7. Η ΝΟΣΟΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΟΝΕΛΛΑ

«Ορόρα», η φωνή του Κάρτερ με τράβηξε από το χάος μέσα στο οποίο άρχιζα να βυθίζομαι μετά τον θρυμματισμό των τζαμιών.

Τα δάχτυλα μου έτρεμαν από τον φόβο, αλλά η θερμοκρασία μου δεν έπεσε ούτε στο ελάχιστο. Τα μάτια μου είχαν ακινητοποιηθεί πάνω στο ζεστό, κόκκινο αίμα μου που κυλούσε αργά στο χέρι μου. Η φωνή μου είχε κολλήσει στο λαιμό μου και δεν βγήκε καμία λέξη από το στόμα μου. Μονάχα ο Κάρτερ ακουγόταν που παρακαλούσε για μια αντίδρασή μου.

«Κόπηκες», πήρε το χέρι μου προσεκτικά και επεξεργάστηκε την ουλή μου στο εσωτερικό της παλάμης μου. «Μίλησε μου», συνέχισε να επιμένει. «Ορόρα», με τράνταξε καταφέρνοντας να κερδίσει ένα βλέμμα μου. «Μίλα μου», είπε με ήρεμη φωνή.

«Δεν θέλουν να τους αφήσω», μπόρεσα να πω σχεδόν ψιθυριστά.

«Ποιοι;», με ρώτησε.

Κατάπια και κοίταξα ξανά μπροστά μας για κάποιο ίχνος από την Λίμπο, αλλά αντίκρισα μόνο έναν άδειο δρόμο.

«Πάει πέρασε τώρα», πέρασε το ένα του χέρι γύρω μου και ξεκούρασε το μέτωπό του στο δικό μου. «Έχεις κοπεί πουθενά, αλλού;», επεξεργάστηκε το πρόσωπό μου και τα χέρια μου.

Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, αλλά εκείνος συνέχισε να με εξετάζει έτσι κι αλλιώς.

«Θα σε πάω στην Σάρα.»

Παρά την διαφωνία μου δεν έφερα την παραμικρή αντίρρηση. Ήμουν υπερβολικά μουδιασμένη για να πω κάτι άλλο. Προσπαθούσα να ερμηνεύσω αυτό που μόλις είχε συμβεί. Ένα παιδί από την Λίμπο εμφανίστηκε μπροστά μου και με παρακάλεσε για δεύτερη φορά να μην τους εγκαταλείψω. Πώς να τους εγκαταλείψω; Ίσως να γνώριζαν ότι είμαι άρρωστη. Εκείνοι ήταν νεκροί και θα ήξεραν περισσότερα από εμάς τους ζωντανούς. Γιατί όμως όταν προσπάθησα να του απαντήσω άρχισα να πνίγομαι; Είχα ξαναμιλήσει με την Κέστρα και δεν είχε παρουσιαστεί τέτοιο πρόβλημα εκείνη την φορά. Κι έπειτα τα σπασμένα τζάμια. Κι αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο, εκτός από ανεξήγητο και φρικιαστικό.

Γενικά δεν μπορούσα να δώσω καμία απάντηση στο ερώτημα Τι στο καλό συνέβη. Το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να σιγουρεύομαι ότι δεν είχα πολύ χρόνο στην ζωή. Μέχρι κι η Λίμπο είχε προβλέψει την αρρώστια μου και μάλιστα προτού αρχίσουν οι περίεργες επουλώσεις. Το παιδί είχε εμφανιστεί ξανά μπροστά μου στα γενέθλια του Κάρτερ, και τότε όλα τα σημάδια ήταν ακόμα πάνω μου. Τα συμπτώματα ξεκίνησαν μετά την συνάντηση μου με τον Φερνάντο, κι όταν το σώμα μου έσφυζε από τραυματισμούς και πληγές.

Ούτε κατάλαβα πότε φτάσαμε στο νοσοκομείο. Δεν παρατηρούσα την διαδρομή. Δεν θυμόμουν μάλιστα να κάναμε στάση στο σπίτι του Νέιθαν. Είχα την προσοχή μου στραμμένη στο κόψιμό μου και αναρωτιόμουν αν θα έκλεινε εκείνη την στιγμή. Ήξερα πως λόγο της ασθένειάς μου δεν υπήρχε λόγος να πάω στην Σάρα. Δεν ήθελα όμως να πω στον Κάρτερ τίποτα ακόμα. Δεν είχα επιβεβαιωθεί ούτε εγώ η ίδια ότι νοσούσα, οπότε δεν υπήρχε λόγος να τον αναστατώσω. Ακόμα τουλάχιστον.

Η Σάρα δεν ζήτησε εξηγήσεις για το πώς κόπηκα. Καθάρισε την πληγή μου ήσυχη, χωρίς ίχνος αμηχανίας στο βλέμμα της. Ο Κάρτερ έμεινε έξω για να πάρει καθαρό αέρα και να συνέλθει από το αποψινό συμβάν. Κάποια στιγμή δεν άντεξα κι έσπασα την σιωπή ανάμεσά μας.

«Ξέρεις», ξεκίνησα. «Ακόμα δεν μου έχεις δώσει τις εξετάσεις μου.»

«Ποιες εξετάσεις;», απόρησε και με κοίταξε με βλέμμα ανήξερο.

«Αυτές που έκανα πριν...» τον θάνατο του Μάικλ, «από δυο βδομάδες τέλος πάντων.»

«Σου είπα πως δεν έδειξαν κάτι το ανησυχητικό», άφησε το βαμβάκι στην άκρη και μου έβαλε έναν επίδεσμο.

«Αν έδειχναν όμως κάτι, θα μου το έλεγες, έτσι;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι. «Δεν θα με άφηνες στην άγνοια;»

Ανασήκωσε τα μάτια της κι έγειρε ελαφρώς μπροστά. «Σου ορκίζομαι στα κόκαλα του άντρα μου, ότι δεν έδειξαν τίποτα κακό.»

Με κοιτούσε στα μάτια κι έδινε βαρύ όρκο. Δεν ένιωθα να μου λέει ψέματα. Όμως κάτι εξακολουθούσε να μου κρύβει, κακό ή όχι. Δεν ήθελα να αναφέρω την Μόνι, για να μην μπλέξω μάνα και κόρη. Ωστόσο, ο όρκος της δεν με καθησύχασε καθόλου, όσο σοβαρός και να ήταν.

«Τώρα», έβγαλε τα γάντια της «θα σου κάνω μια ένεση για να αποφύγουμε κάποια μόλυνση, και να καθαρίζεις την πληγή πριν κοιμηθείς.»

Πλησίασε το γραφείο της και γέμισε μια σύριγγα με υγρό. Δεν πρόσεξα τι έγραφε το κουτί. Λογικά θα ήταν κάποιο αντιβιοτικό. Αφού μου έκανε την ένεση και μου επανέλαβε τις οδηγίες, κατευθύνθηκα στον Κάρτερ. Είχε στηριχτεί σε ένα δέντρο και κουνούσε τους αντίχειρές του, μέσα στην δυσφορία της αναμονής.

«Όλα εντάξει;», ίσιωσε γρήγορα μόλις με είδε να τον πλησιάζω.

«Μια χαρά», τον διαβεβαίωσα.

«Θέλεις να σε πάω στο παλάτι;», γούρλωσε ελαφρώς τα μάτια του θέλοντας να με παρακαλέσει με το βλέμμα του να δεχτώ.

«Καλύτερα όχι», απάντησα με πολύ κόπο. «Δεν θέλω να νομίζουν πως κάτι συμβαίνει.»

«Μα συμβαίνει έτσι κι αλλιώς», ξεφύσησε και πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά μου βγάζοντας μερικά γυαλιά. «Αλλά αν αυτό θέλεις.»

Ένευσα αργά και πήραμε τον δρόμο για το σχολείο. Το αυτοκίνητό του ήταν γεμάτο με γυαλιά, και το άφησε για να το επισκευάσει από αύριο. Στον δρόμο ήμασταν σιωπηλοί. Συνήθως η σιωπή ανάμεσά μας σήμαινε οικειότητα κι έλεγε περισσότερα από τα χείλη μας. Τώρα κυριαρχούσε αμηχανία. Τα λόγια ήταν απαραίτητα για να ξεκαθαριστεί η θέση μας, αλλά μπορούσαν να επιφέρουν και μεγαλύτερη ζημιά.

Περνώντας την δίφυλλη πύλη του σχολείου, ο Κάρτερ στάθηκε στο μονοπάτι κι υπέδειξε ένα παγκάκι.

«Μήπως θα ήθελες να καθίσουμε να τα πούμε λίγο;», πρότεινε.

«Γιατί όχι», απάντησα μετά από αρκετές στιγμές, ανασηκώνοντας τους ώμους μου.

Μόλις καθίσαμε περιμέναμε πότε ο άλλος θα πει κάτι, μέχρι που καταλήξαμε να πεταχτούμε μαζί. Ο Κάρτερ γέλασε και με άφησε να μιλήσω εγώ πρώτη.

«Συγγνώμη για σήμερα», αποκρίθηκα. «Δεν ήθελα να σου πω ψέματα. Έχεις κάθε δικαίωμα να είσαι θυμωμένος μαζί μου.»

«Δεν είμαι θυμωμένος», κούνησε το κεφάλι του. «Μπερδεμένος είμαι. Στην αρχή νόμιζα ότι εμπιστευόσουν πιο πολύ τον Νόα και μετά από αυτά που μου είπες στην επιστροφή», έκανε μια παύση. «Κουβαλάς μεγαλύτερο φορτίο από όσο νόμιζα.»

«Είμαι ένα μάτσο χάλια», γέλασα χωρίς ευθυμία.

«Όχι», έσπρωξε μια τούφα μου προς τα πίσω και χάιδεψε το μάγουλο μου. «Απλώς νομίζεις ότι εγώ είμαι, και δεν μοιράζεσαι τις σκέψεις σου πια.»

Τα λόγια του και τα πονεμένα του μάτια έσκισαν την καρδιά μου στα δυο. Η αλήθεια σε αυτά που έλεγε με πλήγωνε λιγότερο από την επίδραση που είχαν οι πράξεις μου πάνω του.

«Απλά θέλω να σε προστατέψω», ψέλλισα καθώς μερικά δάκρυα απελευθερώθηκαν από τα μάτια μου. «Γιατί δεν θέλω να χάσω κι εσένα.»

«Δεν πρόκειται», μου απάντησε και σκούπισε μερικά δάκρυα μου με τον αντίχειρά του. «Δεν θα σε αφήσω.»

«Μ' αγαπάς, Κάρτερ;», κλαψούρισα. «Μ' αγαπάς αρκετά, ώστε να μην μπορεί να μπει τίποτα ανάμεσα μας;» Ή οποιοσδήποτε;

Τα χείλη του συσπάστηκαν σε ένα αδύναμο χαμόγελο κι έσκυψε μπροστά. «Κι ακόμα περισσότερο.»

Ικανοποιημένη με την απάντηση του αποφάσισα να ελαφρύνω το βάρος των μυστικών ανάμεσά μας και να του εξηγήσω για την αποψινή μου ατασθαλία.

«Ο Νόα με πήγε σε έναν κυνηγό δαιμόνων», είπα. «Του ζήτησα να σκοτώσει την Λίζα και τον Ζάβιερ.»

«Είσαι σίγουρη γι' αυτό;»

«Είμαι», απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. «Θέλω να πληρώσουν για το κακό που έχουν προξενήσει. Στην αρχή σκέφτηκα να παραδώσω την Λίζα στον Ζάβιερ, αλλά ο Νόα δεν θεώρησε καλή ιδέα να συνεργαστούμε με δαίμονες. Έτσι, αποφάσισα ότι πρέπει να βγουν κι οι δυο από την μέση.»

«Το ξέρεις πως είμαι δίπλα σου σε ό,τι απόφαση πάρεις.» Τα μάτια του χαμήλωσαν στον επίδεσμο μου και περιεργάστηκε μαλακά την παλάμη μου. «Τι συνέβη απόψε; Τι είδες;»

Τα μάτια μου ακολούθησαν την ίδια πορεία με τα δικά του κι έπειτα στράφηκαν ξανά στο πρόσωπό του μετά από την ερώτηση του.

«Ένα παιδί», του απάντησα. «Με παρακάλεσε να μην τους αφήσω, όπως και την πρώτη φορά.»

«Ποια πρώτη φορά;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

Έσφιξα τα χείλη μου πριν του εξηγήσω, προβλέποντας ότι δεν θα αντιδρούσε και με τον πλέον ήρεμο τρόπο. Του είχα κρύψει και κάτι άλλο και μάλιστα για αρκετό διάστημα.

«Στα...στα γενέθλιά σου.»

Τα μάτια του άστραψαν και σχεδόν πέταξε το χέρι μου από τα δικά του. «Και γιατί μου το έκρυψες;»

«Ήταν τα γενέθλιά σου», προσπάθησα να δικαιολογηθώ. «Δεν ήθελα να στα χαλάσω και μετά το ξέχασα, αφού κάθε μέρα γινόταν κι από κάτι καινούριο.»

Αναστέναξε βαριά και πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα από τις μπούκλες του. «Δεν το πιστεύω», ψέλλισε. «Ποια είσαι αυτή την στιγμή;» Κοίταξε τριγύρω του αποφεύγοντας το βλέμμα μου.

«Κάρτερ, μην μου το κάνεις αυτό», έκανα να τον ακουμπήσω, αλλά πετάχτηκε όρθιος.

«Ήσουν το μοναδικό άτομο που ήξερα ότι ποτέ δεν θα μου έλεγε ψέματα», έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Και μου το στέρησες.»

«Κάρτερ», σηκώθηκα και τον πλησίασα. «Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου.»

«Αυτό ήταν όμως το αποτέλεσμα.» Αυτή ήταν η καληνύχτα του. Σαν χειμωνιάτικος αγέρας που φύσηξε και αναστάτωσε την φύση για λίγα λεπτά, έτσι κι εκείνος χάθηκε μέσα στην νύχτα αφήνοντάς με μια ψύχρα.

Δεν τον φώναξα ούτε έτρεξα από πίσω του, γιατί ήξερα ακριβώς πως ένιωθε. Αυτή την στιγμή είχε ανάγκη να μείνει μόνος του, να σκεφτεί και να χωνέψει τις νέες αποκαλύψεις. Κάτι παρόμοιο θα έκανα κι εγώ, αφού δεν είχα με κάποιον να τις μοιραστώ. Είχα μπλεχτεί στο κουβάρι των μυστικών μου και δεν υπήρχε κάποιο χέρι να με τραβήξει από την κινούμενη άμμο, στην οποία βυθιζόμουν συνεχώς. Αν συνέχιζα με αυτόν τον ρυθμό, σύντομα θα πνιγόμουν από δική μου απροσεξία. Ουσιαστικά θα είχα αυτοκτονήσει.

Ανέβηκα στον κοιτώνα μου νιώθοντας ότι θα καταρρεύσω από την κούραση. Έριξα λίγο νερό πάνω μου για να βγάλω κάθε γυαλί που είχε μπλεχτεί στα μαλλιά μου και σωριάστηκα στο κρεβάτι μου, παραδίνοντας με σε έναν βαθύ ύπνο. Ήταν ο πρώτος γλυκός ύπνος που είχα κάνει μετά από μια βδομάδα. Το σώμα μου και το μυαλό μου είχαν εξαντληθεί που δεν επέτρεψαν σε εφιάλτες και ανησυχίες να εισβάλλουν στην ξεκούραση μου. Για μερικές ώρες κατάφερα να δραπετεύσω από τον γήινο κόσμο και τις σκοτούρες του.

Όταν ξύπνησα όμως η ευτυχία μου για τον πρώτο ευχάριστο ύπνο μετά από πολύ καιρό διαγράφηκε σε δευτερόλεπτα. Οι αμυγδαλές μου είχαν πρηστεί και με πονούσαν πολύ. Το κεφάλι μου το ένιωθα βαρύ και μόλις σηκώθηκα εντόπισα και μια ζαλάδα. Ένα κρύωμα ήταν ακριβώς ό,τι δεν χρειαζόμουν αυτή την στιγμή. Μέχρι να ετοιμαστώ και να κατέβω στην τραπεζαρία ανακάλυπτα και νέα συμπτώματα, όπως ατονία και μπουκωμένη μύτη, ενώ από το ένα μου αυτί άκουγα με το ζόρι. Με λίγα βήματα ένιωθα λες κι είχα ανέβει το Έβερεστ τρέχοντας. Στηρίχτηκα σε έναν τοίχο και φύσηξα την μύτη μου, με την ελπίδα να αναπνεύσω από τα ρουθούνια μου.

«Είσαι τόσο χάλια, όσο φαίνεσαι;», με ρώτησε ο Σκοτ πλησιάζοντάς με μαζί με την Μόνι και τον Τσέις.

«Χειρότερα», τους απάντησα με πολύ προσπάθεια.

Μέχρι το τέλος της ημέρας υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να έκλεινε η φωνή μου.

«Θέλεις να καλέσω την μητέρα μου;», ρώτησε η Μόνι.

«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Θα βαρεθεί να με βλέπει.»

Οι τρεις τους απόρησαν, αλλά δεν στάθηκαν στην τελευταία μου πρόταση.

«Πάμε να φας τίποτα», αποκρίθηκε ο Τσέις ωθώντας με στην τραπεζαρία.

Το πρωινό δεν με βοήθησε ιδιαίτερα. Βέβαια δεν έφαγα και πολύ. Ο λαιμός μου με βασάνιζε κάθε φορά που κατάπινα. Το ίδιο και κάθε φορά που μιλούσα. Αυτό δεν με ενοχλούσε, γιατί έτσι αποφεύγονταν οι πολλές ερωτήσεις για τον επίδεσμο στην παλάμη μου.

Μετά τις πρώτες ώρες μαθήματος και μην μπορώντας να βγάλω τον Κάρτερ από το μυαλό μου, βγήκα στο κιόσκι και δοκίμασα να του τηλεφωνήσω, αλλά το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο. Σε κάθε διάλειμμα που προσπαθούσα άκουγα την ίδια εκνευριστική φωνή να μου λέει πως ο συνδρομητής που κάλεσα είχε πιθανόν το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο. Αυτό που θα έπρεπε να λέει ήταν: μην δοκιμάζεις άλλο, δεν θέλει ούτε να σε ακούει. Δεν άφησα κάποιο μήνυμα, με την ελπίδα πως μέχρι το μεσημέρι θα σκεφτόταν να το ανοίξει επιτέλους.

Στο μεταξύ η κατάστασή μου χειροτέρευε. Είχα ξυπνήσει με πυρετό και αρχικά δεν έδωσα και πολύ σημασία. Όσο το αγνοούσα όμως ανέβαινε περισσότερο και πέραν από τον δυνατό πονοκέφαλο, αυξανόταν κι η θερμοκρασία του σώματός μου, κάτι που τον τελευταίο καιρό, ήταν η καθημερινότητά μου. Όταν το κουδούνι χτύπησε για να σημάνει το μεσημεριανό σχεδόν έτρεξα στις τουαλέτες κι έριξα κρύο νερό σε όλο μου το πρόσωπο βρέχοντας ακόμα και τα μαλλιά μου.

«Ορόρα», αναφώνησε η Οκτόμπερ μπαίνοντας μέσα. «Είσαι καλά;»

«Όχι, ιδιαίτερα», της απάντησα με την βραχνιασμένη μου φωνή.

«Για να δω», με πλησίασε και ακούμπησε το μέτωπό μου και τα μάγουλά μου. «Έχεις πυρετό. Γιατί δεν είσαι στο κρεβάτι σου;»

«Γιατί, εκεί τον ανέβασα εξ αρχής.»

Εκείνη ξεφύσησε και πέρασε το ένα της χέρι γύρω από την μέση μου. «Έλα, να σε πάω στον κοιτώνα σου.»

Με βοήθησε μέχρι το κρεβάτι μου και παρά τις αντιρρήσεις μου ειδοποίησε τον κύριο Μίλερ και την μητέρα της. Η Σάρα έσπευσε να έρθει στο σχολείο για να με εξετάσει. Με ακροάστηκε, έλεγξε τον λαιμό μου και πήρε και την πίεση μου. Το τελευταίο δεν το θεώρησα τόσο απαραίτητο, αλλά εκείνη ως γιατρός ήξερε καλύτερα.

«Δεν έχεις τίποτα σοβαρό», μου ανακοίνωσε τελειώνοντας με τον έλεγχό της. «Μια ανοιξιάτικη γρίπη. Ξεκουράσου και μέχρι το τέλος της βδομάδας θα είσαι περδίκι.»

«Εμείς τι πρέπει να κάνουμε;», την ρώτησε η Μόνι, η οποία ήρθε αμέσως στο πλευρό μου, μαζί με τον Σκοτ και τον Τσέις, όταν έμαθαν ότι είχα ανεβάσει πυρετό.

«Να την κανακεύετε», της απάντησε.

Ο Τσέις γέλασε και μου έκλεισε το μάτι. «Το μόνο εύκολο.»

Ευχαρίστησα την Σάρα πριν φύγει κι ο κύριος Μίλερ συμβούλεψε τους φίλους μου να με αφήσουν να ξεκουραστώ. Εγώ όμως ζήτησα να μείνει ένας μαζί μου, να μου κάνει παρέα μέχρι να συνεχιστούν τα μαθήματα. Αυτή που έμεινε ήταν η Μόνι, η οποία μου φάνηκε πως κοιταζόταν περίεργα με τον Σκοτ, καθώς επέστρεφε με τους υπόλοιπους στην τραπεζαρία.

«Όλα εντάξει με σένα και τον Σκοτ;», την ρώτησα, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω τους.

«Ναι, γιατί;», έσμιξε τα φρύδια της και ξεροκάταπιε.

«Γιατί φέρεστε κι οι δυο σας περίεργα όταν αναφέρω τον έναν στον άλλο», γέλασα ελαφρά.

«Ιδέα σου θα είναι», ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και κάθισε δίπλα μου, ισιώνοντας ζάρες στο πάπλωμά μου. «Εσύ δεν μου είπες, πώς το έπαθες;», υπέδειξε την παλάμη μου.

«Κάρμα», μουρμούρισα και την έτριψα μαλακά με τον δείκτη μου. «Με τόσα μυστικά που κράτησα από τον Κάρτερ κι όλους, τιμωρούμαι.»

«Και γιατί κράτησες μυστικά;», έβγαλε τα παπούτσια της και κάθισε οκλαδόν.

Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Γιατί είμαι ηλίθια;»

Εκείνη γέλασε χαμηλόφωνα. «Δεν είσαι ηλίθια. Έχεις αυτό που εγώ αποκαλώ σύνδρομο της μάνας.»

«Αχά...»

Γέλασε μια ακόμα φορά και πήρε το χέρι μου στο δικό της. «Έχεις τάση να μπαίνεις μπροστά μας και να μας προστατεύεις από τα πάντα. Αυτό σε οδηγεί καμιά φορά, όπως και τώρα, να λες πως όλα είναι εντάξει, για να αντιμετωπίσεις μόνη σου τις δυστυχίες και να μην χρειαστεί –και χρησιμοποιώ σίγουρα δική σου ορολογία- να μας φορτωθείς.»

«Είσαι καλή», αποκρίθηκα μισοκλείνοντας τα μάτια μου.

«Το ξέρω», απάντησε τινάζοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω. «Κάνεις κάτι που κάνει κάθε μαμά. Κάτι που επίσης έκαναν κι οι δικοί σου γονείς, κι εσύ δυσανασχετείς ακόμα γι' αυτό», έγειρε το πιγούνι της μπροστά υπενθυμίζοντάς μου πως έκανα ό,τι σνόμπαρα.

«Έχεις δίκιο», ξεφύσησα. «Γίνομαι κάποια που δεν ήθελα ποτέ να είμαι. Ακόμα κι ο Κάρτερ με κοιτούσε χθες λες και με έβλεπε για πρώτη φορά. Κι ήταν πολύ χειρότερο επειδή ήμουν πιο ειλικρινής στον Νόα, από ότι σε εκείνον.»

Η Μόνι ανασήκωσε το ένα της φρύδι. «Εμπιστεύθηκες εκείνον που σκότωσε τους γονείς σου και εσένα, και είπες ψέματα σε εκείνον που ρίχνεται στον κίνδυνο για χάρη σου χωρίς δισταγμό;»

«Νιώθω ήδη χάλια», αναστέναξα. «Δεν χρειάζομαι βοήθεια να επιδεινωθεί.»

«Ναι, με συγχωρείς.» Έκανε μια παύση να με περιεργαστεί. «Πώς νιώθεις τώρα;»

«Σαν να έχω γρίπη», της απάντησα.

«Θέλω να πω, πέρα από αυτό. Δεν έχεις τάση για λιποθυμία ή ταχυκαρδίες ή τίποτα τέτοιο.»

«Μόνι», έβηξα λίγο και ανασηκώθηκα. «Η Σάρα μου ορκίστηκε στα κόκαλα του πατέρα σου ότι οι εξετάσεις μου δεν έδειξαν κάτι σοβαρό. Ίσως να μην... να μην είμαι άρρωστη.»

«Μακάρι να είναι αλήθεια», αποκρίθηκε. «Αλλά πώς εξηγούνται όλα αυτά; Το ότι δεν έχεις σπασμένο κόκαλο ή δαγκώματα», υπέδειξε πρώτα το πόδι μου κι έπειτα το στέρνο μου. «Και τώρα ξαφνικά κρύωσες.»

«Όχι και ξαφνικά», αντιτάθηκα. «Δεν είναι σπάνιο να αρρωσταίνει κανείς σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.»

Αμέσως μετά την πρότασή μου το κουδούνι χτύπησε, οπότε η Μόνι έπρεπε να επιστρέψει στις τάξεις.

«Θα έρθω να σε δω αργότερα», έσκυψε και φίλησε το μέτωπό μου κι έφυγε από τους κοιτώνες.

Εγώ κοίταξα το κινητό μου μήπως είχα κάποιο μήνυμα από τον Κάρτερ, αλλά τίποτα. Δοκίμασα να τον ξανακαλέσω, αλλά εξακολουθούσε να έχει το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο. Αυτή την φορά του άφησα μήνυμα, καθώς δεν μπορούσα να τα κρατάω άλλο μέσα μου.

«Ξέρω ότι είμαι το τελευταίο άτομο, στο οποίο θέλεις να μιλήσεις», ξεκίνησα «αλλά θέλω να ξέρεις ότι λυπάμαι και μετάνιωσα γι' αυτά που έκανα. Ή καλύτερα γι' αυτά που δεν είπα. Θέλω να μιλήσουμε, δεν μπορώ να είμαστε άλλο έτσι. Σε παρακαλώ, τηλεφώνησέ μου.»

Άφησα το κινητό μου δίπλα μου και ξάπλωσα έχοντας τα μάτια μου καρφωμένα πάνω του. Δεν είχαν περάσει λεπτά από όταν άφησα το μήνυμα και ήμουν έτοιμη να πεταχτώ να απαντήσω, όταν θα μου τηλεφωνούσε. Η ανυπομονησία μεγάλωνε και τα λεπτά άρχισαν να γίνονται ώρες. Όσο ο χρόνος προχωρούσε κι ο Κάρτερ δεν ερχόταν σε επικοινωνία μαζί μου, ένιωθα κάθε σημείο του κορμιού μου να πονάει. Ήξερα πως ήταν θυμωμένος και στην θέση του θα αντιδρούσα πολύ χειρότερα, αλλά δεν έπαυα να θλίβομαι με το γεγονός ότι είχε κλείσει μέχρι και το κινητό του για να με αποφύγει.

Στη διάρκεια της αναμονής τα βλέφαρά μου άρχισαν να φαντάζουν βαριά και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν κατάλαβα αν κοιμήθηκα ή αν απλώς χουζούρεψα, αλλά μπροστά μου πέρασε μια ανάμνηση, από το κοντινό παρελθόν.

Κλείνοντας τα μάτια μου βρέθηκα έναν χρόνο πίσω, στην Σεβίλλη. Είχα μόλις αρχίσει να ανακάμπτω από την κατάθλιψη, αλλά δεν ήμουν τελείως καλά. Όσες φορές χαμογέλασα, το έκανα σαν αγγαρεία και χωρίς να το νιώθω. Όταν μιλούσα η φωνή μου ήταν βαριά, και δεν είχε την συνηθισμένη της χροιά. Το χειρότερο όμως ήταν ότι ένιωθα μόνη μου όλη την ώρα. Ένιωθα πως δεν είχα με κάποιον να μιλήσω. Αυτό βέβαια άρχισε να αλλάζει προς τα μέσα της άνοιξης, αλλά όταν το συναίσθημα αυτό ήταν το κυρίαρχο, ήταν λες κι υπήρχε μια μόνιμη θηλιά γύρω από τον λαιμό μου. Οι γονείς μου, ο Ντιμίτρι κι ο Αλφόνσο δεν με άφηναν στιγμή μόνη μου. Πάντα ήταν κάποιος πλάι μου. Ίσως να φοβόντουσαν ότι θα έκανα κακό στον εαυτό μου. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Αυτό που ουσιαστικά ήθελα ήταν να μάθω σε ποιον είχα κάνει κακό κι έπειτα να τιμωρηθώ αναλόγως. Αυτό θα μου αρκούσε.

«Μάντεψε ποιος σου έγραψε.» Η μητέρα μου μπήκε στο σαλόνι όπου βρισκόμουν και διάβαζα κρατώντας ένα γράμμα στα χέρια της.

«Κάποιος από την Μόιρα;», ρώτησα ευχόμενη να απαντούσε καταφατικά.

«Όχι», απάντησε χωρίς να σβήνει ο ενθουσιασμός της. «Εκείνος ο φίλος του Γκασπάρ, που γνώρισες πέρσι το καλοκαίρι.»

Αφού δεν ήταν κάποιος από την Μόιρα, όπως επιθυμούσα κολασμένα με άφησε αδιάφορη.

«Και τώρα με θυμήθηκε;», ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Πλησιάζει το καλοκαίρι και ελπίζει να σε ξαναδεί», άφησε το γράμμα στα πόδια μου. «Και το ότι σου έγραψε μετά από τόσους μήνες σημαίνει ότι δεν σε ξέχασε. Το κοριτσάκι μου καίει καρδιές με την ομορφιά και την προσωπικότητά της», μου χάιδεψε το μάγουλο μου και μου χαμογέλασε τρυφερά.

Ακόμα και σε αυτή την στοργική στιγμή δεν μπορούσα να της ανταποδώσω το χαμόγελο ή τον ενθουσιασμό. Εκτός από μένα πονούσαν κι οι γύρω μου, οι οποίοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα πότε θα ξυπνούσα και θα ένιωθα καλύτερα από την προηγούμενη μέρα.

«Κακώς έκανε τον κόπο», άφησα το γράμμα μπροστά. «Δεν θέλω να πάω στην Γαλλία φέτος.»

«Γιατί;», έσμιξε η μητέρα μου τα φρύδια της. «Δεν θέλεις να δεις την θεία σου και τα ξαδέρφια σου; Εσύ μετράς τις μέρες μέχρι να τους ξαναδείς.»

«Μπορούν να έρθουν εκείνοι εδώ για αλλαγή. Εγώ πάντως δεν έχω όρεξη για διακοπές.»

Εκείνη ξεφύσησε από μέσα της κι έγειρε το κεφάλι της ελαφρώς στα πλάγια. «Ένα ταξίδι θα σου έκανε καλό.»

Τα μάτια μας συναντήθηκαν μετά από αυτά της τα λόγια. «Αν θέλετε να ταξιδέψουμε κάπου, ας πάμε στο Πόρτλαντ.»

«Αγάπη μου το έχουμε ξανασυζητήσει και...»

«Τίποτα δεν έχουμε συζητήσει», την διέκοψα. «Γιατί απλώς αποφεύγετε το θέμα. Δεν καταλαβαίνω γιατί με κρατάτε μακριά από την οικογένειά μου.»

«Εμείς είμαστε οι οικογένεια σου», τόνισε το 'εμείς'.

«Κι εκείνοι. Και θέλω να περάσω χρόνο μαζί τους. Γιατί μου το στερείτε;»

Με κοίταξε με υγρά μάτια χωρίς να μου απαντάει. Ποτέ της άλλωστε δεν μου απάντησε. Το ίδιο ίσχυε και για τον πατέρα μου. Όσες φορές ζητούσα να πάω στην Μόιρα ή τους ρωτούσα γιατί αρνούνταν να με πάνε εκεί έλεγαν αοριστίες, χωρίς να μου δίνουν έναν ξεκάθαρο λόγο. Όταν τους έχασα έμαθα τι ήταν αυτό που τους εμπόδιζε να μου επιτρέψουν να επισκεφτώ το μελλοντικό μου σπίτι κι ως έναν βαθμό τους δικαιολογούσα. Και εκείνους και τους θείους μου. Όταν όμως μεγάλωσα όφειλαν να μου μιλήσουν και να με προειδοποιήσουν. Αντίθετα εκείνοι συνέχισαν να λένε ψέματα σε σημείο ο Κέλλαν να μην θέλει να αφήσει τον Κάρτερ να μου μιλήσει όταν γύρισε από την Σεβίλλη. Μυστικά και ψέματα κι όλα αυτά γιατί ήθελαν να μας κρατήσουν ασφαλείς. Παρ' όλα αυτά η απομόνωση μου δεν ευνόησε και κατά πολύ την εύκολη προσαρμογή μου στην Μόιρα. Επίσης, η μυστικοπάθεια για το θέμα του Κάτω Κόσμου επέφερε εμπόδια στο να μάθουμε ολόκληρη την αλήθεια, με αποτέλεσμα να υστερούμε σε σχέση με τον εχθρό.

Είχα καταλάβει και εμπειρικά πως ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις το ψέμα ήταν ψέμα και κι έκανε ζημιά όπως και να είχε. Η εμπιστοσύνη κλονιζόταν, καρδιές ράγιζαν, σχέσεις πορεύονταν στο τέλος τους. Δεν ήθελα να συμβεί το ίδιο με μένα και τον Κάρτερ. Είχα πάρει το μάθημά μου και ορκίστηκα πως δεν θα του έκρυβα τίποτα από εδώ και πέρα. Ό,τι και να γινόταν, όσο κι αν ήξερα ότι η αλήθεια θα τον πονούσε, στο τέλος το ψέμα θα ήταν εκείνο που θα τσάκιζε και τους δυο μας.

Μέσα στις σκέψεις και τις αναμνήσεις μου, άκουσα την πόρτα του κοιτώνα μου να ανοίγει κι αμέσως άνοιξα τα μάτια μου με την ελπίδα να δω τον Κάρτερ. Όταν αντίκρισα τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο, απογοητεύτηκα ελαφρώς, αλλά εκτίμησα την επίσκεψή τους, η οποία ήξερε πως θα με ανακούφιζε από τις ενοχές μου.

«Τι κάνει η ασθενής;», με ρώτησε ο Ντιμίτρι κλείνοντας την πόρτα.

«Το παλεύει», του απάντησα.

«Σου έχουμε φέρει το κατάλληλο γιατρικό», αποκρίθηκε ο Αλφόνσο, ο οποίος κρατούσε ένα φάκελο και μου τον έδωσε.

Εγώ τον άνοιξα απορημένη και περιεργάστηκα τα χαρτιά.

«Είναι...», ψέλλισα και τους κοίταξα.

«Οι προετοιμασίες για την στέψη σου», ολοκλήρωσε ο Ντιμίτρι την πρότασή μου.

Η στέψη μου. Πλησίαζε κιόλας αυτή η μέρα. Είχα ήδη προκηρυχθεί βασίλισσα κι η στέψη ήταν πάντοτε μια επισημοποίηση με φανταχτερά φορέματα και μεγάλη γιορτή. Κι αυτό ακριβώς ήταν που την έκανε πιο δύσκολη στην προετοιμασία της, αλλά και πιο ονειρική στα δικά μου μάτια.

«Και», ο Αλφόνσο έσπρωξε μερικά χαρτιά για να εμφανίσει στο οπτικό μου πεδίο μια φωτογραφία. «Το φόρεμά σου.»

«Είναι πανέμορφο», μουρμούρισα.

Το είχα δει κι άλλες φορές στο παρελθόν. Η τουαλέτα αυτή άνηκε στην Πετρονέλλα και πέρασε στους Σάντος, οι οποίοι ήταν κοντινοί της απόγονοι. Το φόρεμα αυτό το είχε φορέσει κι η γιαγιά μου στην δική της στέψη κι η μητέρα μου, όταν ανακοίνωσε στην Αυλή ότι κυοφορούσε την δεύτερη διάδοχο του Κέλλαν και του πατέρα μου. Τώρα ήταν η δική μου σειρά να το φορέσω στην στέψη μου.

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έφτασε κιόλας αυτή η μέρα», ένα αδύναμο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου όσο χάζεψα και τα υπόλοιπα έγγραφα.

«Ούτε εγώ», γέλασε ο Ντιμίτρι. «Σαν χθες μου φαίνεται που σε έφεραν από το μαιευτήριο σπίτι. Θυμάσαι;», ρώτησε τον Αλφόνσο.

Εκείνος ένευσε χαμογελώντας. «Μας την είχαν δώσει να την κρατήσουμε», του απάντησε. «Ήταν πιο μικρή κι από το χέρι μας.»

«Τώρα είναι λίγο μεγαλύτερη», με πείραξε ο Ντιμίτρι.

«Χα –χα», κούνησα το κεφάλι μου. «Και πώς κάνετε έτσι; Δεν παντρεύομαι. Βασίλισσα στέφομαι.»

«Ε κι ο γάμος δεν θα αργήσει», με σκούντηξε ο Αλφόνσο με το δάχτυλό του.

«Ναι τι να σου πω. Με τις βέρες στο χέρι είναι ο Κάρτερ», ξεφύσησα.

Ο Ντιμίτρι με περιεργάστηκε σμίγοντας τα φρύδια του. «Τσακωθήκατε;»

«Ελαφρώς», απάντησα κι έπειτα απόρησα. «Δεν τον έχεις δει καθόλου σήμερα;»

«Τον είδαμε», απάντησε ο Αλφόνσο. «Αλλά δεν μας είπε τίποτα. Ούτε φάνηκε αναστατωμένος.»

Ο Ντιμίτρι σούφρωσε ελαφρώς τα χείλη του, σημάδι όταν σκεφτόταν. «Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν και μέσα στα κέφια. Φαινόταν πως κάτι τον έτρωγε, αλλά τον τελευταίο καιρό, αυτό δεν είναι και νέο.»

«Ξέρει ότι είμαι άρρωστη;»

Ο Αλφόνσο ανασήκωσε ανήξερος τους ώμους του. «Όταν τον είδαμε, ούτε εμείς το ξέραμε.»

Τουλάχιστον δεν στάθηκε αδιάφορος στο θέμα της υγείας μου. Κάτι ήταν κι αυτό.

«Είμαι σίγουρος πως μόλις το μάθει, θα τρέξει στο πλευρό σου», προσπάθησε να με παρηγορήσει ο Ντιμίτρι, αλλά μάταια.

Αν δεν τον έβλεπα δεν θα πίστευα υποθέσεις και πιθανότητες. Δεν το έκανα ποτέ άλλοτε. Πόσο μάλλον τώρα, σε κάτι τόσο σοβαρό, όπως ο Κάρτερ ή η πιθανότητα να νοσώ κάτι τόσο σοβαρό.

Σύντομα ήρθε κι η Μόνι μαζί με ένα δίσκο, πάνω στον οποίο δέσποζαν σούπα και τσάι. Και τα δύο κόχλαζαν.

«Έχεις και παρέα βλέπω», χαμογέλασε αφήνοντας το δίσκο στα πόδια μου.

«Μου έφεραν και τα σχέδια για την στέψη», της έδωσα τον φάκελο.

Εκείνη αναφώνησε βλέποντας τα και χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους. «Ανυπομονώ!», γέλασε σαν μικρό παιδί. «Εγώ ως μελλοντική σύμβουλος θα πρέπει να φοράω κάτι συγκεκριμένο;»

«Εσύ ως επίσημη σύμβουλος», την διόρθωσα «μπορείς να φορέσεις ό,τι θέλεις.»

«Μα νόμιζα ότι θα χριζόμασταν μετά την στέψη σας.»

«Αποφασίσαμε να χριστούν οι νέες προσθήκες από πριν, για να μπορούν ο Σκοτ κι ο Ντιμίτρι να στέκονται πίσω από την Ορόρα στην παρέλαση», της εξήγησε ο Αλφόνσο.

Η Μόνι χαμογέλασε πλατιά. «Αυτό είναι υπέροχο.» Έπειτα γύρισε να με αντικρίσει. «Τέρμα τα ψέματα. Τώρα είμαστε ενήλικες.»

Εγώ πέρασε το ένα μου χέρι γύρω της και την έσπρωξα κοντά μου. «Θα μπορούμε να παιδιαρίζουμε που και που.»

«Δεν το έχετε και δύσκολο άλλωστε», μας πείραξε ο Αλφόνσο.

«Ναι, ώριμε», στριφογύρισα τα μάτια μου.

«Έλα, δοκίμασε την σούπα», ανασηκώθηκε η Μόνι. «Την έφερε η μαμά μου για σένα.»

«Με έχει καταϋποχρεώσει», σήκωσα το κουτάλι μου.

«Από τις τύψεις θα είναι», μουρμούρισε.

«Τύψεις για ποιο πράγμα;», απόρησε ο Ντιμίτρι.

Την κοίταξα προειδοποιητικά για την γκάφα που έκανε και κατάλαβε κι εκείνη πως καλύτερα να κρατούσε την γνώμη της για τον εαυτό της.

«Όχι», κούνησε γρήγορα το κεφάλι της «Εννοούσα ότι νιώθει άσχημα που η καημένη η Ορόρα αρρώστησε μετά από τις δύσκολες βδομάδες που πέρασε.»

Ευτυχώς την πίστεψαν και δεν συνέχισαν. Μου ψιθύρισε μια συγγνώμη κι έπειτα έφαγα την σούπα που μου έφτιαξε η Σάρα κι ήπια το τσάι μου. Ο πυρετός έπεσε, αλλά ο λαιμός μου δεν καλυτέρευσε. Ο Ντιμίτρι μου είχε φέρει καραμέλες και όσο τις μασούσα ανακουφιζόμουν για λίγο. Έκανα κι ένα μπάνιο για να με αναζωογονήσει και μέχρι το βράδυ η ψυχική μου υγεία βρισκόταν σε καλύτερη πορεία από την σωματική.

Πιο μετά ήρθε κι ο Σκοτ με την Οκτόμπερ να καθίσουν μαζί μας, για να μου κάνουν παρέα. Ο Τσέις θα έμενε με την Σειρήνα, αλλά μου έστειλαν ευχές να νιώσω καλύτερα.

Λίγο πριν φύγει η Οκτόμπερ, και εκμεταλλευόμενη μια παρτίδα χαρτιά των υπολοίπων την ρώτησα αν είχε μιλήσει στην Μόνι για τον Γκασπάρ.

«Όχι, ακόμα», ξεφύσησε. «Προσπάθησα το σαββατοκύριακο, αλλά μου φαινόταν αναστατωμένη για κάτι.»

Εξαιτίας μου.

«Μην το καθυστερείς άλλο», αποκρίθηκα χαμηλόφωνα. «Πίστεψε με όσο άκακο κι αν σου φαίνεται ένα μικρό ψεματάκι, μπορεί να αποφέρει μεγάλη ζημιά.»

«Το ξέρω», κατένευσε. «Αλλά είμαι δειλή. Μήπως θέλεις να κάνεις εσύ την αρχή; Κι αν έχεις κι έμπνευση κάνε και το τέλος.»

«Αχ Οκτόμπερ μην με μπλέκεις», σχεδόν την παρακάλεσα. «Πάντα το τρίτο πρόσωπο την πληρώνει στο τέλος.»

«Καμιά μας δεν θα σε κατηγορούσε για τίποτα, αλλά καταλαβαίνω την θέση σου.» Έριξε μια ματιά στην αδερφή της, η οποία γελούσε ικανοποιημένη με την κίνηση που είχε κάνει. «Φοβάμαι ότι θα νιώσει προδομένη.»

«Προδομένη θα νιώσει αν το μάθει από κάποιον άλλον», έγειρα μπροστά για να της μιλήσω ψιθυριστά. «Δεν στο είπα τις προάλλες για να μην δημιουργήσω εντάσεις, αλλά ο Σκοτ σε ανακάλυψε πριν κάτι μήνες. Μπορεί να της το ξεφουρνίσει. Και μου κάνει εντύπωση πως δεν έχει γίνει ήδη.»

«Αλήθεια;», αναφώνησε εκείνη. «Ήλπιζα πως μετά την Βρίλυ θα με είχε ξεπεράσει.»

«Κι εγώ, αλλά», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Τέλος πάντων. Στο είπα και ξαλάφρωσα.»

«Καλά έκανες», κατένευσε και τους κοίταξε. «Αν και να σου πω δεν νομίζω να της πει τίποτα. Για κάποιο λόγο αυτή την βδομάδα όταν αναφέρω τον Σκοτ φέρεται πολύ περίεργα.»

«Το παρατήρησα κι εγώ», αποκρίθηκα, ανακουφισμένη που δεν το είχα φανταστεί. «Αλλά το αρνούνται κι οι δύο.»

Η Οκτόμπερ μισόκλεισε τα μάτια της παρατηρώντας τους. «Λες να τσακωθήκανε;»

«Δεν ξέρω», κούνησα το κεφάλι μου. «Αλλά καλό θα ήταν να το ερευνήσουμε.»

«Προς το παρόν εσύ ξεκουράσου για να ερευνήσεις ό,τι θέλεις απρόσκοπτα», μου χαμογέλασε. «Αν χρειαστείς το οτιδήποτε μην διστάσεις να μου χτυπήσεις.»

«Εντάξει», ένευσα. «Σ' ευχαριστώ.»

Αφού καληνύχτισε και τους υπόλοιπους, επέστρεψε στον κοιτώνα της και μπήκα κι εγώ στο παιχνίδι. Στο μεταξύ παρατηρούσα τον Σκοτ και την Μόνι, αλλά δεν μπορούσα να συμπεράνω και πολλά. Μέσα στο παιχνίδι συμπεριφέρονταν φυσιολογικά, καθώς με την παρουσία και των υπολοίπων δεν ήταν υποχρεωμένοι να μιλάνε μεταξύ τους. Μερικές φορές αναφέρθηκα στην Μόνι για τις ικανότητες του Σκοτ κι αντίστροφα, αλλά μονάχα γέλασαν και συνέχισαν την παρτίδα. Περισσότερες πιθανότητες να καταλάβω τι συνέβαινε θα τις είχα αν τους έβλεπα μόνους της. Με λίγα λόγια να τους παρακολουθώ, γιατί κι εγώ μπροστά θα ήμουν ένας αντιπερισπασμός. Σε αυτή την πόλη είχα γίνει εξπέρ στο να παρακολουθώ και να κρυφακούω, όχι ότι στο δεύτερο δεν είχε προϋπηρεσία από την Σεβίλλη.

Ήλπιζα πάντως να μην συνέβαινε κάτι σοβαρό. Δεν ήθελα να υπήρχε κάποιος τσακωμός μεταξύ τους. Είχαμε ήδη την Μέλανη, η οποία αρνούταν κατηγορηματικά να μιλήσει στον οποιονδήποτε. Ούτε για περαστικά δεν είχε περάσει και δεν ήταν ότι δεν βρισκόμουν στον δρόμο της. Το δωμάτιο της ήταν ακριβώς δίπλα μου. Εγώ με σπασμένο πόδι είχα στριμωχτεί στο κρεβάτι της για να της συμπαραστέκομαι στον χωρισμό της κι εκείνη ούτε για τα τυπικά δεν ήρθε να με δει. Με πείραξε πολύ αν και δεν ανέφερα τίποτα σε κανέναν. Κι ακριβώς επειδή η κατάσταση με την Μέλανη ήταν ένα ακόμη αγκάθι στην τωρινή κατάσταση, δεν θα είχα το κουράγιο να αντιμετωπίσω κι άλλο ένα.

«Μας τελείωσαν τα παγάκια», αποκρίθηκε η Μόνι σχεδόν κλαψουρίζοντας.

«Δεν μπορείς να πιεις το αναψυκτικό σου χωρίς να μασουλήσεις και λίγο πάγο;», την πείραξε ο Αλφόνσο.

«Η Μόνι σκληραγωγεί τα δόντια της», του απάντησα.

«Θα πας να φέρεις;», παρακάλεσε τον Αλφόνσο πεταρίζοντας της βλεφαρίδες της.

Για μια στιγμή μου φάνηκε πως ο Σκοτ κουνήθηκε άβολα στην θέση του, αλλά μπορεί απλώς να πιάστηκε.

«Όχι», της απάντησε ο Αλφόνσο πεταρίζοντας κι αυτός τις βλεφαρίδες του. «Τόσα σας έφερα», υπέδειξε το γραφείο μου, πάνω στο οποίο είχαν αφήσει αναψυκτικά και διάφορα σνακ. Χαρτιά χωρίς πατατάκια δεν ήταν αποδεχτό από τους φίλους μου.

«Θα φέρω εγώ», γέλασε ο Ντιμίτρι. «Μην πάθει τίποτα η μεσούλα σου», χτύπησε το μάγουλο του Αλφόνσο απαλά. «Αλλά θα είναι ανοιχτή η κουζίνα σας τέτοια ώρα;»

Ο Σκοτ κοίταξε το ρολόι του. «Δέκα είναι ακόμα. Στις έντεκα κλείνει.»

«Επιστρέφω λοιπόν», μας είπε κι έφυγε από τον κοιτώνα μου.

Οι υπόλοιποι αρχίσαμε μια παρτίδα χωρίς εκείνον, όσο τον περιμέναμε με τα παγάκια της Μόνι. Δεν άργησε πολύ. Μέσα σε πέντε λεπτά τον άκουσα να πλησιάζει τον κοιτώνα μου. Ο Ντιμίτρι είχε έντονη την αίσθηση του καθήκοντος κι όταν δεσμευόταν να κάνει κάτι δεν κωλυσιεργούσε. Ακόμα κι αν επρόκειτο για κάτι ασήμαντο.

«Αυτός είναι ο Ντιμίτρι», γέλασα ακούγοντας τα βαριά του βήματα.

Ωστόσο, άργησε να μπει. Μετά από ένα λεπτό ακούσαμε ομιλίες, και μάλιστα έντονες. Η μία φωνή ήταν του Ντιμίτρι κι η άλλη...

«Κι αυτή είναι η Μέλανη», είπε η Μόνι έντρομη, μόλις αναγνωρίσαμε και την δεύτερη φωνή.

Οι τέσσερίς μας σηκωθήκαμε, αλλά δεν βγήκαμε έξω. Μείναμε πίσω από την πόρτα με το αυτί κολλημένο πάνω της.

«Δεν έχεις ιδέα τι ζω αυτή την στιγμή», την ακούσαμε να λέει.

«Και τι ακριβώς ζεις;», την ρώτησε ο Ντιμίτρι.

Εκείνη δεν απάντησε αμέσως. «Δεν σε αφορά», είπε τελικά.

«Έχεις δίκιο δεν με αφορά. Εσένα όμως σε αφορά το πόσο πληγώνεις τους άλλους με την συμπεριφορά σου, αλλά δεν νοιάζεσαι. Έχεις κλειστεί στο καβούκι σου και το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι ο εαυτός σου.»

«Πάντα τόσο εγκρατής είναι με τα λόγια του;», ειρωνεύτηκε χαμηλόφωνα η Μόνι.

«Μπορεί και χειρότερα», της απάντησε ο Αλφόνσο.

«Και μην χειρότερα», μουρμούρισε ο Σκοτ.

«Πάψε», σχεδόν φώναξε η Μέλανη. «Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι;»

«Και τι θα κάνεις γι' αυτό;», την προκάλεσε ο Ντιμίτρι. «Για να σε δω πριγκίπισσα. Βάλε με στην θέση μου. Δείξε μου ποιος είναι ο ανώτερος.»

«Δεν είναι θέμα ανωτερότητας.» Η φωνή της ήταν ήρεμη αλλά παγερή. «Είναι θέμα ηθικής.»

Η συζήτηση σοβάρευε επικίνδυνα, οπότε έσκυψα και κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Είχαν πλησιάσει πολύ μεταξύ τους και τους χώριζαν μόνο λίγα εκατοστά. Οι τρεις τους άρχισαν να με σπρώχνουν για να δουν κι εκείνοι.

«Ηθικό είναι να μην αποκλείεις τον αδερφό σου σε μια δύσκολη στιγμή, όπως έκανες εσύ. Δεν είσαι η μόνη που πονάς», είπε με στόμφο. «Ηθικό είναι επίσης να περνάς να δεις την φίλη σου, όταν μαθαίνεις ότι σωριάστηκε από τον πυρετό.»

«Υπερβάλλει», αποκρίθηκα κι οι τρεις τους μου έκαναν νόημα να σωπάσω.

«Ήθελα να έρθω να την δω.» Σε αυτά της τα λόγια έσπρωξα τον Αλφόνσο για να δω την έκφραση της. Είχε χαμηλώσει το βλέμμα της, κίνηση που υποδήλωνε και ειλικρίνεια, αλλά και ντροπή που δεν το είχε κάνει. Ένα κομμάτι του εαυτού μου χάρηκε που με είχε σκεφτεί. «Αλλά φοβόμουν πως δεν θα με δεχόταν έτσι όπως της έχω φερθεί.»

Χρειάστηκε μεγάλη αυτοσυγκράτηση για να μην βγω έξω και να την διαβεβαιώσω πως θα την δεχόμουν αμέσως, χωρίς καν μια συγγνώμη. Μου είχε λείψει η παρουσία της, τα μάτια της, το χαμόγελό της, η φιλία της...

«Αν δεν δοκιμάσεις δεν θα μάθεις ποτέ», της απάντησε ο Ντιμίτρι. «Μην σκέφτεσαι τον φόβο σου. Βγες από την τρύπα σου επιτέλους. Κατάλαβε πως δεν είσαι εσύ. Δεν είσαι η Μέλανη Μάρεϊ, πια και μόνη σου άφησες τον εαυτό σου να χαθεί.»

Η Μέλανη δεν του απάντησε. Ξεροκάταπιε και κατσαδιασμένη κατευθύνθηκε με γρήγορες δρασκελιές στον κοιτώνα της. Εμείς πισωπατήσαμε γρήγορα όταν ο Ντιμίτρι πλησίασε την πόρτα, αλλά ο μικρός χώρος και το στρίμωγμά μας σε ένα μέρος, όσο κρυφακούγαμε μας οδήγησε στο πάτωμα. Ο Ντιμίτρι ανοίγοντας την πόρτα στάθηκε έκπληκτος στο θέαμα μας.

«Να αυτόν εδώ τον λεκέ σας έλεγα», σήκωσα το χαλί και το υπέδειξα στους υπόλοιπους σε μια παιδαριώδη προσπάθεια να μας καλύψω.

«Είναι πράγματι αδύνατο να βγει», ένευσε ο Αλφόνσο, κι έκαναν το ίδιο κι οι υπόλοιποι δυο.

«Να αλλάξεις χαλί», αποκρίθηκε η Μόνι και σήκωσε το βλέμμα της. «Α, Ντιμίτρι γύρισες; Δεν σε καταλάβαμε.»

Εκείνος δεν σχολίασε το πόσο γελοίοι ήμασταν αυτή την στιγμή και δεν ανέφερε τίποτα για την συζήτηση του με την Μέλανη. Είχε καταλάβει άλλωστε ότι τα ακούσαμε όλα.

Στην συνέχεις εγώ με τον Σκοτ καθίσαμε στο κρεβάτι και συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να θίξω την κατάσταση με την Μόνι. Οι υπόλοιποι τρεις συνέχισαν να παίζουν χαρτιά. Μετά από περίπου μία ώρα τα μάτια μου έκλεισαν κι αποκοιμήθηκα, οπότε κι όλοι τους έφυγαν από τον κοιτώνα μου.

Κάποια στιγμή στη διάρκεια της νύχτας, άκουσα την πόρτα μου να ανοίγει και κάποιον να μπαίνει. Δεν ήξερα τι ώρα ήταν, αλλά σίγουρα δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Ανοίγοντας τα μάτια μου αντίκρισα τον Κάρτερ να κάθεται δίπλα μου. Βλέποντάς με έσπρωξε μια τούφα μου με το δάχτυλό του και με χάιδεψε.

«Πού ήσουν σήμερα;», τον ρώτησα νυσταγμένα. 

«Είμαι εδώ τώρα», μου απάντησε. «Μην κουράζεσαι. Κοιμήσου.»

«Κάρτερ, συγγνώμη», κλαψούρισα. Εκείνος προσπάθησε να με διακόψει, αλλά δεν σταμάτησα. «Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με.»

«Όλα είναι εντάξει», με καθησύχασε και φίλησε το μέτωπό μου.

«Σου υπόσχομαι όχι άλλα ψέματα. Όχι, άλλα μυστικά μεταξύ μας.»

Με κοιτούσε με τα γαλανά του μάτια με τρυφερότητα και ζεστασιά. Δεν ήταν πλέον θυμωμένος μαζί μου, και δεν έβλεπε μια άγνωστη. Η οικειότητα μεταξύ μας είχε επανέλθει.

«Κοιμήσου τώρα», επανέλαβε.

«Δεν σταμάτησες να με αγαπάς, έτσι;», συνέχισα να τον ρωτάω θέλοντας να σιγουρευτώ πως δεν εξακολουθούσε να υπάρχει κάποιο ρήγμα ανάμεσά μας.

Έσκυψε από πάνω μου κι έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου. «Ποτέδεν θα σταματήσω.»    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top