Τα θραύσματα του πολέμου/ part 1
Ο πόλεμος από μόνος του, είναι ένας εχθρός που εκτός από το σώμα, τραυματίζει και την ψυχή για πάντα. Οι συνέπειές του είναι σε κάθε περίπτωση οδυνηρές και τα αποτελέσματά του ολοφάνερα, από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο. Πολλοί βετεράνοι, έχοντας αφήσει πίσω τους σκηνές φρίκης, αδυνατούν να προχωρήσουν μπροστά. Επιστρέφουν σπίτια τους, φανερά αλλαγμένοι, δυσκολευόμενοι στην εύρεση εργασίας αλλά και στην συνέχιση της οικογενειακής ζωής που είχαν. Ο Ελάιζα ευτυχώς δεν ήταν παντρεμένος και ο Ρις επέμενε να τον βάλει στην εταιρεία που ήταν οικογενειακή επιχείρηση, προστατεύοντάς τον. Ο Έλι όμως ήταν πάντοτε απείθαρχος, με αποτέλεσμα να ακολουθεί το δικό του μονοπάτι, αν και πλειστάκις κακοτράχαλο. Αυτή τη στιγμή, βρισκόμουν μουλιασμένη στο δροσερό νερό της πισίνας, να παλεύω να βγάλω τον Ελάιζα από την δύνη των σκοτεινών του αναμνήσεων. Η ανάσα του μύριζε αλκοόλ και ορκίζομαι πως θα μπορούσα να μεθύσω από τις αναθυμιάσεις της αναπνοής του.
Με πολύ κόπο και με κίνδυνο να βρεθούμε αμφότεροι στον πάτο, κατόρθωσα να τον αρπάξω και να τον σύρω μέχρι τα σκαλοπάτια. Τα μάτια του, ίσα που μπορούσαν να ανοίξουν και εγώ βγαίνοντας έξω, συνέχισα να τον τραβώ μέχρι να ακουμπήσει η πλάτη του στο τσιμέντο. Για λίγο φαινόταν ήρεμος. Το αλκοόλ είχε ατονήσει τις αντιδράσεις και τον θυμό του, γι' αυτό άλλωστε αποτελούσε σύμμαχο του σκοτεινού του υποσυνείδητου. Κάθισα δίπλα του, κοιτάζοντάς τον μέσα στα κυανά του μάτια. Ήταν όμορφος, πάντοτε ήταν. Τον θυμόμουν από τότε που ακόμη ήταν έφηβος και διέλυσε επιτυχώς τα δήθεν απαστράπτοντα γκαλά της υψηλής κοινωνίας.
«Γιατί;» ρώτησα απλώς και εκείνος στράφηκε προς το μέρος μου, καρφώνοντας την αετίσια του ματιά ίσια σε εμένα.
«Συγγνώμη Μόργκαν, μα ειλικρινά δεν ξέρεις πώς είναι. Έχω προσπαθήσει πολύ να το πολεμήσω, έχω κάνει ψυχοθεραπεία, ακόμη και φαρμακευτική αγωγή είχα ξεκινήσει, μα την σταμάτησα. Δεν άντεχα να λαμβάνω χάπια διαρκώς σαν να ήμουν τρελός. Ήθελα να το παλέψω μόνος μου» άκουσα τη σπασμένη του φωνή για πρώτη φορά.
«Μήπως, έκανα εγώ κάτι;» ρώτησα θέλοντας να συμπεριλάβω όλα τα ενδεχόμενα, όταν τον άκουσα να καγχάζει.
«Μην το σκεφτείς αυτό ποτέ ξανά. Εσύ είσαι εκείνο το θαμπό φως στην άκρη του τούνελ μου. Με έχεις βοηθήσει πιο πολύ από όσο πιστεύεις....» ψέλλισε και ειλικρινά υπέθεσα πως θα έπρεπε να τον ποτίζω πιο συχνά με αλκοόλ, δίχως την παρουσία κάποιας δολερής πισίνας στο ενδιάμεσο φυσικά, καθώς έτσι θα κατόρθωνα να ψαρέψω αλήθειες για το πρόσωπό μου, κατευθείαν από την καρδιά του « Η διαταραχή μετά από τραυματικό στρες δεν είναι κάτι απλό. Θα πάρει ίσως χρόνια, μέχρι να νιώσω καλύτερα. Μάλιστα, πριν από λίγο διάστημα, έμαθα πως ένας γνωστός μου βετεράνος, κρεμάστηκε στο υπόγειο του σπιτιού του. Για όλους αυτούς, η πολιτεία δεν μεριμνά, μονάχα στρουθοκαμηλίζει. Εγώ όμως έχω τα χρήματα και μπορώ να βοηθήσω ιδρύοντας τον φιλανθρωπικό οργανισμό αποκλειστικά για ανθρώπους σαν εμένα. Έτσι, θα μπορώ να τους εντάξω στην κοινωνία, ώστε να μην μένουν άστεγοι και πάνω από όλα, να μην αισθάνονται μόνοι. Αυτή η πάθηση ξέρεις, σε απομονώνει. Θυμάσαι πως εγώ δεν έβγαινα. Δεν άντεχα την πολυκοσμία ή τους δυνατούς θορύβους. Τα πυροτεχνήματα, έφταναν στα αφτιά μου σαν μακρινοί πυροβολισμοί. Εδώ όμως, είναι όμορφα, είναι ήσυχα. Οι άνθρωποι έχουν μία ενέργεια γαλήνια, τίποτε δεν φαίνεται ικανό να τους ταράξει» μου είπε και του έκανα σήμα να κρατήσει το χέρι μου για να σηκωθεί.
Τον είδα τότε να αναζητά το στήριγμά του. Έμοιαζε να νιώθει αμηχανία, λες και καραδοκούσε η κριτική στην άκρη των χειλιών μου.
«Ελάιζα Κρέιν, σταμάτα. Σε ικετεύω, πάψε να νιώθεις έτσι. Δεν βρίσκομαι εδώ μήτε για να σε κρίνω, μήτε για να σε λυπηθώ. Είμαι δίπλα σου γιατί το ήθελα. Ήθελα να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι αναζήτησης του έρωτα και προσωπικής σου βοήθειας στο θέμα στήριξης των βετεράνων. Δεν είμαι τέλεια, κανείς δεν είναι» πάλεψα να τον καθησυχάσω και τον είδα να μου δίνει το χέρι του με μία ελαφριά αβεβαιότητα.
Τον στήριξα όσο αυτό ήταν εφικτό, φέρνοντάς του ταυτόχρονα το δικό του, προσωπικό στήριγμα. Ο Ελάιζα το έπιασε αδέξια και σηκώθηκε.
«Είσαι μούσκεμα και έξω έχει αρκετή υγρασία. Χρειάζεσαι κάποια βοήθεια; Ρωτώ γιατί το αλκοόλ είναι ο χειρότερος σύμβουλος που θα μπορούσες να έχεις»
Ο Ελάιζα χαμογέλασε αχνά.
«Θα είμαι εντάξει. Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και συγγνώμη. Σου χάλασα τη βραδιά» Αυτό το τελευταίο κομμάτι, το συλλάβισε με τους οφθαλμούς να γλιστρούν ντροπιασμένοι κατά γης.
«Είσαι τυχερός που δεν με έβγαλες από το τζακούζι μου. Οτιδήποτε άλλο συγχωρείται» απάντησα με βεβαιότητα και χαμογέλασε.
«Θα το έχω στο μυαλό μου θαρρώ» χαμογέλασε πονηρά και καληνυχτίζοντάς με, τον είδα να μπαίνει στο σπιτάκι του.
Οι ήχοι της άγριας ζούγκλας, μου δημιουργούσαν μία γαλήνη. Σκεφτόμουν τον Ντούι, τον νέο μας φίλο και πόσο απλά αντιμετώπιζε την ζωή. Σαν το ποτάμι, απλώς ακολουθούσε το ρεύμα. Δεν ήταν πλούσιος, μα παράλληλα είχε όλα όσα χρειαζόταν. Το έβρισκα λογικό. Η ζωή πλάι στη φύση και πλάι στους επιβλητικούς ναούς του Μπαλί, είναι υπεραρκετά για να σε κάνουν ευτυχισμένο. Μακάρι να εισχωρήσουν και στην ψυχή του Έλι, μα το μετατραυματικό στρες, είναι από μόνο του ένας σωστός Γολγοθάς. Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου πολέμου, περιγράφηκε πρώτη φορά σαν το σύνδρομο ΄΄η καρδιά του στρατιώτη΄΄, και αναφερόταν στα συμπτώματα διαταραχής του αυτόνομου νευρικού συστήματος όπως ταχυκαρδία, εφίδρωση, νευρικότητα, ανεξήγητο άγχος, ή διαταραχές του ύπνου, σε στρατιώτες που μετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις . Αργότερα κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το ίδιο σύνδρομο αναφέρθηκε ως « σοκ των οβίδων», και αποδόθηκε σε πιθανές εγκεφαλικές βλάβες από τις εκρήξεις των οβίδων κοντά στους στρατιώτες. Στις αρχές του 20ου αιώνα , κάτω από την έντονη επίδραση της ψυχανάλυσης στις ΗΠΑ , το σύνδρομο ονομάστηκε «τραυματική νεύρωση», ενώ η ανάλογη συμπτωματολογία που αναπτύχθηκε σε βετεράνους του Β' Παγκοσμίου πολέμου , σε επιζήσαντες από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και από τις ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία, ονομάστηκε «επιχειρησιακή κόπωση» ή «νεύρωση της μάχης». Το μετατραυματικό σύνδρομο καθορίστηκε με τη σημερινή έννοια, έπειτα από τη μεγάλη νοσηρότητα που παρατηρήθηκε στους βετεράνους του Βιετνάμ. Όπως ο παππούς του.
Για λίγο, πήρα στα χέρια μου το σημείωμα που μας άφησε ο Όσκαρ, με όλα τα πιθανά μέρη που θα μπορούσε να βρίσκεται η Φουόνγκ και όλες τις στάσεις που θα έπρεπε να πραγματοποιήσουμε ρωτώντας ή ψάχνοντας. Με την μικρή λάμπα του γραφείου μου ακόμη αναμμένη, σκέφτηκα τα γεγονότα ξανά και ξανά, όταν το βλέμμα μου στράφηκε προς το σπίτι του Ελάιζα. Οι κουρτίνες ήταν μισάνοιχτες, μα τα φώτα κλειστά, σημάδι πως κοιμόταν. Η ανησυχία με οδήγησε να ανοίξω την πόρτα μου και να σταθώ σαν τον χειρότερο κατάσκοπο, πλάι στην δική του. Καθώς το αμυδρό φως του φεγγαριού έπεφτε στο εσωτερικό του δωματίου, φάνηκε το σώμα του Ελάιζα που δεν ήταν πλήρως σκεπασμένο. Τα μαλλιά του έπεφταν άτακτα στο μέτωπό του, καθώς ήταν ακόμη βρεμένα, ενώ το πόδι εκείνο που είχε υποστεί τη ζημιά, ήταν καλά σκεπασμένο με το σεντόνι. Κάπου εκεί ευχήθηκα, να μπορούσα απλώς να τρυπώσω στη καρδιά του, σβήνοντας για πάντα τις αναμνήσεις του πολέμου. Το μυαλό μου επεξεργαζόταν τις πληροφορίες, όταν επιστρέφοντας πίσω στο δωμάτιο, κοίταξα ξανά τις σημειώσεις και χαμογέλασα. Ο Όσκαρ, ο παππούς του, ήταν σατανικός, αλλά αυτό του το ιδίωμα το είχα μόλις λατρέψει.
Οι ακτίνες του ήλιου, τσαλάκωσαν το πρόσωπό μου για ακόμη μία φορά. Είχα δώσει βραδινή αναφορά στον οδηγό μας, με την ελπίδα να το δει το πρωί. Προορισμός μας, ήταν το χωριό Μουντούκ, στο βόρειο σχεδόν Μπαλί, μία περιοχή απίστευτου, φυσικού κάλλους και που όπως μας σημείωσε ο Όσκαρ, ήταν ένας πιθανός προορισμός της αγαπημένης του. Λάτρευε τα βροχερά κλίματα, το βουνό, την ησυχία και αυτό το μέρος περιλάμβανε τα πάντα. Φυσικά, ο πολυαγαπημένος Ντούι δεν το έβαλε κάτω. Συμφώνησε μετά μεγάλης χαράς να μας μεταφέρει, πακέτο με δραστηριότητες, μιας που όπως έλεγε, θα πρέπει πάντοτε να σκεφτόμαστε και τους δύο δρόμους. Αν ο ένας οδηγήσει σε αδιέξοδο, θα έχουμε στα σίγουρα τον άλλο να εκμεταλλευτούμε. Επομένως, αν η αναζήτηση της Φουόνγκ μας έβγαζε σε αδιέξοδο, υπήρχαν πάντοτε τα αξιοθέατα, όπως οι δίδυμοι καταρράκτες και ο Ουλούν Ντανού, ένας ναός που επέπλεε κυριολεκτικά στο νερό της λίμνης.
Ο Ντούι λάτρευε τη χώρα του και είχε βάλει στόχο της ζωής του να μας κάνει να την αγαπήσουμε και εμείς, με την υπόσχεση πως μία μέρα, ο άνεμος θα μας οδηγούσε πίσω. Εδώ που τα λέμε, είχα αρχίσει να το πιστεύω και εγώ. Το Μπαλί είχε μία ενέργεια που σταδιακά σε τύλιγε, με αποτέλεσμα να εισχωρήσει στην καρδιά σου, έτσι απλά και μοναδικά. Το πρωινό μας, είχε αφεθεί να επιπλεύσει στην πισίνα, όταν είδα τον Ελάιζα να το κοιτάζει στέκοντας. Τα μάτια του ήταν ελαφρώς κουρασμένα, μα το πρόσωπό του έμοιαζε πιο ήρεμο. Θεωρούσα, πως μία σωστή αντιμετώπιση του προβλήματός του, ήταν να τον ωθήσω να μου ανοιχτεί και άλλο. Έτσι θα τον έβγαζα από την απομόνωση και θα τον έκανα να νιώσει καλύτερα. Ωστόσο, είχα να αντιμετωπίσω ταυτόχρονα, δύο πολύ σοβαρά θέματα. Την αναπηρία της ψυχής, μα και εκείνη του σώματος. Στα δικά μου μάτια, δεν υπήρχε τίποτε από τα δύο. Θα τον έκανα όμως να το συνειδητοποιήσει και ο ίδιος;
Ως εξωτικός προορισμός, το Μπαλί είχε να σου προσφέρει μία ποικιλία από φρούτα, με το αγαπημένο μου, εκείνο του δράκου. Αυτός ο γλυκός καρπός, επέτρεπε στην φαντασία να καλπάσει, μιας που έμοιαζε πράγματι με κομμάτι από δέρμα δράκου. Τα πάντα βρίσκονταν τοποθετημένα σε έναν δίσκο που τώρα επέπλεε γαλήνια στα νερά της πισίνας που λίγο έλειψε να μετατραπεί στην τελευταία κατοικία του αφεντικού μου. Ο Έλι έμοιαζε τρομερά αμήχανος. Το καταλάβαινα από τον τρόπο που δεν με κοιτούσε, παρά εστίαζε στο μικρό πλοιάριο που κουβαλούσε την πρωινή μας λιγούρα.
«Καλημέρα» ψέλλισα το αυτονόητο και τον είδα να κοκκινίζει. Τελικά όσο περνούσε ο καιρός, ο Ελάιζα παρουσίαζε πολλούς και διαφορετικούς εαυτούς, όλους ιδιάζουσες περιπτώσεις.
«Καλημέρα, πώς κοιμήθηκες; Εννοώ αν τα κατάφερες μετά τα χθεσινά» μουρμούρισε φανερά ντροπιασμένος και εγώ άφησα να μου ξεφύγει μία βαθιά ανάσα.
«Κοιμήθηκα μία χαρά. Η ζούγκλα έχει τον δικό της τρόπο να σε νανουρίζει. Λοιπόν, τι λες; Θα φάμε;» τον ρώτησα και τον είδα να διστάζει. Το κακό ήταν φυσικά πως γνώριζα και την πηγή του δισταγμού του. Ήταν το κατακρεουργημένο του πόδι. «Βάλε μαγιό και έλα. Υπόσχομαι να είμαι γυρισμένη από την άλλη. Θα κάνω ότι μου ζητήσεις προκειμένου το στομαχάκι μου να νιώσει τη λύτρωση που αποζητά» τον πείραξα και άκουσα ένα σιγανό χαχανητό. Η καρδιά μου φτερούγισε, καθώς μόλις συνειδητοποίησα πως λάτρευα την αίσθηση του γέλιου του.
Όταν πλέον το σώμα του είχε βυθιστεί στο νερό, οι δυο μας βαλθήκαμε να εξερευνούμε τις νέες γεύσεις. Το βλέμμα μου πότε πότε ταξίδευε στα μάτια του Ελάιζα, που είχαν το χρώμα των άγριων ακτών αυτού του τόπου. Η ηρεμία του είχε κάνει καλό, όμως βαθιά στην ψυχή του, κάποιες πληγές εξακολουθούσαν να ματώνουν. Έχοντας ολοκληρώσει το γεύμα μας, μπήκαμε στο δωμάτιο για να ντυθούμε, με εμένα να αρπάζω τον επόμενο προορισμό μας. Το ορεινό χωριό.
Ο Ινδουισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της μπαλινέζικης καθημερινότητας. Στην αρχιτεκτονική, στους ναούς, στον ελεύθερο χρόνο, στις γιορτές. Στο καθετί, η θρησκεία τους έχει βάλει τη δική της πινελιά. Άλλωστε στον Ινδουισμό οφείλει το Μπαλί τον μυστικιστικό του χαρακτήρα, καθώς οι αναρίθμητοι ναοί αφιερωμένοι σε θεότητες και βασιλείς του παρελθόντος, οι τελετές και οι προσευχές για την επικοινωνία με τα πνεύματα στα οποία προσφέρονται αφειδώς δώρα αξίας ακόμη και φαγητό και λουλούδια, τονώνουν το αίσθημα για περιπέτεια και ανακάλυψη.
Ολοι οι ναοί είναι εναρμονισμένοι με το φυσικό τοπίο, περιφραγμένοι με πέτρινους φράκτες, ενώ συνήθως στην είσοδό τους υπάρχουν δύο στήλες που συμβολίζουν το καλό και το κακό. Το Μουντούκ βρισκόταν στον ανέγγιχτο βορρά. Ο Ντούι μας περίμενε με το μικρό του βαν, πάντοτε ολοκάθαρο με τα δύο μπουκαλάκια νερό για τον δρόμο. Το βλέμμα του ταξίδευε στους δυο μας που βαστώντας τη φωτογραφία της Φουόνγκ, κάναμε όνειρα για το τι θα της λέγαμε όταν τη συναντούσαμε. Ο ξεναγός μας, ήταν υπερπρόθυμος να μας οδηγήσει έπειτα στους καταρράκτες, που είχαν ύψος περίπου δεκαπέντε μέτρα και κατόπιν, σε μία λίμνη με έναν πλωτό ναό, όπως ήταν ο διάσημος Ουλούν Ντανού.
Το ορεινό χωριό φάνηκε, έπειτα από μία ώρα δρόμου και οι κάτοικοι ήταν απορροφημένοι στην δική τους απλή καθημερινότητα. Καθώς είχε έναν γνωστό ηλικιωμένο που εργαζόταν σε ένα τοπικό, μικρό καφέ, με τον Ντούι κάναμε μία στάση για να ρωτήσουμε σχετικά την εικονιζόμενη. Ο Κετούτ έφτιαχνε καφέ, καθώς το νησί των Θεών φημίζεται και για τις καλλιέργειες αυτού του σωτήριου ροφήματος. Μας χαιρέτησε εγκάρδια, ενώ έκανε νόημα στον οδηγό μας, πως ήμασταν ένα υπέροχο ζευγάρι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν η συμπεριφορά του απέναντι στον Ντούι. Τον κέρασε τον καφέ του, ενώ αν και μεγάλος σε ηλικία, τα αγγλικά του βρίσκονταν σε πολύ καλό επίπεδο. Όταν λοιπόν είδε την φωτογραφία, τα μάτια του έλαμψαν. Την θυμόταν τη Φουόνγκ, είχε περάσει ένα διάστημα της ζωής της στο χωριό, μαζεύοντας το μπαχάρι που ονομάζουμε γαρύφαλλο. Όταν είχε πρωτοέρθει μας είπε, ήταν μία κοπέλα αδύνατη και συνεσταλμένη, ένα φοβισμένο πουλάκι που αρνιόταν να ανοίξει τα φτερά του στον ορίζοντα, που ονομαζόταν ζωή. Τα μάτια της είχαν πάντοτε μία σπίθα φόβου.
«Την ίδια σπίθα, βλέπω και στα δικά σου μάτια» τον κοίταξε ο ηλικιωμένος και ο Ελάιζα παραξενεύτηκε.
«Δεν καταλαβαίνω» ψέλλισε.
«Όπως η Φουόνγκ τις πρώτες της μέρες φοβόταν να ζήσει, τον ίδιο δισταγμό διακρίνω και σε σένα. Το Μπαλί όμως έχει τον τρόπο του να σε βοηθήσει, όπως βοήθησε και εκείνη. Εργαζόταν πέντε χρόνια περίπου στις φυτείες γαρύφαλλου. Η φύση γιατρεύει τις πληγές, ακόμη και αυτές του πολέμου» του είπε και είδα μία σκιά να περνά από τα μάτια του Ελάιζα.
«Τελικά; Τι απέγινε;» τον ρώτησε.
«Μετακόμισε, αλλά δεν έχω ιδέα πού. Αγαπούσε και τον βορρά του νησιού με την άγρια ομορφιά, αλλά και τον ανοιχτό νότο. Πλέον θα είναι πολύ μεγάλη σε ηλικία και ευελπιστώ το ίδιο όμορφη τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά» τελείωσε και κοιταχτήκαμε. Η πρώτη προσπάθεια δεν στέφτηκε με επιτυχία, αλλά τουλάχιστον ήμασταν βέβαιοι πως βρισκόταν στο νησί.
Ο οδηγός μας, όπως είχε υποσχεθεί, θα μας συνόδευε στους καταρράκτες. Φυσικά είχε φέρει και το μαγιό μαζί του, καθώς μία βουτιά στα κρυστάλλινα νερά τους ήταν αναζωογονητική. Ο Ελάιζα δυσκολευόταν με την κατάβαση. Τα σκαλιά ήταν απότομα και ο νεαρός στηριζόταν με την βία από την μία στο βοήθημά του και από την άλλη σε μία ξύλινη κουπαστή. Αμφότεροι τον καρτερούσαμε δίνοντάς του χώρο και χρόνο. Ήξερα βαθιά μέσα μου, πως αναθεμάτιζε και στεναχωριόταν. Όταν τελικά φτάσαμε και ο ήχος του νερού που ανάβλυζε από την καρδιά των βράχων μας συνεπήρε, ένα επιφώνημα θαυμασμού ξέφυγε από τα χείλη μου. Μακάρι να μην έφευγα ποτέ από εδώ. Όπως ήταν λογικό, ο Ντούι άλλαξε και μας συμβούλεψε να κάνουμε το ίδιο. Τουρίστες δεν υπήρχαν, ήμασταν οι τρεις μας. Με άνεση, εισήλθα σε ένα ξύλινο σπιτάκι για να αλλάξω, μα ο Έλι ήταν διστακτικός. Όταν βγήκα με το μαγιό μου στο χρώμα της φωτιάς, τα μάτια του άστραψαν.
«Άντε, στάσου στη μέση για φωτογραφία» φώναξε ο Ντούι «Εσύ; Θα την αφήσεις μόνη της;» τον πείραξε και εκείνη η αμυδρή, ρόδινη λάμψη έβαψε και πάλι τα μάγουλά του.
«Ε, θα είναι καλύτερα...» κόμπιασε.
«Θα είναι;» με ρώτησε ο Ντούι και έγνεψα αρνητικά.
«Καλά λοιπόν...» μας κοίταξε πλαγίως.
Όταν πλέον βγήκε από τον αυτοσχέδιο σχεδόν χώρο όπου αλλάζεις, πλησίασε αργά, πάντοτε με το βλέμμα του να αγγίζει τη γη. Το σώμα του ήταν αγαλμάτινο. Είχε αυτές τις υπέροχες ισορροπίες που του προσέδιδαν μία απόλυτη αρμονία. Ύψωσε διστακτικά τα μάτια του σε εμένα, σαν να περίμενε μία σιωπηλή έγκριση. Κατάλαβε αμέσως πως το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο επάνω του.
«Είσαι πανέμορφος» του χαμογέλασα με ειλικρίνεια, ελπίζοντας να την περάσω στην καρδιά του «Έλα όμως, γιατί θα στερέψει ο καταρράκτης μέχρι να το αποφασίσεις.
Με δρασκελιές, πλησίασε προς το μέρος μου. Ο Ντούι ετοίμασε το κινητό του για φωτογραφία και ένιωσα το χέρι του να τυλίγεται γύρω από την μέση μου. Τον αισθάνθηκα να τρέμει. Χαμογέλασε στον φακό και ταυτόχρονα γύρισε προς το μέρος μου. Ο καταρράκτης μας είχε μουσκέψει και εγώ παρατηρούσα τις βρεγμένες του τούφες που κάλυπταν το μέτωπό του. Με αργές κινήσεις, τις παραμέρισα αφήνοντας το χέρι μου να περιπλανιέται για λίγο στο πρόσωπό του. Τα θλιμμένα του μάτια, με αγκάλιαζαν με στοργή και ας φαίνονταν παγωμένα με μία πρώτη ματιά. Η στιγμή διαλύθηκε, όταν το παιχνίδι με το νερό ξεκίνησε. Είδα τον Έλι να απελευθερώνεται, ένα παιδικό χαμόγελο σκανταλιάς όργωσε το πρόσωπό του. Τα γέλια μας αντηχούσαν ολόγυρα, για να καταλήξουμε το ηλιοβασίλεμα στην λίμνη με τον πλωτό ναό.
Όλη η μυστικιστική ατμόσφαιρα, ζωντάνευε στη θέα των πανάρχαιων πέτρινων μορφών, που αφηγούνταν σιωπηλά την ιστορία τους. Στους πράσινους λόφους απλωνόταν η σκιά της νύχτας, με την χρυσαφένια λάμψη να μας αποχαιρετά. Με τον Ελάιζα κατεβήκαμε και σταθήκαμε στην άκρη, ενώ ο οδηγός μας περίμενε στο βαν του.
«Απόψε, ένιωσα πως η ελπίδα επέστρεψε. Μπορεί να μην βρήκα τη Φουόνγκ, μα ένιωσα την ανάσταση ενός συναισθήματος, που πίστευα πως είχε πεθάνει. Γέλασα. Για μερικά λεπτά, τα είχα ξεχάσει όλα και η νύχτα, έμοιαζε να μην κουβαλά τους εφιάλτες μου μαζί της, μα μυρωδιές, λουλούδια, τοπία και...εσένα» ψέλλισε στο τέλος και σκιάχτηκα.
«Εμένα;» ρώτησα.
«Ναι, Μόργκαν. Ήσουν η αιτία του γέλιου μου. Απόψε ένιωσα πως ήμουν εκείνος ο άτακτος έφηβος, που μαζί με την συνεργάτιδά του, πραγματοποίησαν τα σατανικά, νεανικά τους σχέδια. Όπως τότε στο γκαλά»
«Με κάνεις χαρούμενη. Ήταν ό,τι πιο ωραίο μου έχουν πει. Οι θείοι μου δεν συνήθιζαν να με κανακεύουν» διαμαρτυρήθηκα.
«Κακό δικό τους» μου απάντησε και βγάζοντας τη ζακέτα του, την πέρασε ιπποτικά στους ώμους μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top