Το Γράμμα/ part 1

Το όνομά του, σημαίνει εκείνος που στέκεται στην στεριά και στη θάλασσα. Αρκετά λογικό για έναν ναό που επιβλέπει τον μονίμως ανταριασμένο ωκεανό. Όπως μου εξήγησε ο διαφορετικός, μα πρόθυμος κατά πώς φάνηκε οδηγός μου, καθώς δεν είχα ειδοποιήσει τον Ντούι, ο Τάνα Λοτ ήταν ένας από τους επτά ναούς που προστάτευαν το νησί από την αρνητική ενέργεια. Κάπου εκεί, ξεκίνησα να σκέφτομαι, μήπως θα μπορούσε να την απορροφήσει κιόλας με κάποιον τρόπο, μιας που από την στιγμή που ο Ελάιζα είχε ενημερωθεί για την κατάληξη της Φουόνγκ, η προαναφερθείσα αρνητική ενέργεια, είχε εγκαθιδρυθεί για τα καλά. Αν ήμουν τυχερή και η θάλασσα είχε υποχωρήσει, θα μπορούσα στα σίγουρα να πλησιάσω περισσότερο μιας που το εσωτερικό επιτρεπόταν μονάχα στους ιερείς. Αυτό που με έκανε να αγαπήσω το Μπαλί, εκτός από την γαλήνη και τους ανθρώπους, ήταν οι όμορφοι μύθοι που το έλουζαν σαν το χρυσαφένιο χρώμα του απογευματινού ήλιου. Ο προσωρινός μου ξεναγός μου είπε μία μικρή λεπτομέρεια. Πως κάτω από τον βράχο, υπήρχε μία μαγική πηγή, της οποίας το νερό ήταν γλυκό παρά το γεγονός πως ο βράχος περιστοιχιζόταν από το αλμυρό του ωκεανού.

Με το αυτοκίνητο να με περιμένει, κατέβηκα, μέχρι που τα πόδια μου πάτησαν στην βρεγμένη άμμο. Το αλμυρό αεράκι που κουβαλούσε μαζί του την μυρωδιά της θάλασσας, ανακάτεψε τα μαλλιά μου και τότε, για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό, ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν και τα δάκρυα να κυλούν σχεδόν ασταμάτητα νοτίζοντας τα μάγουλά μου. Ήταν σαν να είχα οδηγηθεί στην απελευθέρωση, με το θέαμα αυτής της μαγικής, αιώνιας εικόνας να στέκεται μπροστά μου και σαν να ρουφούσε, με χέρι μαγικό, από την καρδιά μου τον πόνο. Έναν πόνο που άξαφνα συσσωρεύτηκε, όταν συνειδητοποίησα πόσο πολύ ερωτευμένη ήμουν με τον άνδρα που με είχε συνοδέψει σε μία αποστολή αγάπης. Γονατίζοντας στην άμμο, σχεδόν κάλυψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. Η επιστροφή θα ήταν εξίσου δύσκολη και για μένα. Με περίμενε ένα ξεκαθάρισμα μίας οικογένειας που με θεωρούσε κακό μπελά και βάρος. Πώς θα ήταν άραγε τα πράγματα, αν είχα γνωρίσει τη μαμά και τον μπαμπά; Εκείνοι θα με αγαπούσαν γι' αυτό που είμαι, ή μήπως ο ατίθασος χαρακτήρας μου θα στεκόταν εμπόδιο για ακόμη μία φορά;

Σκέψεις σαν και τις δικές μου, είχε εκείνο το πρωινό και ο Έλι που καρτερούσε τον Ντούι για την δική του βόλτα. Η όρεξή του είχε κοπεί και το πλευρό του σαν να κρύωνε τώρα, σαν να υπήρχε ένα κενό αναντικατάστατο. Κουτσαίνοντας, λες και είχε χάσει ξαφνικά το κουράγιο του και είχε ξεχάσει εκ νέου πώς να βαδίζει, κατευθύνθηκε προς το βανάκι του Ντούι που τον περίμενε όπως πάντα, με το χαμόγελο στα χείλη. Καθώς τον είδε να πλησιάζει όμως σκυθρωπός και δίχως την παρέα του, το βλέμμα του ζωγράφισε την απορία.

«Καλημέρα. Η Μόργκαν;» τον ρώτησε.

«Εμ, είναι κουρασμένη» του απάντησε άκεφα και δίχως περαιτέρω λέξεις, του ζήτησε απλώς να τον γυρίσει στο νησί για να δει τοπία. Τοπία από τα πανύψηλα μπαμπού που σκίαζαν τους δρόμους, μέχρι τους φοίνικες που σχεδόν χάιδευαν τα κύματα της θάλασσας.

«Λυπάμαι πολύ για την Φουόνγκ. Γνωρίζω πως στο Μπαλί ήρθατε για εκείνη» ακούστηκε ξανά η φωνή του Ντούι, όταν πλέον είχαν περάσει ώρες ολόκληρες ξενάγησης και το λυκόφως παιχνίδιζε με την βλάστηση. Τότε ήταν που ο Ελάιζα σκέφτηκε κάτι ταυτόχρονα με εμένα. Ήταν σαν να είχε συνδεθεί η σκέψη μας και να ταξίδευε από άκρη σε άκρη στο νησί, μέχρι να ενωθεί με την ψυχή μας. Το ταξίδι μας, το ταξίδι της αγάπης δεν είχε γίνει άσκοπα. Την είχαμε βρει τελικά και ίσως αυτό να το μαθαίναμε στην πορεία.

«Πήγαινέ με στον Τάνα Λοτ» του ζήτησε ο Έλι, δίχως να του αποκαλύψει πως θα συναντούσε εμένα. Ήξερε από το πρωί πού θα βρισκόμουν στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι απρόοπτο.

Το βανάκι ξεκίνησε τον δρόμο του για τον ιερό ναό και τη στιγμή που έφτανε, ο Έλι κοίταξε τον Ντούι.

«Μην λυπάσαι για την Φουόνγκ. Ίσως το ταξίδι να είχε έναν σκοπό» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες, προτού με μεγάλη δυσκολία και πολύ προσοχή, κατορθώσει να κατέβει τα απόκρημνα σκαλιά που οδηγούσαν στο άνοιγμα της παραλίας και από εκεί στον ναό. Ο ιδρώτας μούσκευε το μέτωπό του και ας φυσούσε ελαφρύ και ψυχρό αεράκι.

Τότε, τον είδα. Στεκόταν μπροστά μου με μαλλιά ανακατεμένα και μάτια που έκλειναν μέσα τους όλη τη θλίψη του κόσμου. Βάδιζε με δυσκολία. Η άμμος πάντα τον δυσκόλευε. Μπροστά μας, ο ήλιος βυθιζόταν αργά πίσω από τον βράχο του ναού και τα χρώματα που του χάριζε η φύση, τον έκαναν να μοιάζει με πρίγκιπα του παραμυθιού. Η αλήθεια ήταν πως ήθελα να γνωρίζω πού θα μας οδηγούσε όλο αυτό. Ήθελα να ξέρω το μέλλον, όμως είχα αποφασίσει να μην πιέσω άλλο. Η πίεση και ο Ελάιζα, ήταν εμφανέστατα αντιστρόφως ανάλογα. Στα μάτια μου εκείνη τη στιγμή, ήταν πράγματι εκείνος ο πρίγκιπας. Δεν είχε τον τέλειο χαρακτήρα, ή το μυώδες αψεγάδιαστο κορμί. Είχε όμως καλή καρδιά, παρά τα σκαμπανεβάσματα και τις δυσκολίες. Υπήρχε ανάμεσά μας μία αόρατη κλωστή που ίσως για πολλά χρόνια και μάλλον ασυνείδητα, μας ένωνε. Μπορεί σαν έφηβοι να θεωρούσαμε πως είχαμε αντιπαθήσει ο ένας τον άλλον, μπορεί την πρώτη φορά που ανταμώσαμε να νιώσαμε μία ενέργεια εκρηκτική μεταξύ μας, αυτή ήταν όμως η σχέση μας και αυτό ήταν ο Ελάιζα, όπως και εγώ.

Τα βήματά του αν και ασταθή με έφτασαν. Δεν κουνήθηκα, δεν έκανα ούτε μισό βήμα πίσω. Οι θάλασσες των ματιών του αγκάλιασαν το χρώμα το ιριδίζον του ωκεανού και η ανάσα του σχεδόν έκαψε το δέρμα μου. Τα μάτια μου κατρακύλησαν στα χείλη του και στάθηκαν εκεί για δευτερόλεπτα, προτού τον νιώσω να δαγκώνει το κάτω χείλος μου, προσκαλώντας με σε ένα φιλί δίχως ανάσα. Ένα φιλί γεμάτο ανέκφραστα συναισθήματα και ασχημάτιστες υποσχέσεις. Η γεύση του έφτασε μέχρι την ψυχή μου και όμως δεν μου ήταν αρκετή. Τα χέρια του πέρασαν πίσω από το κεφάλι μου και το χαμόγελό του σχηματίστηκε στο δέρμα μου.

«Μόργκαν, εγώ έπρεπε να σου δώσω μία απάντηση...» ξεκίνησε και ένιωσα πως η στιγμή μας θα καταστρεφόταν με τόσο πάταγο, όπως και αν κατέρρεε ο Πύργος του Άιφελ.

«Έλι όχι. Δεν θέλω απαντήσεις, όχι τώρα, όχι εδώ. Είναι η στιγμή μας και ίσως να είναι και η τελευταία. Φύλαξε τις απαντήσεις για κάποια άλλη ίσως ώρα» πρόφερα παλεύοντας να πνίξω τον εκνευρισμό μου.

Αυτό που είχε σημασία για εμένα, αυτό που πλαισίωνε τον υπέροχο καμβά, ήμασταν εμείς και θα έκανα τα πάντα για να κρατήσω ζωντανή αυτήν την εικόνα. Η μύτη του τρίφτηκε τρυφερά πάνω στην δική μου, τα χέρια μας ενώθηκαν και ήταν να σαν χάνονται οι πάντες από γύρω μας, αφήνοντάς μας μονάχους με την ιερότητα του ναού και τον μυστικισμό του τόπου. Ναι, αυτό το ταξίδι είχε νόημα. Μου είχε δείξει τον δρόμο που επιθυμούσα να ακολουθήσω και αυτός δεν ήταν άλλος, από εκείνον των ονείρων μου. Μόλις χάθηκε και το τελευταίο φως, δίνοντας τη σκυτάλη στα αστέρια να ξεκινήσουν την παρέλασή τους στο άπειρο του ορίζοντα, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Όλη μέρα δεν είχα βάλει μπουκιά στο στόμα μου και όλο αυτό, πλεγμένο με την εξωτική δροσούλα, έκανε το δέρμα μου να ανατριχιάζει.

«Πάμε σπίτι;» με ρώτησε ξέπνοα ο Ελάιζα τρίβοντας τρυφερά τα γυμνά μου μπράτσα.

«Πάμε» του χαμογέλασα. Ήξερα πως παράλληλα έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου, ωστόσο αυτό θα μπορούσε να περιμένει τουλάχιστον μέχρι αύριο το ξημέρωμα.

Στη διαδρομή μας, ο Έλι ανοίχτηκε στον Ντούι σχετικά με την κλινική και την δουλειά του ως βετεράνος πια. Για έναν άνθρωπο φιλήσυχο όπως εκείνος, η λέξη πόλεμος, ηχούσε ούτως ή άλλως παράταιρα. Το Μπαλί ήταν ένας τόπος ειρήνης όπου άπαντες σέβονταν ο ένας τον άλλο. Υπήρχε στα πρόσωπά τους ένα χαμόγελο ειλικρινές που πήγαζε από την καρδιά. Μία καρδιά που υπολόγιζε την ζωή σαν το κύμα, όπως ερχόταν και είχε μάθει να μην της πηγαίνει κόντρα. Ο ξεναγός μας θαύμασε τον Έλι. Αγάπησε το γεγονός πως την οικονομική του δύναμη, θα την χρησιμοποιούσε για να ανακουφίσει ανθρώπους που το είχαν ανάγκη, ανθρώπους που βρίσκονταν στο περιθώριο και μάλιστα δωρεάν, δίχως αντάλλαγμα. Στην ζωή εξάλλου, όταν στο σύμπαν δίνεις καλή ενέργεια δίχως να περιμένεις κάτι πίσω, είναι βέβαιο πως μία μέρα θα σου επιστραφεί με οποιονδήποτε τρόπο. Φτάνοντας έξω από το ξενοδοχείο, ξοφλήσαμε όλες μας τις μέρες, καθώς και την αυριανή διαδρομή στο αεροδρόμιο.

«Να ξέρετε πως θα σας θυμάμαι. Η κόρη μου ήταν άρρωστη πολύ και τα χρήματα που έβγαλα, θα πάνε στην νοσηλεία της. Να έχετε ένα όμορφο βράδυ και θα τα πούμε το πρωί» μας είπε και τον χαιρετήσαμε εγκάρδια.

Καθώς βαδίζαμε στο δωμάτιο, το χέρι του Ελάιζα αναζήτησε το δικό μου. Ήταν ζεστό και τα δάχτυλά του άνοιξαν για να κουμπώσουν με τα δικά μου. Σταθήκαμε στο κατώφλι, το βλέμμα του επικεντρώθηκε στα μάτια μου και τα χείλη του βρέθηκαν στον λαιμό μου, ενώ ταυτόχρονα ξεκλείδωνε. Αγκαλιασμένοι, σχεδόν πέσαμε επάνω στο κρεβάτι με φόρα. Μπορεί να μην είχα πάρει λεκτικά την απάντηση, όμως μέσα μου ήξερα πως ο Ελάιζα ήταν δικός μου, όπως και εγώ δική του, το καταφύγιό του. Καθώς ήταν ξαπλωμένος και απλώς με κοιτούσε, εγώ ξεκούμπωσα το πουκάμισό του, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα το στήθος του που ανεβοκατέβαινε έντονα. Ανασηκώνοντας ελάχιστα τον κορμό του, το ξεφορτώθηκε και μιμήθηκε την κίνησή μου, ξεκουμπώνοντας το φόρεμά μου και περνώντας τα δάχτυλά του πάνω από το ευαίσθητο δέρμα της πλάτης μου. Οι κινήσεις μας, ήταν αέρινες, τα δάχτυλά μου μπλέχτηκαν στα μαλλιά του, όταν τον άκουσα να μουρμουρίζει μεθυσμένος μία φράση, που για την ώρα δεν μου επιβεβαίωνε, ΄΄σ' αγαπώ΄΄. Εκείνος πίστεψε πως δεν τον είχα ακούσει, μιας και ήταν μπλεγμένη με ήχους ευχαρίστησης, με φιλιά ατελείωτα στο κορμί μου. Όταν τα χέρια μου ετοιμάστηκαν να πιάσουν το παντελόνι του, προκειμένου να το αφαιρέσουν, είδα τους μύες του κορμιού του να σφίγγονται και το βλέμμα του να μη εστιάζει σε εμένα. Φάνηκε για δευτερόλεπτα να το σκέφτεται και εγώ τράβηξα τα χέρια μου αργά, όταν τον ένιωσα να με κρατά.

«Είναι εντάξει» ψέλλισε «Μην σταματάς».

Αργά, το κατέβασα και τον είδα να κοκκινίζει ολόκληρος. Στα σίγουρα η αμηχανία τον είχε πνίξει, μα τα χείλη μου βρέθηκαν να φιλούν το σημείο εκείνο, όπου κανονικά θα ήταν το γόνατο.

«Κάθε σημείο σου το αγαπώ. Ακόμη και αν πάρεις την απόφαση να μην συνεχίσουμε, να ξέρεις πως εγώ εκτίμησα αυτό που είσαι» του είπα, μα καμία απάντηση δεν ήρθε.

Με τα χέρια του με τράβηξε κοντά του, φίλησε τα μισόκλειστα βλέφαρά μου τρυφερά και γυρνώντας με, ώστε να είναι εκείνος πάνω μου, ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου. Δευτερόλεπτα αργότερα, τον ένιωσα και η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Ας μέναμε έτσι για πάντα, για μία ζωή. Ήθελα να την ζήσω μαζί του, να μετρώ τις στιγμές μας στην αιωνιότητα. Ωστόσο,  είχα μονάχα το απόψε και με αυτό θα πορευόμουν. Το βράδυ κοιμήθηκε ήσυχα, πάντοτε με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την μέση μου σφιχτά και το πρόσωπό του φωλιασμένο στα πυκνά μαλλιά μου. Όσο και αν είχα θυμώσει μαζί του, σκέφτηκα το πόσο μεγάλο πρόβλημα, αντιμετώπιζαν άνθρωποι σαν εκείνον ή τι είδους εικόνες είχαν δει τα μάτια του και μάλιστα σε νεαρή ηλικία. Ο Ελάιζα, εκτός από τις βίαιες εικόνες, είχε δει δικούς του ανθρώπους να σκοτώνονται, τη στιγμή που από καθαρή τύχη, εκείνος είχε γλιτώσει. Το σοκ του μερικού διαμελισμού του σώματός του, συνοδεύτηκε από τον θρήνο και τις ενοχές καθώς και από την αρνητική στάση των οικογενειών των φίλων του. Αυτό από μόνο του, διπλασίασε το αίσθημα της ενοχής και των τύψεων. Γι' αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους, αδυνατούσα να του κρατήσω κακία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top