ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43
Το παρόν κεφάλαιο πραγματεύεται ευαίσθητα θέματα κατάθλιψης και απόπειρας αυτοκτονίας. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη!!
Δύο εβδομάδες είχαν περάσει από το γάμο και τη στέψη της Κάτιας. Η Λίζα βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι της, και όσο έβλεπε τα δύο της ετεροθαλή αδέλφια να ζουν τον έρωτα της, τόσο περισσότερο ζήλευε, όχι επειδή είχαν ο ένας τον άλλον αλλά επειδή κατάφεραν να τα αφήσουν όλα πίσω τους και να κάνουν μια νέα αρχή. Όμως η ίδια δεν μπορούσε να ξεχάσει, δεν γινόταν να κάνει μια νέα αρχή. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες είχε χάσει για πάντα τη μητέρα της και έμαθε ότι ο πατέρας της ήταν ένα κάθαρμα, ένας βιαστής που είχε κάνει κακο στη μια αδελφή της και παραλίγο να κάνει και στην άλλη... Ίσως ακόμα και στην ίδια να έκανε άσεμνες πράξεις όταν μεγάλωνε λίγο, αν δεν είχε σκοτωθεί...
Η Λίζα το είχε αποδεχθεί τελικά αυτό, το είχε πιστέψει. Όμως δεν ήθελε να το θυμάται, και όσο έβλεπε την αδελφή της στους διαδρόμους και στις αίθουσες του παλατιού, τις ελάχιστες φορές που έβγαινε από το δωμάτιο της, τόσο περισσότερο της θύμιζε εκείνον και το ποσό σκουπίδι τελικά ήταν, πόσο τον είχε αγιοποιήσει και πόση απογοήτευση ένιωσε σαν έμαθε την αλήθεια για αυτόν.
Το χειρότερο ήταν πως δεν είχε κανέναν πια για να μπορέσει να μοιραστεί αυτές τις ζοφερές της σκέψεις. Ο Μάριος, ο αγαπημένος της από όλα της τα αδέλφια τον οποίο εμπιστευόταν περισσότερο από όλους, δεν ζούσε πια, ούτε η Άντζελα, στην οποία επίσης θα μπορούσε να μιλήσει. Ο Λεωνίδας φαινόταν τόσο ευτυχισμένος κι ερωτευμένος με την Κάτια, που δεν ήθελε να τον απασχολήσει με όλα αυτά και να του θυμίσει το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειας τους. Σύντομα θα έκαναν το πρώτο τους παιδί, ήταν σίγουρη για αυτό, τον διάδοχο του θρόνου. Και τότε εκείνη πλέον θα περίσσευε, δεν θα παντρευόταν ποτέ, θα εμένα για πάντα η ανύπαντρη αδελφή του βασιλιά γιατί σε κανέναν δεν θα κατάφερνε ποτέ να δώσει την καρδιά της. Και δεν ήθελε να είναι βάρος για τα αδέλφια της, ούτε η ψυχολογική της κατάσταση η οποία όσο πήγαινε και χειρότερευε να επισκιάζει την ευτυχία τους. Έπρεπε να τελειώνει την ιστορία της ζωής της και να φύγει όσο είχε ακόμα αξιοπρεπεία. Θα πήγαινε να βρει τη μητέρα της και τα αδέλφια της. Ίσως τότε, μετά το θάνατο, να κατάφερνε να γίνει ξανά ευτυχισμένη.
Ήταν μια ζεστή, ανοιξιάτικη μέρα. Η τέλεια μέρα για να αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο και να κινήσει για άλλους, άγνωστους κόσμους. Φόρεσε ένα από τα πιο όμορφα φορέματα της, χρώματος πρασίνου, που όλοι της έλεγαν ότι τονίζει τα μάτια της. Πήρε από μια αποθήκη ένα χοντρό σχοινί και βγήκε στους κήπους. Τα πουλιά κελαηδούσαν και τα λουλούδια άνθιζαν, ανίδεα ότι μια πριγκίπισσα σύντομα θα έδινε τέλος στη ζωή της.
Αφού περιηγήθηκε για λίγο ανάμεσα στους κήπους, κουβαλώντας το σχοινί στον ώμο της, βρήκε μέσα σε έναν από αυτούς το τέλειο δέντρο για να κάνει αυτό που ήθελε, με χοντρά κλαδιά ικανά να αντέξουν το βάρος της και όχι να την ρίξουν κάτω κάνοντας τη να χτυπήσει άσχημα, αλλά να γλιτώσει το θάνατο. Πέρασε το σχοινί χιαστί στον ώμο της, για να μην της πέσει και άρχισε να σκαρφαλώνει όπως ακριβώς ήξερε να κάνει από παιδί, όπως το έκανε τότε στις ευτυχισμένες ακόμα ημέρες, όταν έπαιζε κρυφτό και ανέβαινε με μεγάλη ευκολία στα δέντρα και κρυβόταν ανάμεσα στα φύλλα τους και κανένας δεν την έβρισκε... Ήταν πραγματικά πολύ καλή σε αυτό. Χαμογέλασε όσο το σκεφτόταν, αφαιρέθηκε όμως και πήγε να πέσει άτσαλα. Πιάστηκε όμως από ένα χαμηλό κλαδί, το πόδι της σκίστηκε σε ένα σημείο χαμηλά στη γάμπα βαθιά, πόνεσε αλλά έσφιξε τα δόντια και συνέχισε να σκαρφαλώνει. Ένιωσε τη μυρωδιά του αίματος το οποίο έτρεξε αμέσως απ' το κόψιμο, όμως αυτό ήταν το λιγότερο που την ένοιαζε τώρα.
Ανέβηκε σε ένα απ' τα ψηλότερα κλαδιά του και τα πιο χοντρά και δυνατά το καβάλησε και κοίταξε από κάτω. Το ύψος ήταν κατάλληλο, περίπου τρία μέτρα. Άρχισε να δένει τη μια άκρη του σχοινιού περίτεχνα και βάζοντας όλη της τη δύναμη ώστε να το σφίξει γερά. Είχε ιδρώσει απ' την προσπάθεια και όταν τελείωσε, χαμογέλασε ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Τριγύρω επικρατούσε ησυχία, τα πουλιά είχαν όλα φύγει από αυτό το δέντρο, σαν να φοβήθηκαν για το αποτρόπαιο θέαμα που θα αντικρύζανε σε λίγο. Τη νεαρή Πριγκίπισσα, όμορφη όπως πάντα, αλλά άψυχη να κρέμεται από ένα σχοινί.
Στην άλλη άκρη του σχοινιού, έφτιαξε μια θηλιά, επίσης κατασκεύασμα το οποίο την είχε μάθει ο αδελφός της ο Μάριος, τον οποίο ίσως συναντούσε σε λίγο στην άλλη πλευρά. Πέρασε τη θηλιά γύρω από το λαιμό της, σηκώθηκε όρθια και πήρε μια βαθιά ανάσα, την τελευταία της ανάσα, έτοιμη να πηδήξει στο κενό...
"Όχι!! Μην το κάνετε αυτό, σας παρακαλώ!" Άκουσε κάποιον να της φωνάζει. Τι στο καλό; Ποιος ήταν αυτός ο ενοχλητικός που δεν την άφηνε να πεθάνει με την ησυχία της;
Μέσα από τα φύλλα του δέντρου κατάφερε να διακρίνει έναν νεαρό υπηρέτη, και συγκεκριμένα εκείνον τον υπηρέτη που την κοιτούσε επίμονα στη δεξίωση του γάμου των αδελφών της. Έφτασε από κάτω της και την κοίταξε με αγωνία.
"Σας παρακαλώ, Υψηλότατη... Μην το κάνετε. Ότι κι αν είναι αυτό που αντιμετωπίζετε, μπορώ να σας βοηθήσω φτάνει να μη χαθεί η ζωή σε τέτοια άδικα. Είμαι σίγουρος πως δεν σκέφτεστε καθαρά αυτή τη στιγμή."
Η Λίζα τον κοίταξε ενοχλημένη και του είπε με υπεροπτικό ύφος:
"Και ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω; Δική μου είναι η ζωή και έχω την επιλογή να την τελειώσω οπότε θέλω."
"Με λένε Πέτρο και είμαι καινούργιος στο Παλάτι. Εργάζομαι ως υπηρέτης, ο αδελφός σας με προσέλαβε λίγες ημέρες πριν από το γάμο του. Έκανα βόλτα τους κήπους και άκουσα θόρυβο από αυτό εδώ το δέντρο, για να πλησιάσω και να δω εσάς να πάτε να...κάνετε αυτό που πάτε να κάνετε, τέλος πάντων. Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό, Υψηλότατη. Σας παρακαλώ να κατεβείτε από το δέντρο και να μου πείτε τι σας οδήγησε σ' αυτό το αδιέξοδο."
"Σκασμός, υπηρέτη!" Του φώναξε. "Σε διατάζω να φύγεις και να κάνεις πως δεν το είδες αυτό! Αλλιώς μπορεί να βρεις το μπελά σου όταν με βρουν κρεμασμένη και μάθουν ότι ήσουν εδώ κοντά!"
Ο Πέτρος πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα, γιατί αυτό το ζήτημα ήταν πολύ λεπτό και η ζωή της πριγκίπισσας κρεμόταν από μια κλωστή. Δεν μπορούσε να το επιτρέψει να συμβεί αυτό.
Από την πρώτη στιγμή που την είδε του κίνησε το ενδιαφέρον, τότε στη δεξίωση του γάμου των βασιλιάδων... Τόσο όμορφη, μα συγχρόνως τόσο μελαγχολική... Τι τη βασάνιζε άραγε; Γιατί φαινόταν δυστυχισμένη κι ας έλαμπε εκείνη τη νύχτα μέσα στο πολυτελές, πράσινο- μαύρο φόρεμα της;
"Δεν πρόκειται να φύγω από εδώ αν δεν κατεβείτε κι ας θεωρείται αυτό ανυπακοή! Το καθήκον να σώσεις μια ανθρώπινη ζωή προηγείται, και σίγουρα ο αδελφός σας δεν θα με απολύσει επειδή σας έσωσα..."
Η Λίζα είχε εκνευριστεί με το θράσος αυτού του νεαρού. Δεν είχε ιδέα τι είχε περάσει, δεν είχε ιδέα πόσο μαρτύριο ήταν η ζωή της πλέον.
"Σας παρακαλώ..." Η φωνή του Πέτρου ήταν ήρεμη τώρα και την κοιτούσε ικετευτικά. "Κατεβείτε μονάχα για να μου μιλήσετε και αν δεν νιώσετε έστω και λίγο καλύτερα ύστερα από αυτό, θα σας αφήσω να το κάνετε μετά και δεν θα πω κουβέντα σε κανέναν. Σύμφωνοι;"
Η Λίζα κατάλαβε ότι είχε να κάνει με έναν πολύ επίμονο άνθρωπο και για την ώρα αποφάσισε να αναβάλλει την αυτοκτονία της. Έβγαλε τη θηλιά του σχοινιού και την άφησε να πέσει. Το σχοινί που θα γινόταν η κρεμάλα της ήταν τώρα άδειο και η σκέψη ότι η ίδια θα κρεμόταν τώρα από αυτό αν δεν ήταν εκεί ο Πέτρος, την τρόμαξε άθελά της.
Κατέβηκε με αργές κινήσεις και λίγο πριν προσγειωθεί στο έδαφος, την έπιασε ο Πέτρος και τη βοήθησε. Τα πρόσωπα τους ήρθαν ξαφνικά πολύ κοντά και παρατήρησε για λίγο τα όμορφα κάστανα μάτια του που κοιτούσαν μέσα στα δικά της. Έπειτα συνειδητοποίησε την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν και τον έσπρωξε από πάνω της.
"Δεν σου έδωσα την άδεια να μ' αγγίξεις..." του είπε αυστηρά και στράφηκε απ' την άλλη μεριά.
"Συγνωμη..." Είπε χαμηλόφωνα ο Πέτρος και την ακολούθησε.
Κάθισαν σε ένα παγκάκι που βρισκόταν στη σκιά του ίδιου δέντρου και έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Η Λίζα δεν είχε ιδέα γιατί τον άκουσε και κατέβηκε. Ίσως επειδή δεν ήθελε να είχε βάρος στη συνείδηση του το θάνατο της. Ο Πέτρος παρατήρησε το αίμα που έτρεχε από την πληγή στο πόδι της.
"Θα χρειαστεί φροντίδα αυτό." Είπε δείχνοντας το. "Μου επιτρέπετε;" Η Λίζα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Ο Πέτρος έβαλε ένα μαντήλι από την τσέπη της και το έδεσε σφιχτά γύρω απ' το πόδι της κλείνοντας την πληγή.
"Αυτό θα σταματήσει για λίγο το αίμα, αλλά θα πρέπει να πάτε και στο γιατρό να το δει."
"Ευχαριστώ. " μουρμούρισε η Λίζα, αν και ελάχιστα την ενδιέφερε αν θα μολυνθεί η πληγή της.
"Ότι κι αν σας συμβαίνει..." ξεκίνησε διστακτικά ο Πέτρος. "...Δεν υπήρχε λόγος να τελειώσετε τη ζωή σας. Έχετε τα πάντα, ζείτε σε παλάτι, έχετε πλούτη και κυρίως την υγεία σας και τα αδέλφια σας που σας αγαπούν."
"Δεν έχεις ιδέα τι περνάω!" Του αντιγυρισε η Λίζα εκνευρισμένη. "Επειδή έχω πλούτη και είμαι πριγκίπισσα πάει να πει ότι είμαι ευτυχισμένη;"
"Όχι, αλλά θα έπρεπε να τα εκτιμάτε αυτά. Υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε στον κόσμο, σε όλα τα βασίλεια, που δεν έχουν φαγητό, ούτε στέγη ούτε οικογένεια! Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανίατες ασθένειες και κάθε νύχτα σφαδάζουν απ' τους πόνους περιμένοντας μαρτυρικά το θάνατο τους. Νέοι που ο Θεός τους κόβει το νήμα της ζωής νωρίς. Η ζωή είναι ένα θείο δώρο, Υψηλότατη. Και μόνο ο Θεός έχει το δικαίωμα να μας την πάρει πίσω."
Η Λίζα φυσικά και τα γνώριζε όλα αυτά. Όμως δεν μπορούσε να χαρεί. Πώς ήταν δυνατόν να είναι χαρούμενη μόνο και μόνο επειδή θα σκεφτόταν πως βρισκόταν σε καλύτερη θέση από άλλους;
"Κι αν έχω τη σωματική μου υγεία και δεν έχω την ψυχική; Κι αν έχω περάσει τόσα βάσανα, που έχω γεράσει πριν την ώρα μου ψυχολογικά και το μόνο που με περίμενει πλέον είναι ο θάνατος; Δεν έχω το δικαίωμα να πεθάνω ήσυχα και με αξιοπρέπεια, χωρίς να περιμένω ποτέ θα τρελαθώ εντελώς και θα χάσω το μυαλό μου;"
Ο Πέτρος την άκουγε και η καρδιά του ράγιζε. Πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο όμορφο κορίτσι να μιλούσε έτσι και να αποζητούσε το θάνατο;
"Όχι, Πριγκίπισσα, δεν έχετε το δικαίωμα. Γιατί όλοι μας περνάμε δύσκολα, η ζωή δεν ήταν για κανέναν εύκολη, πόσο μάλλον για μένα που γεννήθηκα φτωχός. Όμως πρέπει πάντα να παλεύουμε, ότι κι αν γίνεται. Δεν πρέπει να τα παρατάμε. "
Η Λίζα γέλασε ειρωνικά. Αυτή τη φορά, το θράσος του νεαρού υπηρέτη την έβγαλε απ' τα όρια της.
"Εσύ πέρασες όσα πέρασα εγώ, Πετρο; Είδες τη μητέρα σου να πεθαίνει μπροστά στα μάτια σου; Η μήπως έμαθες πολύ μετά το θάνατο του πατέρα σου ότι εκείνος ήταν βιαστής;!" Της ξέφυγε άθελά της. Ο Πέτρος την κοίταξε σοκαρισμένος. Όχι τόσο για την αποκάλυψη της αλήθειας για τον προηγούμενο βασιλιά, όσο για το ότι η Πριγκίπισσα Λίζα έμαθε για αυτό και συγχρόνως ένιωσε τον πόνο της.
"Ξεχνά το, δεν έπρεπε να το πω αυτό." Είπε κι έστρεψε το πρόσωπο της απ' την άλλη. Τα δάκρυα απειλούσαν πάλι να κυλήσουν απ' τα μάτια της, όμως δεν θα τα αφήνε, ήταν πολύ περήφανη για να κλάψει μπροστά σε έναν υπηρέτη.
"Λυπάμαι. " είπε μόνο ο Πέτρος σκύβοντας το κεφάλι. Τώρα μπορούσε να κατανοήσει την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, και ήθελε να τη βοηθήσει και να τη βγάλει απ' το σκοτάδι της.
"Μη λυπάσαι..." του είπε διώχνοντας μόλις και μετά βίας τα δάκρυα. "Κανείς δεν θέλω να με λυπάται. Θέλω να φύγω προτού γίνω μια αξιολύπητη πριγκίπισσα χωρίς ζωή." Η Λίζα συνειδητοποίησε πως είχε αρχίσει να ανοίγεται στον Πέτρο, ενώ δεν θα έπρεπε, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην το κάνει. Όμως ένιωθε ήδη καλύτερα. Το ότι είχε μοιραστεί τις σκέψεις της και αυτά που την πονούσαν, έστω και άθελά της, την έκανε να νιώσει σαν να είχε φύγει ένα μέρος του βάρους που κουβαλούσε στην ψυχή της.
"Μέσα σε μια ημέρα συνέβησαν αυτά." Είπε. "Την ημέρα που η αληθινή Κάτια επέστρεψε. Μερικές φορές εύχομαι να μην επέστρεφε ποτέ, να ζούσα μες στο ψέμα με την Μαρία για βασίλισσα και να μη μάθαινα ποτέ την αλήθεια για τον πατέρα μου."
"Μπορώ να σας καταλάβω." Είπε. "Δεν έχω βιώσει κάτι παρόμοιο, αλλά πιστέψτε με, μπορώ να μπω στη θέση σας."
"Όχι, δεν μπορείς! Κανείς δεν μπορεί! Κανείς δεν ξέρει πως είναι να νιώθεις μόνος, να βυθίζεσαι στο σκοτάδι και να μην μπορείς να βγεις από αυτό!" αναφώνησε η Λίζα και ξέσπασε μην μπορώντας πια να συγκρατήσει τα δάκρυά της πλέον. Ο Πέτρος διστακτικά την αγκάλιασε και εκείνη για λίγο έγειρε στην αγκαλιά του και ένιωσε ζεστασιά μετά από πολύ καιρό. Η λογική όμως σύντομα την επανέφερε στην πραγματικότητα.
Τι κανω; σκέφτηκε. Κλαίω στην αγκαλιά ενός αγνώστου που μόλις τον άφησα να δει μέσα στην ψυχή μου; Μα πως παραφέρθηκα έτσι...
Απομακρύνθηκε αμέσως από την αγκαλιά του και κάθισε στην άλλη άκρη του καθίσματος σκουπίζοντας τα μάτια της.
"Συγγνώμη." Της είπε εκείνος. "Πήρα πολύ θάρρος από μόνος μου."
"Μη ζητάς συγγνώμη..." μουρμούρισε η Λίζα. "Εγώ έφταιγα."
"Νιώθετε κάπως καλύτερα τώρα, που μοιραστήκατε αυτά που σας βαραίνουν με κάποιον; Νιώθετε λιγότερο απελπισμένη από πριν;"
"Ναι. Νιώθω καλύτερα." Είπε η Λίζα και σηκώθηκε. Σηκώθηκε κι ο Πέτρος και είπε:
"Είδατε; Όποτε, δεν χρειάζεται να συνεχίσετε αυτό που πήγατε να κάνετε. Ήταν η συμφωνία μας." Της είπε με χαμόγελο και λίγο έλειψε να γελάσει με την τραγελαφική αυτή κατάσταση. "Θα κάνουμε και μια άλλη συμφωνία." Της είπε έπειτα. "Κάθε φορά που νιώθετε πως σας πνίγει πάλι το σκοτάδι, θα έρχεστε να μιλάτε σε εμένα πρώτα αντί να κάνετε κάτι ριψοκίνδυνο. Και εγώ απλά θα σας ακούω και μετά θα είναι σαν να μην μου τα είπατε ποτέ."
"Δεν είναι σωστό, Πετρο. Εσύ δεν φταις σε τίποτα να σε βαραίνω με τα δικά μου. Είσαι ένας νέος γεμάτος ζωή και θετική ενέργεια, και η παρέα μαζί μου μόνο κακό θα σου κάνει."
"Είστε κι εσείς νέα όμως και σας αξίζει να ζήσετε. Άλλωστε, η δουλειά μου είναι να υπηρέτω τους άλλους. Δείτε το κι αυτό σαν ένα είδος υπηρεσίας. Χωρίς έξτρα πληρωμή, φυσικά."
Της ξέφυγε ένα γέλιο με το ύφος του και του Πέτρου του φάνηκε τόσο ωραίο... Το χαμόγελο που φώτισε για λίγο το όμορφο πρόσωπο της και τα υγρά από τα δάκρυά μάτια της έμοιαζε με ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο ύστερα από καταιγίδα.
"Είστε πολύ όμορφη όταν γελάτε, Υψηλότατη." Είπε και άθελά του κοκκινίσε από ντροπή. "Με συγχωρείτε, πάλι πήρα θάρρος. Πολλές φορές δεν ελέγχω τη γλώσσα μου."
"Δεν πειράζει." Είπε η Λίζα. "Θέλεις να περπατήσουμε μαζί ως το παλάτι;"
"Ε... Ναι... Φυσικά." Της είπε ο Πέτρος.
Περπάτησαν σιωπηλή στα στολισμένα από λουλούδια μονοπάτια, ώσπου έφτασαν στο Παλάτι.
"Σε ευχαριστώ για σήμερα, Πέτρο. Έπραξες σωστά που με σταμάτησες. Δεν σκεφτόμουν καθαρά εκείνη την ώρα. Δεν σκεφτόμουν ότι θα έκανα τα αδέλφια μου δυστυχισμένα αν με έχαναν."
Ήθελε να της πει ότι θα έκανε και τον ίδιο δυστυχισμένο, αλλά δεν παρεκτράπηκε αυτή τη φορά.
"Μη με ευχαριστείτε. Απλά έκανα το καθήκον μου σαν άνθρωπος. Λοιπόν, πρέπει να γυρίσω στη δουλειά τώρα. Αν χρειαστείτε σε κάποιον να μιλήσετε, όπως είπαμε, μπορείτε να έρθετε να με βρείτε. Και πηγαίνετε στο γιατρό να δει το πόδι σας."
"Θα πάω. Γεια σου, Πέτρο."
Ο Πέτρος έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και απομακρύνθηκε προς το διάδρομο του υπηρετικού προσωπικού, ενώ η Λίζα διέσχισε τη μεγάλη αίθουσα για να ανέβει τις σκάλες για το δωμάτιο της.
Μια συμπάθεια είχε άρχισει να γεννιέται μέσα της για τον νεαρό υπηρέτη που την έσωσε προς το παρόν, ωστόσο ήξερε ότι σύντομα οι σκοτεινές σκέψεις θα επέστρεφαν. Σκεπτόμενη το όμορφο πρόσωπο του όμως με εκείνα τα κάστανα μάτια και το ζεστό χαμόγελο, κατάλαβε ότι η ζωή δεν ήταν και τόσο άσχημη, τελικά.
*******
Τα επόμενα δύο η τρία κεφάλαια θα είναι αποκλειστικά αφιερωμένα στη Λίζα και στον Πέτρο. Τι λέτε να γίνει; Ο Πέτρος θα τη βοηθήσει να βγει εντελώς απ' το σκοτάδι της και να ξέχασει μια για πάντα τις σκέψεις περί θανάτου κι αυτοκτονίας; Θα δημιουργηθεί φιλιά ανάμεσα τους η και κάτι παραπάνω; Τους θέλετε μαζί; Η πιστεύετε ότι επειδή είναι από τελείως διαφορετικές κοινωνικές τάξεις δεν ταιριάζουν;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top