ο Κάσπαρ.
«Έχω μιλήσει προσωπικά με τον Φίλιμπερτ. Αυτό που θα ήθελα να γνωρίζω, είναι ποιοι θα πάμε να τον λιντσάρουμε, με εξαίρεση τον Σάββα, γιατί είναι Εβραίος. Θυμάσαι πως ορισμένες φορές, άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ επαφές με Εβραίους, συχνά σε απέφευγαν λέγοντας πως η φυλή σου σταύρωσε τον Ιησού. Αν λιντσάρεις παπά, τίποτε δεν θα σε σώσει και σου αρκούν οι Γερμανοί» έκανε παύση «Με το συμπάθιο πάντα» κοίταξε τους δύο αξιωματικούς.
«Τότε, ίσως να ήταν καλύτερα να πάμε οι τρεις μας. Εσύ θα προλάβεις να ξεσπάσεις επάνω του, εμείς θα τον συλλάβουμε αμέσως και θα οδηγηθεί για εκτέλεση» του είπε ο Κάσπαρ και η Ανδριανή συμφώνησε. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Το Μοναστήρι θα έπρεπε να αποτελεί καταφύγιο της ψυχής. Αντί αυτού, είχε μετατραπεί σε Κολαστήριο για την παιδική της φίλη. Την είχε καταστρέψει για πάντα.
«Αύριο;» ρώτησε ο Στέφανος και οι δύο Γερμανοί ένευσαν θετικά.
Μόλις ολοκληρώθηκε η συζήτηση, ο Φιλ παρατήρησε ξανά τα δύο αγόρια να απομακρύνονται μαζί. Ο Σάββας κοίταξε τον Κάσπαρ που τον ακολουθούσε αμήχανα.
«Τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε και ο ξανθός νεαρός έξυσε το κεφάλι του. Οι αναστεναγμοί του ήταν διαρκείς, έμοιαζε μπερδεμένος.
«Είναι πολλά. Είναι τόσα πολλά που δεν γνωρίζω τι να κάνω»
«Και γιατί με ακολουθείς; Θα μπορούσε να βοηθήσει ο φίλος σου» του είπε ο Σάββας που εξακολουθούσε να μην αντιλαμβάνεται το πρόβλημα.
«Όχι, δεν θα μπορούσε. Κανείς ίσως δεν μπορεί να με βοηθήσει. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω συναισθήματα αντικρουόμενα. Ο Φίλιμπερτ, έπρεπε πράγματι να είναι ο φίλος που εμπιστεύομαι για όλα. Ανάθεμα! Μεγαλώσαμε μαζί. Θα έπρεπε να σημαίνει πολλά για εμένα» πήρε μία ανάσα «Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα πράγματα που μας χωρίζουν. Ο ίδιος δεν έχει ιδέα για όλα αυτά. Εγώ σε ακολουθώ γιατί...μπορεί τόσα χρόνια να απέφευγα την επαφή μου με την αληθινή μου ταυτότητα, ωστόσο μακριά από την άμεση πίεση της Γερμανίας, αισθάνομαι πως οι ρίζες μου οι αληθινές με καλούν. Είμαι Εβραίος. Γερμανοεβραίος για την ακρίβεια. Οι γονείς μου δολοφονήθηκαν και είμαι βέβαιος γι' αυτό. Τους έστειλαν πριν από πολλά χρόνια στο Νταχάου. Εγώ όμως στο κορμί μου, έχω εκείνο το σημάδι που μας διαφοροποιεί. Την περιτομή. Το μπριτ. Ήθελα στη ζωή μου να μιλώ τη γλώσσα του λαού μου, να γνωρίζω τα έθιμα. Αντιθέτως, εγώ του γύρισα την πλάτη, γιατί πολύ απλά ήμουν δειλός, γιατί φοβόμουν πως θα καταλάβαιναν ότι είμαι Εβραίος. Οι Εβραίοι δεν είχαν θέση στη γερμανική κοινωνία με την άνοδο του Χίτλερ και εγώ, επιθυμούσα ολοένα και περισσότερο να μοιάζω στους Γερμανούς γιατί οι Εβραίοι στα μάτια μου είχαν μεταμορφωθεί σε κάτι αδύναμο, τερατώδες ίσως. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν πλησίασα κανέναν τους, μα και ο λόγος που δεν έκανα σχέση. Αν δουν το κορμί μου, θα καταλάβουν. Αυτός επίσης ήταν και ο λόγος που κατόρθωσα να μπω στη Βέρμαχτ με μέσο, δίχως κανένας να με καταλάβει. Μπορεί να θέλουν να μας εξοντώσουν, μα η φυλή μας είναι ισχυρότερη από όσο νομίζουν σε αυτόν τον κόσμο»
Ο Σάββας τον κοίταξε έκπληκτος.
«Όμως, αν το μάθει ο Φίλιμπερτ...»
«Οι γονείς του ευθύνονται για τον θάνατο των δικών μου. Αυτό με τρελαίνει, το σκέφτομαι κάθε μέρα. Αν το μάθει, δεν θα με συγχωρέσει γιατί του είπα ψέματα. Ωστόσο, νιώθω πως δεν μπορώ να το κρατώ άλλο κρυφό. Το είπα σε εσένα, γιατί είσαι Εβραίος, γιατί είσαι σαν εμένα»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top