30. ΑΔΕΡΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

Ο πατέρας μου είχε δύο αδέρφια, τον Πέδρο και την Μαρία. Εκείνος ήταν το μεσαίο παιδί, αλλά είχε την τύχη να είναι κι ο επόμενος βασιλιάς. Δεν ήταν κακομαθημένος, ούτε ξιπασμένος. Τα αδέρφια του τον αγαπούσαν και τον στήριζαν στις δύσκολες στιγμές κι εκείνος ποτέ δεν τους κοίταξε αφ' υψηλού. Αντίθετα ως ο διάδοχος του θρόνου έμπαινε πάντα μπροστά για να τους βοηθήσει. Όταν ο Πέδρο δολοφονήθηκε από τον Έλιοτ, ο πατέρας μου κι η Μαρία έπεσαν σε βαρύ πένθος για τον χαμό του μεγάλου τους αδερφού. Μετά τον θάνατο και του δικού μου πατέρα, η Μαρία βρέθηκε μονάχη της κι αν δεν είχε την δική της οικογένεια θα ένιωθε μόνη της κι απροστάτευτη χωρίς τα αδέρφια της. Μεγάλωσαν μαζί και ήταν πάντα εκεί ο ένας για τον άλλον μέχρι η ζωή να τους στερήσει από όλους μας, αλλά και από την μικρή τους αδερφή.

Ο Κέλλαν είχε έναν αδερφό, τον Σον. Ο Σον ήταν ο μεγαλύτερος, όπως ο Πέδρο, αλλά η κατάσταση στο σπιτικό των Μάρεϊ ήταν πιο περίπλοκη εξαιτίας του Τζον. Ο Σον έγινε ο υπερπροστατευτικός μεγάλος αδερφός για χάρη του Κέλλαν κι όταν ο θείος μου μεγάλωσε και άρχισε την εκπαίδευση του για την διαδοχή προσπάθησε να αντιστρέψει τους ρόλους. Ήθελε να είναι τώρα εκείνος ο προστάτης του Σον και να τον ανακουφίσει από τα καθήκοντα του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Όταν δυστυχώς ο Κέλλαν έφυγε από την ζωή, ο Σον βίωσε την δεύτερη μεγαλύτερη απώλεια της ζωής του. Στον θάνατο του Μάικλ έχασε τον γιο του, ένα κομμάτι του, αλλά με τον χαμό του Κέλλαν έχασε το άλλο του μισό και κανείς δεν θα μπορούσε να αναπληρώσει ούτε το ένα κενό, ούτε το άλλο.

Η μητέρα μου κι η Χόουπ ήταν μοναχοπαίδια. Μεγάλωσαν με τα κοντινότερα ξαδέρφια τους κι όταν ήρθαν στην Μόιρα έγιναν η μία η αδερφή της άλλης. Ήταν κάτι παραπάνω από φίλες και αγαπιόντουσαν με έναν αγνό και μοναδικό τρόπο, όπως τα αδέρφια, αλλά κι ο πατέρας μου με τον Κέλλαν. Η Χόουπ ήταν η μόνη στην οποία η μητέρα μου εκμυστηρεύτηκε την πρώτη της εγκυμοσύνη, και για μήνες ήταν δίπλα της σεβόμενη την επιθυμία της. Όταν πέθανε η μητέρα μου η Χόουπ έζησε τον θρήνο της για πολύ λίγες μέρες. Δεν ήξερα ακριβώς πώς ήταν, γιατί δεν ήθελα να φέρω την Μέλανη και τον Κάρτερ σε δύσκολη θέση, αλλά από ασαφή κουβέντες τα λόγια δεν αρκούσαν να περιγράψουν τον πόνο της.

Ως προς την νέα γενιά είχαμε την Μέλανη και τον Κάρτερ. Οι δυο τους είχαν τόσες διαφορές μα και τόσες ομοιότητες και αποτελούσαν το γνωστό πρότυπο δύο αδερφών διαφορετικών φύλων. Είχαν τις διαφωνίες τους, τους καβγάδες τους, μα στην κρίσιμη στιγμή τα άφηναν στην άκρη για να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλον. Μέσα στις τόσες δυστυχίες και στο μαύρο ριζικό είχαν ένα στήριγμα. Ακόμα κι όταν ο Κάρτερ την προειδοποιούσε πως ο Νέιθαν δεν ήταν ο κατάλληλος για εκείνη, δεν της το χτύπησε όταν στο τέλος της ράγισε την καρδιά. Μπορεί η Μέλανη να διαφωνούσε με τον γάμο του αδερφού της και να είχαν μαλώσει αρκετές φορές γι' αυτό, αλλά δεν θα του γυρνούσε την πλάτη, γιατί τον αγαπούσε. Το αίμα δεν γίνεται νερό, και ήταν κάτι που το ζούσα καθημερινά με τα αδέρφια Μάρεϊ.

Τέλος, η δική μου περίπτωση είναι ελαφρώς πιο περίπλοκη. Βλέπετε εγώ δεν είχα εξ αίματος αδερφό ή αδερφή. Κι αυτό όχι γιατί οι γονείς μου δεν αποφάσισαν να κάνουν δεύτερο παιδί. Μερικούς μήνες πριν τον κρυφό γάμο των γονιών μου, η μητέρα μου είχε μια αποβολή ή θνησιγέννηση, καθώς το μωρό ήταν βιώσιμο όταν έπαψε να ζει μέσα στην κοιλιά της μητέρας μου. Ο μικρός Ραμόν είχε φτάσει τόσο κοντά στην πηγή, αλλά δεν ήπιε ποτέ νερό. Η μητέρα μου τον προστάτεψε όσο κρατούσε την ύπαρξη του μυστική, όμως πριν γεννήσει τον έχασε, όπως έχασα κι εγώ τον αδερφό που ποτέ δεν είχα.

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γνώρισα επιτέλους τον αδερφό μου ήταν αρκετά περίπλοκες, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό χαρακτήριζε όλη μου την ζωή. Στην δεύτερη εμπειρία μου στο βασίλειο των βασανισμένων νεκρών, συνάντησα τον Ραμόν Σάντος, τον πρίγκιπα που ποτέ δεν υπήρξε. Παρά τον βίαιο και απότομο θάνατο του, ο Ραμόν είχε βρει γαλήνη και βρισκόταν σε ένα ήρεμο και όμορφο μέρος, όπως μου είχε πει και ο ίδιος. Αναπήδησε όμως στην Λίμπο για να μου δείξει τον δρόμο έξω. Ακόμα και νεκρός ο μεγάλος μου αδερφός στάθηκε δίπλα μου, βοηθός μου και προστάτης μου λέγοντας μου όμορφα λόγια για να με συντροφεύουν τις μέρες εκείνες, που δεν θα ήταν μαζί μου.

Θα μπορούσα να λέω πως δεν είχα αδέρφια, ή ο μοναδικός μου αδερφός πέθανε στην μήτρα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ήταν ψέματα. Ο Ντιμίτρι ήταν κάτι παραπάνω από ο προστατευόμενος της οικογένειας μας ή το υποκατάστατο του Ραμόν. Ήταν ο γιος των γονιών μου κι ο δικός μου αδερφός. Μπορεί να μην κυλούσε στις φλέβες μας το ίδιο αίμα, αλλά δεν διαφέραμε από την Μέλανη και τον Κάρτερ. Τα προστατευτικά του ένστικτα απέναντι στον Κάρτερ, δεν μείωσαν αυτά απέναντι μου κι ούτε το δέσιμο τους στάθηκε δυνατό να μας χωρίσει. Τίποτα δεν ήταν άλλωστε αρκετά δυνατό για να μπει ανάμεσα στα αδέρφια. Ούτε καν ο θάνατος. Η θεία μου η Μαρία δεν ξέχασε ποτέ τους αδερφούς της κι ούτε έπαψε να λέει πως ήταν η αδερφή δυο νταμπίρ. Το ίδιο ίσχυε και για τον Σον και φυσικά για μένα και τον Ντιμίτρι. Ο Ραμόν δεν είχε ζήσει ούτε για ένα λεπτό, αλλά ήταν ο αδερφός μας και μας πρόσεχε κι ας μην τον βλέπαμε.

Όταν επέστρεψα στην Μόιρα δεν είχα αφήσει τον Ντιμίτρι στο σκοτάδι για το τι συνέβη στην Λίμπο. Είχε κάθε δικαίωμα να μάθει ως ο πλέον κοντινός μου Σάντος. Η συγκίνηση του ήταν μεγάλη κι ένιωσε ταπεινός μπροστά στα λόγια του Ραμόν: «Τον Ντιμίτρι, τον αδερφό μας.» Δεν υπήρχε αμφιβολία ούτε από νεκρούς, ούτε από ζώντες σε ποιον οίκο άνηκε ο Ντιμίτρι κι ίσως τώρα είχε σταματήσει κι εκείνος να είναι τόσο ανασφαλής. Την στιγμή μάλιστα που δεν είχαμε νέα του Ίγκορ, είχε χαλαρώσει περισσότερο από αυτή την ιστορία και συνέχιζε απρόσκοπτα την ανάρρωση του και την νέα του ζωή ως βασιλικός φρουρός.

Εγώ περνούσα ώρες μπροστά από την λίμνη του παππού μου και την τιμητική πλάκα προς τιμήν του. Από προχθές μέχρι και σήμερα ήταν το σίγουρο μέρος, στο οποίο θα με έβρισκε ο οποιοσδήποτε. Μονάχα ο Ντιμίτρι ήξερε το γιατί, αλλά σίγουρα θα είχαν μια ιδέα και οι υπόλοιποι. Δεν με ενοχλούσε όμως. Καλύτερα να μην χρειαζόταν να αφηγηθώ ξανά αυτή την ιστορία, γιατί θα μου ήταν αδύνατο να επικεντρωθώ στις στιγμές. Θα επέμενα στα συναισθήματα μου, τα οποία ήταν πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά.

«Εδώ ξανά;», αποκρίθηκε ο Ντιμίτρι ερχόμενος δίπλα μου χαμογελαστός.

«Εδώ», του απάντησα ανταποδίδοντας στο χαμόγελο του. «Με τον αδερφό μας.»

Τα μάτια του χαμήλωσαν στον τάφο του Ραμόν κι έμεινε για λίγο σιωπηλός.

«Ήταν πολύ όμορφη κίνηση από μέρους της Χόουπ να τον θάψει εδώ, γιατί εδώ ανήκει. Μαζί σας», εισέπνευσε αργά. «Μαζί μας.»

Τα δάχτυλα μου γλίστρησαν ανάμεσα στα δικά του. «Πάντα είναι μαζί μας. Αλλά ναι. Το έχουμε ανάγκη να ξέρουμε προς τα πού να του απευθυνθούμε. Να υπάρχει κάτι δικό του στην κατοχή μας.»

«Πράγματι», συμφώνησε ο Ντιμίτρι. «Θέλω να ξέρεις πως οι υπόλοιποι ξέρουν μέσα σε άκρες τι έχει γίνει κι ανησυχούν. Προσπαθώ να τους πείσω πως είσαι εντάξει, αλλά η απόμακρη στάση σου δεν με βοηθάει.»

«Το ξέρω», ένευσα. «Η αλήθεια είναι πως είμαι παραπάνω από εντάξει. Ένα μέρος του εαυτού μου», έβαλα το χέρι μου στο στέρνο μου «βρήκε γαλήνη. Ανησυχούσα πως αν ο Ραμόν μπορούσε να με δει δεν θα χαιρόταν για εμένα. Αλλά εκείνος φάνηκε πράγματι περήφανος και με άγγιξε πολύ αυτή του η στάση. Και θα ακουστεί τρελό, αλλά μακάρι να έμενα περισσότερο μαζί του.»

«Δεν είναι τρελό», μου απάντησε ο Ντιμίτρι.

Εγώ ανασήκωσα το ένα μου φρύδι κι εκείνος αναθεώρησε την απάντηση του.

«Εντάξει, ακούγεται κάπως περίεργο», παραδέχτηκε «Αλλά η Λίμπο ήταν ο μόνος τρόπος να γνωρίσεις τον Ραμόν. Ο οποιοσδήποτε στην θέση σου θα σκεφτόταν με τον ίδιο τρόπο.»

«Σε αυτή την περίπτωση μπορώ να τους συστήσω δύο παρανοϊκούς δαίμονες.»

Οι δυο μας γελάσαμε ελαφρά, αλλά σοβαρέψαμε γρήγορα.

«Είχες νέα από αυτούς;», με ρώτησε χαμηλόφωνα.

Εγώ κούνησα αργά, αρνητικά το κεφάλι μου. «Υποθέτω πως ο Ζάβιερ χαροπαλεύει κάπου κι η Λίζα θα ψάχνει γιατρειά.»

Ο Κάρτερ είχε τραυματίσει τον Ζάβιερ με ασήμι, όταν προσπάθησε να τον εμποδίσει να με πλησιάσει. Η Λίζα δεν ήταν μαζί του εκείνη την στιγμή, αλλά ακούγοντας τις κραυγές οδύνης του αδερφού της έτρεξε προς βοήθεια του. Δεν έκανε τον κόπο να σταματήσει τον Κάρτερ από το να με σώσει. Προτίμησε να μείνει με τον αδερφό της. Παραδεχόμουν αυτή της την πράξη, κι ας ήταν εχθρός μου. Η αδερφική αγάπη ήταν κάτι που θαύμαζα και εκτιμούσα. Ίσως επειδή από όταν έμαθα για τον Ραμόν, έγινα πολύ ευαίσθητη σε αυτό το θέμα. Αλλά και τα παραδείγματα, τα οποία ζούσα δεν μου άλλαζαν την γνώμη. Η Λίζα, η δαιμονική Λίζα, διάλεξε τον αδερφό της αντί να παλέψει με τον Κάρτερ και να τον αποτρέψει από το να πάρει το προνόμιο τους. Χωρίς αυτόν πιθανόν να μην ήταν τόσο δυναμική και ικανή να επιβιώσει.

«Τελικά πράγματι συνεργάζονται», είπε ο Ντιμίτρι. «Έπρεπε να σε είχαμε πιστέψει.»

«Ναι, έπρεπε» ακούμπησα τον αγκώνα μου στον ώμο του «Αλλά έτσι πιθανόν να μην μαθαίναμε ότι τελικά ο Ζάβιερ δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά με τον Ντέμιεν.»

«Γιατί λες να συμβαίνει αυτό;», με ρώτησε.

«Δεν ξέρω», του απάντησα. «Αλλά έχω σκοπό να μάθω.»

«Μόνη σου;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

«Πεθαίνει», του υπενθύμισα. «Ακόμα κι η Λίζα να είναι μαζί του, ενάμισι δαίμονες δεν θα μου κάνουν τίποτα.»

Εκείνος ξεφύσησε. «Πριν δυο μέρες σε είχαν σε φέρετρο πάγου.»

«Με παγίδεψαν έμμεσα. Δηλητηρίασαν ένα μήλο. Σου υπόσχομαι πως θα αγνοήσω οποιαδήποτε φρουτιέρα δω στον δρόμο μου.»

Ήξερα πως δεν θα τον έπειθα γι' αυτό και δεν ήμουν ξεκάθαρη για το πότε ακριβώς θα πήγαινα. Φυσικά αυτό θα ήταν απόψε, γιατί αν ο Ζάβιερ δεν είχε γιατρευτεί δεν θα είχα άπλετο χρόνο στην διάθεση μου. Ήμουν άλλωστε και αρκετά περίεργη να μάθω, γιατί τελικά είχε χαλάσει η σχέση του με τον Ντέμιεν.

Στο μεταξύ υπήρχε και μια άλλη εκκρεμότητα, η οποία αφορούσε το δαχτυλίδι της Χόουπ. Για να μάθω τι μου προσέφερε αυτό το κόσμημα, έπρεπε να έρθω σε επαφή με τις μάγισσες που το είχαν φτιάξει. Για να φτάσω σε εκείνες, χρειαζόταν να προσεγγίσω την Άλισον, την ξαδέρφη της Χόουπ. Η Άλισον ήταν κόρη μιας από τις αδερφές της Άννας, οπότε μέσω εκείνης θα έφτανα στην Άλισον.

Μπαίνοντας στο παλάτι δεν άργησα να την εντοπίσω. Η Κέιζα δεν είχε μαζέψει τίποτα από το καθιστικό που είχε απλώσει ένα σωρό κούτες. Μόνο τα πράγματα της, τα οποία τα είχε πετάξει ουσιαστικά στην μία από τις βασιλικές κρεβατοκάμαρες. Ο Κάρτερ κι εγώ δεν είχαμε ακόμα πάρει απόφαση να μετακομίσουμε στα διαμερίσματα, αλλά η Κέιζα ήταν πιο γρήγορη από εμάς. Η Άννα λοιπόν, φανερά απηυδισμένη, στεκόταν με τα χέρια της τυλιγμένα σε ένα άσπρο τούλι με την Κέιζα να φλυαρεί για τον στολισμό του γάμου και των δεξιώσεων. Φαινόταν πολύ ενθουσιασμένη, και γιατί να μην ήταν άλλωστε; Η Άννα πάλι δεν συμμεριζόταν καθόλου την χαρά της και η εικόνα τους με έκανε να γελάσω ελαφρά.

«Ορόρα», αναφώνησε η Κέιζα. «Έλα κι εσύ στην παρέα μας.»

«Θα το ήθελα πολύ», ή και καθόλου «αλλά έχω μερικές δουλειές. Άννα, μήπως μπορώ να σου μιλήσω για λίγο;»

«Ναι, σε παρακαλώ», ψέλλισε εκείνη και αφού πέταξε κυριολεκτικά το τούλι με ακολούθησε έξω από το καθιστικό.

«Βοηθάς την μέλλουσα κυρία Μάρεϊ με τις προετοιμασίες;», την πείραξα.

Εκείνη αναστέναξε δυνατά και στάθηκε δίπλα από ένα ανοιχτό παράθυρο για να πάρει αέρα.

«Δεν την αντέχω», αποκρίθηκε. «Είναι εκνευριστική και γλοιώδης και ήδη με αποκαλεί γιαγιά!»

«Ω», γέλασα «Μα έτσι κι αλλιώς θα παντρευτεί τον εγγονό σου.»

Η Άννα έσφιξε τα μάτια της και σήκωσε το χέρι της στο ύψος του ώμου της. «Μην μου το θυμίζεις.»

«Πρέπει να το πάρεις απόφαση», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.

«Δεν πρόκειται να πάρω τίποτα απόφαση», έκρωξε. «Αυτός ο γάμος δεν θα γίνει. Εν ανάγκη θα κάψουμε το αίθριο, το νυφικό, την ίδια. Κάτι!»

Ένα κομμάτι του εαυτού μου συμφωνούσε απόλυτα μαζί της, αλλά το μεγαλύτερο μέρος έβρισκε κωμική την αντίδραση της και δεν μπορούσα να καταπολεμήσω τα γέλια μου.

«Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να σε έχω πεθερά μου.»

«Κι εγώ δεν θέλω σε καμία περίπτωση αυτή», υπέδειξε με το δάχτυλο της την κατεύθυνση από όπου είχαμε έρθει «να παντρευτεί τον Κάρτερ.»

«Κάτι έχω καταλάβει.»

Εκείνη έτριψε το κούτελο της κι έπειτα κέρδισε ξανά την ψυχραιμία της. «Τέλος πάντων. Εσύ τι με ήθελες;»

«Λοιπόν», ξεκίνησα «στην προχθεσινή μου εμπειρία ανακάλυψα πως η Χόουπ δεν ήθελε να μου δώσει το δαχτυλίδι της μόνο και μόνο επειδή θα περνούσα μια ολόκληρη ζωή με τον Κάρτερ.»

«Ναι, το ξέρω», απάντησε η Άννα και γρήγορα έπεσε έρμαιο των αρνητικών συναισθημάτων της απέναντι στην Κέιζα. «Είπα ό,τι είπα για να της δώσω να καταλάβει ότι ούτε οι πεθαμένοι δεν την θέλουν, αλλά αυτή δεν θέλει να καταλάβει πως δεν είναι επιθυμητή. Είναι τόσο επικεντρωμένη στο εγώ της που σε λίγο θα μας ζητήσει να την σεβόμαστε περισσότερο από σένα. Δηλαδή...»

«Άννα», την διέκοψα. «Πίσω σε μένα.»

«Ναι», ένευσε εισπνέοντας. «Με συγχωρείς.»

«Αυτό το δαχτυλίδι», συνέχισε «έχει κάποιες ιδιότητες, αλλά δεν ξέρω ποιες είναι. Βλέπεις το έφτιαξαν μάγισσες και πρέπει να τις συναντήσω για να μάθω. Πρώτα όμως πρέπει να έρθω σε επαφή με τον μεσάζοντας της Χόουπ και των μαγισσών, κι αυτή είναι η Άλισον.»

«Η Άλισον;», απόρησε. «Η ανιψιά μου, η Άλισον;»

«Ναι», κατένευσα. «Πιστεύεις ότι μπορείς να την πείσεις να έρθει για λίγο διάστημα στην Αυλή;»

«Η αλήθεια είναι πως τα καλοκαίρια η Άλισον κάνει ταξίδια με τον άντρα της. Ίσως αν είναι κοντά στην Αμερική να μπορέσει να μας επισκεφτεί.»

«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Καλύτερα να την αφήσουμε να συνεχίσει τις διακοπές της. Εγώ μπορώ να περιμένω.»

«Είσαι σίγουρη;», με ρώτησε.

«Ναι», την διαβεβαίωσα. «Έτσι κι αλλιώς όλο και κάτι θα προκύψει για να με κρατήσει απασχολημένη.»

«Γιαγιά», ακούστηκε η φωνή της Κέιζα από μακριά. «Αργείς;»

Η Άννα έσφιξε τις γροθιές της και πήρε μια βαθιά ανάσα αντί να αρχίσει να φωνάζει λόγια όχι και τόσο αγάπης.

«Ανάσες», την συμβούλεψα. «Και να θυμάσαι ότι ο φόνος τιμωρείται.»

«Όχι, αν δεν βρεθεί το πτώμα», μουρμούρισε και επέστρεψε στην μέλλουσα εγγονή της.

Εγώ με την σειρά μου ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να ξαπλώσω μέχρι να περάσει λίγο η ώρα και να πάω να βρω τον Ζάβιερ. Έξω από την πόρτα στέκονταν οι φίλοι μου και μόλις με είδαν άρχισαν να μιλάνε για κάτι άσχετο. Τους πλησίασα με αργά βήματα κι έπειτα έκαναν τους έκπληκτους.

«Ορόρα», αναφώνησε ο Τσέις. «Πώς κι από εδώ;»

Ο Σκοτ του έριξε ένα πλάγιο βλέμμα.

«Εδώ είναι το δωμάτιο μου», του απάντησα.

Ο Τσέις κοίταξε έκπληκτος την πόρτα. «Ούτε που το κατάλαβα.»

«Φτάνει», του ψιθύρισε η Μέλανη με το παγωμένο, αμήχανο χαμόγελο στα χείλη της.

«Θέλετε τώρα πραγματικά να πιστέψω ότι όλως τυχαίως βρεθήκατε έξω από το δωμάτιο μου την ώρα ακριβώς που περνούσα εγώ;»

«Είσαι πολύ καχύποπτη», αποκρίθηκε ο Τσέις.

«Κι εσύ πολύ βλάκας», του απάντησε η Μόνι «και μας κάρφωσες όλους.»

«Εγώ τουλάχιστον ήμουν πρόθυμος να μας καλύψω», γκρίνιαξε.

Γελώντας με την στάση τους προχώρησα μέσα στο δωμάτιο μου κι εκείνοι με ακολούθησαν.

«Γιατί δεν με πιστεύετε;», κάθισα στην καρέκλα του γραφείου μου. «Είμαι μια χαρά.»

«Γιατί πάντα έτσι λες», είπε η Μόνι. «Μετά από κάθε αναποδιά βάζεις το γενναίο σου πρόσωπο και επιμένεις πως είσαι εντάξει, αλλά στην πραγματικότητα δεν είσαι και εμείς ανησυχούμε. Δεν μπορείς να μας απαγορεύσεις να ανησυχούμε.»

«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Ούτε μπορώ κι ούτε είχα σκοπό να το κάνω. Αλλά σας απαντάω με κάθε ειλικρίνεια πως είμαι απολύτως καλά.»

«Απλώς τις τελευταίες δύο μέρες φαίνεσαι χαμένη στις σκέψεις σου», πήρε τον λόγο ο Σκοτ. «Κι αυτό είναι κάτι που κάνεις όταν φοβάσαι να τις μοιραστείς.»

«Οτιδήποτε είναι μπορείς να μας το πεις», συμπλήρωσε η Μέλανη. «Ξέρεις πως θα είμαστε δίπλα σου.»

«Το ξέρω», κατένευσα. «Και δεν έχω κρατήσει μυστικό ό,τι μου συνέβη στην Λίμπο. Απλώς δεν έχω μοιραστεί τις λεπτομέρειες και δεν είναι ότι δεν σας εμπιστεύομαι ή γιατί πιστεύω πως δεν θα καταλάβετε. Το αντίθετο μάλιστα» τα μάτια μου ταξίδεψαν μέσα στο δωμάτιο και περιεργάστηκαν τα πρόσωπα τους.

Ανησυχούσαν για μένα και δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό. Φαινόταν από τις πράξεις τους, τις εκφράσεις τους. Κι επειδή δεν ήθελα να ζουν με αυτό το βάρος θα ελάφρυνα το φορτίο τους όσο το δυνατόν περισσότερο.

«Όπως ξέρετε», συνέχισα «είδα τον αδερφό μου στην Λίμπο. Για πρώτη και τελευταία φορά. Και φρόντισε όσο ήμασταν μαζί να μου δώσει την καλύτερη δυνατή εντύπωση για εκείνον και τα κατάφερε. Μου είπε όμορφα πράγματα, με παρηγόρησε, μα καθησύχασε πως ο Μάικλ είναι ευτυχισμένος και θέλει το ίδιο για εμάς», κοίταξα την Μέλανη σε αυτά μου τα λόγια και τα χείλη της συσπάστηκαν σε ένα αδύναμο χαμόγελο. «Με γαλήνεψε. Και ο λόγος που δεν κάθομαι να μοιραστώ τις λεπτομέρειες με όλους είναι γιατί είχα αυτή την μοναδική εμπειρία με τον αδερφό μου και θέλω να μείνει κάτι που αφορά εμένα κι αυτόν», το βλέμμα μου στράφηκε στην Μέλανη και στην Μόνι «Κι εσείς σίγουρα θα έχετε εμπειρίες με τα αδέρφια σας που δεν λέτε τις λεπτομέρειες στους υπόλοιπους ή δεν τις μοιράζεστε και καθόλου. Απλώς θέλετε να είναι δική σας υπόθεση.»

Η Μέλανη κι η Μόνι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με βλέμματα κατανόησης.

«Ναι, καταλαβαίνουμε τι εννοείς», αποκρίθηκε η Μόνι.

«Σίγουρα δηλαδή δεν έγινε τίποτα κακό;», με ρώτησε η Μέλανη για σιγουριά.

«Σίγουρα. Κι οτιδήποτε καινούριο έμαθα, φρόντισα να το μάθετε, για το δαχτυλίδι και τους κατατρεγμένους δαίμονες. Ίσως όμως έπρεπε να σας τα είχα πει η ίδια για να μην σας ανησυχήσω.»

«Έπρεπε», ένευσε ο Τσέις κι όλοι τον κοίταξαν σαστισμένοι. «Ε, τι; Αφού έπρεπε!»

Εγώ γέλασα και στράφηκα στον Σκοτ. «Και για να συνεχίσω, θέλω να ξέρεις ότι απόψε θα πάω να βρω τον Ζάβιερ να μου λύσει τις απορίες μου. Θα σας παρακαλέσω όμως μέχρι να γυρίσω να μην το βγάλετε βούκινο.»

«Θα πας μόνη σου;», αναφώνησε εκείνος.

«Δεν είναι και σε θέση να μου κάνει πολλά», του απάντησα. «Άλλωστε τώρα θα είμαι πιο προσεκτική για έμμεσες επιθέσεις. Όσο για τις άμεσες με έχει συμβουλέψει το βιβλίο σκιών μου.»

«Ναι, αλλά το βιβλίο σκιών είναι απλά φύλλα και λέξεις. Εγώ είμαι ο φρουρός σου.»

«Σκοτ», σταύρωσα τα πόδια μου κι έγειρα προς τα πίσω. «Πίστεψε με τα απλά φύλλα και λέξεις με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ. Κι ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν υπάρχει πιο δυνατό κι επικίνδυνο όπλο σε αυτό τον κόσμο από μια γυναίκα με ένα βιβλίο.»

«Είναι δαίμονας», επέμεινε. «Ετοιμοθάνατος ή όχι δεν παύει να είναι ένα ύπουλο και χθόνιο κάθαρμα.»

«Θα συμφωνήσω με τον Σκοτ, Ορόρα», είπε η Μέλανη. «Δεν νιώθω άνετα να πας μόνη σου σε εκείνον που πριν δυο μέρες σε είχε αιχμάλωτη.»

«Να σου θυμίσω πως ο Νόα με είχε αιχμάλωτη μαζί με τον αδερφό σου εις διπλούν», σήκωσα δύο δάχτυλα μου για έμφαση.

«Εγώ συμφωνώ με την Ορόρα», αποκρίθηκε η Μόνι.

Ο Τσέις μισόκλεισε τα μάτια του. «Θα προσπαθήσεις να την πείσεις να σε πάρει μαζί της.»

Η Μόνι αναφώνησε. «Ούτε την αρχή μου δεν τέλειωσα!»

Ο Τσέις γέλασε πνιχτά και πήρε μια αυτάρεσκη έκφραση. «Σε ξέρω τόσο καλά.»

Η Μόνι τότε γύρισε προς τα μένα κι άρχισε να παίρνει βλέμμα θλιμμένου κουταβιού θέλοντας να με ρίξει.

«Όχι», της απάντησα γρήγορα.

Και μέχρι να δύσει ο ήλιος έγιναν πολλές προσπάθειες από πλευράς τους να με πείσουν, όμως δεν τα κατάφεραν. Εγώ την είχα πάρει την απόφαση μου και δεν θα άλλαζα γνώμη. Ήλπιζα μονάχα πως θα κρατούσαν τον λόγο τους και δεν θα έλεγαν δεξιά κι αριστερά που είχα πάει, γιατί θα με έπαιρναν όλοι στο κατόπι και δεν θα πετύχαινα τίποτα. Σκοπός μου ήταν να βρεθώ μόνη μου με τον Ζάβιερ και να μου δώσει τις απαντήσεις στα ερωτήματα μου.

Αργά το απόγευμα με πολύ διακριτικότητα έφυγα από το παλάτι και με το αυτοκίνητο μου κατευθύνθηκα στην είσοδο της πόλης. Η εικοσιτετράωρη φρούρηση του Νέιθαν είχε σταματήσει, καθώς ο Λουκ ήταν νεκρός, όμως φαινόταν πως τελικά τώρα την είχε περισσότερη ανάγκη από ότι πριν. Φαινόταν καταβεβλημένος από αυτό που είχε συμβεί και δεν μπορούσα να μην νιώσω άσχημα γι' εκείνον.

«Δεν πρόκειται να ρωτήσω αν είσαι εντάξει, γιατί προφανώς δεν είσαι.»

Μπήκα μέσα στο σπίτι του για να με καταγράψει, αλλά και για να του μιλήσω. Αυτές τις δυο μέρες δεν τον είχα επισκεφτεί και το μετάνιωσα βλέποντας τον τώρα.

«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, όσο με έγραφε στο τετράδιο.

Έπειτα το έκλεισε και σηκώθηκε για να σταθεί απέναντι μου. Ποτέ του δεν καθόταν στην παρουσία κάποιου, όσο ήταν όρθιος.

«Τελείωσε Νέιθαν», έσφιξα τον ώμο του. «Είσαι ελεύθερος. Γι' αυτό μην τον αφήσεις να σε στοιχειώνει τώρα που δεν είναι πια εδώ, γιατί τότε θα είναι αδύνατο να τον νικήσεις.»

«Λες να μην το ξέρω; Αλλά δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να στερείς από κάποιον την ζωή του. Ακόμα και του Λουκ, που έχει κάνει τόσα εγκλήματα.»

Μπορούσα εν μέρει να τον καταλάβω. Εγώ δεν είχα σκοτώσει κανέναν πέρα από βρικόλακες και μου ήταν τελείως αδύνατον να νιώσω τύψεις, καθώς ήμουν νταμπίρ κι αποτελούσαν τους εχθρούς μας. Ο Λουκ ήταν εκτός από μέρος του υπόκοσμου, με όλη την σημασία της λέξης, θείος του και ήταν πολύ περίπλοκη η κατάσταση. Όταν παραλίγο να σκοτώσω τον Κάρτερ ένιωθα ένα τέρας και μέχρι σήμερα δεν με είχα συγχωρήσει. Ο Νέιθαν βρισκόταν σε μια παρόμοια θέση, μόνο που δεν ήταν εκείνος το τέρας, αλλά ο σκοτωμένος. Εντούτοις, ακριβώς επειδή είχε καλή καρδιά του ήταν δύσκολο έως ακατόρθωτο να προχωρήσει.

«Τρόμαξα με τον εαυτό μου», συνέχισε. «Ο Λουκ ένιωθε δυνατός όταν σκότωνε αθώους, αλλά εγώ δεν αισθάνθηκα ήρωας όταν τον πυροβόλησα. Βλέποντας την ζωή να τον εγκαταλείπει ήταν...» σταμάτησε, καθώς αδυνατούσε να συνεχίσει να αναπολεί αυτό το βραδύ και να το ξαναζεί με αυτή την αφήγηση.

«Μπορεί να μην το βλέπεις, αλλά είσαι πράγματι ήρωας», αποκρίθηκα. «Έσωσες την Μέλανη και τον Σκοτ και πολλούς ακόμη. Επίσης δικαίωσες τόσους άδικους θανάτους συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα σου.»

«Αυτό προσπαθώ να σκέφτομαι για να το αντιμετωπίσω. Αλλιώς μπορεί να τρελαθώ.»

«Νέιτ», πίεσα τα χείλη μου μεταξύ τους «Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα φύγει, αλλά μπορώ να σου υποσχεθώ ότι θα γίνει πιο εύκολο.»

Εκείνος με κοίταξε με τα υγρά μπλε του μάτια και χαμογέλασε αδύναμα. «Σ' ευχαριστώ, Ορόρα.»

Εγώ τον χτύπησα μαλακά στον ώμο του κι έφυγα από την Μόιρα για να βρω τον Ζάβιερ..

Δεν είχα βάλει κανέναν κυνηγό να τον ψάξουν. Πίστευα πως θα ήταν στην αποθήκη που τον είδα για πρώτη φορά μαζί με τον Κάρτερ. Εκεί είχε άλλωστε όλους τους θησαυρούς του, οπότε θα ήταν κάτι παραπάνω από ένα στέκι.

Όσο οδηγούσα αναρωτιόμουν αν τελικά είχε βρει την θαυματουργή γιατρειά που έσωσε και την ζωή της Λίζα. Αν πραγματικά ήταν επουλωμένος θα ήταν πολύ δύσκολο να τον κάνω να μου μιλήσει. Βασιζόμουν στην αδυναμία του και στο κοντινό του τέλος για να αποσπάσω πληροφορίες. Ωστόσο, για να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία είχα πάρει μαζί μου ένα ραβδί βουτηγμένο σε ασήμι. Ένα λιωμένο πιρούνι, δεν θα έλειπε από το σερβίτσιο. Υπήρχαν εκατοντάδες στο παλάτι, από διάφορες χρονικές περιόδους.

Φτάνοντας στην αποθήκη πάρκαρα αρκετά μέτρα από την είσοδο. Σε περίπτωση που χρειαζόταν να δραπετεύσω με μαγικό τρόπο, δεν ήθελα να πάθει τίποτα το αυτοκίνητο μου. Είχε συναισθηματική αξία, καθώς ήταν δώρο του Κάρτερ. Και τα ακριβά δώρα έπρεπε να χαίρουν σεβασμό κι ασφάλεια. Έβαλα το μολυσμένο ραβδί στην τσέπη του παντελονιού μου και πλησίασα την πόρτα με αργά κι αθόρυβα βήματα. Έφερα το αυτί μου κοντά της για να αφουγκραστώ τον χώρο, αλλά δεν ακουγόταν τίποτα. Χωρίς δισταγμό μπήκα μέσα και κλείνοντας την πόρτα πίσω μου προχώρησα περισσότερο κοιτώντας τριγύρω μου. Τα πάντα ήταν σκοτεινά, γι' αυτό κι έβγαλα μια μικρή φλόγα, η οποία χόρευε πάνω στον καρπό μου φωτίζοντας τον δρόμο μου.

Το μέρος δεν είχε αλλάξει από την περασμένη φορά που βρέθηκα εδώ. Στο έδαφος υπήρχαν ένα σωρό κοσμήματα κι αντικείμενα αξίας, όπως πίνακες ή αντίκες. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη του Ζάβιερ και της Λίζα και προς στιγμή σκέφτηκα πως δεν ήταν εδώ. Ωστόσο, συνέχιζα να ψάχνω για παν ενδεχόμενο. Και τελικά είχα ακολουθήσει ορθά αυτόν τον δρόμο, διότι προς το τέλος της αποθήκης διέκρινα ένα αδύναμο φως. Άφησα τότε το χέρι μου να πέσει για να σβήσει η φλόγα μου κι ακολούθησα το φως, το οποίο με έβγαλε στον Ζάβιερ.

Αυτό που έβλεπα μπροστά μου δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον δαίμονα που ήξερα. Βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα παλιό στρώμα. Δεν φορούσε μπλούζα και φαινόταν κάτω από τον επίδεσμο του αίμα κι ασήμι. Το δέρμα του ήταν πιο άσπρο κι από τον επίδεσμο και σταγόνες ιδρώτα έπεφταν ανέμελα στο κούτελο και στα μάγουλα του. Με το ζόρι έπαιρνε ανάσες και με πολύ δυσκολία άνοιξε τα μάτια του για να με δει. Το καστανό τους χρώμα είχε σχεδόν χαθεί κι αντικατασταθεί από το ασήμι που είχε δηλητηριάσει το αίμα του. Θα μπορούσα και να τον είχα λυπηθεί αν δεν είχε διαπράξει τόσα εγκλήματα εναντίον μας.

«Δείχνεις απαίσια», είπα.

Εκείνος γέλασε αδύναμα.

Δεν έκανε καμία κίνηση να ανασηκωθεί ή να φωνάξει την Λίζα. Βέβαια αν ήταν εκεί θα είχε ήδη ορμήσει για να προστατέψει τον αδερφούλη της.

«Είχα ένα προαίσθημα ότι θα σε δω πριν πεθάνω.» Η φωνή του ίσα – ίσα έφτασε στα αυτιά μου σαν σιγανός ψίθυρος.

Κάθισα δίπλα του προσεκτικά κι έτοιμη να ακούσω αυτά που ήρθα να μάθω. Ο Ζάβιερ ήταν ακόμα λαβωμένος και σε τελικό στάδιο, οπότε δεν θα υπήρχαν αντιρρήσεις και πάλες.

«Μου συμβαίνει συχνά», έγειρα ελαφρώς προς τα μπρος για να τον ακούω καλύτερα. «Να είμαι το τελευταίο πρόσωπο που βλέπει κανείς», του εξήγησα.

«Κι εμένα», μου απάντησε. «Με την διαφορά ότι εγώ είμαι η αιτία θανάτου τους.»

«Μην νομίζεις. Πάνω κάτω κι εγώ.»

Άρχισε να ζωντανεύει κάπως και ανασηκώθηκε αργά. Βέβαια η κίνηση αυτή δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για την πληγή του, η οποία άρχισε να αιμορραγεί. Εκείνος αρκέστηκε σε ένα ελαφρύ βογκητό και κατάπιε το παράπονο του. Όσο κι αν υπέφερε όμως δεν ήμουν εκεί για να κάνω την νοσοκόμα του.

«Πού είναι η Λίζα;», τον ρώτησα και κοίταξα τριγύρω μου. «Ελπίζω να μην ετοιμάζετε κάποια ενέδρα, γιατί δεν ήρθα εδώ για να παλέψω.»

«Μην ανησυχείς. Δεν είναι εδώ. Ψάχνει θεραπεία.»

«Υπάρχει πιθανότητα να βρει;»

Εκείνος γέλασε πνιχτά. «Κάνεις ερωτήσεις σαν να νοιάζεσαι.»

«Απλά είμαι περίεργη», του απάντησα. «Είναι κάτι που όσο κι αν με βάζει σε μπελάδες, δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω.»

«Το έχει κι η Λίζα αυτό το ελάττωμα.»

Δεν χαιρόμουν κι ιδιαίτερα που με σύγκρινε με αυτήν. Στην Λίζα άλλωστε έβλεπα μόνο μειονεκτήματα, οπότε δεν ήταν το μόνο της ελάττωμα.

«Αλλά όχι, δεν υπάρχουν πιθανότητες», απάντησε στην αρχική μου ερώτηση.

«Εκείνη είχε βρει μια θαυματουργή θεραπεία. Ένας φίλος της την βοήθησε όπως μας είπε. Εσύ ήσουν, έτσι;»

Τα χείλη του κουνήθηκαν και πήραν την μορφή ενός μειδιάματος. «Ήρθες εδώ για να μαζέψεις πληροφορίες.»

«Δεν θα μου αρνηθείς την τελευταία μου επιθυμία από σένα.»

«Διόρθωσε με αν κάνω λάθος», μισόκλεισε τα μάτια του «αλλά του ετοιμοθάνατου την επιθυμία είναι αυτή που δεν πρέπει να αρνούμαστε.»

«Δεδομένου του πόσες φορές εσύ κι η αδερφή σου με φτάσατε στο χείλος του θανάτου μου χρωστάς πολλές χάρες.»

«Δίκαιο», παραδέχτηκε. «Για να σε βγάλω από τον κόπο θα σου διηγηθώ εγώ την ιστορία μας κι αν σου δημιουργηθούν κι άλλες απορίες μπορείς να τις ρωτήσεις στο τέλος.»

«Σύμφωνοι», ένευσα. «Μόνο να είσαι σύντομος, γιατί δεν βλέπω να έχεις πολύ χρόνο.»

Εκείνος χαμογέλασε διασκεδάζοντας με την αναίδεια μου απέναντι του.

«Οι γονείς μας», ξεκίνησε την ιστορία του «ήταν πιστοί στρατιώτες του Ντέμιεν. Ήταν ίσως οι αγαπημένοι του δαίμονες από όλους όσους είχε στις υπηρεσίες του. Με μεγάλωσαν μαθαίνοντας με να έχω τυφλή υποταγή σε αυτόν και εγώ δεν το καταπολέμησα. Μου είχαν κάνει ουσιαστικά πλύση εγκεφάλου πείθοντας με πως αυτός ήταν ο απόλυτος άρχοντας. Όχι μόνο ο δικός μου, αλλά και των υπολοίπων. Γι' αυτό και τον υπάκουγα πιστά χωρίς αντιρρήσεις ή δεύτερη σκέψη. Και κάπως έτσι ανάγκασα μια γυναίκα να χάσει το παιδί της.»

Εισέπνευσα αργά σε αυτά του τα λόγια. Κατέπνιξα όμως τον θυμό μου για το θέμα του Ραμόν. Ήταν ακόμα στην αρχή κι έπρεπε να σφίξω τα δόντια μου και να τον ακούσω.

«Την ημέρα που γεννήθηκε η Λίζα, πέθανε ο πατέρας μας. Νομίζω πως ξέρεις ήδη τι συνέβη.»

«Ο Χερόνιμο», αποκρίθηκα.

«Αυτός», ένευσε. «Δεν μπορώ να πω πως η μητέρα μας στενοχωρήθηκε. Περισσότερο θύμωσε, γιατί για μια στιγμή ένιωσε ευάλωτη. Αλλά μέχρι εκεί. Δεν πένθησε τον άντρα της.»

Δεν περίμενα και τίποτα καλύτερο από μια δαιμόνισσα. Φρόντισα όμως αυτό το σχόλιο να το κρατήσω για μένα, για να μην τον διακόψω.

«Η Λίζα ήταν ατίθαση από την πρώτη κιόλας στιγμή, αλλά πολύ δυνατή», συνέχισε. «Οι δυνάμεις ήταν αξιοζήλευτες από πολλούς δαίμονες και κυρίως από την ίδια μας την μητέρα. Την μεγάλωσε με πολλή φροντίδα και την βοηθούσε να εξελιχτεί και να γίνεται πιο ικανή μέρα με την μέρα. Η Λίζα το λάμβανε αυτό ως αγάπη. Εγώ όμως όχι. Γι' αυτό και είχα πάντοτε τα μάτια μου δεκατέσσερα. Στα δέκατα όγδοα γενέθλια της Λίζα, τότε που οι δυνάμεις των δαιμόνων ολοκληρώνουν την ανάπτυξη τους, η τρυφερή και στοργική μητέρα μας έκανε την πρώτη της απόπειρα εναντίον της κόρης της.»

Η ιστορία αυτή θύμιζε τους Μάρεϊ και το δραματικό εκείνο βράδυ που ο Τζον ξυλοφόρτωσε τον Κέλλαν. Δεν είχε φτάσει ποτέ στον φόνο. Μπορεί όμως και να το έκανε αν είχε βρει τον τρόπο να μην τον καταλάβουν.

«Εγώ φυσικά την φυγάδευσα με αποτέλεσμα η μητέρα μας να ζητήσει βοήθεια από τον Ντέμιεν. Εκείνος παραδόξως είχε μια μέτρια στάση στο θέμα, γιατί δεν ήθελε να στραφεί εναντίον μου. Βλέπεις ήταν πολλά αυτά που είχα κάνει για εκείνον, όπως...», δεν τελείωσε αυτή του την πρόταση. Δεν χρειαζόμουν μία ακόμη θύμηση του θανάτου του Ραμόν. «Έτσι μας άφησε να λύσουμε μόνοι μας το θέμα. Ο μόνος τρόπος για να σιγουρευτώ ότι η Λίζα θα ήταν ασφαλής, ήταν να πεθάνει η μητέρα μας. Της είπα ψέματα ότι ήθελα ανακωχή και θα της παρέδιδα την Λίζα, όπως το ήθελε. Ήμουν αρκετά πειστικός. Της έλεγα πόσο με είχε κουράσει ο χαρακτήρας της και πως μπορούσαμε να την σκοτώσουμε μαζί για να μοιραστούμε τις δυνάμεις της. Στο τέλος όμως δεν ήταν της Λίζα οι δυνάμεις που μοιράστηκαν.»

Αλλά της Πάιπερ. Την σκότωσαν τελικά τα δύο αδέρφια. Γι' αυτό απέφευγε να μιλήσει στον Νέιθαν για την μητέρα της. Βέβαια δεν την αδικούσα. Δεν ήταν και μια ιστορία που θα την μοιραζόσουν εύκολα σε κάποιον τρίτο.

«Τότε τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν, γιατί ο Ντέμιεν δεν είδε με καλό μάτι τον θάνατο της μητέρας μας. Ή καλύτερα την εκτέλεση της. Έγινε πιο απαιτητικός και είχε βάλει στο στόχαστρο την Λίζα, γιατί την θεωρούσε την ηθική αυτουργό.»

«Ήταν έτσι κι αλλιώς», ανασήκωσα τους ώμους μου.

Ο Ζάβιερ αγνόησε το σχόλιο μου και συνέχισε. «Κι ο κόμπος στο χτένι έφτασε όταν η Λίζα ερωτεύτηκε», ξεφύσησε. «Έναν φιλόδοξο δαίμονα που αμφιβάλλω αν ενδιαφερόταν για εκείνη. Ο Ντέμιεν τότε βρήκε την ευκαιρία του για να αποδείξει την απιστία της αδερφής μου στο άτομο του και να την σκοτώσει. Της ζήτησε να του παραδώσει τον προδότη γνωρίζοντας ότι θα αρνηθεί.»

«Και εδώ είναι που μπαίνει στην ζωή μου. Δεν ήταν όλα ψέματα τελικά.»

«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αυτό ήταν η ευκαιρία που ψάχναμε για να γλιτώσουμε από τον Ντέμιεν. Αν δεν μπορούσε να μας αφήσει ήσυχους, τουλάχιστον ας μας φοβόταν. Θα σε προσεγγίζαμε κι έτσι θα θέταμε το πολύτιμο του έπαθλο σε κίνδυνο. Αποφασίσαμε λοιπόν η Λίζα να έρθει σε σένα και να σου ζητήσει άσυλο. Στο μεταξύ έπρεπε να φανεί πως ήταν ολομόναχη στην ζωή για να μην χάσω κι εγώ φίλους και συμμάχους. Παρίστανα ξανά πως ήθελα το κακό της και τότε το έπαιξα πιο πειστικά, όταν την λάβωσα με ασήμι.»

«Αλλά όταν έφυγε από την Μόιρα την βοήθησες να γιατρευτεί.»

«Αφού τότε είχαμε φίλους, ήταν εύκολο να θεραπευτεί.»

«Τι εννοείς;», έσμιξα τα φρύδια μου. «Ποια είναι η θεραπεία για το ασήμι;»

Εκείνος μειδίασε απειλητικά, αλλά μόνο επικίνδυνος δεν μπορούσε να φανεί σε αυτή την κατάσταση.

«Να περάσει στο αίμα άλλου δαίμονα», μου απάντησε.

«Δηλαδή να πεθάνει άλλος στην θέση της», το εξήγησα στον εαυτό μου.

«Ακριβώς», ένευσε μια φορά.

«Φαντάζομαι πως δεν έγινε εθελοντικά η θυσία.»

Ο Ζάβιερ δεν μου απάντησε, αλλά η σιωπή του είπε πολλά περισσότερα.

«Εγώ δεν συμφώνησα να ξανάρθει στην Μόιρα, αλλά η Λίζα επέμενε. Φαίνεται αυτό το νταμπίρ, ο Νέιθαν της κέντρισε κατά πολύ το ενδιαφέρον. Και στην αρχή νόμιζα πως μόνο γι' αυτόν γύρισε. Όμως είχε πάθει μια εμμονή μαζί σου που μέχρι σήμερα δεν μπορώ να την καταλάβω. Σε βλέπει, όπως τον Ντέμιεν, χωρίς καμία διαφορά. Γι' αυτό και έκανε ό,τι έκανε με τους δύο μαθητές.»

«Δηλητηρίασε τα μυαλά τους», δήλωσα με στόμφο. «Εξαιτίας της χάσαμε ένα πολύτιμο μέλος της οικογένειας μας.»

«Στόχευε εσένα», αποκρίθηκε. «Μέχρι και τώρα σε θέλει ή νεκρή ή να σε παραδώσει στον Ντέμιεν, γιατί έτσι θεωρεί πως θα γλιτώσει από αυτόν.»

«Την ημέρα που έγινε ό,τι έγινε», που πέθανε ο Μάικλ «μου είπε πως έψαχνε συμμάχους. Συμμάχους για ποιο πράγμα;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Αναρχικούς πιθανόν. Ή μέλη του υποκόσμου που τρέμουν τον Ντέμιεν και θα σε παρέδιδαν με χαρά στα χέρια του για να γλιτώσουν από την καταπίεση του.»

«Κι εσύ;», τον ρώτησα. «Εσύ μου είπες πως η πίστη σου κυμαίνεται στον Ντέμιεν, αλλά από ότι φαίνεται τον φοβάσαι.»

«Δεν είπα ποτέ κάτι τόσο ξεκάθαρο», μου απάντησε. «Αλλά ναι, τον φοβάμαι. Γι' αυτό και δεν διάλεξα το δικό σου πλευρό. Καλοί οι ηγετικοί σου λόγοι στα βαμπίρ, αλλά ο υπόκοσμος δεν συγκινείται εύκολα εκτός κι αν ο λαιμός μας βρίσκεται κάτω από την γκιλοτίνα.»

«Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα ποτέ να συμμαχήσω με δαίμονες. Και για τον Λουκ; Τι έχεις να πεις γι' αυτόν;»

«Όπως άφησα να εννοηθεί στην αποφοίτηση σου έψαχνα τρόπο να μεγαλώσω την δύναμη του Ντέμιεν κι έτσι να με συγχωρέσει», έβηξε για λίγο, συνήλθε όμως γρήγορα. «Ο Λουκ ήταν η ιδανική περίπτωση. Ήταν μόνος του κι η Λίζα είχε τον τρόπο να διαπραγματευτεί χρησιμοποιώντας τον Νέιθαν.»

Όπως το είχα φανταστεί.

«Όταν τον απελευθέρωσες από την έπαυλη ήταν κι ο Ντέμιεν εκεί.»

«Μπορεί», είπε. «Εγώ δεν τον είδα.»

«Τον είδα εγώ.»

«Τότε υποθέτω ότι είσαι τυχερή που εμείς οι δυο συζητάμε αυτή την στιγμή.»

Μπορεί να μην το παραδέχτηκα εκείνη την στιγμή, αλλά ναι ήμουν τυχερή.

«Ο Κάρτερ;», ρώτησα. «Όταν τον καταράστηκες δεν σου είπε τίποτα;»

«Απολύτως», μου απάντησε. «Υπέθεσα πως δεν τον ένοιαζε, αλλά τώρα που το σκέφτομαι νόμιζε όπως κι ο Τζον, ότι θα ήταν μια καλή τιμωρία.»

«Για ποιο πράγμα;», κάγχασα. «Για το προπατορικό αμάρτημα μήπως; Ήταν μωρό!»

«Να ρωτήσεις αυτούς. Εκείνοι ξέρουν καλύτερα.»

«Αυτό είναι Ζάβιερ;», ακούμπησα τις παλάμες μου πάνω στο στρώμα. «Όλα αυτά είναι απλά μια ιστορία αδερφικής αγάπης;»

«Την λατρεύω. Γι' αυτό και σκότωσα για χάρη της την μητέρα μας, εναντιώθηκα στον Ντέμιεν, υπέβαλα κάθε κυνηγό δαιμόνων στο Πόρτλαντ να μην σε βοηθήσει. Είναι όπως σου είπα ατίθαση και παρορμητική. Αλλά είναι η αδερφή μου και την αγαπάω με όλα της τα καλά και τα κακά, γιατί στο τέλος της ημέρας είναι η μόνη που μπορώ να εμπιστευτώ με την ζωή μου.»

«Είναι συγκινητικό», παραδέχτηκα. «Θα είχα κι εγώ πολλές τέτοιες ιστορίες να σου πω, αλλά βλέπεις μου στέρησες τον αδερφό μου.»

«Μην περιμένεις να νιώσω άσχημα, γιατί δεν πρόκειται. Δεν είμαι τέτοιο άτομο.»

«Όχι, δεν είσαι», συμφώνησα. «Τώρα θέλω να μου πεις και κάτι ακόμα. Ξέρεις τι ακριβώς είναι ο Ντέμιεν και έχει τέτοιου είδους δυνάμεις;»

Ο Ζάβιερ κι η οικογένεια του ήταν δούλοι του ουσιαστικά για χρόνια, οπότε ίσως να γνώριζε το είδος αυτού του πλάσματος.

«Δεν νομίζω να ξέρει κανείς στα σίγουρα», απάντησε. «Αλλά οι δυνάμεις του είναι δαιμονικές και δεν τις είχε από την δημιουργία του.»

«Σκότωσε για να τις πάρει», συνέχισα την πρόταση του.

«Σκοτώνει για να τις πάρει», με διόρθωσε.

Στην αρχή εξεπλάγη, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως στην πραγματικότητα σάστισα στην ωμότητα του. Μιλούσαμε όμως για τον Ντέμιεν. Δεν θα έπρεπε να μου κάνει εντύπωση κάτι τέτοιο.

«Φυσικά και το κάνει», μουρμούρισα.

«Ελπίζω να έλυσα όλες τις απορίες της βασίλισσας που ποτέ δεν υπηρέτησα.»

«Ήσουν παραδόξως βοηθητικός», ανασήκωσα τον ένα μου ώμο.

«Τώρα», το χέρι του γλίστρησε κάτω από το στρώμα του και ετοιμάστηκα για κάποια αναμέτρηση «θα ήθελα κι εσύ να μου κάνεις μια χάρη.»

Στην παλάμη του κρατούσε ένα στιλέτο ποτισμένο με ασήμι. Οι άμυνες μου χαμήλωσαν, καθώς κατάλαβα πως δεν ήθελε να μου επιτεθεί, αλλά να τον βγάλω από την μιζέρια του.

«Δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου. Κι είμαι σίγουρος ότι δεν θα πεις όχι.»

«Δεν μπορώ», αποκρίθηκα και προς στιγμή θεώρησε ότι δεν θα το έκανα. «Δεν μπορώ να αρνηθώ», συνέχισα και πήρα το στιλέτο στα χέρια μου. «Όταν με εξόρισες στην Λίμπο είδα με τα μάτια μου τι μου στέρησες και κάθε μέρα θα πρέπει να ζω με αυτή την εικόνα ξέροντας πως όσο ζω δεν θα την βλέπω. Στάθηκες πάνω από την κούνια του Κάρτερ δεσμεύοντας τον με μαγεία που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει. Και παρ' όλο που στο τέλος του βγήκε σε κάτι παραπάνω από καλό, δεν παύεις να έχεις βοηθήσει έναν ακόμη προδότη. Το μόνο που με ενοχλεί είναι που πρέπει να ολοκληρώσω κάποιου άλλου την δουλειά και δεν το ξεκίνησα εγώ.»

«Όπως και να είναι», είπε με τον τόνο της φωνής του να χαμηλώνει. «Έχεις την τιμή να το τελειώσεις.»

Πράγματι μου δινόταν η ευκαιρία που ήθελα για να πάρω εκδίκηση για την μαρτυρική αποβολή της μητέρας μου. Ένιωθα περίεργα που ουσιαστικά θα εκτελούσα μια ευθανασία, αλλά δεν δίστασα. Κι οι δυο μας το θέλαμε και δεν υπήρχε εμπόδιο.

Σήκωσα με τα δυο μου χέρια το στιλέτο κι έδωσα στον Ζάβιερ δυο στιγμέςμέχρι να πάρει τις τελευταίες του ανάσες. Έπειτα με γρήγορη κίνηση τοπροσγείωσα στην καρδιά του. Δεν φώναξε, ούτε πάλεψε. Κατέπνιξε οποιαδήποτεκραυγή και πέθανε αθόρυβα για να κάνει αντίθεση με την ηχηρή ζωή που είχεκάνει. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και καρφωμένα στο ταβάνι, ενώ από το στόματου έσταζε ασήμι. Μπορούσα να ακούσω από τώρα τις κραυγές της Λίζα όταν τονέβλεπε και η κάρδια μου σκίρτησε σχεδόν συμπονετικά. Το θέαμα παραήτανφρικιαστικό και δεν το άξιζε. Ο μόνος λόγος που την λυπόμουν ήταν, επειδή ήτανη αδερφή του. Κι όπως έκλαψα εγώ, όταν είδα το αίμα του αδερφού και της μητέραςμου, έτσι θα έκλαιγε κι εκείνη μόλις επέστρεφε. Έκλεισα λοιπόν τα μάτια του καισκούπισα το ασήμι από το στόμα του. Άφησε το στιλέτο ακριβώς δίπλα από τοκεφάλι του και έβαλα τα χέρια του πάνω στο στήθος του. Ήταν σχεδόν έτοιμος γιαοποιοδήποτε τελετουργικό κηδείας διέθεταν οι δαίμονες.    

Έπειτα έφυγα από την αποθήκη και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Όσο έμενα τόσο διακινδύνευα να συναντήσω την Λίζα και για ένα βράδυ μου έφτανε ο θάνατος του Ζάβιερ. Τώρα χωρίς εκείνον θα ήταν αβοήθητη και ευάλωτη, οπότε και πιο εύκολος στόχος. Ακόμα κι αν κατέτρεχε στον Ντέμιεν, εκείνος θα την γονάτιζε από το άχτι που την είχε. Σε όποιου τα χέρια και να έπεφτε στο τέλος θα κατέληγε νεκρή.

Η αποψινή εμπειρία ήταν αρκετά βαριά και τα συναισθήματα μου μπερδεμένα. Θα ήταν διαφορετικό αν πάλευα μαζί του και να τον σκότωνα από το να τον βγάλω από το μαρτύριο του. Μπορεί και πάλι να ήμουν εγώ αυτή που πήρε την ζωή του, αλλά επρόκειτο περισσότερο για λυτρωτική κίνηση κι όχι για εκδίκηση. Το σίγουρο όμως ήταν πως ο Ζάβιερ ήταν επιτέλους νεκρός. Ίσως αύριο μετά από έναν πολύωρο ύπνο τα πράγματα να ήταν πιο ξεκάθαρα και να μπορούσα να έχω μια σαφή αντίδραση σε αυτό τον θάνατο.

Όταν έφτασα στο παλάτι ανέβηκα κατευθείαν στο δωμάτιο μου και χάρηκα πολύ που δεν με περίμενε κανείς. Χρειαζόμουν λίγο χρόνο μόνη μου ακόμα, κι ένα καυτό μπάνιο για να βγάλω το ασήμι και τον Ζάβιερ από πάνω μου.

Προτού όμως κάνω το οτιδήποτε σωριάστηκα στην τουαλέτα μου ξεφυσώντας, ενώ τα δάχτυλα μου μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Τότε συνειδητοποίησα ότι είχα βγάλει το δαχτυλίδι της Χόουπ και δεν το είχα φορέσει ξανά. Ο Ραμόν με είχε συμβουλέψει να μην το αποχωριστώ κι εγώ είχα ξεχάσει τελείως πως δεν ήταν στο δάχτυλο μου. Από τότε όμως που το πήρα στα χέρια μου δεν το αποχωριζόμουν ποτέ κι από ένα σημείο και μετά είχε γίνει ένα με το δέρμα μου και δεν καταλάβαινα την διαφορά, όταν κοιτούσα το χέρι μου. Βέβαια αυτός ακριβώς ο λόγος έπρεπε να μου το είχε υπενθυμίσει από την στιγμή που γύρισα από την Λίμπο.

Άνοιξα, λοιπόν την κοσμηματοθήκη μου και ψηλάφισα το πάνω μέρος της,όπου είχα τα δαχτυλίδια μου. Εκείνο της Χόουπ το είχα αφήσει χύμα, οπότε θαήταν εύκολο να το βρω, χωρίς να κοιτάω. Μόνο που το χέρι μου δεν το εντόπισεποτέ. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top