19. Η ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος. Είχα να φάω πάνω από τέσσερις μέρες και είχα πιει ελάχιστο νερό. Ο πυρετός πηγαινοερχόταν αλλά ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε. Ο Νόα δεν είχε έρθει να με ξαναδεί. Η επόμενη φορά που θα τον έβλεπα μπροστά μου θα ήταν καθοριστική. Μου είχε βάλει το μαχαίρι στο λαιμό. Ή θα μαρτυρούσα την Μόνι ή ο Κάρτερ θα πέθαινε. Ήταν ακριβώς όπως το είχα προβλέψει εξ αρχής. Ήταν σε μεγάλη απόγνωση αλλά όχι τόση ώστε να λυπηθεί τον Κάρτερ. Εμένα πάλι δεν μπορούσε να με πειράξει και δεν ήξερα το γιατί. Αλλά ο θάνατος του Κάρτερ θα ήταν κάτι χειρότερο από τον δικό μου. Δεν μπορούσα να τον χάσω. Τον είχα ανάγκη δίπλα μου, τον ήθελα, τον αγαπούσα. Αν εκείνος πάθαινε κάτι η ζωή μου θα τελείωνε. Δεν με ένοιαζε το γεγονός ότι δεν θα γινόμουν βασίλισσα, με ένοιαζε που δεν θα ήταν δίπλα μου. Κι έπειτα χωρίς διαδόχους το βασίλειό μας θα γινόταν έρμαιο όλων εκείνων των φιλόδοξων γαλαζοαίματων. Ο νόμος όμως έτσι έλεγε. Μετά τον θάνατο του ενός βασιλέως ο άλλος οφείλει να αποσυρθεί. Με πόσο κουράγιο όμως θα άφηνα το είδος μου να πληχτεί από εμφύλιες διαμάχες; Ξαφνικά είχα αρχίσει να βασανίζομαι από ένα πλήθος υποχρεώσεων και τα' βαλα με τον εαυτό μου. Ο Κάρτερ δεν είχε πεθάνει ακόμη και δεν μπορούσα να σκέφτομαι σαν να είχε φύγει ήδη. Και δεν θα έφευγε. Έπρεπε να φροντίσω να κρατήσω ασφαλή κι εκείνον αλλά και την Μόνι. Δεν θα την έδινα στον Νόα ο κόσμος να χάλαγε.
Η μοναξιά ήταν πιο σκοτεινή κι από το μπουντρούμι μου. Είχε πνίξει τα σωθικά μου και δεν με άφηνε να σκεφτώ καθαρά. Δεν άντεχα να είμαι μόνη μου. Φόβομουν πολύ κι έχανα κάθε ελπίδα κι αισιοδοξία που φώλιαζε μέσα μου. Μου ερχόταν μονίμως να βάλω τα κλάματα αλλά το κατέπνιγα. Δεν έπρεπε να λυγίσω τώρα που με είχαν δύο νταμπίρ ανάγκη. Έπρεπε να είμαι δυνατή. Όμως με κάθε ώρα που κύλαγε ένιωθα όλο και πιο αδύναμη. Μπορεί στο παραμικρό παζάρεμα του Νόα να του έδινα αυτό που ήθελε μέσα στην απόγνωσή μου να φύγω από εκεί μέσα. Αλλά όχι! Αυτό ήθελε, να με λυγίσει. Δεν μπορούσα να τον αφήσω. Δεν ήμουν το παιχνίδι του. Ήμουν η Ορόρα Σάντος και στο αίμα μου κύλαγαν φλόγες. Την φωτιά δεν την έσβηναν οι βρικόλακες, αντίθετα την φοβόντουσαν κιόλας. Δεν θα τον άφηνα να με σβήσει λοιπόν. Έπρεπε να καίω δυνατά και να του δείξω ότι είμαι άκαμπτη.
Πολλές φορές το μυαλό μου ταξίδευε στην Μόιρα. Τι να έκαναν τώρα; Θα μας έψαχναν σίγουρα και θα είχαν πεθάνει από την αγωνία. Μακάρι η Σάρα να είχε το νου της στην Μόνι για παν ενδεχόμενο. Φυσικά και δεν θα έλεγα τίποτα αλλά εκείνη δεν μπορούσε να το ξέρει, κι αν την είχε αγαπήσει πραγματικά σαν δικό της παιδί θα την φύλαγε με νύχια και με δόντια.
Μου έλειπαν όλοι πάρα πολύ. Δεν ήθελα να τους σκέφτομαι ταραγμένους κι ανήσυχους. Είχα στο μυαλό μου ευχάριστες και όμορφες εικόνες τους. Σκεφτόμουν τον Αλφόνσο να κάθεται στον καναπέ και να διαβάζει ένα βιβλίο ήρεμος και να είναι συγκεντρωμένος σε αυτό που διάβαζε. Σκεφτόμουν τον Ντιμίτρι να στέκεται στην βασιλική φρουρά με όλες τις τιμές που άρμοζαν σε έναν γενναίο πολεμιστή σαν κι εκείνον. Δίπλα του ο Σκοτ να μαθαίνει από εκείνον και να γίνεται ένας εξίσου –αν όχι καλύτερος- επάξιος φρουρός. Φανταζόμουν την Μόνι και την Μέλανη να ρητορεύουν στα συμβούλια και να αφήνουν άφωνους τους συναδέλφους τους. Σκεφτόμουν τον Τσέις να κάνει τις σκανταλιές του και να είναι πάντα ετοιμόλογος, αλλά να τα κάνει όλα αυτά με καλή καρδιά. Σκεφτόμουν τον Μάικλ να βοηθάει στα κρατικά ζητήματα και τον περήφανο πατέρα του να είναι δίπλα του και να τον συμβουλεύει. Σκεφτόμουν ακόμη τον Γκασπάρ με την Οκτόμπερ. Στην αρχή ήμουν πολύ αρνητική με αυτή την σχέση. Όμως τώρα τους φανταζόμουν σε ένα κιόσκι, εκείνος να της απαγγέλει δυνατά όσα είχε γράψει για εκείνην κι η Οκτόμπερ να ακούει μαγεμένη. Περισσότερο από όλους όμως σκεφτόμουν τον Κάρτερ. Τον σκεφτόμουν χαρούμενο κι ήρεμο να διοικεί με σοφία και σύνεση. Εγώ από την άλλη, κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, κατέληγα σε ένα μαύρο φέρετρο φορώντας το νυφικό της μητέρας μου. Δεν ήξερα αν ήταν απλά ένα όνειρο ανησύχιας ή κάτι προφητικό. Με τρόμαζε όπως και να είχε.
Τα όνειρα αυτά ήταν συχνά καθώς και συχνά έκλεινα τα μάτια μου κι αποκοιμιόμουν για λίγο. Το δικό μου μπουντρούμι δεν είχε παράθυρο, αλλά μια αδύναμη λάμπα δίπλα από την πόρτα. Έτσι πολλές φορές προσπαθούσα να παραδοθώ σε έναν γλυκό ύπνο, αλλά η εικόνα μου στο φέρετρο δεν με άφηνε να το απολαύσω και ξυπνούσα κατευθείαν.
Όταν άκουσα την πόρτα να ξεκλειδώνει κατέπνιξα έναν αναστεναγμό. Είχε έρθει η ώρα να αποφασίσω. Η απάντηση θα ήταν η ίδια όμως.
«Σήκω», μου αποκρίθηκε ο Νόα και πλησίασε για να ξεκλειδώσει τα κάγκελα.
Εγώ σηκώθηκα και στάθηκα απορημένη. «Πού θα με πας τώρα;»
Άνοιξε την καγκελωτή πόρτα και έγειρε ελαφρά το κεφάλι του. «Δύο πόρτες παρακάτω. Σκέφτηκα πως ένα ντουζ θα σε βοηθήσει να σκεφτείς πιο καθαρά.»
Το είχα μεγάλη ανάγκη να πέσει λίγο νερό πάνω μου. Δεν ήξερα αν έπρεπε να ανακουφιστώ που δεν είχε έρθει για να με ρωτήσει για τελευταία φορά. Έτσι μου έδινε περισσότερο χρόνο να σκεφτώ κάτι πονηρό, αλλά από την άλλη εντεινόταν η ανησυχία μου για τον Κάρτερ.
Άφησα το καυτό νερό να τρέξει πάνω στο σώμα μου και παραδόθηκα για λίγο στην απόλαυσή του. Αστραπιαία το μυαλό μου ταξίδεψε στην προηγούμενη φορά που είχα βρεθεί σε αυτό το δωμάτιο με τον Κάρτερ. Όλο μου το σώμα καταβλήθηκε από ένα ελαφρύ τρέμουλο στην ανάμνηση του κορμιού του πάνω μου. Το μυαλό μου από την άλλη με γέμισε συγκίνηση με την αντανακλαστική του κίνηση να σβήσει το όνομα της Μόνι για να την προστατέψει. Για μία ακόμη φορά όλα με έφεραν σε εκείνον. Κάθε μου κίνηση, κάθε μου σκέψη, κάθε μου φόβος. Όλα περιστρέφονταν γύρω από εκείνον. Έτσι ήταν λοιπόν ο έρωτας. Να μην μπορείς να βγάλεις τον άλλον από το μυαλό σου, να μην καταφέρνεις να διώξεις την αίσθηση του αγγίγματός του από πάνω σου, η μυρωδιά του να σε κυνηγάει όπου σταθείς και η φωνή του να είναι το πιο γλυκό νανούρισμα ακόμα κι όταν δεν είναι δίπλα σου, ακόμα κι όταν την φαντάζεσαι.
Έμεινα αρκετή ώρα κάτω από το ντουζ. Πριν ντυθώ το γύρισα στο κρύο κι ήπια νερό. Στην κατάσταση που ήμουν βέβαια θα έπινα και από τον υπόνομο. Τέτοια απόγνωση.
Μόλις κούμπουσα το φερμουάρ μου άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Υπέθεσα πως ήταν ο Νόα. Η έκπληξή μου ήταν αρκετά μεγάλη όταν είδα τον Ίαν να σπρώχνει τον Κάρτερ μέσα.
«Κάρτερ», έτρεξα προς εκείνον, καθώς ο Ίαν μας κλείδωνε μέσα.
Ο Κάρτερ ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ότι τον είχα αφήσει. Ήταν κατάχλωμος, σαν φάντασμα. Όλο του το πρόσωπο μαρτυρούσε ταλαιπωρία. Ο λαιμός του είχε δαγκωθεί επανειλημμένα.
«Ω Θέε μου», αναφώνησα όταν εκείνος παραλίγο να σωριαστεί. Τον κράτησα τελευταία στιγμή. «Τι σου έχουν κάνει;», σχεδόν κλαψούρισα κι εκείνος στηρίχτηκε στον τοίχο.
«Είσαι καλά;», η φωνή του με το ζόρι μπόρεσε κι ακούστηκε.
Εγώ ένευσα γρήγορα. Προσπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μην βάλω τα κλάματα βλέποντας τον σε αυτή την κατάσταση. Τον είχαν εξαθλιώσει και ήταν στα πρόθυρα κατάρρευσης. Την πλήρωνα πολύ ακριβά την αλαζονεία μου το ίδιο κι εκείνος.
«Σε πειράξανε;», με ρώτησε ξανά.
Κούνησα αργά το κεφάλι μου. «Τώρα ναι», απάντησα χαμηλόφωνα και τον βοήθησα να βγάλει τα ρούχα του. Ένα ντουζ το είχε κι εκείνος ανάγκη.
Ο Νόα μας έφερε επίτηδες εδώ για να λυγίσω βλέποντας τον Κάρτερ. Η κατάστασή του όμως με εξαγρίωσε περισσότερο.
Μπήκα μαζί του στις ντουζιέρες αγνοώντας το ότι βρεχόμουν. Φοβόμουν μήπως έπεφτε και χτυπούσε. Δεν ήταν και πολύ σε θέση να σταθεί όρθιος. Έτσι στεκόμουν δίπλα του και του έτρυβα απαλά την πλάτη. Εκείνος άφηνε το νερό να τρέχει πάνω του χωρίς να πει τίποτα. Η θερμοκρασία του ευτυχώς επηρεάστηκε από το ζεστό νερό κι άρχισε να ανεβαίνει. Σύντομαι φάνηκε να νιώθει καλύτερα. Του πρότεινα να αλλάξω την θερμοκρασία για να πιει αλλά αρνήθηκε. Από νερό δεν τον είχαν αφήσει παραπονεμένο. Κάτι ήταν κι αυτό.
«Μην φοβάσαι», μου αποκρίθηκε και έστρεψε το βλέμμα του σε μένα.
Το χρώμα του είχε φτιάξει, ενώ μου φάνηκε πως οι κύκλοι κάτω από τα μάτια του είχαν χαθεί. Τώρα έμοιαζε κάπως καλύτερα από την τελευταία φορά που τον είδα.
Εγώ δεν του απάντησα. Φοβόμουν πολύ. Για την ακρίβεια ήμουν τρομοκρατημένη.
«Θα βγούμε από εδώ μέσα», η φωνή του φάνταζε γεμάτη σιγουριά γι' αυτό που έλεγε.
Κάποια στιγμή θα βγαίναμε. Τώρα πως ήταν άλλο θέμα.
«Τελείωσες;», τον ρώτησα πριν κλείσω το νερό. Εκείνος ένευσε αργά. Εγώ βγήκα έξω και τον άφησα να ντυθεί μόνος του. Είχε συνέλθει αρκετά και δεν χρειαζόταν βοήθεια με αυτό.
Ο Νόα ήρθε σύντομα να με επιστρέψει στο μπουντρούμι μου. Ο Κάρτερ με κοίταξε σχεδόν ανέκφραστος όταν έφυγα. Δεν ήξερα που είχε βρει αυτή την αισιοδοξία και την σιγουριά. Ίσως να ήταν παρενέργειες από την απώλεια αίματος. Εγώ από την άλλη για το μόνο που ήμουν σίγουρη ήταν ότι πως όλο αυτό θα τελείωνε με θάνατο. Τώρα ποιανού ήταν δυστυχώς ρευστό, αλλά μια ζωή θα έσβηνε σίγουρα.
«Ο Κάρτερ είναι το πιο αξιολύπητο νταμπίρ που γνώρισα ποτέ», αποκρίθηκε καθώς με κλείδωνε μέσα στο κλουβί μου. Εγώ είχα γυρισμένη την πλάτη μου σε εκείνον. Παρ' όλα αυτά έμεινα ψύχραιμη σε αυτά του λόγια. Μπορεί να μην με έβλεπε, αλλά μπορούσε να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς μου και να χαρεί με το γεγονός ότι με επηρέαζε.
«Όσο και να τον βασανίζει ο Ίαν», συνέχισε «το μόνο που κάνει είναι να ρωτάει αν είσαι εσύ καλά και μας παρακαλάει να μην σε πειράξουμε. Πόσο γελοίος παίζει να' ναι.»
Έκρινε εκείνος; Αυτός στο όνομα της αγάπης σκότωσε τέσσερις ζωές και απειλούσε να πάρει άλλη μία. Αλλά φυσικά τι θα μπορούσε να ξέρει εκείνος; Πώς θα μπορούσε ένας βρικόλακας να γνωρίζει τι σήμαινε αγάπη; Εγώ ήξερα όμως και δεν θα τον άφηνα να μειώσει αυτό το συναίσθημα. Κυρίως δεν θα τον άφηνα να χαρεί πως αυτή την στιγμή υπερτερούσε.
«Εσύ είσαι ο αξιολύπητος», του απάντησα.
«Τι πράγμα;», απόρησε με την αντίδρασή μου.
Εγώ γύρισα προς τα εκείνον και πλησίασα τα κάγκελα. «Εσύ είσαι ο αξιολύπητος», επανέλαβα. «Κάνεις αυτά που κάνεις και κρύβεσαι πίσω από τον 'πόνο' σου για τον θάνατο της Κέστρα.»
«Δεν κρύβομαι ούτε προσποιούμαι ότι πονάω», απάντησε μέσα από τα δόντια του.
«Ειλικρινά μου είναι αδιάφορο», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Όσο αναφορά τον Κάρτερ τον βασανίζετε γιατί τον θεωρείτε αδύναμο και κυρίως κατώτερο. Τον φέρνετε να τον δω σε αυτή την κατάσταση για να σε φωνάξω με λυγμούς και να σου πω αυτό που θέλεις να μάθεις. Πραγματικά μόνο αυτό μπορείς να κάνεις για να με πείσεις να μιλήσω; Αυτό θα μπορούσε να το κάνει ο οποιοσδήποτε κι όχι ένας τρομερός και επίφοβος βρικόλακας. Αυτό είναι το πραγματικά αξιολύπητο.»
«Άκουσε με...»
«Όχι εσύ άκουσε με», άφησα τα χέρια μου να πέσουν κι έκανα ένα βήμα μπροστά. «Δεν είμαι η μόνη με μυστικά εδώ μέσα. Δεν ξέρω γιατί ξαφνικά με θεωρείς βασίλισσα του αδερφού σου και πιθανόν και δικιά σου, αλλά δεν με νοιάζει κιόλας. Αν πραγματικά είμαι ανωτερή σου τότε θα το δεχτώ και με το παραπάνω. Αυτό όμως να το θυμάσαι γιατί για να πάρεις κάτι από μια βασίλισσα πρέπει και να δώσεις.»
«Τι άλλο θέλεις πια; Οι γονείς σου σκότωσαν την Κέστρα. Μια αθώα ζωή δεν σου φτάνει;», προσπάθησε να μην χάσει την ψυχραιμία του.
«Όχι», απάντησα γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς τα πίσω. «Θέλω και μια άλλη ζωή. Κι αυτή όχι να χαθεί αλλά να παραμείνει ως έχει.»
«Αν εννοείς τον Μάρεϊ ξέχνα το.»
«Κι εσύ ξέχνα το παιδί σου.»
Με τα λόγια μου αυτά ήθελα να τον ταρακουνήσω αρκετά. Κυρίως ήθελα να πιστέψει πως αυτή μου η φράση ήταν δίσημη. Από την μία ότι δεν θα του έλεγα ποιο ήταν κι από την άλλη ότι μπορεί και να το σκότωνα για να τον εκδικηθώ. Φυσικά και δεν θα πείραζα σε καμία περίπτωση την Μόνι αλλά αυτός δεν το ήξερε.
Δεν μου απάντησε. Με κοίταξε για λίγο και σφίγγοντας τα χείλη του έφυγε φανερά νικημένος από αυτή την λογομαχία.
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε περίπου όπως άρχισε. Η πείνα κόντευε να τρυπήσει το στομάχι μου κι ήθελα απεγνωσμένα νερό. Αν κι ένιωθα ελαφρώς νυσταγμένη φοβόμουν να κλείσω τα μάτια μου και να με ξαναδώ μέσα στο φέρετρο. Η εικόνα μου αυτή για κάποιο λόγο με γέμιζε μια θλίψη, η οποία ανέβαζε έναν κόμπο στο λαιμό μου. Ήταν σαν μια αλλόκοτη αλλεργική αντίδραση σε αυτόν τον εφιάλτη. Όσο όμως και να πάλευα η κούραση με νίκησε και αποκοιμήθηκα.
Αμέσως βρέθηκα στο σπίτι μου στην Σεβίλλη. Ήταν Χριστούγεννα κι όλο το σπίτι ήταν στολισμένο γιορτινά. Εγώ ήμουν επτά και σαν τα τα περισσότερα παιδιά καθόμουν κάτω από το δέντρο καταβροχθίζοντας ένα πιάτο με χριστουγεννιάτικα γλυκά. Όταν άκουσα την φωνή της μητέρας μου να με ψάχνει, έκρυψα το πιάτο πίσω μου και σκούπισα όπως όπως τα χείλη μου.
«Εδώ είσαι», αποκρίθηκε μπαίνοντας στο δωμάτιο.
Ήταν όπως πάντα πολύ όμορφη. Φορούσε ένα απλό μπεζ φόρεμα κι είχε αφήσει τα ξανθά της μαλλιά ελεύθερα. Με πλησίασε και έσκυψε μπροστά.
«Πόσες φορές έχουμε πει ότι δεν τρώμε γλυκά πριν το φαγητό;», έγειρε ελαφρά το κεφάλι της στα πλάγια.
«Δεν έτρωγα», απάντησα όχι και τόσο πειστικά.
«Χμμ», μισόκλεισε τα μάτια της. «Και τότε τι είναι αυτές οι ζάχαρες στο στόμα σου;»
Ανασήκωσα ελαφρά τους ώμους μου.
«Ορόρα έχουμε πει ότι τα ψέματα δεν είναι καλό πράγμα.»
Χαμήλωσα το κεφάλι μου και ζήτησα συγγνώμη σαν να με είχε πιάσει να κάνω το μεγαλύτερο έγκλημα. Για μένα βέβαια τότε αυτό ήταν το πιο σοβαρό παράπτωμα μου.
Εκείνη με πήρε από το χέρι κι αφού με βοήθησε να σκουπίσω πιο αποτελεσματικά το στόμα μου κάτσαμε στον καναπέ.
«Λοιπόν τι θα ζητήσεις φέτος από τον Άη Βασίλη;», στερέωσε τον αγκώνα της στην πλάτη του καναπέ.
«Δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης», απάντησα σαν να είχα λύσει το πιο δύσκολο αίνιγμα. «Ο Αλφόνσο μου το είπε.»
Η μητέρα μου κατέπνιξε ένα γέλιο κι ένευσε χαμογελώντας. «Μεγάλωσες πια», αποκρίθηκε και μελαγχόλησε σε αυτά της τα λόγια.
«Δεν είμαι πολύ μεγάλη.»
Εκείνη ζωντάνεψε στην απάντησή μου. «Όχι», με πήρε στα χέρια της. «Αλλά κι όταν θα γίνεις μεγάλη κι όμορφη κοπέλα δεν θα πάψεις να είσαι το μωρό μου.»
«Για πάντα;» σήκωσα το βλέμμα μου για να την κοιτάζω.
«Για πάντα», απάντησε και με φίλησε στο μέτωπο. «Ό,τι και να γίνει.»
Ήθελα αυτό το όνειρο να κρατήσει αν γίνεται για μέρες ολόκληρες. Ήταν η πρώτη φορά που την είδα στον ύπνο μου μετά το θάνατό της. Σχεδόν μπόρεσα να την νιώσω και να μυρίσω το άρωμά της. Μπορεί και να έβλεπα και τον πατέρα μου αν δεν με ξύπναγε ένας εκκωφαντικός ήχος απέξω. Ακούστηκε σαν να είχε κατεδαφιστεί ένας τοίχος. Όμως πέρα από αυτό δεν ακούστηκε τίποτα άλλο. Ούτε κι ο Νόα κατέβηκε να δει τι συνέβη οπότε υπέθεσα πως ήταν γέννημα της φαντασίας μου.
Η φαντασία μου όμως φάνηκε να μην σταματάει εκεί. Κάτω από την χαραμάδα της πόρτας άρχισε να μπαίνει νερό και να κατευθύνεται προς τα εμένα. Σηκώθηκα για να βλέπω καλύτερα. Δεν μπορούσα να τα είχα χάσει τόσο. Σύνελθε Ορόρα, διέταζα τον εαυτό μου. Είναι παραισθήσεις από την εξάντληση, με διαβεβαίωνα. Όμως δεν πείστηκα και πολύ. Το νερό έφτασε στα κάγκελα αλλά δεν προχώρησε άλλο. Αντίθετα, άρχισε να ανεβαίνει και να ταξιδεύει πάνω στο σίδερο. Εγώ το παρατηρούσα με μάτια ορθάνοιχτα χωρίς να ξέρω τι να πω ή να κάνω. Μου φαινόταν σαν ένα όνειρο. Ναι αυτό ήταν. Ήταν απλά ένα όνειρο. Έκλεισα τα μάτια μου για μερικά δευτερόλεπτα με την ελπίδα όλα αυτά να μην ήταν ακόμη εκεί όταν τα ξανάνοιγα. Η ανακούφισή μου ήταν μεγάλη όταν είδα πως τα κάγκελα δεν είχαν πια νερό. Όταν όμως τα άγγιξα για να δω αν ήταν υγρά η πόρτα άνοιξε. Θα ορκιζόμουν πως ο Νόα την είχε κλειδωμένη. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο περίπλοκη.
Βγήκα από το κλουβί και περπάτησα μέχρι την πόρτα του μπουντρουμιού. Η έκπληξή μου ήταν σαφώς μεγάλη όταν είδα πως ήταν κι αυτή ξεκλείδωτη. Μήπως ο Νόα είχε έρθει όσο κοιμόμουν και ετοίμασε μια καινούρια παγίδα; Ήταν η μόνη λογική εξήγηση που μπορούσα να σκεφτώ. Δεν ήθελα να συμμετάσχω σε οποιοδήποτε νέο παιχνίδι είχε κατά νου. Έτσι έκανα να επιστρέψω μέχρι που η πόρτα άνοιξε και είδα τον... Κάρτερ;
«Τι κάνεις εσύ εδώ;», τον ρώτησα αρκετά έκπληκτη.
«Πάμε να φύγουμε», μου άρπαξε το χέρι και με οδήγησε έξω.
Άλλο και τούτο. Εξακολουθούσα να πιστεύω ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο. Τα πάντα μου φαίνονταν ανεξήγητα και πολύ σουρεαλιστικά.
Ο Κάρτερ βλέποντάς με αδύναμη να πιστέψω πως δεν κοιμόμουν με έπιασε από τους ώμους και με ταρακούνησε ελαφρά. «Δεν ονειρεύεσαι. Αυτό είναι πραγματικότητα.»
«Μα πώς;»
«Δεν έχει σημασία.»
Στεκόμασταν στην άκρη της σκάλας του υπογείου. Με μερικά βήματα θα ήμασταν ελεύθεροι.
«Σημασία έχει να βγούμε από εδώ μέσα», έριξε μια εξεταστική ματιά στο σαλόνι. «Δεν φαίνεται να είναι εδώ.»
Αναζήτησα την πόρτα αλλά δεν βρισκόταν στο οπτικό μου πεδίο. Θα έπρεπε να τρέξουμε πολύ γρήγορα για να γλιτώσουμε.
«Έλα», κρατώντας με από το χέρι κατευθύνθηκε αργά στο σαλόνι.
Κοιτούσαμε τριγύρω μας μην τυχόν εμφανιστούν από το πουθενά. Αυτή η ησυχία ήταν πολύ ύποπτη. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς κι ίσως ο ήχος της βροχής να ήταν ο αντιπερισπασμός μας μέχρι στιγμής. Αλλά για πόσο θα μας κάλυπτε; Και να φεύγαμε ήταν ζήτημα χρόνου πριν το καταλάβουν και τρέξουν ξωπίσω μας. Ήταν βρικόλακες, δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε.
Ο Κάρτερ πλησίασε το τζάκι. Από πάνω δέσποζε ένα αναγεννησιακό πορτραίτο ενώ δίπλα κρεμόντουσαν δύο ασημένια παλούκια. Τα πήρε προσεχτικά για να μην κάνει θόρυβο και μου έδωσε το ένα. Με την ίδια ησυχία και σχεδόν κρατώντας τις ανάσες μας πλησιάσαμε την πόρτα. Για κακή μας τύχη ήταν κλειδωμένη. Δεν είχαν ξεκλειδώσει ως δια μαγείας όλες οι κλειδιαριές μέσα στην έπαυλη τελικά.
Ο Κάρτερ κατέπνιξε μια βωμολοχια και στράφηκε προς εμένα. Εγώ εξέτασα τον χώρο για κάποια άλλη διέξοδο. Θα μπορούσαμε να βγούμε από κάποιο παράθυρο. Μόνο ένα φαινόταν αρκετά μεγάλο για να μας χωρέσει. Δοκίμασα να σηκώσω το τζάμι αλλά ήταν μπλοκαρισμένο. Και τόσο που είχαμε προχωρήσει ήταν αρκετό. Δεν νομίζω να βρίσκαμε κάποια άλλη πόρτα. Πριν προλάβουμε να εξετάσουμε κάποιο άλλο ενδεχόμενο ακούσαμε ένα αυτοκίνητο να παρκάρει. Εγώ με τον Κάρτερ είχαμε κάποια απόσταση μεταξύ μας, αφού εγώ είχα απομακρυνθεί από την πόρτα και δοκίμαζα να ανοίξω το παράθυρο. Η πρώτη μου κίνηση ήταν να πάω προς το μέρος του. Εκείνος όμως έκανε νόημα πίσω μου, που υπήρχε μια σκάλα κι οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο του, αλλά δεν είχαμε πολύ χρόνο. Κρύφτηκε όπως όπως σε ένα δωμάτιο κι εγώ έτρεξα πάνω.
Ο δεύτερος όροφος ήταν έρημος. Έμοιαζε σαν να είχε βρεθεί κάποιος εδώ πάνω αρκετά χρόνια πριν. Για μια στιγμή μου θύμισε το εγκαταλελειμένο σπίτι στο οποίο είχα συναντήσει τον Χουάν τελευταία φορά. Εδώ όμως υπήρχαν αρκετοί διάδρομοι και περισσότερες κρυψώνες. Αποφάσισα να εξερευνήσω αθόρυβα ένα δωμάτιο στην άκρη του ενός διαδρόμου, το οποίο είχε την πόρτα του ανοιχτή.
Μέσα ο χόρος ήταν άδειος. Υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι με ουρανό. Οι κουρτίνες του ήταν κλειστές και είχαν σκούρο κόκκινο χρώμα. Το πλησίασα αργά, καθώς έτσι με πρόσταζε το ένστικτό μου. Έκανα στην άκρη την μια κουρτίνα κι είδα ξαπλωμένη μια νεαρή κοπέλα στραγγισμένη από το αίμα της. Πισωπάτησα από σοκ μετά από αυτή την θέα ρίχνοντας το παλούκι στο πάτωμα. Πριν προλάβω να αντιδράσω ξανά ένα χέρι έκλεισε το στόμα μου.
«Πού νομίζεις ότι πας;», η φωνή του Ίαν ανατρίχιασε από φόβο όλο μου το σώμα.
Κρατώντας το στόμα μου κλειστό με έσειρε στο διπλανό δωμάτιο, το οποίο ήταν γεμάτο από νεκρούς. Ήταν τα θύματά του. Με έριξε δίπλα από ένα παιδί επτά ετών και σκύβοντας από πάνω μου ακούμπησε τις παλάμες του στους κροτάφους μου.
Οι βρικόλακες είχαν ορισμένες δυνάμεις, πέραν της υποβολής, οι οποίες τους βοηθούσαν να σαγινεύουν τα θύματά τους ή να τα βασανίζουν. Ο Ίαν με αυτή του την κίνηση μπόρεσε να εισχωρήσει στο μυαλό μου και να με γεμίσει με παραισθήσεις.
Ξαφνικά βρέθηκα σε έναν άγνωστο χώρο με λίγο φως να πέφτει πάνω μου. Τα πάντα γύρω μου ήταν σκοτεινά.
«Πού ειμαι;», φώναξα. «Που με έφερες;»
Μια αντρική φωνή ακούστηκε από το βάθος κι ο πατέρας μου εμφανίστηκε μπροστά μου. Η έκφρασή του ήταν σκληρή και τα μάτια του άστραφταν από θυμό. Μόλις με πλησίασε με χαστούκισε με το πίσω μέρος της παλάμης του ρίχνοντάς με κάτω.
«Είσαι μια άχρηστη», μου είπε και έσκυψε από πάνω μου.
Είναι μια ψευδαίσθηση, έλεγα στον εαυτό μου. Δεν είναι αληθινό.
«Μακάρι να μην είχες γεννηθεί ποτέ.»
Στα λόγια αυτά τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο γεγονός ότι όλα αυτά δεν ήταν αληθινά. Ο φόβος ενός παιδιού να απογοητεύσει τους γονείς του ήταν πάντα μεγάλος και ξεπρόβαλε με το παραμικρό.
Σηκώθηκα όρθια με χαμηλωμένο το βλέμμα. «Συγγνώμη πατέρα.»
Αναστέναξε βαριά. «Ένα παιδί έκανα κι αυτό βγήκε έτσι. Μια αναίσθητη ηλίθια», με ξαναχτύπησε αλλά αυτή την φορά δεν έχασα την ισορροπία μου.
Σήκωσα το βλέμμα μου να του αντιμίλησω αλλά χάθηκε. Στην θέση του βρέθηκε ο Κέλλαν με το ίδιο άγριο βλέμμα. Έκανα ένα βήμα πίσω βλέποντάς τον. Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως θα με χτυπούσε κι εκείνος.
«Παραλίγο να σκοτώσεις τον Κάρτερ», μούγκρισε. «Παραλίγο να σκοτώσεις το παιδί μου», άπλωσε το χέρι του αλλά έβαλα την παλάμη μου μπροστά από το μάγουλό μου για να το προστατέψω από το επερχόμενο χαστούκι. Εκείνος όμως δεν πτοήθηκε και μου έδωσε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι. Εγώ τυλίχτηκα από τον πόνο.
«Δεν το ήθελα», απάντησα καταπνίγοντας κλάμα και βογκητό .
«Δεν θα γίνεις ποτέ καλή βασίλισσα. Θα είσαι ο χειρότερος ηγέτης που υπήρξε ποτέ», με άρπαξε από τα μαλλιά κι έγειρε το κεφάλι μου πίσω. «Μακάρι να πεθάνεις πριν χρειαστεί να στεφθείς», με αυτά του λόγια με έριξε κάτω και εξαφανίστηκε.
Πάντοτε υπήρχε μέσα μου ο φόβος ότι δεν θα γινόμουν καλή βασίλισσα και θα απογοήτευα τους προγόνους μου. Ειδικά τον πατέρα μου και τον Κέλλαν. Για μια στιγμή ξέχασα πως όλα αυτά ήταν μια ψευδαίσθηση και πίστεψα το ψέμα του Ίαν. Το σώμα μου πόναγε αλλά η καρδιά μου υπέφερε περισσότερο μετά από αυτά τους τα λόγια. Αλήθεια τώρα αν με έβλεπαν από τον Κάτω Κόσμο αυτή θα ήταν η άποψή τους; Ο Κέλλαν μου κρατούσε κακία για όσα πέρασε ο Κάρτερ εξαιτίας μου; Ο πατέρας μου είχε φτάσει σε σημείο να ευχόταν να είχα πεθάνει τελικά; Εγώ πάντως πείστηκα πως μέχρι στιγμής δεν είχα κάνει κάτι αξιόλογο και πως ήμουν μια κινούμενη αποτυχία.
Ο Ίαν συνέχισε να με βασανίζει εμφανίζοντας μπροστά μου αυτή την φορά τον Ντιμίτρι.
«Ντιμίτρι», κλαψούρισα καθώς με πλησίαζε με ένα κενό βλέμμα.
«Γιατί έφυγες από την Μόιρα;», με ρώτησε καρφώνοντας τα μαύρα μάτια του στα δικά μου.
«Δεν φταίω εγώ...»
«Μας κατέστρεψες», με διέκοψε. «Μας παράτησες και μας κατέστρεψες.»
«Όχι, όχι», έκανα να τον ακουμπήσω αλλά με έσπρωξε.
«Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που σε γνώρισα. Ποτέ δεν έκανες κάτι σωστό. Μονίμως έσπερνες την καταστροφή.»
«Ντιμίτρι σε παρακαλώ», έπεσα στο έδαφος γονατισμένη. Όλοι όσοι είδα μέχρι στιγμής με χτυπούσαν λεκτικά και σωματικά χωρίς κανένα έλεος. Το ξέρω ότι είχα κάνει πολλά λάθη αλλά δεν άξιζα τόση περιφρόνηση.
«Ελπίζω να πεθάνεις», είπε τα τελευταία του λόγια σχεδόν γαβγίζοντας.
Ο Ίαν πήρε τα χέρια του από πάνω μου και γέλαγε με το κλάμα μου.
«Εσύ τώρα είσαι η μεγάλη βασίλισσα;»
Τον χτυπούσα στο στέρνο για να φύγει από πάνω μου. «Άσε με.»
Εκείνος συνέχιζε να γελάει προκαλώντας με. «Είσαι τρελός», αποκρίθηκα μέσα από τα δόντια μου.
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και ρουθούνισε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του. Την τελευταία φορά που ξέσπασε πάνω μου ο Νόα τον τιμώρησε και τον έβαλε να μου απολογηθεί. Ήμουν άλλωστε για κάποιον ανεξήγητο λόγο η βασίλισσά του.
«Τι με κοιτάς; Δεν με ακούς; Είσαι τρελός», επανέλαβα. «Τρελός για τα σίδερα.»
«Σκάσε», με χαστούκισε πιο δυνατά κι από τον πατέρα μου. «Σκάσε», συνέχιζε να με χτυπάει.
«Σταμάτα», τον διέταξα όσο εκείνος με χτυπούσε στην κοιλιά μου. «Είμαι η βασιλισσά σου», προσπάθησα να φωνάξω μέσα στον πόνο μου. Εκείνος όμως με άκουσε και σταμάτησε πριν με γρονθοκοπήσει στο πρόσωπό μου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε από πάνω μου. Έφτιαξε τον γιακά του και πλησίασε την πόρτα.
«Να ξέρεις πως μια μέρα θα έρθω να σε σκοτώσω», με απείλησε.
«Θα σε περιμένω», του απάντησα ασθμαίνοντας από τον πόνο.
Έκλεισα τα μάτια μου όταν έφυγε για να μην βλέπω τα πτώματα γύρω μου. Ο σωματικός πόνος από τις ψευδαισθήσεις δεν ήταν το μόνο που με βασάνιζε. Χρησιμοποίησε επίτηδες αυτούς τους τρεις για να με πονέσει και να με γεμίσει με τύψεις για όλα όσα είχαν συμβεί. Δεν λέω, άξιζα την δική μου τιμωρία. Αλλά ήταν τραγικό να την δεχτώ από τον προδότη Ίαν.
Αμέσως έδιωξα την σύγχυση μου και επικεντρώθηκα στον Κάρτερ. Εκείνος βρισκόταν στον κάτω όροφο μόνος του και με μόνη προστασία από δύο βρικόλακες ένα παλούκι. Χρειαζόταν βοήθεια. Βέβαια με την επίθεση των παραισθήσεων δεν ήμουν και η πλέον κατάλληλη να βοηθήσω. Αλλά ήμουν η μόνη με την πρόθεση να του σταθεί, οπότε με μεγάλη υπομονή σηκώθηκα και βγήκα από το δωμάτιο.
Κατέβηκα τις σκάλες αργά έχοντας το ένα μου χέρι στο στομάχι μου και το άλλο στον τοίχο, για να στηρίζομαι. Προσπαθούσα να ανασαίνω όσο πιο ήρεμα μπορούσα αν κι έπρεπε να πάρω βαθιές ανάσες για να συνέλθω λίγο από τον πόνο. Κατεβαίνοντας και το τελευταίο σκαλί κοίταξα τριγύρω μου κι αντίκρισα ένα άδειο σαλόνι. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ήλπιζα ο Κάρτερ να είχε ξεφύγει, αλλά δύσκολα θα με άφηνε πίσω. Από ότι φάνηκε η συμπλοκή μου με τον Ίαν δεν επέφερε καμία αναστάτωση εδώ κάτω.
Μόλις έστρυψα αριστερά έπεσα πάνω στον Νόα.
«Φεύγεις τόσο γρήγορα;», πισωπάτησα και εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά. «Δεν σου άρεσε η φιλοξενία μας;»
Φιλοξενία εννοούσε τα σκοτεινά μπουντρούμια, τις αλυσίδες και τα βασανιστήρια; Μάλλον είχαμε διαφορετική άποψη ως προς το τι ήταν φιλοξενία.
Εκείνος με άρπαξε από την μέση και με έσπρωξε πάνω του. «Ω Εύα», έσκυψε πάνω από το λαιμό μου. «Πόσο μου έλειψε το αίμα σου», άνοιξε το στόμα του έτοιμος να με δαγκώσει.
Ο Κάρτερ εμφανίστηκε σαν από πουθενά και του έμπηξε το παλούκι στο λαιμό.
Ο Νόα βόγκηξε από τον πόνο και έπεσε πάνω στον τοίχο. Ο Κάρτερ ήρθε προς το μέρος μου και με πήρε από το χέρι. «Πάμε», κάναμε να τρέξουμε προς την πόρτα αλλά ο Ίαν εμφανίστηκε μπροστά μας. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και περίμενε μέχρι να σταθεί ο Νόα δίπλα του.
«Μπράβο σας», μας αποκρίθηκε βγάζοντας το παλούκι από τον λαιμό του. «Δεν ξέρω πώς ξεφύγατε αλλά παραλίγο να καταφέρετε να περάσετε το κατώφλι.»
Ο Κάρτερ στάθηκε μπροστά μου σαν ασπίδα. «Θα το περάσουμε να είσαι σίγουρος.»
Ο Ίαν μισόκλεισε τα μάτια του απειλητικά. Ο Νόα γέλασε πνιχτά με την απάντησή του. «Δεν αμφιβάλλω», γυρνούσε το παλούκι στο χέρι του με τα δάχτυλά του. «Πρώτα όμως θέλω μια χάρη. Ξέρετε τι. Μην τα ξαναλέμε.»
«Σκοτωσέ τους αφού δεν πρόκειται να σου πουν.»
Ο Νόα έριξε μια προειδοποιητική ματιά στον αδερφό του κι εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του. Τον Νόα τον έτρεμε όσο κι αν το έπαιζε ατρόμητος.
«Άκου τον αδερφό σου», αποκρίθηκε ο Κάρτερ. «Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.»
Ο Ίαν γρύλισε αλλά με ένα ακόμα βλέμμα του Νόα καταγιάλασε το θυμό του.
«Αυτή είναι η τελευταία σας απάντηση;»
Ο Κάρτερ με κοίταξε πάνω από τον ώμο του και του ένευσα αργά. «Ναι», του απάντησε. «Δεν θα σου πούμε.»
«Ας είναι», αναστέναξε και σήκωσε το παλούκι να επιτεθεί στον Κάρτερ.
Τα πάντα γύρω μου θόλωσαν. Ο Νόα ήταν έτοιμος να σκοτώσει τον Κάρτερ ακριβώς όπως είχε πει. Δεν προδώσαμε την Μόνι και θα το πλήρωνε εκείνος. Δεν μπορούσα να το δεχτώ. Όχι αυτός. Αμέσως μου ήρθε η εικόνα του Κέλλαν στο μυαλό μου, από την ψευδαίσθηση του Ίαν. Ο γιος του θα ερχόταν αντιμέτωπος με τον θάνατο μία ακόμη φορά εξαιτίας μου. Δεν γινόταν να τον χάσω. Δεν μπορούσα να χάσω τον πρώτο μου έρωτα.
«Όχι», φώναξα κι έσπρωξα τον Κάρτερ πίσω μου.
Αιφνιδίασα μέχρι και τον Νόα και δεν πρόλαβε να σταματήσει. Το παλούκι καρφώθηκε στο στήθος μου και το ένιωσα να σκίζει την καρδιά μου.
Ο Νόα πισωπάτησε τραβώντας το παλούκι από το στήθος μου. Δεν αντέδρασε αλλά η έκφρασή του μαρτυρούσε πως δυσανασχέτησε. Πίσω μου άκουσα τον Κάρτερ να φωνάζει. Τα πόδια μου δεν με βαστούσαν άλλο. Σωριάστηκα στα χέρια του Κάρτερ.
Τα μάτια του... Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα κι ήταν πιο όμορφα από ποτέ.
«Ορόρα», ψέλλισε. «Ω Θέε μου, Ορόρα.»
«Με τον Μάρεϊ τι θα γίνει;», ακούστηκε ο Ίαν.
Ο Νόα με κοίταξε για μερικές στιγμές και πριν φύγουν του αποκρίθηκε: «Αυτό θα είναι ο θάνατος και των δύο.»
«Σε παρακαλώ», ο Κάρτερ προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. «Μην με αφήσεις, σε παρακαλώ. Όχι κι εσύ.»
Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Πέθαινα. Πέθαινα χωρίς να προλάβω να χαρώ τον έρωτα μου μαζί του. Βλέποντάς τον τώρα να υποφέρει έχοντάς με στα χέρια του ένιωθα περισσότερες τύψεις που δεν του είχα εξομολογηθεί τα συναισθήματά μου και κρυβόμουν πίσω από αόριστες εκφράσεις. Τουλάχιστον ήταν ασφαλής. Αυτό ήταν το μόνο που παρηγορούσε.
Ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά μου όλες εκείνες οι εικόνες που μεπαρηγορούσαν στο μπουντρούμι. Είδα τον Αλφόνσο στην έπαυλη να κάθεται ήρεμοςκαι γαλήνιος στο καναπέ. Είδα τον Ντιμίτρι στην φρουρά να αναγνωρίζεται ηαντρεία και το σθένος του και δίπλα του ο Σκοτ να μαθαίνει και να προσπαθεί νατου μοιάσει. Η Μέλανη με την Μόνι θριάμβευαν στο βασιλικό συμβούλιο καιφρόντιζαν για την καλύτερη δυνατή διοίκηση του βασιλείου. Είδα τον Τσέις ναπαραμένει ο αυθεντικός, χαρούμενος και καλοσυνάτος εαυτός του. Ο Μάικλ κι ο Σονφρόντιζαν τους αγαπημένους τους και το βασίλειο με την υπομονή κι αγάπη τους.Μέχρι και την Οκτόμπερ με τον Γκασπάρ είδα να χαίρονται την σχέση τους κάτω απότην δροσιά μιας βελανιδιάς. Μα η πιο όμορφη εικόνα ήταν του Κάρτερ να κάθεταιστον θρόνο του χαμογελαστός και βασιλεύοντας με αξιοπρέπεια και σοφία.
Δάκρυα άρχισαν να καίνε τα μάτια μου συνειδητοποιώντας πως θα έχανα τόσες στιγμές με τους ανθρώπους που αγαπούσα. Ήλπιζα τουλάχιστον ο θανατός μου να μην τους στοίχιζε πολύ.
«Την Μόνι», κατάφερα να μιλήσω. «Πες ...στην Μόνι... την αλήθεια.»
Με αυτά μου τα λόγια έκλεισα τα μάτια μου κι ο κάποτε δυνατός ήλιος της Σεβίλλης έδυσε προτού βασιλεύσει. Τότε βρέθηκα αντιμέτωπη με την πιο επώδυνη εικόνα. Στεκόμουν μπροστά από τον Κάρτερ, ο οποίος κρατούσε το άψυχο σώμα μου κλαίγοντας με λυγμούς και φωνάζοντας να ανοίξω τα μάτια μου. Προσπάθησα να μιλήσω, αλλά δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ. Είχα καθηλωθεί να τον βλέπω να σπαράζει κρατώντας με σφιχτά στην αγκαλιά του. Πόσο κρίμα που το σώμα μου ένιωσε τέτοιο άγγιγμα μετά το θάνατό μου.
Έκλαψε για αρκετά λεπτά. Ξόδεψε όλη του την δύναμη θρηνώντας με. Αφού ηρέμησε από το κλάμα σήκωσε το βλέμμα του. Παρά τον πόνο του η έκφρασή του είχε σκληρύνει. Τώρα ήταν θυμωμένος. Όχι. Για την ακρίβεια ήταν εξοργισμένος. Έσφιξε την γροθιά του και χτύπησε το πάτωμα. Θα περίμενε κανείς να έσπαγε το χέρι του μετά από αυτό, όμως δεν πετάρισε ούτε μια βλεφαρίδα. Αντίθετα ακούστηκε ένας ήχος σαν καμπάνα. Η πόρτα άνοιξε και τα τζάμια έσπασαν με αποτέλεσμα να μπαίνει αέρας και βροχή μέσα. Γύρω από τον Κάρτερ και μένα άρχισε να αιωρείται ένας μικρός ανεμοστρόβιλος από νερό. Εκείνος κοίταξε ψηλά και πήρα μια βαθιά εισπνοή.
Χαμήλωσε το βλέμμα του πάνω μου και μου χάιδεψε το πρόσωπο. «Την ώραετούτη την σκληρή, την ώρα που πονάω, φέρε πίσω στην ζωή εκείνη που αγαπάω.»
Ο άνεμος δυνάμωσε και κάθε εύθραυστο αντικείμενο άρχισε να σπάει. Τα μάτια του Κάρτερ έγιναν ακόμη πιο γαλανά. Ο υδάτινος ανεμοστρόβιλος επιτάχυνε και ανέβηκε μέχρι το ταβάνι. Έπειτα μαζεύτηκε σε μια ευθεία και μπήκε μέσα στο σώμα μου.
Τα πάντα τότε ησύχασαν. Μέχρι κι η βροχή σταμάτησε. Ήταν λες κι όλη φύση κρατούσε την ανάσα της περιμένοντας την συνέχεια. Εγώ έτσι όπως στεκόμουν ένιωσα μια αδυναμία και το χάδι του Κάρτερ στο μάγουλό μου.
«Γύρνα πίσω σε μένα», ψιθύρισε και φίλησε τα χείλη μου.
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε τίποτα. Τα πάντα παρέμειναν γαλήνια. Ο Κάρτερ κοιτούσε το πρόσωπό μου ψύχραιμος. Όλος ο θυμός κι η θλίψη του είχαν εξαφανιστεί. Ακόμα κι η ανάσα του φρόντιζε να είναι σταθερή και να μην ακούγεται.
Μετά από ένα λεπτό η όλη ησυχία έσπασε κι η φύση άκουσε αυτό που είχεφροντίσει να συμβεί: τους χτύπους της καρδιάς μου.τύπησε Q@
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top