Ιτιά-Όνειρο...




Το πλακόστρωτο που πεζοδρομίου, οι βιτρίνες των καταστημάτων, ο αέρας γύρω της, τα αυτοκίνητα που κινούνταν στο δρόμο, οι πεζοί· τα πάντα γύρω της αντανακλούσαν τη γκρίζα θαμπάδα από τα σκούρα σύννεφα που κάλυπταν σε πολλά σημεία τον κατά τα άλλα, πιο ανοιχτόχρωμο γκρίζο ουρανό.

Οι σταγόνες κυλούσαν πάνω στο πρόσωπο και τα μαλλιά της, έμπαιναν στα μάτια της και μούσκευαν τα ρούχα της. Δεν είχε κρύο και το νερό, που την έλουζε δεν ήταν παγωμένο, αλλά ζεστό.

Εκείνη έτρεχε. Έτρεχε, να προλάβει, υποτίθεται το λεωφορείο, μα δεν θυμόταν τον προορισμό του. Κατά κάποιον τρόπο απλά γνώριζε, πως δεν έπρεπε να το χάσει.

Έφτασε όμως πολύ αργά.

Η βροχή έμπαινε στα μάτια της. Τα σκούρα μαλλιά της κολλούσαν στο μέτωπό της και έμπαιναν στα μάτια της, που αδυνατούσαν να εστιάσουν κάπου μιας και το νερό θόλωνε την όρασή της.

Δεν υπήρχαν λεωφορεία. Το τελευταίο εξαφανιζόταν πίσω από την κουρτίνα της βροχής.

Η Έλενα ακούμπησε την πλάτη της σε έναν τσιμεντένιο στύλο και αργά μετατόπισε το βάρος της προς τα κάτω, με την τελευταία ελπίδα της, να σβήνεται από την ορμή της βροχής.

Πετάρισε τα βλέφαρά της, στην προσπάθεια να διώξει τη βροχή. Η θλίψη της, της προκαλούσε πόνο στο στήθος. Έκλεισε τα μάτια της, με την ελπίδα να ξεθολώσει η όρασή της μόλις τα άνοιγε. Μα όταν τα άνοιξε τελικά, βρήκε μια επιβλητική φιγούρα να σκύβει από πάνω της, απομακρύνοντας τα μαλλιά από το μέτωπό της.

«Βράχηκες και συ;» τη ρώτησε με ένα αθώο χαμόγελο, σε απόσταση αναπνοής.

«Όπως βλέπεις» απάντησε εκείνη με ένα χαζοχαρούμενο ύφος.

Επέτρεψε στο βλέμμα της να αναπαυτεί για λίγο στα μάτια του, έπειτα για μια στιγμή στα καλοσχηματισμένα χείλη του. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή μέσα στο στήθος της, με μια παράλογη επιθυμία.

Τέντωσε το λαιμό της και τα χείλη της ακούμπησαν απαλά το μάγουλό του, όπου και μείνανε για μερικά δευτερόλεπτα.

Πήγε να αποτραβηχτεί μα εκείνος δεν της επέτρεψε. Γύρισε το κεφάλι του ελάχιστα και τα χείλη του ίσα που ακούμπησαν τα δικά της. Προκαλώντας της, ένα πρωτόγνωρο άγχος και την προηγούμενη επιθυμία να γίνεται ανάγκη τώρα πια.

Τα χείλη της χωρίστηκαν ανεπαίσθητα, επιτρέποντάς του να κάνει την επόμενη κίνησή του.

Γονάτισε αβίαστα μπροστά της, αιχμαλωτίζοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στις παλάμες του.

Εκείνος ήξερε, πως δεν έπρεπε, να την πιέσει, μα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.

Στην αρχή το φιλί του ήταν αργό και απαλό. Έπειτα έγινε πιο απαιτητικό και λαίμαργο. Με εκείνη, να κινείται στον ίδιο ρυθμό.

Για ώρα τα μάτια της ήταν κλειστά, μα όταν μισάνοιξαν, κλαδιά μιας ιτιάς σκέπαζαν τους δυο τους. Ο ουρανός εξακολουθούσε να εξαπολύει την υδάτινη μάζα πάνω τους. Και τότε η Έλενα κατάλαβε. Όνειρο είναι... σκέφτηκε.

«Σε ονειρεύομαι» ψιθύρισε μέσα στο στόμα του, όπως πάσχιζε, να βρει την αναπνοή της.

«Και εγώ εσένα» της απάντησε εκείνος.

Την ίδια στιγμή τα βλέμματά τους κλείδωσαν με αναγνώριση και στην πραγματικότητα άνοιξαν τα μάτια τους την ίδια στιγμή, όπως ξεστόμιζαν ο ένας το όνομα του άλλου και αναπολούσαν το όμορφο όνειρο που τους έδεσε μαζί.

Με μια βιαστική κίνηση άνοιξε την πόρτα και τον βρήκε γονατιστό μπροστά της. «Το είδες και συ;» τη ρώτησε πανικόβλητος.

Η Έλενα δεν μίλησε. Ένευσε όμως με κατανόηση.

Ο Κάϊ πετάχτηκε όρθιος και μπήκε αμέσως μέσα στο δωμάτιο, κλείνοντας την βαριά ξύλινη πόρτα πίσω του.

«Άφησέ με μόνο, να είμαι κοντά σου» παρακάλεσε, με τα χέρια του να αιχμαλωτίζουν τα δικά της.

Εκείνη ένευσε ξανά.

Ξάπλωσαν πάνω στο κρεβάτι. Ο ένας απέναντι από τον άλλον. Με τα δάχτυλά τους πλεγμένα μεταξύ τους. Και τα μάτια τους να μην χάνουν στιγμή την επαφή, ώσπου τους πήρε ο ύπνος ξανά.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top