16. ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΑΜΟΥ

Οι προετοιμασίες για την αποφοίτηση και τον χορό των αποφοίτων είχαν πάρει φωτιά. Σχεδόν ενάμισι μήνα απείχαν και τα δύο γεγονότα, καθώς κι η στέψη μου. Όλα πορεύονταν τις τελευταίες βδομάδες σε φυσιολογικούς ρυθμούς, κάτι αρκετά παράδοξο για την ζωή στην Μόιρα. Οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι στις τελικές εξετάσεις και οι τελειόφοιτοι έκαναν σχέδια για το μέλλον τους. Η Μέλανη κι η Μόνι μετρούσαν αντίστροφα για την επίσημη χρήση τους ως μέλη του βασιλικού συμβουλίου. Ο Σκοτ με την σειρά του συνέχιζε την εκπαίδευσή του εντατικά κι ήταν σχεδόν έτοιμος. Παρά το γεγονός ότι είχε ήδη ορκιστεί φρουρός μου, θα έπαιρνε ξανά τον όρκο μπροστά σε όλους την ημέρα της στέψης μου. Ο Τσέις με την Σειρήνα είχαν γίνει σχεδόν αυτοκόλλητοι, καθώς ο αποχαιρετισμός τους πλησίαζε μέρα με την μέρα. Η Άννα είχε συνηθίσει κατά πολύ την διαμονή της στην Μόιρα και φαινόταν αρκετά ευτυχισμένη που βρισκόταν κοντά στα εγγόνια της.

Όσο για το δικό μου φυσιολογικό υπήρχαν πολλές ασχολίες. Είχα βγει από την πόλη τρεις φορές για να γνωρίσω κι άλλους στρατολογούμενους μου. Μετά την επίδειξη των δυνάμεων μου, ο αριθμός τους αυξανόταν με μαθηματική πρόοδο, κάτι που με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Τώρα ένιωθαν μια ασφάλεια γνωρίζοντας ότι η βασίλισσα τους διαθέτει μαγεία, ικανή να τους υπερασπιστεί. Είχα λοιπόν εκτός από την υποστήριξη τους και την εμπιστοσύνη τους. Πέραν όμως από τα βασιλικά καθήκοντα, είχα επικεντρωθεί και στα διαβάσματα, γιατί ήθελα να αποφοιτήσω με έναν αξιοπρεπή βαθμό. Όσο γινόταν βέβαια, καθώς το διάβασμα ήταν στην δική μου περίπτωση αγαθό πολυτελείας. Γι' αυτό φρόντιζα να μένω σχεδόν όλες τις μέρες στο σχολείο, αποφεύγοντας το παλάτι, στο οποίο μονίμως σύχναζε η Κέιζα. Η Μέλανη πήγαινε πιο συχνά από μένα για να δει την γιαγιά της και δεν υπήρχε φορά που να μην είχε πετύχει την ενοχλητική κοπέλα του αδερφού της. Με πονούσε πολύ όταν το έλεγα, αλλά ίσως έτσι να γινόταν πιο εύκολη η χώνεψη αυτού του γεγονότος, γιατί ήταν η αλήθεια. Μπορεί ο Κάρτερ να μην με είχε ξεπεράσει ολοκληρωτικά, αλλά το ίδιο ίσχυε και για την Κέιζα, όταν ήταν μαζί μου. Αυτό δεν μπορούσα να το ξεχάσω ποτέ, κι ούτε να το συγχωρήσω. Γι' αυτό κι έμενα στο σχολείο προσπαθώντας να μην βρεθώ μπροστά τους, γιατί η εικόνα τους μου ράγιζε την ήδη πληγωμένη μου καρδιά.

Ωστόσο, μέσα σε όλη την θλίψη για τον Κάρτερ, είχα κάτι στα χέρια μου που μου έδινε μια ανεξήγητη ανακούφιση: το δαχτυλίδι της Χόουπ. Κατέχοντας αυτό το κόσμημα την ένιωθα πιο κοντά μου κι από όταν έβλεπα τα παιδιά της. Σκεφτόμουν πως είχε φτιαχτεί αποκλειστικά για μένα και ότι μια μέρα ήθελε να μου το δώσει η ίδια. Αδυνατούσα να το αποχωριστώ έστω και για ένα λεπτό, φοβούμενη πως θα χάσω και την θύμηση της. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδύνατο. Δεν θα μπορούσα ποτέ να την ξεχάσω, κι ας μην την είχα χορτάσει όσο ήθελα. Τα λόγια της μητέρας μου για εκείνη έφταναν για να καταλάβω πόσο πολύ με αγαπούσε και χωρίς δισταγμό έμαθα να την αγαπώ κι εγώ. Έτσι αγάπησα και την κόρη της κι έτσι ερωτεύτηκα τον γιο της, αλλά μόνο ένα της παιδί βρισκόταν ακόμα στο πλευρό μου. Με αυτό το δαχτυλίδι, ένιωθα πως είχα κι εκείνη και τότε καταπραϋνόταν ο πόνος της συντετριμμένης μου καρδιάς.

Μέσα σε αυτές τις σκέψεις αποφάσισα πολλές φορές να επισκεφτώ το νεκροταφείο και τους τάφους των γονιών και των θείων μου και του Μάικλ. Ωστόσο, με εμπόδιζε ένας φόβος, καθώς σε εκείνο το μέρος με είχε απαγάγει ο Ντέμιεν. Αν κι είχα ξαναβρεθεί εκεί, στην κηδεία του Μάικλ αφενός δεν ήμουν μόνη μου κι αφετέρου ο φόβος ξεπερνιόταν από τον θρήνο. Τώρα όμως θα πήγαινα ολομόναχη και μόνο στην ιδέα ένιωθα μια μικρή ανατριχίλα. Δεν ήθελα να ζητήσω από κάποιον να με συνοδεύσει, γιατί δεν θα το ξεπερνούσα αλλιώς. Το αποτέλεσμα ήταν να καθυστερώ αυτή την επίσκεψη και στο μεταξύ να ασχολούμαι περισσότερο με την καθημερινότητα μιας απλής έφηβης. Όπως δηλαδή σήμερα, που αποφάσισα να οργανώσω ένα ραντεβού για την Μόνι και τον Σκοτ. Οι δυο τους φαινόντουσαν να τα πηγαίνουν πολύ καλά αλλά και πολύ αργά, γι' αυτό και θέλησα να τους δώσω ένα σπρώξιμο, μαζί με την βοήθεια της Οκτόμπερ. Μιας και ο καιρός προβλεπόταν καλός και ζεστός για τα δεδομένα του Πόρτλαντ, ετοιμάσαμε ένα ρομαντικό δείπνο στους πίσω κήπους του παλατιού, με ένα στολισμένο τραπέζι και μουσική υπόκρουση. Για την ακρίβεια θα τους έπαιζα για λίγο κιθάρα για να τους συνοδεύσω στο γεύμα τους κι ύστερα θα έφευγα διακριτικά. Για χάρη αυτών των δύο θα ρίσκαρα να βρεθώ στο παλάτι, με σκοπό να τους κάνω ευτυχισμένους.

«Τριαντάφυλλα ή βιολέτες;», η Οκτόμπερ κρατούσε στα χέρια της από ένα ματσάκι για να το βάλουμε σε ένα γυάλινο βάζο στην μέση του τραπεζιού.

Εγώ έβαλα το χέρι μου στο πιγούνι μου σκεπτόμενη την σωστή επιλογή. «Τα τριαντάφυλλα είναι ρομαντικά, αλλά η Μόνι λατρεύει τις βιολέτες», εξωτερίκευσα την σκέψη μου. «Θα βάλουμε στην μέση ένα τριαντάφυλλο και γύρω του βιολέτες.»

«Εξαιρετική επιλογή», αποκρίθηκε εκείνη και έβαλε τα λουλούδια στο βάζο.

«Νομίζω πως όλα είναι έτοιμα», έκανα ένα βήμα πίσω και περιεργάστηκα το έργο μας. «Το μόνο που λείπει είναι το ζευγάρι», γέλασα παιδιάστικα.

Η Οκτόμπερ χαμογέλασε πλατιά χωρίς ίχνος ενόχλησης στο βλέμμα της. «Ελπίζω να τους αρέσει. Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι της «Είμαι σίγουρη ότι θα τους αρέσει.»

«Η Μόνι πού είναι τώρα;», την ρώτησα.

«Σπίτι», μου απάντησε. «Προσπαθεί να τελειώσει τα φορέματα μας για τον χορό.»

«Μακάρι να μπορούσα να την βοηθήσω, αλλά είμαι μεγάλος μαστροχαλαστής κι άμα αναλάβω την δουλειά της, θα παρευρεθούμε στο χορό με κουρέλια.»

«Σε νιώθω», γέλασε εκείνη. «Ευτυχώς δεν φαίνεται να κουράζεται ή να δυσανασχετεί. Την βοηθάει κι η μαμά όσο μπορεί. Το μόνο πρόβλημα είναι τώρα ότι έχει ενδοιασμούς να βάλει υποψηφιότητα για βασίλισσα του χορού.»

«Γιατί;», έσμιξα τα φρύδια μου. «Αφού δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα κερδίσει.»

Η Οκτόμπερ ανασήκωσε τους ώμους της. «Με αυτά που έχουν συμβεί έχει χάσει τον ενθουσιασμό της.»

Εγώ ξεφύσησα. Οι εξελίξεις ήταν παραπάνω από ραγδαίες και δεν την αδικούσα. Κι εγώ στην θέση της, το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόμουν ήταν να γίνω βασίλισσα του χορού και θα ήθελα να σεβαστούν οι άλλοι την απόφασή μου. Όμως αυτό ήταν το όνειρο της, να ακολουθήσει τα βήματα της Σάρα και τον επόμενο χρόνο να κάνει το ίδιο η Οκτόμπερ. Σαν μια οικογενειακή παράδοση. Δεν ήθελα να χάσει το όνειρο της και πολύ πιθανόν να το μετανιώσει αργότερα.

«Είσαι να κάνουμε μια αταξία;», κοίταξα την Οκτόμπερ πονηρά.

Εκείνη ανασήκωσε το ένα της φρύδι. «Αυτό είναι αρμοδιότητα της αδερφής μου», μισόκλεισε τα μάτια της και σκέφτηκε λίγο. «Αλλά ναι, είμαι.»

«Τέλεια», χτύπησα τα χέρια μου μεταξύ τους.

«Λοιπόν», υπέδειξε με το βλέμμα της την κιθάρα μου παρακεί «για κάνε μου μια μικρή επίδειξη.»

«Όπως επιθυμείτε», έκανα μια ελαφριά υπόκλιση και σήκωσα την κιθάρα μου στα χέρια μου.

Στάθηκα απέναντι της και άρχισα με ένα ήρεμο κομμάτι, καθώς η Οκτόμπερ με παρακολουθούσε χαμογελαστή. Έπειτα συνέχισα με πιο δυνατά κομμάτια μέχρι που κατέληξα να παίζω ροκ μουσική κουνώντας το κεφάλι μου μπρος και πίσω. Με είχε συνεπάρει η στιγμή και για πρώτη φορά μετά από καιρό διασκέδαζα. Φερόμουν σαν να έδινα συναυλία και αγνοούσα το έκπληκτο βλέμμα της Οκτόμπερ. Λίγο ακόμα κι από την αδρεναλίνη μπορεί και να έσπαζα την κιθάρα μου.

«Εντάξει Slash», με σταμάτησε τεντώνοντας τα χέρια της μπροστά.

«Πώς σου φάνηκα;», την ρώτησα λαχανιασμένη.

«Τρομερή», ένευσε μια φορά. «Αλλά αυτή την στιγμή δεν έχω ψηλά πάνω μου.»

«Χα –χα» , μόρφασα κι άφησα την κιθάρα μου στην θέση της.

«Εγώ πάω να φέρω κεράκια και να τηλεφωνήσω στην Μόνι.»

«Κι εγώ τον Σκοτ», σήκωσα το χέρι μου και κόλλησε το δικό της πάνω του.

Κατευθυνθήκαμε κι οι δυο μας μέσα, ενώ εγώ βρήκα τον Σκοτ, ο οποίος μόλις τελείωνε την εκπαίδευση του. Τον οδήγησα στο δωμάτιο μου, όπου έκανε ένα γρήγορο ντουζ και του είχα αφήσει μια αλλαξιά ρούχα για το ραντεβού του. Μόλις ετοιμάστηκε βγήκε από το δωμάτιο μου, κι εγώ σχεδόν τον έσυρα στο τραπέζι που είχα στήσει με την Οκτόμπερ.

«Τι θα έλεγες να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;», με ρωτούσε συνεχώς. «Και τι είναι όλα αυτά;», υπέδειξε τον στολισμένο χώρο.

«Αυτό κύριε Γουίτμορ είναι το ραντεβού σου.»

«Με την κιθάρα σου;», έσμιξε τα φρύδια του.

«Όχι», γέλασα. «Με την Μόνι.»

Εκείνος φάνηκε να διστάζει ελαφρώς, κάτι που αρχικά με ανησύχησε. «Θα νομίζει ότι εγώ σε έβαλα να την παγιδέψεις σε όλο αυτό.»

«Σκοτ», γέλασα. «Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Αλλά κι αν μία στο εκατομμύριο γίνει, θα την διαβεβαιώσω εγώ πως αν θέλει να ρίξει σε κάποιον το φταίξιμο, μπορεί να το ρίξει σε μένα. Εξάλλου», προχώρησα και έσπρωξα την καρέκλα του προς τα πίσω «πιστεύω ότι θα περάσετε πολύ ωραία απόψε για να σκεφτείτε τέτοια πράγματα.»

Ο Σκοτ σούφρωσε ελαφρώς τα χείλη του. «Είσαι μεγάλο δαιμόνιο», μουρμούρισε και κάθισε.

«Όχι», γέλασα. «Άλλα έχω ένα.»

Σύντομα έφτασε κι η Μόνι ντυμένη στην τρίχα κι ελαφρώς νευρική για το αποψινό. Ο Σκοτ προσπαθούσε να την κάνει να νιώσει άνετα, με κομπλιμέντα και το γοητευτικό του χαμόγελο. Η Οκτόμπερ εκτελούσε καθήκοντα σερβιτόρου, ενώ εγώ καθόμουν από μια απόσταση παίζοντας ήρεμα αυτή την φορά κομμάτια. Οι δυο τους φαινόντουσαν να περνάνε όμορφα και η Μόνι είχε αρχίσει να χαλαρώνει. Από ένα σημείο και μετά δεν κοιτούσαν τίποτα και κανέναν παρά μόνο ο ένας τον άλλον. Ήταν ένα γλυκό κι ευχάριστο θέαμα, μετά από τόσες δυσάρεστες στιγμές και τους χαιρόμουν πολύ. Μπορούσα να πω πως ήμουν ευτυχισμένη χάρις αυτούς.

Μόλις τα βλέμματα και τα αγγίγματα άρχισαν να γίνονται πιο ιδιαίτερα, εγώ κι η Οκτόμπερ αποσυρθήκαμε διακριτικά, αφήνοντας τους να συνεχίσουν την βραδιά τους. Για καλό και για κακό μάλιστα είχα ρίξει το κλειδί ενός ξενώνα στην τσέπη του Σκοτ, σε περίπτωση που ήθελαν να περάσουν το Σαββατιάτικο βράδυ τους στο παλάτι. Όταν η Οκτόμπερ έφυγε από το παλάτι, εγώ απομονώθηκα στο δωμάτιο μου. Ήμουν τόσο κουρασμένη από τις προετοιμασίες και το σκληρό διάβασμα της περασμένης βδομάδας, και μόλις το κεφάλι μου ακούμπησε το μαξιλάρι αποκοιμήθηκα. Στον ύπνο μου είδα την Χόουπ να με αγκαλιάζει και να με παρηγορεί. Φαινόμουν πολύ στενοχωρημένη και σχεδόν απογοητευμένη. Η αγκαλιά της όμως ήταν βοηθητική και χαλαρωτική.

Το επόμενο πρωί όταν ξύπνησα ήμουν καταβεβλημένη από αυτό το όνειρο, το οποίο στάθηκε ικανό να με πείσει να επισκεφτώ το νεκροταφείο. Ετοιμάστηκα πολύ γρήγορα και αφού τύλιξα ένα μαντήλι γύρω από τα μαλλιά μου, έφυγα από το παλάτι. Τα νέα της Μόνι και του Σκοτ, μπορούσα να τα μάθω αργότερα. Προτεραιότητα είχε αυτό που το συνεχώς το ανέβαλα.

Φτάνοντας στην είσοδο του νεκροταφείο δίστασα για λίγο. Χαμήλωσα το βλέμμα μου στο σμαράγδι που δέσποζε στο δάχτυλο μου και πήρα κουράγιο από αυτό. Προχώρησα αργά και με τα μάτια μου κολλημένα στο δαχτυλίδι έφτασα στους βασιλικούς τάφους. Μια φευγαλέα ανάμνηση του Ντέμιεν να με κρατάει στα χέρια του, έστειλε ρίγη στην ραχοκοκαλιά μου, αλλά την απώθησα αμέσως. Δεν ήθελα τίποτα να μου τραβάει την προσοχή. Κάθισα στην άκρη του τάφου των γονιών μου και ενστικτωδώς χάιδεψα μαλακά το μάρμαρο. Λες και με αυτή την κίνηση ίσως να χάιδευα τους ίδιους.

«Συγχωρέστε με που δεν έχω έρθει τόσο καιρό», αποκρίθηκα χαμηλόφωνα. «Το ήθελα πολύ, αλλά πάντα κάτι προέκυπτε. Είναι δύσκολο να είσαι βασίλισσα. Το ξέρετε κι εσείς άλλωστε», γέλασα χωρίς διάθεση και τα μάτια μου υγράνθηκαν. «Η δύναμη μου ξύπνησε», ξεφύσησα. «Και φοβάμαι, γιατί πλησιάζει η στιγμή για την μεγάλη αναμέτρηση. Και αν η Μέλανη έχει δίκιο, αν εγώ κι ο Κάρτερ είμαστε η προφητεία των νταμπίρ, αυτό σημαίνει πως θα κερδίσω», έστρεψα το βλέμμα μου στον τάφο των θείων μου θέλοντας να μιλήσω και σε εκείνους. «Στον Κάρτερ δεν έχουμε πει τίποτα ακόμα. Η Μέλανη θέλει να το καταλάβει από μόνος του, για να μου αποδείξει πως η υποψία της είναι κάτι παραπάνω. Εσείς γνωρίζατε και για των δυο μας τις δυνάμεις», αναφερόμουν στην Χόουπ και στον Κέλλαν «Αν υπάρχει η παραμικρή μαρτυρία της δικής σας γνώμης, πρέπει να με βοηθήσετε να την βρω. Χρειάζομαι την επιβεβαίωση για να έχω να πιαστώ από κάπου», τα μάτια μου επέστρεψαν στον τάφο των γονιών μου, πλημμυρισμένα με δάκρυα. «Νιώθω τόσο χαμένη τον τελευταίο καιρό», αποκρίθηκα κλαψουρίζοντας «Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και δεν προλαβαίνω να προσαρμοστώ προτού προκύψει η επόμενη ανατροπή. Πώς τα καταφέρατε εσείς;», μερικά δάκρυα άρχισαν να χύνονται πάνω στα μάγουλά μου «Πώς μπορέσατε να ανταποκριθείτε σε αυτόν τον κόσμο; Γιατί εγώ δεν μπορώ να τα καταφέρω κι αυτός ο κόσμος είναι υπερβολικά σκληρός κι άδικος και ο μόνος τρόπος για να ανασάνω είναι να τον αφήσω. Το ξέρω πως το να θέλω να εγκαταλείψω τα πάντα με κάνει αδύναμη, αλλά δεν βρίσκω το σθένος να αντεπεξέλθω. Κάθε μέρα εύχομαι να ήσασταν ακόμα μαζί μου», ρουθούνισα «Η απώλεια σας είναι ό,τι χειρότερο έχω ζήσει και όλη η μαγεία του κόσμου δεν φτάνει για να επουλώσει την πληγή του χαμού σας.» Ανήμπορη να συνεχίσω με τον κόμπο στον λαιμό μου να με πνίγει βύθισα το πρόσωπο μου στις παλάμες μου κι έκλαψα δυνατά, χωρίς να ανησυχώ αν κάποιος θα με άκουγε.

Είχα κλάψει τόσο πολύ τον τελευταίο χρόνο, που απορούσα με το πόσα δάκρυα υπήρχαν ακόμα μέσα μου. Ήταν λες και το σώμα μου είχε φτιαχτεί μόνο για να σπαράζει και να πονάει. Μία ακόμα κατάρα, η οποία με καταδίωκε.

Κάποια στιγμή άκουσα έναν περίεργο θόρυβο, σαν βήματα πάνω σε πέτρες. Σήκωσα αμέσως το πρόσωπο μου και σκούπισα τα δάκρυα μου για να μην είναι θολή η όραση μου. Κοίταξα τριγύρω μου με κομμένη την ανάσα σχεδόν σίγουρη ότι ήταν ο Ντέμιεν. Είχε έρθει ξανά για μένα, τώρα που είχα την δύναμη μου και μπορούσα να πάω στον Κάτω Κόσμο. Σηκώθηκα γρήγορα κάνοντας μερικά βήματα μπροστά. Φοβόμουν και να τρέξω. Για την ακρίβεια είχα παραλύσει από τον φόβο. Όλο μου το κορμί είχε ανατριχιάσει και το αίσθημα της επιβίωσης ήταν πιο δυνατό από ποτέ. Οι καρποί μου άρχισαν να καίνε έχοντας την υψηλότερη θερμοκρασία από οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματός μου. Αυτή την φορά δεν χρειάστηκε πολύ σκέψη και προετοιμασία και μερικές φλόγες αναπήδησαν μόνες τους έξω από τον καρπό μου. Παρέμειναν όμως προσκολλημένες στο δέρμα μου περιμένοντας την διαταγή μου να πέσουν πάνω στον εχθρό. Τα βήματα έγιναν πιο γρήγορα και άρχισαν να με πλησιάζουν. Γυρνούσα το σώμα μου με πολύ μεγάλη ταχύτητα προς όλες τις κατευθύνσεις βαριανασαίνοντας από την τρομάρα που είχα πάρει. Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως θα έβλεπα τον Ντέμιεν, στην δική του μορφή ή και σε κάποιου άλλου, όποτε κι η κατάπληξη μου ήταν τεράστια όταν αντίκρισα μπροστά μου ένα δαιμόνιο του νερού. Είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο στην Βρίλυ, αλλά δεν ήταν πιο εύκολο την δεύτερη φορά. Η αποκρουστική του εικόνα με σάστισε κι έκανα ένα βήμα πίσω φωνάζοντας από την ξαφνική του παρουσία. Η φωτιά στα χέρια μου βγήκε μόνη της, χωρίς να το ελέγξω, αλλά εκείνο έσκυψε έγκαιρα και δεν λαβώθηκε. Τα θαλασσί του μάτια με το ζόρι φαινόντουσαν πίσω από τα αγκάθια, η οργή του όμως ήταν φανερή. Δεν είχα ιδέα πώς βρέθηκε εδώ και γιατί είχε έρθει, αλλά δεν ήταν δύσκολο να φανταστώ πως η μαγεία μου ήταν για αυτό απειλητική. Τα πόδια μου είχαν σχεδόν ριζώσει στο έδαφος, αλλά το μυαλό μου με διέταζε να φύγω. Δεν ένιωθα ασφαλής μαζί του, για πολλούς λόγους. Έκανα να φύγω αλλά το αγκαθωτό του χέρι διαπέρασε την κοιλιά μου βγαίνοντας από την πλάτη μου. Ο πόνος ήταν αφόρητος αλλά αδυνατούσα να φωνάξω. Η ανάσα μου δύσκολα δραπέτευε από τα χείλη μου και η ισορροπία μου χάθηκε.

Όταν έβγαλε το χέρι του από μέσα του σωριάστηκα στο έδαφος καλύπτοντας την πληγή. Το αίμα έρεε άφθονο από μέσα μου και τα βλέφαρα μου φάνταζαν βαριά. Πάλευα να μείνω ξύπνια για να φωνάξω βοήθεια, αν και ήμουν μακριά από το παλάτι για να με ακούσει κάποιος. Το δαιμόνιο πισωπάτησε και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω και σχεδόν ούρλιαξε κάτι στην αρχαία γλώσσα. Έπειτα χάθηκε από μπροστά μου κι έμεινα μόνη μου να προσπαθώ να μιλήσω. Ένιωθα να πνίγομαι με το αίμα να ανεβαίνει στο λαιμό μου. Έβηξα δυνατά και μερικές σταγόνες βγήκαν από τα χείλη μου. Το σώμα μου άρχισε να τρέμει και ένιωθα μετά από πολύ καιρό το κρύο να με κυριεύει. Η δυσφορία ήταν αβάσταχτη και δεν κατάφερνα να μιλήσω. Θα πέθαινα εκεί. Δεν υπήρχε σανίδα σωτηρίας.

Τα μάτια μου έκλεισαν αλλά εξακολουθούσα να έχω τις αισθήσεις μου. Ήθελα απλώς να τα ξεκουράσω. Εξακολουθώντας να είμαι ουσιαστικά ξύπνια άκουσα κάποιον να τρέχει προς το μέρος μου. Τρομαγμένη ότι το δαιμόνιο ερχόταν να με αποτελειώσει άνοιξα αμέσως τα μάτια μου κι αυτή την φορά ένιωσα ανακούφιση.

«Ορόρα», ψέλλισε σαστισμένος ο Κάρτερ.

Έκανα να του απαντήσω αλλά κάθε φορά που άνοιγα το στόμα μου περισσότερο αίμα έβγαινε και από εκεί.

«Όλα είναι εντάξει τώρα», προσπάθησε να με καθησυχάσει και πέρασε το χέρι του γύρω από το κεφάλι μου φέρνοντας με κοντά του. «Σε κρατάω.»

Αυτά τα λόγια τα άκουγα σχεδόν πάντα σε μια δύσκολη στιγμή και μου έδιναν κουράγιο για την συνέχεια.

Εκείνος ακούμπησε με το άλλο του χέρι τα δικά μου πάνω από την πληγή μου και για μερικές στιγμές έστρεψε εκεί την προσοχή του. Ο πόνος άρχισε να καταλαγιάζει, ενώ όλο μου το σώμα χαλάρωσε. Αυτή την αίσθηση την είχα ξανανιώσει, όταν ανακούφισε τον πόνο μου μετά από την βαρβαρότητα του Φερνάντο απέναντι μου. Έτσι και τώρα έκανε το ίδιο και ήξερα όταν αποκοιμήθηκα πως ήμουν ασφαλής.

Ίσως να ήμουν κοιμισμένη για πολύ ώρα. Όταν άρχισα να συνέρχομαι από τον μικρό λήθαργο ήταν λες και δεν είχα μαχαιρωθεί. Για λίγα δευτερόλεπτα νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο και τώρα ξυπνούσα από τον βραδινό μου ύπνο. Ανοίγοντας όμως τα μάτια μου αντίκρισα ένα δαιμόνιο. Αυτή την φορά ήταν της φωτιάς και μάλιστα το δικό μου. Βρισκόμουν στην εκκλησία στα σκαλιά πριν το ιερό. Το δαιμόνιο μου είχε αποκολληθεί από τα κεριά για να έρθει προς βοήθεια μου. Στην κοιλιά μου δεν ένιωθα καμία πληγή, ενώ λεπτό με το λεπτό αισθανόμουν πιο δυνατή. Αντικρίζοντας με μου χαμογέλασε και με αδύναμο τρόπο του ανταπέδωσα. Το μούδιασμα της επούλωσής του δεν μου επέτρεπε να μιλήσω ακόμα. Το χαμόγελο ήταν αρκετό για να το ευχαριστήσω για την πολύτιμη βοήθεια του. Εκείνο με την σειρά του θέλησε να μου προσφέρει κι άλλες υπηρεσίες. Κρατώντας τα μάτια του κολλημένα στα δικά μου πέρασε μια σκηνή στο μυαλό μου, διαφωτίζοντας με για το πώς βρέθηκα στην εκκλησία: Μόλις έκλεισα τα μάτια μου ο Κάρτερ δεν έχασε χρόνο. Με σήκωσε στα χέρια του και φανερά ανήσυχος με έφερε στην εκκλησία. Λογικά η Μέλανη θα τον είχε ενημερώσει πως εδώ είχα πρωτοδεί το δαιμόνιο μου. Με άφησε στα σκαλιά και χάιδεψε το μάγουλο μου συνοφρυωμένος. Ήθελε να μείνει κοντά μου, αλλά δεν μπορούσε να χάσει περισσότερο χρόνο. Ήμουν ήδη πολύ άσπρη και με το ζόρι το στήθος μου ανασηκωνόταν υποδεικνύοντας με πόση δυσκολία ανέπνεα. Με γρήγορες δρασκελιές πλησίασε τα κεριά και άφησε μερικές σταγόνες από το αίμα μου να στάξουν από το χέρι του πάνω στις φλόγες. Έπειτα βγήκε έξω και το δαιμόνιο μου αναπήδησε ερχόμενο κοντά μου.

Σ' ευχαριστώ, σκέφτηκα νιώθοντας ότι θα άκουγε τις σκέψεις μου. Εκείνο χαμογέλασε ξανά επιβεβαιώνοντας την σκέψη μου και επέστρεψε στα κεριά της εκκλησίας. Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και μου φάνηκε πως έγινε για μερικές στιγμές. Ωστόσο, είχε περάσει πολύ ώρα, καθώς όταν τα άνοιξα ήμουν αυτή την φορά στο παλάτι. Βρισκόμουν ξαπλωμένη πάνω σε ένα μαλακό στρώμα και πίσω μου ένιωθα το τζάκι αναμμένο. Γύρω μου ήταν γονατισμένοι η Μέλανη, ο Κάρτερ, ο Αλφόνσο κι ο Ενρίκε. Αντανακλαστικά θυμήθηκα πως ο Ντιμίτρι επέβλεπε τις τελευταίες προπονήσεις του Σκοτ θέλοντας να δικαιολογήσω την απουσία του.

«Καλώς την», αποκρίθηκε η Μέλανη χαμηλόφωνα ακουμπώντας το μέτωπό μου.

«Τι συνέβη;», ρώτησα.

«Μια ηλίθια απόφαση», απάντησε ο Ενρίκε. «Αυτό έγινε.»

Ο Κάρτερ του έριξε ένα οργισμένο βλέμμα. «Δεν σε είδα να προτείνεις κάτι καλύτερο», είπε μέσα από τα δόντια του.

«Ακόμα και το τίποτα είναι καλύτερο από αυτό», με υπέδειξε με το πιγούνι του χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τον Κάρτερ.

Η Μέλανη στριφογύρισε τα μάτια της, αλλά δεν τους έδωσε σημασία.

«Πρόσεχε τι λες», τον προειδοποίησε ο Κάρτερ.

«Και τι θέλεις να σου πω;», τον ρώτησε εκείνος.

Ο Κάρτερ έγειρε ελαφρώς μπροστά και μισόκλεισε τα μάτια του. «Θέλω να πεις: Δείρε με Κάρτερ. Είμαι μαλάκας και το αξίζω.»

«Κόφτε το», πετάχτηκε ο Αλφόνσο βλέποντας τον Ενρίκε έτοιμο να απαντήσει. «Σαν παιδιά του δημοτικού κάνετε», χαμήλωσε τα καστανά του μάτια, τα οποία διασταυρώθηκαν με τα δικά μου. «Πώς νιώθεις;»

«Μπερδεμένη», ξεφύσησα και ανασηκώθηκα σιγά – σιγά με την βοήθεια της Μέλανη. «Γιατί έχετε ανάψει τζάκι τέτοια εποχή;», κοίταξα για λίγο το τζάκι πίσω μου.

«Χρειάζεσαι την ενέργειά του», απάντησε η Μέλανη. «Δεν έχεις ανακτήσει ακόμα τις δυνάμεις σου.»

«Δεν θα τις έχανες εξ αρχής αν δεν γέμιζε το νεκροταφείο με δαιμόνια του νερού», αποκρίθηκε ο Ενρίκε ρίχνοντας ένα πλάγιο βλέμμα στον Κάρτερ.

«Θέλεις να το συζητήσουμε έξω αυτό;», είπε ο Κάρτερ απειλητικά.

«Θέλετε να σκάσετε κι οι δυο επιτέλους;» ο Αλφόνσο κοίταξε και τους δυο με ένα βλέμμα που πέταγε σπίθες.

Η αλήθεια ήταν πως κι εμένα με είχαν κουράσει με την παιδιάστικη συμπεριφορά τους, αλλά δεν ήθελα να επικεντρωθώ αλλού.

«Υπάρχουν κι άλλα δαιμόνια;», ρώτησα κοιτώντας τον Κάρτερ.

Εκείνος ξεφύσησε και ένευσε. «Τώρα που ξύπνησε η δύναμη σου πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα για τον Ντέμιεν. Τα δαιμόνια δεν μπορούν να τον σταματήσουν, αλλά μπορούν να με προειδοποιήσουν, για να μην μας πιάσει στον ύπνο.»

«Είναι του νερού», είπε ο Ενρίκε. «Σαφώς και δεν θα δουν μόνο τον Ντέμιεν ως απειλή. Τώρα που παραλίγο να πεθάνει κι η Ορόρα, κατάλαβες ότι ήταν άσχημη ιδέα.»

«Όχι, ιδιαίτερα», απάντησα τραβώντας τα βλέμματα όλων.

Ο Κάρτερ κατέπνιξε ένα χαμόγελο σε αυτά μου τα λόγια και ήταν θαύμα που κρατήθηκε και δεν την είπε στον Ενρίκε.

«Ίσως να μην είναι κι η τέλεια ιδέα», συνέχισα «αλλά είναι μια πολύ καλή αρχή. Θα μπορούσες όμως να τους προειδοποιήσεις για μένα και την μαγεία μου», κοίταξα τον Κάρτερ. «Βρέθηκα πράγματι πολύ κοντά στο να πεθάνω σήμερα.»

«Δεν περίμενα ότι θα ήθελες να βρεθείς ξανά στο νεκροταφείο, χωρίς να υπάρχει πραγματική ανάγκη», μου εξήγησε. «Και σπάνια επιτίθενται έτσι απλά. Θα πρέπει να νιώσουν ότι βρίσκονται σε κίνδυνο.»

Εγώ μασούλησα νευρικά το εσωτερικό των χειλιών μου, καθώς τελικά μόνη μου προκάλεσα την τύχη μου. «Ναι, εγώ έφταιγα. Νόμιζα πως ήταν ο Ντέμιεν και ήμουν σε ετοιμότητα.»

«Τώρα που το ξέρεις, καλό είναι να αποφεύγεις το νεκροταφείο», είπε η Μέλανη.

«Δηλαδή θα συνεχίσουν να είναι αυτά εκεί;», έκρωξε ο Ενρίκε.

«Αυτά προστατεύουν την Ορόρα», απάντησε ο Αλφόνσο. «Η σημερινή μέρα ήταν ένα ατυχές γεγονός. Το δαιμόνιο όμως ειδοποίησε τον Κάρτερ για κάποιον εχθρό κι εκείνος αμέσως βοήθησε την Ορόρα. Το ίδιο θα μπορούσε να έχει γίνει για τον οποιονδήποτε.»

«Κι αν βγουν από το νεκροταφείο;»

«Δε θα βγουν», του απάντησε ο Κάρτερ ξεφυσώντας απεγνωσμένα. «Το έχω φροντίσει.»

«Ενρίκε», αποκρίθηκα τραβώντας τα γκρίζα του μάτια πάνω μου. «Θα είμαι μια χαρά.»

Εκείνος δεν πείστηκε αλλά κατένευσε θέλοντας να μην μου φέρει αντίρρηση.

«Πώς κατάφερες να μαζέψεις πάνω από ένα δαιμόνιο;», ρώτησα τον Κάρτερ. «Αφού δεν έχεις γεννηθεί με την μαγεία του νερού.»

Ο Κάρτερ έριξε μια κλεφτή ματιά στην αδερφή του κι ανασήκωσε ανάλαφρα τον ένα του ώμο. «Υποθέτω πως υπάρχουν και τα υπέρ αυτής της κατάρας, όπως το να είσαι μέρος μια προφητείας.»

Το είχε καταλάβει λοιπόν. Στα μάτια του έβλεπα την αμφιβολία, αλλά το να εξωτερικεύει τα λόγια αυτά ήταν μεγάλη υπόθεση.

«Για ξανθός δεν είναι και τόσο αργός», έγειρε η Μέλανη ελαφρώς μπροστά κι εγώ γέλασα σιγανά στο σχόλιο της.

«Βρε, βρε απαρτία σήμερα», η φωνή της Κέιζα μας τράβηξε την προσοχή «Ή σχεδόν, τέλος πάντων.»

Ο Κάρτερ σηκώθηκε και την πλησίασε με μια περίεργη νευρικότητα. «Δεν είναι κατάλληλη η στιγμή. Πήγαινε και θα τα πούμε αργότερα», της είπε χαμηλόφωνα.

«Δεν υπάρχει κατάλληλη και μη κατάλληλη στιγμή για να δω τον αρραβωνιαστικό μου», απάντησε σμίγοντας τα φρύδια της προσποιούμενη την ενοχλημένη.

«Πρώην αρραβωνιαστικιά», την διόρθωσα.

Εκείνη γέλασε πνιχτά και σήκωσε το αριστερό της χέρι. Ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι αρραβώνων ήταν τυλιγμένο γύρω από το δάχτυλό της και έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια χαμογελώντας με τον γνωστό αυτάρεσκο τρόπο. «Νυν αρραβωνιαστικιά», με διόρθωσε εκείνη. «Χθες το βράδυ μου ζήτησε ξανά να παντρευτούμε, εκεί όπου μου είχε κάνει πρόταση και την προηγούμενη φορά.»

Η αντίδραση των υπολοίπων μαρτυρούσε πως το μάθαιναν μαζί με μένα. Μπορούσα να νιώσω τα έκπληκτα μάτια τους πάνω μου. Εγώ δεν μπορούσα να στρέψω αλλού την προσοχή μου και είχε παγώσει το βλέμμα μου στον Κάρτερ, ο οποίος με σκληρές γωνίες απέφευγε να με κοιτάξει κατάματα. Ο πόνος που μου προξένησε το δαιμόνιο νωρίτερα ήταν ένα τίποτα μπροστά σε αυτόν που ένιωθα τώρα. Νόμιζα πως μου είχε κοπεί η ανάσα. Δεν ήξερα γιατί η ανακοίνωση του αρραβώνα τους με πλήγωσε τόσο πολύ. Θα έπρεπε να το περιμένω, έτσι; Αφού δεν τη είχε ξεπεράσει κι ήταν ξανά μαζί, κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο. Ή μήπως όχι;

«Εδώ είναι το σημείο που μας λέτε συγχαρητήρια», είπε η Κέιζα σπάζοντας την ησυχία. Έτσι κι αλλιώς ήταν μεγάλο της ταλέντο να αναστατώνει την ηρεμία μας.

«Καλύτερα να πηγαίνουμε», ο Αλφόνσο έκανε ένα νεύμα στην Μέλανη και την Ενρίκε, οι οποίοι με πολύ δισταγμό σηκώθηκαν κι άρχισαν να απομακρύνονται.

«Εσύ θα έρθεις μαζί μας», η Μέλανη έπιασε την Κέιζα από το χέρι σπρώχνοντας την μαζί τους προς την έξοδο.

«Εγώ γιατί να φύγω;», γκρίνιαξε.

«Μιλάνε για κρατικά ζητήματα. Εσύ δεν έχεις θέση εδώ», της απάντησε η Μέλανη.

«Μα κι εγώ θα γίνω βασίλισσα.»

«Μέσω γάμου», της ξεκαθάρισε ο Αλφόνσο. «Η ουσιαστική βασίλισσα είναι μόνο μία.»

Η Κέιζα συνέχισε να γκρινιάζει αλλά οι υπόλοιποι την αγνοούσαν και συνέχιζαν να την οδηγούν προς την έξοδο. Όταν ήμασταν πλέον οι δυο μας μείναμε να κοιταζόμαστε για λίγα δευτερόλεπτα. Εκείνος που έκανε την αρχή ήταν ο Κάρτερ.

«Δεν ήθελα να το μάθεις με αυτό τον τρόπο», είπε.

«Δεν νομίζω πως υπάρχει σωστός τρόπος για να μάθω κάτι τέτοιο», αποκρίθηκα σχεδόν ξέπνοα. «Τόσο καιρό μου έλεγες ψέματα. Δεν υπήρχε λέξη σου που να ήταν ειλικρινής.»

«Δεν ισχύει αυτό που λες», έκανε να με πλησιάσει, αλλά εγώ σηκώθηκα γρήγορα και έκανα ένα βήμα πίσω.

Δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα που σηκώθηκα έτσι απότομα, αλλά κρατήθηκα από το σώριασμα. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να έρθει κοντά μου. Αν με πλησίαζε περισσότερο, δεν νομίζω να συγκρατούσα τον εαυτό μου και τότε όλα τα δαιμόνια του κόσμου δεν θα ήταν ικανά να τον γιατρέψουν.

«Ισχύει», ύψωσα την φωνή μου. «Μου ορκιζόσουν πως δεν την αγάπησες. Με κοίταξες στα μάτια και μου ορκίστηκες ότι δεν ένιωσες ποτέ τίποτα για αυτή και μόλις επέστρεψε οριστικά στην Μόιρα, έτρεξες από πίσω της. Ακόμα και τώρα δεν έχεις καν τα κότσια να παραδεχτείς ότι μου έλεγες ψέματα. Να παραδεχτείς ότι δεν με αγάπησες.»

«Σ' αγάπησα», αντιτάθηκε. «Κι ακόμα σ' αγαπάω. Δεν θα αλλάξει ποτέ αυτό.»

Τα δάχτυλά μου τρεμόπαιξαν, καθώς με αυτά του τα λόγια ένα κύμα οργής ανέβρυσε μέσα μου.

«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο αυτή την στιγμή;», άρχισα να φωνάζω και μερικά δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια μου. Έπειτα έκανα μια παύση και σκέφτηκα. «Δεν νιώθεις σίγουρος πια μαζί μου έτσι; Είδες πως η μοίρα μου είναι υπερβολικά βαριά για να την σηκώσεις μαζί μου.»

«Τι είναι αυτά που λες;», έσμιξε τα φρύδια του.

«Την αλήθεια», απάντησα. «Δεν αντέχεις να είσαι μαζί μου γνωρίζοντας πως κάποιος με θέλει για γυναίκα του, πως το παιδί μου κινδυνεύει πριν καν γεννηθεί. Φοβάσαι στην ιδέα αυτή. Αλλά όλα αυτά τα ήξερες τόσο καιρό», ένας λυγμός δραπέτευσε από μέσα μου κι ακούμπησα το στέρνο μου «Εγώ σου είχα δώσει την ευκαιρία σου να απομακρυνθείς για να μην πληγωθείς. Εσύ όμως έμεινες. Μου είπες πως αν δεν είχες εμένα δεν θα ήθελες καμία άλλη και πως θα πάλευες να αλλάξεις το μέλλον για μένα. Μου ορκιζόσουν πως ήμουν η μία και μοναδική για σένα. Γιατί μου τα είπες όλα αυτά, αφού δεν τα εννοούσες;»

«Εννοούσα κάθε λέξη μου», είπε χαμηλόφωνα.

«Σταμάτα πια», σήκωσα το χέρι μου. «Δεν μπορώ να σε ακούω άλλο. Δεν θέλω ούτε να σε βλέπω.»

Έφυγα τρέχοντας από το καθιστικό αγνοώντας τις φωνές του. Δεν άντεχα να βρίσκομαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Ακόμα κι ο αέρας που ανάσαινε φάνταζε ψεύτικος και αηδίαζα να μοιράζομαι τον ίδιο μαζί του.

Μέσα στην σύγχυσή μου δεν έβλεπα καθαρά μπροστά μου, με αποτέλεσμα να πέσω πάνω στον Ντιμίτρι.

«Ορόρα τι έπαθες;» με έπιασε από τα μπράτσα και με έσπρωξε κοντά του. «Γιατί κλαις;»

«Το ήξερες;», σήκωσα τα μάτια μου για να τον αντικρίζω.

«Τι πράγμα;», με ρώτησε μπερδεμένος.

«Τα πάντα», τον έσπρωξα.

Εκείνος εξεπλάγη με αυτή μου την κίνηση, αλλά δεν κατάφερα να νιώσω την παραμικρή μεταμέλεια. Θα μπορούσε να με είχε προστατέψει από αυτόν τον εξευτελισμό, αν μου είχε μιλήσει νωρίτερα για τα σχέδια του φίλου του.

«Ήξερες πως ο Κάρτερ θα έκανε πρόταση στην Κέιζα. Σας άκουσα την ημέρα που φέραμε την Άννα στην Μόιρα», συνέχισα. «Εγώ ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σου και είχες την ευκαιρία να κάνεις το ίδιο. Αλλά με πρόδωσες. Με προδώσατε κι οι δυο.»

«Ορόρα, δεν είναι έτσι όπως φαίνονται τα πράγματα», με έπιασε ξανά από τον ώμο. Ο Ντιμίτρι δεν ήταν σαν τον Κάρτερ. Αν ήθελε να σε πιάσει θα το έκανε, όπου και να έτρεχες, όσο κι αν τον έσπρωχνες. Γι' αυτό και προς το παρόν δεν αντέδρασα θέλοντας να αποφύγω δεύτερο τραυματισμό σε μια μέρα. «Πρέπει να καταλάβεις πως αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία για μένα είναι η προστασία σου.»

«Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ότι μου είπες ψέματα», φώναξα. «Εμείς οι δύο λέγαμε τα πάντα ο ένας στον άλλον. Σε έχω εμπιστευτεί με τόσα πράγματα, όπως κι οι γονείς μου και μας απογοήτευσες και τους τρεις.»

Τα λόγια μου αυτά ήταν σκληρά, αλλά δεν μπόρεσα να το ελέγξω. Βλέποντας τον να σφίγγει τα χείλη του μερικές ενοχές έπληξαν το στήθος μου, εμποδίζοντας με να συνεχίσω.

«Αυτή την στιγμή έχεις κάθε δικαίωμα να είσαι θυμωμένη μαζί μου», ξεροκάταπιε «αλλά μου αρκεί να είσαι ασφαλής, ακόμα κι αν με μισείς.»

«Γιατί;», γκρίνιαξα. «Γιατί τόσα μυστικά; Τι δεν μου λες;»

Φυσικά δεν μου απάντησε. Με κοιτούσε με τα σκούρα του μάτια και στεκόταν σαν άγαλμα απαθανατισμένο σε μια δυσάρεστη στιγμή.

«Μην κάνεις τον κόπο», τον ειρωνεύτηκα. «Η αλήθεια πάντα βγαίνει στο φως αργά ή γρήγορα.»

Με το άγγιγμα του να χαλαρώνει απομακρύνθηκα ήρεμα αυτή την φορά κι ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Ήθελα όσο τίποτα άλλο να επιστρέψω στο σχολείο μου, μακριά από αυτό το μέρος, το οποίο έσφυζε από μυστικά και ψεύτικα λόγια, αλλά δεν είχα το κουράγιο να διανύσω μια τόσο μεγάλη απόσταση. Το κρεβάτι μου στο παλάτι λειτούργησε ως ένα προσωρινό καταφύγιο για τα δάκρυα μου και την κομματιασμένη μου καρδιά. Δεν ήξερα ποιανού τις αμαρτίες πλήρωνα. Ίσως και τις δικές μου. Το αποτέλεσμα όμως ήταν επώδυνο και αδυνατούσα να αποδεχτώ και αυτή την εξέλιξη. Κάποια στιγμή έπρεπε να ζήσω για λίγο μια σταθερότητα για να ανακτήσω κουράγιο και δύναμη. Λίγο ακόμα και δεν θα δίσταζα να σπρώξω το ξυράφι πιο βαθιά στον καρπό μου. Στην σκέψη αυτή ο δείχτης μου ταξίδεψε αντανακλαστικά στον καρπό μου και το κλάμα μου δυνάμωσε στην θύμηση της απόπειρας αυτοκτονίας μου. Φοβόμουν γνωρίζοντας ότι δεν δίσταζα να φτάσω στα όρια μου τέτοιες στιγμές οδύνης. Για μένα άλλωστε δεν ήταν δύσκολο να τις ζήσω. Το σκοτάδι πήγαζε άφθονο μέσα μου και με την πρώτη ευκαιρία τυλιγόταν γύρω από την καρδιά μου κρατώντας έξω κάθε δεσμίδα φωτός. Σε μια παρόμοια κατάσταση βρισκόμουν και τώρα σκεφτόμενη όλα εκείνα τα λόγια του Κάρτερ, τα οποία χάθηκαν στον άνεμο μετά την επιστροφή του στην Κέιζα.

Τώρα που ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι θυμήθηκα εκείνον να χαϊδεύει τα δάχτυλά μου και να σκέφτεται το μέλλον. Όλα εκείνα τα λόγια περί αγάπης και παντοτινού έρωτα είχαν ειπωθεί εκείνο το βράδυ, ενώ μερικές μέρες αργότερα μου υποσχέθηκε μια έκπληξη για την ημέρα της αποφοίτησης. Δεν κατάλαβα πως το μυαλό μου συνδύασε αυτά τα δύο μαζί. Ίσως το υποσυνείδητο να το είχε κάνει από την πρώτη κιόλας στιγμή. Η περιέργεια μου δεν δαμάστηκε από την θλίψη της στιγμής και η υποψία μου για τα κάποτε μελλοντικά σχέδια του Κάρτερ, δε θα έσβηνε αν δεν αντίκριζα αυτή την μεγάλη έκπληξη.

Όταν νύχτωσε λοιπόν πήρα την απόφαση να μπω κρυφά στο δωμάτιο του. Πρώτα χτύπησα για να μην εισβάλλω έτσι ξαφνικά και καρφωθώ κι αφού δεν πήρα απάντηση, προχώρησα μέσα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και σχεδόν έτρεξα στην ντουλάπα του. Στο τελευταίο ράφι βρισκόταν η κοσμηματοθήκη του. Την πήρα στα χέρια μου και έψαξα σε κάθε της σπιθαμή, αλλά βρήκα μονάχα δικά του δαχτυλίδια και το σμαράγδι των Μάρεϊ. Ελαφρώς απογοητευμένη που δεν βρήκα τίποτα έκανα να την βάλω στην θέση της, αλλά ένα πορφυρό, μικρό κουτί μου τράβηξε την προσοχή. Ήταν κρυμμένο πίσω από την κοσμηματοθήκη, γι' αυτό και δεν το παρατήρησα εξ αρχής. Αρκετά αβέβαιη για το αν τελικά ήθελα να μάθω το περιεχόμενο το πήρα και το περιεργάστηκα. Στο μέγεθος του δεν θα μπορούσε να κρύβει κάποιο μεγάλο κόσμημα. Μόνο ένα δαχτυλίδι ή μικρά σκουλαρίκια. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο πίστευα πως επρόκειτο για το πρώτο. Ο μόνος τρόπος για να σιγουρευτώ ήταν να το ανοίξω. Πήρα λοιπόν μια βαθιά ανάσα και το έκανα. Βλέποντας το περιεχόμενο τα πόδια μου μυρμήγκιασαν και οι γλουτοί μου σωριάστηκαν στο πάτωμα. Η υποψία μου έγινε βεβαιότητα, καθώς μέσα στο κουτί υπήρχε ένα δαχτυλίδι. Το σχέδιο του έμοιαζε με δαχτυλίδι αρραβώνων, παρά το γεγονός ότι η πέτρα δεν ήταν διαμάντι. Αντίθετα επρόκειτο για μια μίξη ρουμπινιού με σμαράγδι, τα χρώματα των οίκων μας και μέσα στο στεφάνι ήταν σκαλισμένο το όνομα μου.

Αυτό θα ήταν το δικό μου δαχτυλίδι αρραβώνων, αν δεν ερχόταν ποτέ η Κέιζα στην Μόιρα. Τώρα εκείνη είχε το δαχτυλίδι και τον Κάρτερ και το μόνο που είχα εγώ ήταν διαλυμένα όνειρα. Ήταν πολύ άδικο κι αυτή η σκέψη άφηνε πίσω την θλίψη και στην θέση της μπόλικος θυμός ανέβαινε στο στήθος μου. Αυτό το συναίσθημα ήταν καταστροφικό για ένα νταμπίρ με μαγεία και για μια πληγωμένη γυναίκα. Τουλάχιστον όμως δεν με οδηγούσε στο να τρέξω να κρυφτώ από όλους και από όλα. Δεν έκανα καν τον κόπο να μαζέψω το δαχτυλίδι. Το άφησα σε ένα εμφανές σημείο και περίμενα τον Κάρτερ να επιστρέψει. Ήθελα να δω την αντίδραση του και τα νέα ψέματα που θα εφεύρισκε όταν έβλεπε ότι είχα βρει την έκπληξη μου. Θα έλεγε πάλι ότι με αγαπούσε και θα απέφευγε την ευθεία απάντηση; Ή μήπως θα αρνούταν το γεγονός ότι αυτό επρόκειτο για δαχτυλίδι αρραβώνων; Και μόνο στην σκέψη των ψεμάτων του θύμωνα ακόμα πιο πολύ. Η απόρριψη μετά από τόση προσπάθεια να με κερδίσει ήταν από ανεξήγητη έως αφόρητη. Είχα κουραστεί να κλαίω και να στενοχωριέμαι κι αυτό το δαχτυλίδι ήταν αρκετό για να ανοίξει την πόρτα και σε άλλα συναισθήματα.

Το μυαλό μου είχε θολώσει και δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο από το γεγονός ότι είχα ερωτευτεί έναν ψεύτη. Του είχα δοθεί ολοκληρωτικά και απλόχερα, είχα τολμήσει να κάνω σχέδια για το μέλλον μας κι εκείνος απλώς αποφάσισε πως δεν ήμουν τελικά η μία γι' αυτόν. Με εκμηδένισε σαν να ήμουν κάποια τυχαία. Μπορούσα να τον κάνω στάχτη με μια κίνηση των χεριών μου. Με είχε υποτιμήσει πολλές φορές σε κρίσεις ανασφάλειας για τον Κάτω Κόσμο και τώρα είχα την δυνατότητα να του δείξω πως αμφισβήτησε το λάθος νταμπίρ.

Όταν μπήκε στο δωμάτιο του κάθε ενδοιασμός έσβησε και είχα πείσει τον εαυτό μου να αρχίσει να τον μισεί. Το μίσος ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να κάνω αυτό που σκεφτόμουν.

«Ορόρα», μουρμούρισε έκπληκτος. «Πώς και...», περπάτησε προς το μέρος μου και έκανε μια παύση αντικρίζοντας το δαχτυλίδι.

«Είναι αυτό που νομίζω;», τον ρώτησα σφίγγοντας τα δόντια μου.

Εκείνος κατάπιε και με πολύ θράσος έριξε τα μάτια του στα δικά μου. «Ναι.»

«Αλλά δεν πρόκειται να το φορέσω τελικά.»

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ λυπάμαι γι' αυτό», αναστέναξε.

«Εγώ όχι», σχεδόν έφτυσα τις λέξεις. «Γλίτωσα από σένα όσο κι αν με πόνεσε αυτό. Καλύτερα που πληγώθηκα τώρα, παρά αργότερα.»

«Ορόρα»

«Πάψε», τον διέκοψα. «Μην βάζεις το όνομα μου στο στόμα σου.»

Τα μάγουλα μου άρχισαν να καίνε όπως και τα χέρια μου. Θα μπορούσα να του επιτεθώ αυτή ακριβώς την στιγμή, αλλά θα ακούγονταν οι φωνές του. Έπρεπε να πράξω σε απόλυτη ησυχία για να μην κινήσω υποψίες. Το απανθρακωμένο του σώμα θα ήταν από μόνο του αρκετό για να με ενοχοποιήσει, οπότε δεν χρειαζόμουν και δεύτερη απόδειξη. Έκανα λοιπόν ένα βήμα μπροστά και βύθισα το βλέμμα μου στο δικό του.

«Καλύτερα όμως να κοιμηθείς για σήμερα. Μην με κουράζεις άλλο.»

Έσπρωξα την επιθυμία μου έξω από το μυαλό μου και μέσα στο δικό του. Ήλπιζα πως η συσσωρευμένη μου δύναμη θα μου επέτρεπε να υποβάλω ένα νταμπίρ με μαγεία. Βλέποντας τον Κάρτερ να ανοιγοκλείνει τα μάτια του, επανέλαβα την εντολή, πιο συγκεντρωμένη και καταβάλλοντας περισσότερη ενέργεια.

«Καλύτερα να κοιμηθώ», επανέλαβε και ρίχτηκε πάνω στο κρεβάτι του πέφτοντας κατευθείαν για ύπνο.

Με δύο βήματα στάθηκα μπροστά του και τον κοιτούσα διώχνοντας κάθε αμφιβολία μέσα μου. Δεν υπήρχε λόγος να είμαι διστακτική. Με είχε πληγώσει, φέρθηκε με τον πιο ανήθικο τρόπο, μου είχε πει ψέματα. Αρνούταν να είναι ειλικρινής μαζί μου και με περιέπαιξε ίσως σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει την Κέιζα. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει να ξεπερνάει εμένα και να γυρίσει πίσω στην πρώην του. Στο νου μου έφερα κάθε ψέμα που μου είχε πει από την πρώτη στιγμή, κάθε βίαιο άγγιγμα του, όταν πίστευε πως δεν ήμουν ειλικρινής, τα βράδια που έκλαψα γι' αυτόν, την ζωή που θυσίασα για χάρη του, τις ενοχές που είχα νιώσει όταν τον πλήγωνα. Κι όλα αυτά για να διαλέξει κάποια άλλη, χωρίς ξεκάθαρη εξήγηση. Πώς θα μπορούσα να συγκρατηθώ μετά από όλα αυτά και να μην τον σκοτώσω;

Σήκωσα το αριστερό μου χέρι με την φωτιά ήδη έξω από τον καρπό μου και σημάδεψα την καρδιά του. Όπως είχε λαβώσει εκείνος την δική μου, έτσι θα έκανα κι εγώ τώρα. Ήμουν πολύ κοντά στο να τον αποτελειώσει όταν ο Σκοτ έτρεξε μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα, την οποία είχα ξεχάσει να κλείσω.

«Ορόρα», αναφώνησε χαμηλόφωνα. 

Εγώ έκανα ένα βήμα πίσω και οι φλόγες στο χέρι μου έσβησαν από την έκπληξη μου.

«Τι κάνεις;» τα βιολετί του μάτια είχαν γουρλώσει και με κοιτούσαν σαν να με έβλεπαν για πρώτη φορά.

Δεν τον αδικούσα όμως. Ούτε εγώ αναγνώριζα τον εαυτό μου.

«Με σκότωσε», ψέλλισα. «Γιατί να μην κάνω κι εγώ το ίδιο;»

Εκείνος ξεφύσησε και πήρε μια πιο συμπονετική έκφραση. «Ορόρα, αυτό δεν είναι η λύση. Ξέρεις πολύ καλά πως αν το κάνεις θα το μετανιώσεις μετά και θα πονέσεις πιο πολύ από τώρα.»

«Είναι κάτι τέτοιο δυνατόν;», κλαψούρισα.

Ο Σκοτ κατένευσε και με πλησίασε αργά. Τουλάχιστον δεν με φοβόταν κι αυτό ήταν κάτι καλό μέσα σε αυτή την κατάσταση. «Έμαθα τα νέα κι ήρθα αμέσως να τον ρωτήσω για ποιο λόγο κάνει ότι κάνει. Δεν περίμενα σε καμία περίπτωση να αντικρίσω κάτι τέτοιο. Δεν είσαι εσύ τέτοιο άτομο», άπλωσε το χέρι του μπροστά «Όσο θυμωμένη και να είσαι δεν αξίζει να κάνεις κάτι τέτοιο. Δεν είσαι δολοφόνος.»

Θα μπορούσα να έχω γίνει όμως. Αν ο Σκοτ δεν έμπαινε έγκαιρα θα είχα κάψει τον Κάρτερ ζωντανό. Πίστευα πως μέχρι στιγμής τα ναρκωτικά κι η απόπειρα αυτοκτονίας ήταν τα όρια μου, αλλά τελικά μπορούσα να φτάσω και πιο μακριά. Έτρεμα στο πόσο παρορμητική ήμουν και τι ήμουν ικανή να κάνω, όταν δεν χαλιναγωγούσα τον εαυτό μου και μάλιστα οικειοθελώς. Ποια ήμουν πια; Είχα χάσει τελείως κάθε ίχνος καλού μέσα μου;

«Τι μου συμβαίνει Σκοτ;», μουρμούρισα.

«Πονάς», μου απάντησε. «Κι ο πόνος είναι ύπουλο πράγμα.»

«Το ίδιο κι εγώ», είπα χαμηλόφωνα και απομακρύνθηκα από το δωμάτιο.    

Όσο έμενα εκεί μέσα έθετα τον Κάρτερ σε κίνδυνο και με την παρέμβαση του Σκοτ η λογική και τα συναισθήματα δεν με άφηναν να είμαι δολοφονικά θυμωμένη μαζί του. Δεν έπρεπε να με είχα πείσει να κάνω κάτι τέτοιο. Αν δεν έμπαινε κάποιος έγκαιρα τότε θα είχα πάρει την ζωή κάποιου. Έναν χρόνο ζούσα με αυτές τις ενοχές κι έστω και λανθασμένες τελικά, ήταν κάτι που δεν με άφηνε να πάρω ανάσα. Και πνιγόμουν ήδη αρκετά για να κόψω περισσότερο οξυγόνο.

Παρά την σύγχυσή μου πήρα το αυτοκίνητο μου και οδήγησα μακριά από το παλάτι και από την Μόιρα. Μετά από αυτό που παραλίγο να κάνω ένιωθα πως ήμουν κίνδυνος για όλους. Μια στιγμή θυμού ήταν αρκετή για να φτάσω στο απροχώρητο και δεν θα είχα μονίμως τον Σκοτ να με εμποδίζει. Χάθηκα λοιπόν μέσα στην νύχτα, χωρίς προορισμό. Οδηγούσα και σκεφτόμουν και κατέπνιγα τα δάκρυα μου, καθώς είχα ήδη χύσει πολλά. Αναμείχθηκα με θνητούς για να πάρω μια δόση φυσιολογικής ζωής και να ξεχάσω την δική μου. Κάτι τέτοιο όμως ήταν δύσκολο. Η ζωή μου και το πεπρωμένο μου με κυνηγούσαν, όπου κι αν κρυβόμουν. Δεν υπήρχε διέξοδος ούτε καταφύγιο. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να στηριχτώ σε έναν ώμο, με την ελπίδα ότι τουλάχιστον δεν ήμουν μόνη μου.

Στην Μόιρα πάντως αδυνατούσα να επιστρέψω. Υπήρχαν μέσα στην πόλη δύο άτομα που μπορούσαν να μου προσφέρουν κατάλυμα για απόψε. Κι ήταν τόσο ειρωνικό καθώς κάποτε έτρεχα να κρυφτώ από εκείνους. Οδήγησα σχεδόν μηχανικά και φτάνοντας στο σπίτι τους χτύπησα διστακτικά την πόρτα. Περίμενα για λίγο εξακολουθώντας να μην είμαι σίγουρη για την επιλογή μου.

«Ορόρα», αναφώνησε ο Νόα ανοίγοντας την πόρτα. «Τι συμβαίνει;»

Εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα και σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά. «Μπορώ να μείνω απόψε εδώ;»

Εκείνος με περιεργάστηκε παραξενεμένος. Περίμενα να αρχίσει τιςερωτήσεις για το τι γύρευα στο σπίτι του και γιατί ήθελα να διανυκτερεύσω εκεί.Αντ' αυτού έκανε στην άκρη για να μου αφήσει χώρο να περάσω μέσα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top