24. ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ

«Τι κάνεις εσύ εδώ;»

Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου στη μέση της νύχτας για να γεμίσω το ποτήρι μου με νερό. Πριν μπω στο μπάνιο σκουντούφλησα σε κάτι ή μάλλον σε κάποιον. Ο Τσείς κοιμόταν στο πάτωμα του κοιτώνα μου με όλα του τα εφόδια από το δωμάτιό του: δύο μαξιλάρια, μία κουβέρτα από κάτω του κι ένα πάπλωμα για να τον σκεπάζει.

«Πρόσεχε καλέ», μουρμούρισε όταν τον ξύπνησα.

«Τι κάνεις εδώ πέρα; Γιατί δεν είσαι στο δωμάτιό σου;»

«Δεν είπαμε ότι θα σε προσέχουμε τώρα που έβγαλες το φυλαχτό σου;», έκανε στην άκρη την φράντζα του κι ανασηκώθηκε ελαφρά.

«Το ξέρεις ότι δεν επιτρέπεται να κοιμάσαι σε ξένους κοιτώνες;»

Είχαν περάσει τρεις μέρες από όταν έβγαλα το φυλαχτό μου και περίμενα την Κέστρα να εμφανιστεί ξανά μπροστά μου. Η Μόνι είχε επιστρατεύσει τα παιδιά συμπεριλαμβανομένου και του Κάρτερ να με προσέχουν μήπως εμφανιστεί κάποιο ξένο φάντασμα. Φυσικά τους είπα πως ήταν ανούσιο γιατί εκείνοι δεν θα το έβλεπαν και δεν υπήρχε και κάποιος τρόπος να το απωθήσουν να φύγει. Η Μόνι όμως επέμενε.

«Δεν με είδες κανείς όταν μπήκα και δεν θα με δει κι όταν βγω. Άντε πιες το νερό σου και πρόσεχε λίγο πως περπατάς», ξαναξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε, αφού πρώτα μου υπέδειξε πώς να κυκλοφορώ μέσα στον κοιτώνα μου.

Η όλη κατάσταση ήταν ελαφρώς γελοία. Όλες αυτές τις μέρες είχα πάντα κάποιον να είναι η σκιά μου σε περίπτωση ανάγκης. Η Μόνι ειχε φτιάξει μάλιστα πρόγραμμα για το ποιος θα με πρόσεχε καθημερινά. Έτσι έπαιρναν οι πέντε τους από μία μέρα και τα σαββατοκύριακα θα είχαν ομαδική δουλειά. Μόνο που έτσι δεν έβλεπα ιδιαίτερη προκοπή, κάτι που δεν θα παράλειπα να πω στην Μόνι την ώρα του πρωινού.

«Τι γράφεις εκεί πέρα;», έκατσα στο τραπέζι και την είδα να κάνει ένα σχεδιάγραμμα.

«Το πρόγραμμα της επόμενης βδομάδας», απάντησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της.

«Ελπίζω να μην κοιμηθεί κάποιος στον κοιτώνα μου πάλι.»

«Φυσικά και θα κοιμηθεί», άφησε κάτω το στυλό «Δεν πρέπει να μένεις στιγμή μόνη σου. Αυτή την συμφωνία κάναμε.»

«Δεν κάναμε καμιά συμφωνία», έγειρα το κεφάλι μου προς τα μπρος.

«Έκανα εγώ με τον εαυτό μου», έσπρωξε το χαρτί μπροστά για να μου δείξει την δουλειά της.

«Μόνι έχεις σκεφτεί πως το γεγονός ότι δεν έχω δει κανέναν αυτές τις μέρες μπορεί να οφείλεται στο ότι ακριβώς δεν είμαι ποτέ μόνη μου;»

Εκείνη το σκέφτηκε για μερικές στιγμές. «Ο Σκοτ θα ξεκινήσει την Δευτέρα», άρχισε να μου λέει το πρόγραμμα φανερά αποφασισμένη να συνεχίσει την συμφωνία που έκανε με τον εαυτό της.

Σήμερα που ήταν Παρασκευή υπεύθυνος να μου γίνει βδέλλα ήταν ο Κάρτερ. Μέχρι όμως να τελειώσουν τα μαθήματα και να πάω στο παλάτι, συνέχισε την 'βάρδιά' του ο Τσέις. Είχε πιαστεί από την διανυκτέρευσή του στο πάτωμα, αλλά δεν έδειχνε να πτοείται κι ιδιαίτερα.

Στο σχόλασμα αρκετά παιδιά από το λύκειο και το γυμνάσιο ακολουθήσαμε τον χιονισμένο δρόμο προς το παλάτι. Σήμερα θα ερχόταν ένα ίδρυμα –δημιουργημένο από νταμπίρ φυσικά- το οποίο φρόντιζε αδέσποτα και κακοποιημένα σκυλάκια. Μιας και πλησιάζανε τα Χριστούγεννα αποφασίσαμε με τον Κάρτερ να κάνουμε μια φιλανθρωπία. Έτσι βρήκαμε αυτό το ίδρυμα και όσοι ήθελαν από την Μόιρα μπορούσαν να υιοθετήσουν ένα σκυλάκι και να του προσφέρουν σπίτι κι αγάπη.

Το αίθριο του παλατιού είχε γεμίσει με μικρές και μεγάλες μουσούδες. Όλοι είχαν λυγίσει μπροστά σε αυτά τα υπέροχα πλασματάκια τα οποία ήταν γεμάτα χάρη για να κερδίσουν μια νέα οικογένεια. Εγώ είχα πάρει στα χέρια μου ένα μικρό κουτάβι με σκούρο καφέ τρίχωμα.

«Κοίτα την μωρέ», την έδειχνα στον Ντιμίτρι.

Εκείνος κρατούσε ένα κανίς κι έκανε μεγάλη αντίθεση αυτό το γλυκό κουτάβι με το σθεναρό παρουσιαστικό του Ντιμίτρι.

«Δεν μοιάζει με την Καταλίνα;»

Εκείνος ένευσε γελώντας καθώς τα κανίς στα χέρια του δεν σταματούσε να τον φιλάει.

«Ποια είναι η Καταλίνα;», με ρώτησε ο Κάρτερ πλησιάζοντάς μας.

«Το κουτάβι της Ορόρα», απάντησε ο Ντιμίτρι.

«Πώς και δεν το έφαγαν τα ανθρωπόμορφα σκυλιά σας;»

Ο Κάρτερ δεν είχε ακόμη συμφιλιωθεί με την στάση του πατέρα μου και την δική μου απέναντι στους λυκάνθρωπους. Ωστόσο, παρά και την τραυματική εμπειρία του με τον Έλιοτ είχε συμφωνήσει να διατηρήσουμε τις συμμαχίες που είχε κάνει ο πατέρας μου.

«Όχι, ίσα ίσα την λάτρευαν. Αλλά δυστυχώς την πάτησε αυτοκίνητο», εξήγησε ο Ντιμίτρι την ιστορία του κουταβιού. Όμως εγώ ήξερα ένα διαφορετικό τέλος.

«Μου είπατε ότι η Καταλίνα το έσκασε», συνοφρυώθηκα.

Ο Ντίμιτρι γέλασε ελαφρά. «Ήσουν έξι. Τι να σου λέγαμε;»

Έμεινα συνοφρυωμένη να τον κοιτάζω. Το λάτρευα αυτό το σκυλί και ήμουν απαρηγόρητη όταν μου είπαν ότι έφυγε. Τουλάχιστον όμως την φανταζόμουν να απολαμβάνει την ελευθερία της κι όχι μέσα σε μια σακούλα σκουπιδιών. Ο Ντίμιτρι βλέποντας με έτοιμη να του χιμήξω απομακρύνθηκε ησύχως με το κανίς να τον φλερτάρει ασύστολα.

«Όλη μου η ζωή είναι ένα ψέμα», κλαψούρισα.

«Ω μωρέ», ο Κάρτερ πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου. «Τώρα όμως ξέρεις ότι δεν σε παράτησε.»

«Όχι», χάιδεψα το κεφαλάκι του κουταβιού που κρατούσα. «Έμεινε μαζί μου και φρόντισε να κάνει καλό λίπασμα για τις μαργαρίτες της μαμάς.»

«Άπαπα, ανατρίχιασα», το σώμα του συσπάστηκε ελαφρώς σε αυτά μου τα λόγια.

«Τέλος πάντων», προσπάθησα να αφήσω στην άκρη αυτή την λυπητερή αποκάλυψη και συγκεντρώθηκα στα γλυκά πλασματάκια που στόλιζαν το αίθριο μας. «Ποιο λες να πάρουμε;»

«Να το κάνουμε τι;»

«Τηγανητό», έγειρα το κεφάλι μου ελαφρά. «Να το υιοθετήσουμε προφανώς. Τους φέραμε εδώ για να τα υιοθετήσουν οι άλλοι;»

«Ναι!», ένευσε γρήγορα.

«Μέχρι εκεί φτάνει η φιλανθρωπία σου;», άφησα το κουτάβι ελεύθερο, μήπως ήθελαε να το δει και κάποιος άλλος.

«Δεν μπορώ να φροντίσω κάποιο κατοικίδιο. Είμαι πολύ ανεύθυνος σε αυτά. Μου είχε πάρει ο πατέρας μου δύο χρυσόψαρα και πέθαναν την πρώτη βδομάδα από την πείνα», σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Αύριο κλείνουν δύο χρόνια θανάτου.»

«Τα σκυλάκια είναι διαφορετικά. Όταν πεινάσουν θα έρθουν και θα στο πουν», έριξα μια ματιά σε ένα κοκεράκι που είχε στα χέρια της η Οκτόμπερ.

«Ναι ε; Σε ποια γλώσσα;», με ειρωνεύτηκε.

Εγώ έσμιξα τα φρύδια μου. «Μην είσαι πικρόχολος. Και τέλος πάντων μήπως ακόμα δεν έχεις ξεπεράσει το γεγονός ότι παραλίγο να περάσεις μια ζωή κυνηγώντας την ουρά σου όπως αυτά;»

«Όχι», απάντησε κατηγορηματικά. «Απλά δεν είμαι υπεύθυνο άτομο. Αν πρέπει να κάνω οπωσδήποτε μια καλή πράξη μπορώ να ιδρύσω μια λέσχη στο σχολείο σας.»

«Τι λέσχη;», έβαλα το ένα χέρι μου στη μέση μου.

«Λέσχη αγαμίας», απάντησε σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. «Πολλά σχολεία έχουν.»

«Λέσχη αγαμίας», επανέλαβα. «Εσύ;»

«Ναι, εγώ», σκέφτηκε για λίγο κάποιο επιχείρημα «Υπάρχουν παιδιά που θέλουν να περιμένουν μέχρι την πρώτη νύχτα του γάμου τους για να το κάνουν. Γιατί να μην νιώσουν ότι έχουν έναν υποστηρικτή που επικροτεί αυτή τους την απόφαση;»

«Έναν υποστηρικτή», ένευσα μία φορά «Το αγόρι που έχασε την παρθενιά του όταν ήταν δεκατεσσάρων.»

«Δεκαπέντε», με διόρθωσε «και αυτό δεν έχει καμία σχέση. Όπως και να έχει όμως εγώ δεν μπορώ να υιοθετήσω σκυλί. Να υιοθετήσεις εσύ.»

«Εγώ και να το υιοθετήσω μέχρι να αποφοιτήσω πρέπει κάποιος να το προσέχει. Δεν μπορώ να το έχω στο σχολείο», του εξήγησα. «Κι εσύ μένεις στο παλάτι οπότε...»

«Μην υιοθετήσεις ούτε εσύ λοιπόν», αποκρίθηκε. «Κάνε κι εσύ μια λέσχη για τα παιδιά που θέλουν να το κάνουν από τα δώδεκα.»

Εγώ συνοφρυώθηκα σε αυτά του τα λόγια. «Αυτό ήταν σπόντα για τον Χουάν;»

«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Απλώς να», καθάρισε τον λαιμό του. «Είσαι έτσι πιο φιλελεύθερων αντιλήψεων.»

«Πιο φιλελεύθερων ηθών θέλεις να πεις», τον διέκοψα.

«Όχι», υπερασπίστηκε τον εαυτό του. «Απλά είσαι πιο ανοιχτόμυαλη λόγω της καταγωγής σου. Αυτό θέλω να πω», ένευσε χαμογελώντας πλατιά πιστεύοντας πως είχε εξηγηθεί μια χαρά.

«Δηλαδή με λες τσούλα επειδή είμαι μισή Ρωσίδα και μισή Λατίνα;»

Αναστέναξε βαριά. «Αυτή η συζήτησε στρέφεται εναντίον μου.»

«Κι εγώ το ίδιο!»

Πριν πει οτιδήποτε άλλο και χειροτερεύσει την θέση του, ο Ενρίκε μας πλησίασε αρκετά αναστατωμένος.

«Πρέπει να έρθετε στην αίθουσα συμβουλίου αμέσως», μας είπε χαμηλόφωνα.

Εγώ με τον Κάρτερ τον ακολουθήσαμε χωρίς να τον ρωτήσουμε τι συνέβαινε. Θα το μαθαίναμε άλλωστε σύντομα. Στην αίθουσα του συμβουλίου βρισκόταν ο Αλφόνσο κι ο Σον. Ο Μάικλ ήταν με τους υπόλοιπους στο αίθριο και έπαιζε με δύο κουτάβια λαμπραντόρ.

«Τι συνέβη;», πλησίασα τον Αλφόνσο, ο οποίος είχε γίνει κατακόκκινος από θυμό.

«Ο Φερνάντο», απάντησε αναστενάζοντας.

Ο Σον μου έδωσε ένα γράμμα κι ο Κάρτερ στάθηκε δίπλα μου. Δεν μπορούσε να το διαβάσει γιατί ήταν στα ισπανικά. Εγώ το διάβασα και γρήγορα απέκτησα το ίδιο χρώμα κι έκφραση με τον Αλφόνσο. Ο αδερφός του και ξάδερφός μου, Φερνάντο, συνωμοτούσε εναντίον μου και του Κάρτερ. Στο γράμμα ανέφερε πως προδίδουμε το είδος μας με το να περιθάλπτουμε το παιδί ενός βρίκολακα. Γινόταν κανονική κατήχηση για το πόσο λάθος ήταν αυτό που κάναμε.

«Πού το βρήκατε αυτό;», η φωνή μου ήταν σταθερή αλλά προοικονομούσε το ξέσπασμα που θα έβγαινε γρήγορα.

«Έχω αφήσει κάποιο δικό μου νταμπίρ να τον προσέχει. Εδώ και κάτι βδομάδες αλληλογραφεί με τα περισσότερα νταμπίρ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Αυτό το γράμμα μας το έστειλε ένας πιστός υπήκοος», μου εξήγησε ο Αλφόνσο.

«Προσπαθεί να μαζέψει υποστηρικτές», συμπλήρωσε ο Σον.

«Υποστηρικτές για τι;», ρώτησε ο Κάρτερ. «Και το γράμμα τι λέει;»

«Για την Μόνι», του απάντησα. «Λέει πως προστατεύουμε παιδί βρικόλακα. Ευτυχώς δεν λέει πολλές λεπτομέρειες για την ταυτότητά της.»

«Υποστηρικτές για να σας εκθρονίσει», απάντησε στην πρώτη του ερώτηση ο Σον.

«Η απαγωγή σας του έδωσε πάτημα», ο Αλφόνσο σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πιστεύει πως δεν προστατεύστε αρκετά και πέραν από τους εαυτούς σας θέτετε σε κίνδυνο και το βασίλειο.»

«Αυτά είναι αοριστίες», αποκρίθηκε ο Κάρτερ. «Δεν έχει κάποιο σοβαρό επιχείρημα για να αποδείξει ότι είμαστε ανάξιοι κι εμείς έχουμε μια προφητεία να μας υποστηρίξει.»

«Εμείς το ξέρουμε», είπε ο Σον «αλλά εκείνος είναι αποφασισμένος να παλέψει με νύχια και με δόντια για κάτι που δεν του ανήκει.»

«Ας μιλήσουμε λίγο για το γεγονός», άφησα το γράμμα στο τραπέζι «ότι ο Φερνάντο γνωρίζει κάτι που δεν έχει βγει πέρα από την Μόιρα. Ξέρει για την Μόνι. Αυτό σημαίνει πως κάποιος του το είπε.»

Οι τρεις τους σώπασαν.

«Υπάρχει κάποιος δυσαρεστημένος με αυτό στην Μόιρα;»

Είχα ξεχάσει την παρουσία του Ενρίκε. Όταν τον άκουσα γύρισα ελαφρώς απορημένη. Γρήγορα όμως το απέβαλα, γιατί δεν ήθελα να φανώ αγενής. Ο Κάρτερ χαμήλωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό μου κι εγώ το σήκωσα στο δικό του.

«Ο Γκασπάρ», είπαμε συγχρονισμένα.

Του είχα μιλήσει για την αντίδραση του Γκασπάρ όταν έμαθε την αλήθεια. Μέχρι και στην Οκτόμπερ προσπάθησε να κάνει πλύση εγκεφάλου για να την πείσει πως η αδερφή της έπρεπε να φύγει από την πόλη. Κανένας μας όμως δεν τάχθηκε υπέρ του κι έτσι στράφηκε εναντίον μας. Τον είχα προειδοποιήσει πως αν το μαρτυρούσε θα τον σκότωνα και μα τον Θεό προς στιγμή σκέφτηκα να το κάνω με τα ίδια μου τα χέρια. Ο Κάρτερ όμως με συγκράτησε από το να τρέξω στο δωμάτιό του και να τον αντιμετωπίσω. Έπρεπε να την χειριστούμε ψύχραιμα την κατάσταση για να αποδείξουμε σε όλους ότι ήμασταν ικανοί να τους κυβερνήσουμε.

Προς το παρόν για το θέμα του Φερνάντο δεν θα κάναμε τίποτα. Σήμερα θα ασχολούμασταν με την προδοσία του Γκασπάρ και θα τελειώναμε επίσης. Δεν μπορούσα να τον σκοτώσω έτσι απλά, κυρίως για χάρη της μητέρας του και θείας μου. Μπορούσα όμως να φροντίσω να μην ταΐζει άλλο τον πεινασμένο για εξουσία Φερνάντο.

Πήγα στο δωμάτιό μου κι έγραψα ένα γράμμα στην θεία μου την Μαρία εξηγώντας της την κατάσταση. Όφειλε να γνωρίζει όσα έκανε ο γιος της. Είχα πάρει επίσης και μια άλλη απόφαση για την οποία έπρεπε να της ζητήσω να παραιτηθεί από πριγκίπισσα, καθώς δεν ήταν πλέον αδερφή βασιλιά. Ο βασιλιάς είχε πεθάνει και τώρα υπήρχε βασίλισσα.

Γράφοντας το γράμμα ένιωθα ένα κύμα αγωνίας να με κατακλύει. Μέσα σε μία ώρα έπρεπε να πάρω δύο σημαντικές αποφάσεις κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο Φερνάντο πάντοτε με ανησυχούσε με την φιλοδοξία του και τώρα απειλούσε να με εκθρονίσει. Δεν θα του παίρναγε όμως. Τον Γκασπάρ μπορεί να τον λυπήθηκα τελευταία στιγμή αλλά εκείνον ήμουν πρόθυμη να τον πολεμήσω μέχρι τελικής πτώσης.

Ξαφνικά ένιωσα έναν κόμπο στο στήθος μου και μια γνώριμη θλίψη. Σήκωσα αμέσως το κεφάλι μου κι είδα την Κέστρα να στέκεται μπροστά μου.

«Κέστρα», ψέλλισα.

Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και της μίλησα μία ακόμη φορά. Εκείνη κατέβασε το κεφάλι της κι η μελαγχολία που ένιωθα μεγάλωνε. Τώρα ένιωθα και τύψεις. Όλα αυτά τα ανεξήγητα συναισθήματα παρόμοια με εκείνα που ένιωθα στην Λίμπο, ήμουν σίγουρη πως δεν τα ένιωθα πραγματικά εγώ. Αφορούσαν τις παγιδευμένες ψυχές, οι οποίες δεν μπορούσαν να βρουν γαλήνη. Όλη αυτή η μελαγχολία κι οι τύψεις άνηκαν στην Κέστρα.

«Κέστρα μίλησε μου», έκανα την πλησίασω αλλά ένας δυνατός αέρας φύσηξε κι άνοιξε την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου. Μερικές νυφάδες κι αρκετό κρύο εισέβαλαν κι η Κέστρα εξαφανίστηκε από μπροστά μου κι ανακουφίστηκα από κάθε αρνητικό συναίσθημα.

«Ορόρα», η πόρτα χτύπησε κι άκουσα την φωνή του Ενρίκε.

«Ναι, πέρνα», του απάντησα και πήγα να κλείσω την μπαλκονόπορτα.

«Μην μου πεις ότι ζεστάθηκες», αποκρίθηκε μπαίνοντας μέσα κι έτριψε τους ώμους του.

«Όχι», κούνησα το κεφάλι μου. «Κάτι ήθελα να δω», απάντησα χωρίς να αναφέρω ότι προσπαθούσα να συνομιλήσω με ένα φάντασμα και τον πλησίασα.

«Μου είπες ότι ήθελες κάτι.»

«Ναι», έβαλα το γράμμα σε ένα φάκελο και το σφράγισα με την πριγκιπική μου σφραγίδα. «Θέλω να το στείλεις στην θεία μου την Μαρία», του το έδωσα. «Σήμερα.»

«Τα πάντα για την πριγκίπισσά μου», αποκρίθηκε και τα γκρίζα μάτια του με κοιτούσαν με περισσότερη οικειότητα από όση θα έπρεπε.

«Ευχαριστώ», απέφυγα να τον κοιτάξω και γύρισα να μαζέψω μερικά χαρτιά που έπεσαν όταν άνοιξε η μπαλκονόπορτα.

«Να σε βοηθήσω», έσκυψε και για μια στιγμή το χέρι μου βρέθηκε μέσα στο δικό του.

«Δεν.. δεν χρειάζεται», απάντησα και πριν προλάβουμε να σηκωθούμε ο Κάρτερ μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

Εγώ σχεδόν πετάχτηκα όρθια και τακτοποίησα το γραφείο μου. Ο Ενρίκε έδειχνε πιο άνετος από μένα. Μου υποσχέθηκε πως θα φρόντιζε να παραλάβει η θεία μου το γράμμα κι αφού χαιρέτησε τον Κάρτερ έφυγε από το δωμάτιο.

Ο Κάρτερ με πλησίασε ήσυχος. Απέφευγα να τον κοιτάξω αν και μπορούσα να φανταστώ ότι δεν ήταν και πολύ χαρούμενος με αυτό που είχε δει και δεν τον αδικούσα.

«Μήπως σας διέκοψα;», στήριχτηκε στο γραφείο μου.

«Από τι;», γέλασα ελαφρά χωρίς να πείθω. Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του και μασούλησε το εσωτερικό των χειλιών του.

«Δεν έχω ξεχάσει ότι σου είχα πει να φύγει. Το καθυστερώ για χάρη του Αλφόνσο αλλά ένα ακόμη τέτοιο συμβάν...»

«Δεν έγινε τίποτα», τον διέκοψα. Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Δεν ήξερα ποια ήταν τα συναισθήματα του Ενρίκε αλλά για τα δικά μου ήμουν σίγουρη. Τον Κάρτερ ήθελα και κανέναν άλλο. Άφησα λοιπόν αυτό το χαζό δράμα στην άκρη για να του ανακοινώσω την απόφασή μου για τον Γκασπάρ. Εκείνος συμφώνησε απόλυτα. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να κάνουμε για να σιγουρευτούμε ότι δεν θα μας ξαναπροδώσει. Αν και πίστευα πως άπαξ και τον εξόριζα δεν θα έκανε τίποτα ξανά. Δεν είχε το εκδικητικό κύτταρο μέσα του. Ό,τι έκανε το έκανε από απόγνωση γιατί κανείς δεν συμμεριζόταν την άποψη του. Με είχε όμως παρακούσει και δεν μπορούσα να τον συγχωρήσω.

«Είμαι μαζί σου ό,τι και να αποφασίσεις», ένευσε γρήγορα. «Αλλά είσαι απόλυτα σίγουρη;»

«Είμαι. Θα του το ανακοινώσουμε αμέσως. Μέχρι το βράδυ θέλω να έχει φύγει.»

«Σήμερα;», με ρώτησε κάπως αβέβαιος.

«Ναι γιατί;», έσμιξα τα φρύδια μου. «Έχεις κανονίσει κάτι;»

«Για την ακρίβεια ναι», έκανε μια παύση. «Είχα κανονίσει με την Σάρα να κάνω κάποιες εξετάσεις.»

«Τι εξετάσεις;»

Το τελευταίο που χρειαζόμουν ήταν να είχε ο Κάρτερ κάποιο πρόβλημα υγείας.

«Δεν έχω τίποτα», προσπάθησε να με καθησυχάσει. «Απλά έχω χρησιμοποίησει πολύ μαγεία τον τελευταίο καιρό και θέλω να σιγουρευτώ ότι δεν με έχει πειράξει. Είναι απόλυτα προληπτικό. Αλλά μπορώ να το κανονίσω για αύριο.»

«Άμα είναι για την υγεία σου...»

«Είναι για το βασίλειό μου», με διέκοψε. «Αυτό έχει προτεραιότητα.»

Στείλαμε αμέσως κάποιον να ειδοποιήσει τον Γκασπάρ να μας βρει στην αίθουσα θρόνου. Επέλεξα αυτό το μέρος για να υπενθυμίσω στον Γκασπάρ ποια ήμουν. Δεν ήμουν μόνο η ξαδερφή του, την οποία παράκουσε. Ήμουν η βασίλισσά του, την οποία πρόδωσε. Μπορεί να μην είχα στεφθεί ακόμη αλλά ουσιαστικά αυτό ήμουν και θα φρόντιζα να με αποκαλούσαν όλοι έτσι πριν κιόλας από την στέψη.

Η αίθουσα του θρόνου ήταν ουσιαστικά ένας μακρύς διάδρομος. Στην άκρη του δωματίου δέσποζαν οι δύο θρόνοι, οι οποίοι ήταν ενωμένοι μεταξύ τους με δύο ρουμπίνια στις κορυφές τους. Στην οροφή υπήρχε ένας μεγάλος πολυέλαιος και στις άκρες μεγάλα οβάλ παράθυρα. Δίπλα από τον κάθε θρόνο υπήρχαν τα στέμματά μας ακουμπισμένα σε δύο σκαμπό, επενδυμένα με πορφυρό ύφασμα.

Ο Κάρτερ πλησίασε το δικό του και το πήρε στα χέρια του. «Βαρύ είναι το κεφάλι που φέρει το στέμμα», ψέλλισε.

Η φράση αυτή του Γουίλιαμ Σέκσπηρ ήταν ουσιαστικά το δράμα κάθε ηγέτη. Ένα κεφάλι που κοσμείται από στέμμα δεν μπορεί να πλαγιάσει χωρίς έγνοιες κι ανησυχίες. Όμως αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε κι εμείς να πληρώσουμε για τον λαμπρό τίτλο που φέραμε.

Έκατσα στον αριστερό θρόνο, ο οποίος ήταν κι ο δικός μου. Πέραν από την καταγωγή μας από την Μόιρα, την οποία είχαμε όλοι οι βασιλείς, χωρίζαμε την προέλευση μας σε αυτούς που προήλθαν από τους δύο εγγονούς της: Την Πετρονέλλα και τον Γουλιέλμο. Μετά την ατυχή βασιλεία του γιου της, του Γεώργιου, προφητεύονταν πάντα δύο βασιλείς λες κι η μοίρα ήθελε να μας προστατέψει από άλλη μια τέτοια τραγωδία. Εγώ προερχόμουν από την Πετρονέλλα, στην οποία άνηκε ο θρόνος που καθόμουν.

Για πολλούς είναι μια απλή καρέκλα με μια ιδιαίτερη ονομασία. Εγώ όμως όταν κάθισα ένιωσα την πραγματική μου θέση. Ήμουν βασίλισσα όπως και να με φωνάζανε. Ένιωθα μια πλήρη οικειότητα σε αυτή την θέση λες κι είχα ξαναβρεθεί. Δεν την είχα δει όμως ποτέ. Η οικειότητα οφειλόταν στο ότι άνηκα εκεί κι είχα γεννηθεί γι' αυτό που με είχαν προφητεύεσει: να γίνω βασίλισσα. Ένιωθα ηγέτιδα έτοιμη να φροντίσω τον λαό μου. Ο Κάρτερ βλέποντας την άνεσή μου έκατσε κι εκείνος στην θέση του ως απόγονος του Γουλιέλμου.

Ο Γκασπάρ ήρθε αμέσως να μας συναντήσει. Πίσω του ακολούθησαν ο Σον, ο Μάικλ κι ο Αλφόνσο. Βλέποντάς μας στους θρόνους μας απόρησαν και το ίδιο κι εγώ. Δεν καθόμασταν κάπου που δεν έπρεπε οπότε ήταν ανόητη η έκπληξή τους.

«Πλησίασε», διέταξα τον Γκασπάρ κι εκείνος υπάκουσε.

Με γρήγορες δρασκελιές στάθηκε μπροστά σε μένα και τον Κάρτερ. Είχε τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά κι η έκφρασή του μαρτυρούσε πως ήξερε ότι δεν θα άκουγε καλά μαντάτα.

«Ξέρεις γιατί σε θέλουμε;», τον λόγο τον πήρε ο Κάρτερ. Η χροιά της φωνής του μου θύμισε τον Κέλλαν κι ανατρίχιασα στην ομοιότητα.

Ο Γκασπάρ δεν απάντησε.

«Έδωσες απόρρητη πληροφορία παρά την διαταγή μου, ναι ή όχι;»

«Να σου εξηγήσω...»

«Ναι ή όχι;», τον διέκοψα.

«Ναι», απάντησε τελικά.

«Η πράξη σου αυτή αποτελεί πράξη προδοσίας», του εξήγησε ο Κάρτερ τι ακριβώς είχε κάνει, γιατί πιθανόν να μην είχε καταλάβει που έμπλεξε μέσα στην απόγνωσή του.

Εκείνος καθάρισε τον λαιμό του και χαμήλωσε το βλέμμα του. «Κάποιος όμως ήταν διατεθιμένος να με ακούσει.»

Τα λόγια του αυτά με γέμισαν οργή. «Εγώ δεν σε άκουσα;», ανέβασα τον τόνο της φωνής μου κι ένας ελαφρύς αντίλαλος κατέκλυσε την αίθουσα.

Οι υπόλοιποι δεν μιλούσαν. Φρόντιζαν να μην ακούγεται ούτε η ανάσα τους. Εγώ κι ο Κάρτερ δεν ήμασταν πια οι χαμένοι πρίγκιπες που έτρεχαν να λύσουν τα προβλήματά τους απεγνωσμένοι. Τώρα τους δείχναμε πως ξέραμε τι κάναμε. Ήθελα να δείξω σε όλους και πιο πολύ στον Φερνάντο πως δεν στηριζόμουν μόνο σε μια προφητεία για να κάτσω στον θρόνο της Πετρονέλλα. Είχα τις ικανότητες και την θέληση να γίνω βασίλισσα του λαού μου.

«Με άκουσες;», σήκωσε το βλέμμα του και τα καστανά του μάτια συνάντησαν τα δικά μου.

«Ναι, Γκασπάρ», απάντησα. «Σε άκουσα και τις δύο φορές που προσέβαλες την προστατευόμενη μου.»

Η πρώτη φορά ήταν όταν είχα βγει από το νοσοκομείο κι η δεύτερη στα γενέθλιά μου. Και τις δύο φορές είχε πάρει την απάντηση μου και σαφώς δεν ήταν επικροτική.

«Πώς μπορείς να προστατεύεις το παιδί ενός βρικόλακα;», ρώτησε μία ακόμη φορά. Δεν ήθελε να δεχτεί πως η Μόνι ήταν νταμπίρ κι η Μόιρα ήταν το μέρος στο οποίο άνηκε.

«Δεν την προστατεύει μόνη της», του απάντησε ο Κάρτερ. «Και δεν το ξεκινήσαμε εμείς. Ακολουθούμε τα βήματα των προκάτοχών μας.»

Ο Γκασπάρ μόρφασε ελαφρά.

«Πες μου», αποκρίθηκα «εάν ζούσε ο πατέρας μου και μάθαινες την αλήθεια θα διαφωνούσες με την απόφασή του;»

Μπορεί εμάς να μας θεωρούσε προκατηλημένους γιατί γνωρίζαμε την Μόνι.

Δεν απάντησε αμέσως. Συλλογίστηκε για λίγο.

«Δεν με θεωρείς ικανή να πάρω μια σωστή απόφαση;»

«Δεν σε έχω ικανή να πάρεις μια απόφαση χωρίς να αφήσεις τα συναισθήματά σου να επισκιάσουν την κρίση σου», μου απάντησε. «Μονίμως είσαι θύμα της καρδιάς σου και δεν χρησιμοποιείς ποτέ το κεφάλι σου. Δεν είσαι αντικειμενικό άτομο.»

Δεν έδειχνε καμία μεταμέλεια μετά από αυτά του τα λόγια. Πίστευε ακράδαντα πως δεν ήμουν παρά ένας συναισθηματικός τύπος ανίκανος να ανάλαβει τα καθήκοντά του. Ίσως κι ο Φερνάντο να το πίστευε αυτό κι όσοι με γνώριζαν. Αλλά δεν είχα κανένα πρόβλημα να τους αποδείξω ότι έκαναν λάθος.

Για όλη μου την ζωή ήμουν πράγματι αυτό που ο Γκασπάρ περίεγραφε. Από όταν ήρθα όμως στην Αυλή άρχισα να αναθεωρώ κάποια πράγματα και προσπαθούσα να ωριμάσω και να αλλάξω για το καλό του βασιλείου. Το πρώτο μου ένστικτο για την Μόνι δεν ήταν να την κρύψω γιατί ήταν φίλη μου, αλλά να την προστατέψω επειδή ήταν υπήκοός μου. Αυτό θα το έκανα για οποιοδήποτε νταμπίρ. Δεν μπορούσα να κάνω διακρίσεις λόγω καταγωγής. Ήμουν η βασίλισσα όλων κι όχι μερικών.

«Γκασπάρ Ουλιέλ», ξεκίνησα χωρίς να πω λέξη για τα όσα είπε για μένα «με απόφαση του στέμματος εξορίζεσαι από την Αυλή κι οποιοδήποτε μέρος εκτός από την Γαλλία.»

Δεν θα τον έδιωχνα από το σπίτι του. Εκεί άλλωστε μπορούσα να τον παρακολουθώ πιο εύκολα.

«Έχεις μέχρι την δύση του ηλίου να μαζέψεις τα πράγματά σου και να αποχωρήσεις με τους φρουρούς σου.»

Από την έκφρασή του κατάλαβα πως δεν περίμενε αυτή μου την απόφαση. Περίμενε απλώς να τον επέπλητα και μετά να τον αφήσω να αλωνίζει στην Αυλή σαν να μην συνέβη τίποτα. Όμως για κακή του τύχη δεν άφησα αυτή την φορά τα συναισθήματά μου να επισκιάσουν την κρίση μου. Σεβάστηκα μόνο την θεία μου και τίποτα παραπάνω.

Δεν έφερε καμία αντίρρηση. Έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και πήγε να μαζέψει τα πράγματά του. Ο Σον, ο Ντιμίτρι κι ο Αλφόνσο έκαναν το ίδιο και έφυγαν από την αίθουσα θρόνου.

Για μερικές στιγμές επικράτησε ησυχία. Ούτε εγώ ούτε ο Κάρτερ είπαμε τίποτα. Αφήσαμε τους εαυτούς μας να συνειδητοποιήσουν πως τώρα είχαμει μπει για τα καλά στους ρόλους μας.

«Είσαι καλά;», με ρώτησε σπάζοντας την ησυχία.

«Ναι», απάντησα βέβαιη. «Τώρα κάτι πρέπει να κάνουμε για το θέμα του Φερνάντο.»

Έκλεισε τον καρπό μου στο χέρι του. «Δεν χρειάζεται να το κάνουμε κι αυτό σήμερα.»

«Δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου», κούνησα το κεφάλι μου. «Ο Φερνάντο προσπαθεί να μας εκθρονίσει. Πρέπει να του δείξουμε πως δεν παραιτούμαστε έτσι εύκολα.»

«Δεν είμαστε επίσημα βασιλείς», έγειρε το κεφάλι του προς τα μπρος. «Αυτό μας κάνει σχεδόν ίσους μαζί του. Μπορούμε όμως να το διορθώσουμε αυτό.»

Η στέψη είχε κανονιστεί για το καλοκαίρι, μόλις ακριβώς αποφοιτούσα. Η στέψη όμως ήταν μια τυπική διαδικασία. Υπήρχε ένα παραθυράκι το οποίο χρησιμοποίησαν πολλοί βασιλείς πριν από εμάς, θνητοί όμως. Στον κόσμο μας δεν υπήρχε ποτέ άλλοτε παρόμοιο κρούσμα με τον Φερνάντο. Για όλα, ωστόσο, υπήρχε μια πρώτη φορά. Έτσι κι εμείς για πρώτη φορά θα κάναμε κάτι που μπορούσε να μας δώσει προβάδισμα.

«Θα προκηρύξουμε τους εαυτούς μας βασιλιά και βασίλισσα», εξωτερίκευσα και την δική μου σκέψη αλλά κι εκείνου.

Στον πρώτο που το ανακοινώσαμε ήταν η Μέλανη, επειδή έπρεπε κι εκείνη να ανακηρυχτεί πριγκίπισσα, όπως ήταν η θεία μου η Μαρία. Όχι πριγκίπισσα του στέμματος, αλλά απλή. Με τον τρόπο αυτό θα δείχναμε πως είχαμε ισχύ και υπερτερούσαμε από τον Φερνάντο, ο οποίος πέραν από τους δεσμούς αίματος με μας δεν είχε τίποτα άλλο.

Η Μέλανη συμφωνούσε με το πρώτο σκέλος της απόφασής μας. Ωστόσο, για τον τίτλο της πριγκίπισσας δεν ήταν κι ιδιαίτερα πρόθυμη.

«Μα γιατί;», ο Κάρτερ δεν μπορούσε να καταλάβει την άρνηση της αδερφή του.

«Γιατί θέλω όσο το δυνατόν λιγότερα βάρη. Κι ο απλός τίτλος της λαίδης μου είναι μια χαρά», ήταν σχεδόν ανένδοτη.

«Μέλανη», ξεκίνησα «καταλαβαίνω αυτό που λες αλλά είναι αδύνατον. Ως αδερφή βασιλιά είσαι η πριγκίπισσα και δεν το κάνουμε για να σου φορτώσουμε ευθύνες. Χρειαζόμαστε την βοήθεια σου.»

«Είναι μεγάλη ανάγκη Μελς», σχεδόν την παρακάλεσε ο Κάρτερ.

Κι εγώ με την σειρά μου ήμουν έτοιμη να πέσω στα γόνατα για να την πείσω. Όμως δεν χρειάστηκε. Παρά την δυσανασχέτησή της δέχτηκε. Ήταν καλή ψυχή και θα μας βοηθούσε όσο κι αν δεν ήθελε πολλούς τίτλους.

«Να φροντίσετε όμως να κάνετε γρήγορα κανένα κουτσούβελο, γιατί δεν θέλω αυτό τον τίτλο για πολύ», αποκρίθηκε καθώς εγώ κι ο Κάρτερ την σφίγγαμε στην αγκαλιά μας.

«Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε», της απάντησε ο αδερφός της κλείνοντάς μου το μάτι κι εγώ ήλπισα να μην εννοούσαν πολύ σύντομα.

Λίγο πριν δύσει ο ήλιος κατευθυνόμασταν στην είσοδο της Μόιρα για την οριστική έξοδο του Γκασπάρ. Εκείνος ήταν στο μπροστινό αυτοκίνητο μαζί με τους φρουρούς του. Πίσω ακολουθήσαμε εγώ με τον Κάρτερ, την Μόνι, τον Ντιμίτρι και τον Μάικλ. Σε ένα άλλο αυτοκίνητο ήταν η Μέλανη, ο Σον, ο Αλφόνσο κι ο Ενρίκε. Η Μόνι κι η Μέλανη είχαν έρθει για να παρακολουθήσουν την επίσημη διαδικασία μιας εξορίας, ως μέλλοντα μέλη του συμβουλίου.

«Δεν χρειαζόταν να το κάνετε αυτό για μένα», αποκρίθηκε η Μόνι, καθώς πλησιάζαμε την έξοδο.

«Λυπάμαι που στο λέω αλλά δεν το κάναμε για σένα», της απάντησε ο Κάρτερ. «Ο Γκασπάρ μας πρόδωσε και παρέδωσε απόρρητες πληροφορίες σε έναν επίδοξο σφετεριστή.»

Η λέξη 'σφετεριστής' έκανε την καρδιά μου να πονέσει, καθώς επρόκειτο για ένα νταμπίρ με το οποίο μοιραζόμασταν το ίδιο επίθετο.

«Ώστε είναι αλήθεια;», πήρε τον λόγο ο Μάικλ. «Θα προκηρυχθείτε βασιλείς;»

Εγώ τον κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη και του απάντησα: «Είμαστε ήδη.»

Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Την στιγμή που έκλεισαν τα μάτια τους, ο πατέρας μου κι ο Κέλλαν, εμείς αναλάβαμε τα καθήκοντά τους. Αυτό άλλωστε είχαμε πει εγώ κι ο Κάρτερ.

Να ζήσει ο βασιλιάς, αποκρίθηκα στο θάνατο του Κέλλαν. Να ζήσει η βασίλισσα, απάντησε ο Κάρτερ στην αναγγελία θανάτου του πατέρα μου, σύμφωνα με το πρωτόκολο. Τα λόγια μας μας είχαν προκηρύξει από μόνα τους.

Στην είσοδο, δίπλα από έναν φρουρό και τον Νέιθαν βρισκόταν η Οκτόμπερ. Στεκόταν ψύχραιμη και κοιτούσε το αυτοκίνητο στο οποίο ήταν ο Γκασπάρ. Ο Κάρτερ ανησύχησε μήπως γινόταν κάποια σκηνή αλλά εγώ τον εμπόδισα να βγει. Έκανα σήμα και στους άλλους να μην κουνηθούν. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να τους αφήσω να πουν το δικό τους αντίο.

Ο Γκασπάρ βγήκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε με αργά βήματα την Οκτόμπερ. Με τα δάχτυλά του χάιδεψε το μάγουλο της κι εκείνη έκλεισε τα μάτια της για να απολαύσει την τελευταία φορά που θα τον ένιωθε. Για μερικές στιγμές ξεκούρασε το μέτωπό της στο δικό του και του ψιθύρισε αντίο. Έπειτα του έδωσε ένα αποχαιρετηστήριο φιλί και τον άφησε να φύγει. Πριν επιστρέψει στο αυτοκίνητο γύρισε να κοιτάξει εμένα. Το βλέμμα του ήταν μετανιωμένο και συνάμα μαρτυρούσε πως ήταν πρόθυμος να δεχτεί την τιμωρία του. Η Οκτόμπερ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της βλέποντας τον Γκασπάρ να αποχωρεί από την Μόιρα και ξέροντας πως δεν θα τον ξανάβλεπε. Έκανα νόημα στην Μόνι πως μπορούσε να πάει να παρηγορήσει την αδελφή της, η οποία την είχε ανάγκη.

Όλες αυτές τις μέρες η Οκτόμπερ με τον Γκασπάρ δεν τα είχαν ξαναβρεί. Δεν μπορούσε να του συγχωρέσει την στάση του απέναντι στην Μόνι. Όμως το αντίο πόναγε όπως και να είχε. Ήλπιζα να το ξεπερνούσε γρήγορα, γιατί ο Γκασπάρ δεν θα ξαναγυρνούσε.

Το βράδυ ο Τσέις είχε φέρει στο παλάτι την αδερφή του την Λόρα, όπως του το είχα ζητήσει. Η προκήρυξη θα γινόταν αύριο και το παλάτι θα ήταν διπλά γιορτινό, με τα Χριστούγεννα να πλησιάζουν. Ήταν το καταλληλότερο μέρος για εκείνην. Επίσης κι εγώ είχα ανάγκη την αθωότητα της να πάρω κουράγιο για όλες μου τις αποφάσεις. Κι οι γονείς τους με τη σειρά τους θα ξεκουραζόντουσαν ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο.

Καθόμασταν σε ένα καθιστικό όπου είχαμε ανάψει και το τζάκι για να ζεσταθούμε. Είχα πάρει για την μικρή Φιτζγουίλιαμ ένα τρενάκι το οποίο γύριζε σε έναν μεγάλο κύκλο από ράγες. Είχε ξετρελαθεί και χαιρόμουν με τα γελάκια της και τον ενθουσιασμό της.

Ο Σκοτ με τον Τσέις έκαναν τις φωνές του μηχανικού κι η Μέλανη κοιτούσε μερικά φορέματα για την αυριανή μερά ελαφρώς αγχωμένη. Όσο και να την καθησύχαζα πως ό,τι και να έβαζε θα ήταν πανέμορφη δεν την έπειθα.

«Παίζουν τα παιδάκια», ο Κάρτερ μπήκε στο καθιστικό.

«Ταξιδεύουμε με το Λόρα εξπρές», απάντησε ο Τσέις με παραμορφωμένη φωνή.

Ο Κάρτερ γέλασε. «Χαίρομαι. Μήπως μπορώ να σας την κλέψω λίγο», υπέδειξε εμένα.

«Μας την έχεις κλέψει εδώ και καιρό», ο Σκοτ μου έκλεισε το μάτι του κι εγώ έφυγα με τον Κάρτερ από το καθιστικό.

Με ανέβασε στο δωμάτιό του και μου είπε να έχω κλειστά τα μάτια μου γιατί μου είχε μια έκπληξη.

«Μην κοιτάς, μην κοιτάς», είχα κλειστά τα μάτια μου αλλά είχε κι εκείνος την παλάμη του μπροστά από το πρόσωπό μου για να μην κάνω καμιά ζαβολιά.

Μπήκαμε στο δωμάτιό του και περίμένα πότε θα μου πει να τα ανοίξω.

«Ωραία, άνοιξε τα τώρα», αποκρίθηκε.

Εγώ τα άνοιξα και τον είδα να έχει στα χέρια του το κουταβάκι που κρατούσα σήμερα το πρωί με το σκούρο καφέ χρώμα.

«Κάρτερ», αναφώνησα κι εκείνος μου την έδωσε να την κρατήσω.

Της είχε φορέσει ένα κόκκινο κολάρο με την ταυτότητά της. Το όνομα Καταλίνα ήταν σκαλισμένο στην μέση της ταυτότητάς της, που ήταν σε σχήμα σκυλίσιας πατουσίτσας.

«Την υιοθετήσαμε;», τον ρώτησα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μας.

«Ναι», ένευσε και χάιδεψε το κεφαλάκι της Καταλίνα, η οποία τον κοίταξε αγαπησιάρικα. «Είναι η μικρή μας πριγκίπισσα.»

«Δεν ξέρω τι να πω.»

«Να μην πεις τίποτα», πήρε την Καταλίνα στα χέρια του και την άφησε στο κρεβάτι του. «Να βάλεις το παλτό σου γιατί θέλω να σου δώσω και το χριστουγεννιάτικο σου δώρο.»

«Τι δώρο είναι αυτό;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

Δεν μου απάντησε. Με πήρε από το χέρι κι αφού έβαλα το παλτό μου οδήγησε στο γκαράζ του παλατιού. Εκεί μας περίμενε ένα ολοκαίνουριο γκρι τζιπ, μερικούς πόντους πιο ψηλό από μένα τυλιγμένο με μία κόκκινη κορδέλα.

«Τα ταν» ,στάθηκε μπροστά στο τζιπ με τα χέρια του ανοιχτά.

«Τι είναι αυτό;», υπέδειξα το τεράστιο για μένα αυτοκίνητο.

«Το καινούριο σου αμάξι», απάντησε και στάθηκε δίπλα μου. «Το χρειάζεσαι. Δεν σου αρέσει;», με κοίταξε κάπως ανήσυχος.

«Όχι, όχι. Μου αρέσει πολύ και το εκτιμώ. Αλλά...», κούνησα αργά το κεφάλι μου. «Δεν θυμάσαι τι έγινε την τελευταία φορά που έπιασα τιμόνι;»

«Δεν έφταιγες εσύ», έστρυψε το σώμα του κι έκανα κι εγώ το ίδιο για να είμαστε αντικριστά. «Τα φρένα ήταν κομμένα. Αυτό όμως είναι αρτιμελές κι όλο δικό σου.»

«Ω Κάρτερ», ξεφύσησα ελαφρά. Ήταν πάρα πολύ ωραίο δώρο αλλά και πάρα πολύ...

«Αυτό είναι υπερβολικό σε σχέση με αυτό που σου πήρα εγώ.»

Εκείνος πέρασε το ένα του χέρι γύρω μου και με έσπρωξε πάνω του. «Δεν με νοιάζει η αξία του, φτάνει που με σκέφτηκες», έγειρε το κεφάλι του προς τα μπρος. «Τι μου πήρες;»

Πέρασα μια τούφα μου πίσω από το αυτί μου. «Ένα χρυσό ρολόι και καινούρια εσώρουχα.»

«Μου πήρες καινούρια εσώρουχα;», γέλασε ελαφρά.

«Όχι», του απάντησα. «Πήρα σε μένα καινούρια εσώρουχα.»

Όπως το περίμενα, αυτό του άρεσε περισσότερο.

«Χμμ», μειδίασε πονηρά. «Και πότε λες να μου δώσεις τα δώρα μου;»

Ανασήκωσα ελαφρά τους ώμους μου. «Όποτε θέλεις.»

«Τώρα», ένευσε γρήγορα και παίρνοντάς με από το χέρι βγήκαμε από το γκαράζ.

Πριν μπούμε στο παλάτι όλη μου η ενέργεια χάθηκε και γέμισα με πόνο.Ένας κόμπος έσφυξε μία ακόμη φορά το στήθος μου και παραλίγο να βάλω τακλάματα. Μπόρεσα να το ελέγξω καταλαβαίνοντας περί τίνος επρόκειτο. Γύρισα τοβλέμμα μου κι είδα την Κέστρα κάτω από ένα απογυμνωμένο δέντρο του κήπου να με κοιτάει πιο θλιμμένη από ποτέ. Εγώ άφησα το χέρι του Κάρτερ και έκανα μερικά βήματα προς τα εκείνη. Ο Κάρτερ με ρώτησε τι συνέβαινε αλλά δεν του απάντησα.

«Κέστρα», αποκρίθηκα. «Μίλησε μου.»

Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της κι ένα κύμα τύψεων με εμπόδισε από το να πάρω εύκολα ανάσα.

«Για όνομα του Θεού, μίλα επιτέλους», σχεδόν φώναξα.

Είχα φτάσει σχεδόν σε απόγνωση. Εμφανιζόταν συνέχεια μπροστά μου και μου φόρτωνε το βάρος της. Το λιγότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να μου πει τι ήθελε από μένα. Ένιωσα λίγο άσχημα που της μίλησα έτσι αλλά δεν άντεξα άλλο. Τα αρνητικά της συναισθήματα ήταν σαν μια κινούμενη άμμο. Όσο περισσότερο ήταν μπροστά μου τόσο με βούλιαζε στην θλίψη και δεν το άντεχα αυτό.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να μείνω ψύχραιμη. Αν την άφηνα να με καταβάλλει με τον πόνο της μπορεί και να τρελαινόμουνα. Ο Κάρτερ δεν μιλούσε. Είχε καταλάβει τι συνέβαινε κι εκτίμησα την διακριτικότητα του.

«Σε παρακαλώ», είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Πες μου κάτι.»

Τότε ένιωσα οι τύψεις να μεγαλώνουν και παραλίγο να πνιγώ. Τα συναισθήματά της με επηρέαζαν και σωματικά. Ο Κάρτερ έκανε να με πλησιάσει αλλά τον σταμάτησα. Αυτό ήταν ανάμεσα σε μένα και σε εκείνην.

«Απάντησε μου τουλάχιστον μια ερώτηση», κατάπια πολλές φορές για να σιγουρευτώ πως δεν με έπνιγε άλλο. «Οι γονείς μας είναι υπεύθυνοι για τον θάνατό σου;»

    Για μια στιγμή ένιωσα ένα ελαφρύ γαργαλητό στηνκοιλιά μου, σαν ένα είδος ανακούφισης. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και τακαστανά της μάτια επικεντρώθηκαν στο πρόσωπό μου. Δεν ήταν ακόμη έτοιμη να μουμιλήσει. Το περίμενα βέβαια γιατί δεν ήμασταν μόνες μας. Αυτή την φορά όμωςήταν λίγο πιο βοηθητική. Ένας δυνατός αέρας φύσηξε αναταράσσοντας το πεσμένο χιόνικαι θολώνοντας ελαφρώς την όρασή μου. Μπόρεσα όμως να την δω να χάνεται μέσαστην ομίχλη, αφού πρώτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.     

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top