12. Θυμός

Aριάν's POV

Είχε επιτέλους φτάσει μεσημέρι και μου έδωσαν επιτέλους το εξιτήριο, μετά από μερικές ακόμα εξετάσεις.

Έφυγα απ' το νοσοκομείο πολύ γρήγορα τρέφοντας αρκετές ελπίδες για το ότι δεν θα ξανά έμπαινα εκεί μέσα. Λες και με είχαν μόλις διώξει από τρελάδικο.

Η αλήθεια είναι πως κανένα απ' τα δύο δεν ήταν ευχάριστο μέρος. Και στα δύο έβλεπες ανθρώπους με προβλήματα υγείας, διαφορετικά σε κάθε περίπτωση, και τις οικογένειες τους να είναι εκεί και να προβληματίζονται, για το αν αυτός που είναι μέσα θα γίνει ποτέ καλά.

Αλλά και στις δύο περιπτώσεις το πιο στενάχωρο είναι το να είναι μόνος του εκεί, χωρίς κάποιον, ζωντανό τουλάχιστον, να τον επισκέπτεται, να του δίνει δύναμη για να γίνει καλά και ακόμα και να μην γίνει καλά, έστω κάποιον να κλάψει για εκείνον όταν αυτός ο άνθρωπος δεν θα υπάρχει πια...

Όταν ένα ταξί σταμάτησε μπροστά μου, αφού εγώ του κούνησα το χέρι για να σταματήσει, βγήκα από αυτές τις βαθύτερες σκέψεις μου.

Μπήκα μέσα και του είπα την οδό στην οποία βρίσκεται το σπίτι του Ράιαν. Εφόσον δεν είχε έρθει αυτός να με πάρει θα του έκανα εγώ έκπληξη.

Εγώ κοίταζα έξω απ' το παράθυρο, βυθισμένη πάλι στις ίδιες μου τις σκέψεις, τόσο που ούτε που κατάλαβα για πότε φτάσαμε έξω απ' το σπίτι του. Πλήρωσα γρήγορα τον ταξιτζή και βγήκα γρήγορα απ' το ταξί.

Με είχε αφήσει όλως τυχαίως ακριβώς έξω απ' την ολόασπρη μονοκατοικία που έμενε.

Δεν χτύπησα, απλά άνοιξα την πόρτα. Μου είχε δώσει αντικλείδι, αλλά μιας και δεν είχα μαζί μου τα πράγματα μου, θυμήθηκα ότι μου είχε πει πως άφηνε ένα κλειδί στο παράθυρο της κουζίνας που ήταν δίπλα ακριβώς απ' την πόρτα κάτω από μια γλαστρούλα με έναν μικρό κάκτο.

Ξεκλείδωσα την πόρτα και είχα μια πολύ όμορφη διάθεση.

«Ράιαν?», είπα καθώς κατευθυνόμουν προς την κρεβατοκάμαρα.

Μόλις μπήκα μέσα ευχήθηκα από μέσα μου να μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να μην κάνω αυτό το τελευταίο βήμα, απλά να είχα κάνει μεταβολή και να είχα φύγει.

Μόλις μπήκα μέσα αντίκρισα τον Ράιαν να κοιμάται του καλού καιρού δίπλα απ' την αδελφή μου.

«ΜΎΡΙΑΝ?!», φώναξα θυμωμένη στην αδελφή μου μιας και δεν είχα τίποτα άλλο να πω. Πετάχτηκα και οι δύο όρθιοι με ένα κατασπρο σεντόνι να σκεπάζει τα σώματα τους. Είχα μείνει άναυδη να τους κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό.

«Α-α-α-ριάν? Εεε...», άρχισε να λέει η Μύριαν ψάχνοντας για μια αρκετά πειστική δικαιολογία. Εγώ γύρισα για λίγα δευτερόλεπτα απ' τη άλλη, για να εμποδίσω τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν απ' τα μάτια μου στα μάγουλα μου. Ο Ράιαν πρόλαβε και έβαλε γρήγορα μια μπλούζα και άφησε το σεντόνι στην αδελφή μου για να τυλιχτεί.

«Αριάν, δεν...», πήγε να πει ο Ράιαν πιάνοντας μου το χέρι. Εγώ έδιωξα το χέρι του απ' το δικό μου. Γύρισα και τον χαστούκισα με το ίδιο χέρι που μου είχε πιάσει.

«ΤΙ ΔΕΝ Ε? ΜΗΝ ΤΟΛΜΉΣΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΌΤΙ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΝΟΜΊΖΩ! ΔΕΝ ΕΊΜΑΙ ΔΑ ΚΑΙ ΚΑΜΙΆ ΗΛΊΘΙΑ, ΕΝΤΆΞΕΙ? ΦΥΣΙΚΆ ΚΑΙ ΕΊΝΑΙ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΝΟΜΊΖΩ! ΠΆΝΤΑ ΕΊΝΑΙ! ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΉ ΜΟΥ ΡΕ ΑΛΉΤΗ Ε? ΑΝ ΉΤΑΝ ΚΑΜΊΑ ΆΛΛΗ ΘΑ ΤΟ ΈΠΑΙΡΝΑ ΠΙΟ ΕΛΑΦΡΙΆ, ΓΙΑΤΊ ΡΕ ΓΑΜΏΤΟ, ΑΠΌ ΕΣΈΝΑ ΡΕ ΜΑΛΆΚΑ ΤΟ ΠΕΡΊΜΕΝΑ! ΌΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΘΈΛΩ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΤΏ, ΆΝΤΡΑΣ ΕΊΣΑΙ ΠΟΥ ΝΑ ΠΆΡΕΙ ΚΑΙ ΔΕ ΣΕ ΉΞΕΡΑ ΚΑΙ ΑΠΌ ΕΧΘΈΣ! ΕΝΏ...», άρχισα να φωνάζω σαν υστερική, και στην τελική δεν είχα και άδικο... Ύστερα στράφηκα προς την Μύριαν, την άλλη αγία από εκεί!

«ΕΣΎ ΜΩΡΉ ΤΣΟΎΛΑ! ΑΠΌ ΕΣΈΝΑ ΡΕ ΎΠΟΥΛΟ, ΠΑΛΙΌ ΔΙΠΡΌΣΩΠΟ ΦΊΔΙ, ΠΟΥ ΕΊΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΡΆΣΟΣ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΚΑΛΕΊΣ ΑΔΕΛΦΉ ΣΟΥ, Ε ΑΠΌ ΕΣΈΝΑ ΔΕΝ ΤΟ ΤΟ ΠΕΡΊΜΕΝΑ. ΘΑ ΈΠΡΕΠΕ ΝΑ ΝΤΡΈΠΕΣΑΙ ΤΑ ΜΟΎΤΡΑ ΣΟΥ ΜΩΡΉ, ΠΟΥ ΤΟΛΜΟΎΣΕΣ ΚΙΌΛΑΣ ΝΑ ΜΕ ΚΟΙΤΆΞΕΙΣ ΣΤΑ ΜΆΤΙΑ», της φώναζα στύβοντας το μυαλό μου για να βρω κι άλλες χειρότερες λέξεις να την χαρακτηρίσω, αλλά τελικά δεν βρήκα. Εκείνη την στιγμή το μυαλό μου είχε θολώσει.

«Εσένα κύριε δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου! ΠΟΤΈ ΜΗ ΤΟΛΜΉΣΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΞΑΝΑΜΙΛΉΣΕΙΣ! ΘΑ ΜΕ ΒΛΈΠΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑ ΑΛΛΆΖΕΙΣ ΠΕΖΟΔΡΌΜΙΟ, ΚΑΤΆΛΑΒΕΣ? ΆΝΤΕ ΓΑΜΉΣΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΓΚΌΜΕΝΑ ΣΟΥ ΕΊΣΤΕ ΑΡΚΕΤΆ ΤΑΙΡΙΑΣΤΌ ΖΕΥΓΆΡΙ», του φώναξα και μόλις του είπα αυτό που είχα να του πω έριξα ένα εξαγριωμένο βλέμμα στην Μύριαν και έφυγα γρήγορα απ' το δωμάτιο.

«Αριάν!», πήγε να με ακολουθήσει ο Ράιαν όταν ήμουν ακόμη στο σαλόνι.

«ΣΚΆΣΕ! ΕΞΑΤΜΊΣΟΥ, ΦΎΓΕ ΑΠΌ ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ!», είπα αρπάζοντας με τα δύο μου χέρια το αγαπημένο του μικρό κομοδίνο, ότι είχε πάνω έπεσε δίπλα μου, και το εκτόξευσα στην άλλη μεριά του δωματίου, προς τα πάνω του δηλαδή, αλλά έσκασε στον τοίχο δίπλα του.

Είμαι και άστοχη την τύχη μου μέσα!, σκέφτηκα.

Έτρεξα γρήγορα έξω απ' το σπίτι γιατί ήξερα πως στην επόμενη μου απόπειρα να τον δολοφονήσω θα τα κατάφερνα.

Περπάτησα μέχρι το σπίτι σκεπτόμενη όλα αυτά που είχαν γίνει.

Ανέβηκα στο δωμάτιο μου, αμέσως μόλις μπήκα μέσα ούτε που χαιρέτησα την μάνα μου, ούτως ή άλλως είχα ήδη ράμματα και για την δική της γούνα. Το δωμάτιο μου ήταν πολύ πιο ακατάστατο απ' ότι το θυμόμουν, με ρούχα και πράγματα πεταμένα από εδώ και από κει. Δεν έδωσα και πολύ σημασία ούτε σε αυτό γιατί ποσώς με ένοιαζε.

Ναι, αλλά αν είχε πάρει εκείνη ρούχα μου για να εντυπωσιάσει τον άλλον?, σκέφτηκα. Ε, αυτή η σκέψη απλά με εξαγρίωσε ακόμα πιο πολύ. Άρχισα να πετάω κάθε παραμικρό ρούχο που είχε μείνει όρθιο στην ντουλάπα μου, στο πάτωμα χωρίς να με νοιάζει τίποτα καθώς ταυτόχρονα φώναζα.

Ούτε ο φωτισμός που ερχόταν από το παράθυρο βοηθούσε πολύ, ήταν πολύ σκοτεινά.

Έκατσα μπροστά απ' την πόρτα μου έχοντας βάλει μουσική στο mp3 μου και έχοντας φορέσει τα ακουστικά μου άρχισα να κλαίω μιας και σε κάθε γωνιά του δωματίου μου υπήρχε κάτι το οποίο μου θύμιζε εκείνον...

Τα δάκρυα όμως συνέχισαν να πέφτουν βροχή στα μαγουλά μου.

Mύριαν POV

(Α/Ν το πρώτο τραγούδι πάνω πάνω είναι για την Αριάν και το δεύτερο για την Μύριαν)

Μετά από όσα έγιναν δεν άντεχα να μείνω άλλο εκεί. Ντύθηκα γρήγορα και έφυγα απ' το σπίτι του χωρίς να πούμε λέξη μεταξύ μας, δεν κατηγορήσαμε βέβαια ο ένας τον άλλο. Ξέραμε πως φταίξαμε και οι δύο σε αυτό που έγινε. Απλά εγώ δεν άντεχα να μείνω άλλο εκεί.

Έφυγα γρήγορα χωρίς να ξέρω που να πάω. H δουλειά μου θα άρχιζε σε καμία ώρα οπότε αποφάσισα να πάω νωρίς για μια φορά στην ζωή μου.

Πήγα σπίτι γρήγορα, χωρίς να πω κουβέντα στην μάνα μου εννοείται (σιγά που θα έδινα εγώ αναφορά σε αυτή την... καλύτερα να μην την χαρακτηρίσω). Με το που μπήκα μέσα, εκείνη φυσικά έκανε μια απόπειρα να μου μιλήσει, μα εγώ την αγνόησα τελείως. Κατευθύνθηκα απευθείας στα πάνω δωμάτια, στο δικό μου συγκεκριμένα.

Δεν μπόρεσα να αντισταθώ όμως, γύρισα και κοίταξα την πόρτα της Αριάν. Θεώρησα ότι ήταν όντως μέσα καθώς, η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να της μιλήσω, λες και θα ήταν η τελευταία φορά που θα της μίλαγα ποτέ, αλλά κατάφερα να αντισταθώ στην θέληση μου να της χτυπήσω την πόρτα. Ίσα που την άγγιξα λίγο, για να νιώσω έστω και έτσι την αδελφή μου.

Δεν θα συγχωρούσα τον εαυτό μου ποτέ, για κανένα λόγο για αυτό που έκανα. Η συγχώρεση ήταν ένα αρκετά μεγάλο και άγιο πράγμα και εγώ δεν ήμουν και από τους ανθρώπους που την άξιζαν.

Έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιο μου, άλλαξα γρήγορα ρούχα ετοιμάστηκα και έφυγα όσο πιο γρήγορα από αυτή την κόλαση που κάποτε αποκαλούσα σπίτι.

Μέχρι και στον δρόμο πάλι με έπιασαν τα δάκρυα. Ε, αφού είμαι τόσο αξιολύπητη είναι να μην με πιάσουν? , σκέφτηκα. Είσαι μια άχρηστη αξιολύπητη, σκύλα που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να πληγώνει τους ανθρώπους που την αγαπάνε και την νοιάζονται. ΑΥΤΌ ΕΊΣΑΙ. ΗΛΊΘΙΑ!, άρχισα να βρίζω τον εαυτό μου από μέσα μου. Εγώ έφταιγα ούτως ή άλλως για όλα. Το άξιζα.

Έφτασα στην δουλειά πιο γρήγορα απ' ότι περίμενα. Ανέβηκα γρήγορα στο γραφείο μου, που σήμερα θα έπαιρνα καταθέσεις από κάποιους παλιούς γείτονες και συγγενείς της κυρίας Μακλάγκεν, της κυρίας της οποίας είχα αναλάβει την υπόθεση, οι οποίοι είχαν πάει στην Αμερική για μερικά μόλις χρόνια και δεν είχαν ιδέα ούτε για την υπόθεση ούτε για την δολοφονία. Είχαν φύγει κάποιες μέρες πριν γίνουν όλα. Τα μάθανε όλα πολύ πρόσφατα και μου είχαν ζητήσει να ξανανοίξω την υπόθεση και είχαμε συνεννοηθεί να κανονίσουμε να έρθουν για κατάθεση μόλις τακτοποιηθούν στην Ελλάδα. Ή σήμερα ή μεθαύριο θα έρχονταν μου είχαν πει.

«Κοίτα ποια αποφάσισε να έρθει επιτέλους νωρίς!», είπε ο Ντίν, ο καλύτερος μου φίλος αλλά και συνεργάτης μου, χλευάζοντας το γεγονός ότι κατάφερα μια μέρα να έρθω νωρίς. Μόνο που δεν ήξερε τι είχε προηγηθεί και...

«ΝΤΙΝ ΠΑΡΆΤΑ ΜΕ ΠΡΩΊ ΠΡΩΊ!», είπα φωνάζοντας του αρκετά δυνατά.

«Ώπα, ώπα, ώπα, τι έγινε? Νόμιζα πως ξύπνησε η Αριάν, πως όλα ήταν καλά και εγώ απλώς ερχόμουν για να μάθω πως νιώθεις... Τι έγινε τώρα, μου λες?», μου είπε καθώς με ακολούθησε στο γραφείο μου και κάθισε σε μια θέση ακριβώς απέναντί μου με ένα βλέμμα ανήσυχο.

Ο Ντίν με ήξερε αρκετά καλά. Μεταξύ μας λέγαμε τα πάντα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήθελα τόσο πολύ να ανοιχτώ σε κάποιον, να του πω για τον πόνο και παράλληλα για τις ενοχές που ένιωθα εκείνη την στιγμή. Ο Ντίν φαινόταν να ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος στον κόσμο εκείνη την στιγμή.

«Βασικά Ντίν, νιώθω απαίσια. Όλα πάνε στραβά, που να μην είχε ξυπνήσει, την τύχη μου μέσα!», άρχισα να λέω ενώ ξαφνικά άκουσα την φωνή του πάνω απ' την δική μου.

«Μύριαν, τι λες? Ακούς τι λες? Ειλικρινά τα πιστεύεις αυτά που λες ή τα λες για να περάσει η ώρα? Τι το τόσο σπουδαίο μπορεί να σου έκανε η Αριάν για να εύχεσαι να μην είχε σηκωθεί από αυτό το διαολοκρέβατο?!», με ρώτησε πιο αναστατωμένος απ' ότι περίμενα.

«Δεν είναι αυτό! Με την Αριάν δεν έχω τίποτα, ήταν πολύ εντάξει απέναντι μου... Με τον εαυτό μου τα έχω! Που πάει και χώνεται σε άλλων υποθέσεις και δεν τον νοιάζει ποιόν θα πληγώσει... Αυτό το εγωιστικό πλάσμα που εύχομαι να μην υπήρχε! Εύχομαι να μην υπήρχα...», του εξήγησα.

Γενικά, το πίστευα αρκετά αυτό. Από μικρή θυμάμαι, έφηβη, ποτέ δεν πίστεψα αλήθεια στον εαυτό μου. Το μόνο που πίστευα στην πραγματικότητα ήταν ότι δεν μου άξιζε τίποτα και ότι ίσως ο κόσμος να ήταν πολύ καλύτερος χωρίς εμένα και ότι το μόνο που μου άξιζε ήταν αλήθεια μόνο ο θάνατος.

Τώρα που το σκέφτομαι ούτε ο θάνατος μου άξιζε. Θα με καθησύχαζε απ' όλα. Ούτε αυτό μου έπρεπε... Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που είχα μπλέξει με τον Ράιαν εξ' αρχής. Με έκανε να νιώθω κάπως καλύτερα για τον εαυτό μου. Και μάλλον αυτό γινόταν επειδή του θύμιζα την Αριάν. Ναι, η Αριάν ήταν υπέροχη. Κρυφά ακόμα και απ' τον ίδιο μου τον εαυτό ήθελα πραγματικά να της μοιάσω στο ελάχιστο. Δεν ξέρω πως μπόρεσα να της το κάνω αυτό.

Οι σκέψεις μου με οδήγησαν σε ένα και μόνο συμπέρασμα: ΕΊΜΑΙ ΈΝΑΣ ΑΠΑΊΣΙΟΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ, ΤΕΛΕΊΑ ΚΑΙ ΠΑΎΛΑ.

«Ε! ΜΗΝ ΤΟ ΛΕΣ ΑΥΤΟ! ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΉΡΧΕ Ο ΕΑΥΤΌΣ ΣΟΥ ΞΈΡΕΙΣ ΠΟΙΌΣ ΆΛΛΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΉΡΧΕ?», έσπευσε να με παρηγορήσει ο Ντίν, με την ρητορική ερώτηση του. «ΕΣΎ!», απάντησε ο ίδιος. «Η καλύτερη μου φίλη...».

«Θα είχες άλλη», του απάντησα και τα δάκρυα συνέχισαν να πέφτουν σαν βροχή στα μάγουλα μου. «Ναι, αυτό είναι το πιο πιθανό...». Τότε σηκώθηκε απ' την καρέκλα του, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου.

«Αλλά, πίστεψε με δεν υπάρχει καμία σαν κι εσένα...», είπε και σκούπισε με το χέρι του τα δάκρυα απ' το ένα μου μάγουλο. Εγώ τον κοίταξα στα μάτια. Ναι, το πήρα απόφαση. Μπορούσα να του τα πω όλα.

«Θες να μου πεις ακριβώς τι έγινε?», με ρώτησε. Εγώ έγνεψα.

Του εξήγησα τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, ενώ τα τόσα δάκρυα που είχαν πέσει στα μάγουλα μου θα μπορούσαν να είχαν σχηματίσει μια ολόκληρη λίμνη. Η αλήθεια είναι πως περίμενα να μου θυμώσει, αλλά τελικά, ήρθε απλά και με αγκάλιασε σφιχτά.

Δεν το περίμενα καθόλου αυτό. Τα μάτια μου γούρλωσαν με το που τύλιξε τα χέρια του γύρω απ' το σώμα μου και ένιωσα την παγωμένη του ανάσα στον λαιμό μου.

Ύστερα από μερικά μόλις δευτερόλεπτα, αντέδρασα. Τον αγκάλιασα και εγώ. Το χρειαζόμουν τόσο πολύ εκείνη την στιγμή. Ήταν μάλλον απ' τις καλύτερες κινήσεις που έχει κάνει ποτέ του.

«Σου είχα πει να βάλεις ένα τέλος σε αυτή την ιστορία πριν είναι πολύ αργά. Γιατί δεν με ακούς ποτέ? Τρελή, ε τρελή...», μου ψιθύρισε και στην φωνή του μπορούσα να ακούσω το σχεδόν παρήγορο χαμόγελο του και ένιωθα τα δάκρυα του να πέφτουν πάνω μου. Όχι δεν με είχε μισήσει... Ίσα ίσα που με συμπονούσε κιόλας...
🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥🔥
Καησπέρα παίδες!

Τι κάμνετε πώς είστε?

Ελπίζω να είστε πάρα πολύ μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ καλά!

Ναι το ξέρω ότι είμαι απαράδεκτη, έχω πάνω από έναν μήνα να ανεβάσω και τα λοιπά και τα λοιπά, βριστε με όσο θέλετε, ΑΛΛΆ ελπίζω να μετράει σαν ελαφρυντικό ότι έχω και σχολείο και ότι δεν είχα όρεξη να γράψω τίποτα τελευταία. Σήμερα μου ήρθε.

Δεν μπορώ να υποσχεθώ νέο κεφάλαιο σύντομα μπορώ όμως να υποσχεθώ ότι θα έχουμε συγκλονιστικό επόμενο κεφάλαιο!!!

Δεν ξέρετε πόσο καιρό περιμένω να φτάσω επιτέλους σε αυτό το κεφάλαιο!

Σας ευχαριστώ πολύ για την κατανόηση πάντως!

Ελπίζω επίσης να σας άρεσε το σημερινό κεφάλαιο και μην ξεχνιόμαστε, αν σας άρεσε τότε:

Σχολιάστε

Ψηφίστε

Και να με κάνετε Follow!

Σας ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη σας και να έχετε μια υπέροχη μέρα!!!😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊😺🦊

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top