ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40

Πέρασαν τέσσερις βασανιστικές ημέρες για τον Λεωνίδα, τέσσερις ημέρες που η Κάτια ψηνόταν στον πυρετό και ακροβατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου. Σκεφτόταν πως αυτή ήταν η τιμωρία του για όσα είχε κάνει, να τη χάσει τώρα που την είχε βρει πραγματικά.

Ο Αρχίατρος βρισκόταν συνέχεια εκεί και την περιποιούνταν, όμως έλεγε στον Βασιλιά του να είναι προετοιμασμένος για οτιδήποτε. Ο Λεωνίδας δεν άντεχε, δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι θα έφευγε έτσι απλά απ' τη ζωή από δικά του λάθη. Όταν δεν ήταν εκεί ο γιατρός, τις περισσότερες ώρες τις περνούσε ο ίδιος στο πλευρό της, σκεπτόμενος πως αυτές ίσως ήταν οι τελευταίες τους στιγμές μαζί. Δεν κοιμόταν, δεν έτρωγε, καθόταν μονάχα και την πρόσεχε. Μέχρι και την αδελφή του είχε παραμελήσει, κι εκείνη είχε βυθιστεί στο δικό της σκοτάδι.

Πολλές φορές, κρατούσε στα χέρια του τη γυάλα με το τριαντάφυλλο που της είχε χαρίσει.

Αν χαρίσεις ένα τέτοιο τριαντάφυλλο σε μια κοπέλα, εκείνη θα σε ερωτευθεί αληθινά, όμως το μέλλον σας θα είναι σκοτεινό. Επανέρχονταν στο μυαλό του τα λόγια του θρύλου εκείνου. Να λοιπόν που αυτά τα λόγια είχαν βγει αληθινά και με τον χειρότερο τρόπο, τελικά. Άλλες φορές καθόταν πλάι της στο κρεβάτι, της κρατούσε το χέρι και την παρακαλούσε να ανοίξει τα μάτια της.

"Σε παρακαλώ, Κάτια μου, γίνε καλά, έστω κι αν αποφασίσεις να φύγεις ξανά μακριά μου. Έστω και αν δεν με συγχωρέσεις ποτέ..." της έλεγε. Τα λόγια της υπήρχαν ακόμα σαν μαχαίρια στην καρδιά του:

Σε μισώ για όλο τον πόνο που μου προκάλεσες. Αλλά σ' αγαπώ συγχρόνως, για όλες τις όμορφες αναμνήσεις που έχουμε μαζί. Την είχε πονέσει, την είχε πληγώσει και λίγο έλειψε να τη σκοτώσει, ενώ η μητέρα της σκοτώθηκε από τη σφαίρα που προοριζόταν για την ίδια.

Ωστόσο, το σώμα της Ανθής δεν μπορούσε να συντηρηθεί άλλο και έπρεπε αναγκαστικά να ταφεί. Δεν μπορούσαν να περιμένουν αν θα συνέλθει η Κάτια.

Ο Λεωνίδας της διοργάνωσε μια πρόχειρη, νεκρική τελετή με ελάχιστα άτομα. Θάφτηκε δίπλα στον τάφο του πατέρα του, με το σπασμένο ακόμα μάρμαρο. Ο Λεωνίδας διέταξε να ξεθαφτεί αργότερα ο πατέρας του και να ταφεί στην πιο απόμερη γωνιά του νεκροταφείου και αυτή τη φορά χωρίς πανάκριβα μνήματα από πάνω, μόνο μια απλή πέτρα με το όνομα του. Οι υπηρέτες απόρησαν, κάποιοι ήξεραν βέβαια τι είχε συμβεί, αλλά υπάκουσαν και το φρόντισαν αμέσως.

Την αμέσως επόμενη μέρα, σαν από θαύμα, η Κάτια άνοιξε τα μάτια της. Ο Λεωνίδας ήταν εκεί, δίπλα της. Τον έβλεπε συνέχεια στα όνειρά της, όσο καιρό ο πυρετός την είχε βυθίσει σε βαθύ ύπνο, έβλεπε τους δύο τους ευτυχισμένους, πως τα είχαν ξεχάσει όλα και βρίσκονταν μαζί στους κήπους του παλατιού, στο δικό τους Παράδεισο. Κατάλαβε πως ήταν η αγάπη του εκείνο που της έδινε δύναμη και την κρατούσε στη ζωή, η  οποία αγάπη τελικά υπερίσχυσε του μίσους.

Ένωσε τα μάτια της με τα δικά του και εκείνος βουρκωμένος από συγκίνηση, πήρε το χέρι της κι άρχισε να το φιλάει.

"Το ήξερα, Κάτια, το ήξερα πως θα γίνεις καλά." Της είπε.

"Λεωνίδα...;" ψιθύρισε εκείνη και ένα δάκρυ κύλησε και απ' τα δικά της μάτια.

"Όλα τελείωσαν, ζωή μου. Η Μαρία έφυγε, την έδιωξα όπως μου είπες. Κανένας δεν μας εμποδίζει πια να είμαστε μαζί. Το ξέρω πώς πέρασες πολλά, και ξέρω πώς κι εγώ σε πλήγωσα ανεπανόρθωτα. Όμως αν μου δώσεις μια ευκαιρία, θα τα φτιάξω όλα, θα δεις. Θα σε κάνω βασίλισσα στο πλάι μου και από εδώ και στο εξής θα σε προσέχω πιο πολύ κι απ' τη ζωή μου, σου το ορκίζομαι."

Η Κάτια κοίταξε αλλού και η καρδιά του Λεωνίδα βούλιαξε στο στήθος του. Περίμενε να του πει ότι δεν τον συγχωρούσε και ότι ήθελε να φύγει ξανά.

"Χάσαμε τόσα χρόνια..." είπε η Κάτια. "Εγώ έφταιγα, που έφυγα εξ' αρχής. Αν δεν είχα φύγει τότε, αν είχα μείνει και σου μιλούσα, ίσως να μην είχαν συμβεί όλα αυτά."

Ο Λεωνίδας της φίλησε πάλι το χέρι, το οποίο δεν είχε αφήσει λεπτό. Δεν ήθελε να μιλήσουν ακόμα για το λόγο που έφυγε. Ας γινόταν καλά πρώτα και ύστερα θα τα συζητούσαν ήρεμα. Αλλά και η ίδια η Κάτια, απ' τη μεριά της, δεν ένιωθε έτοιμη ακόμα και τώρα να του μιλήσει. Ίσως πάλι να είχε μάθει την αλήθεια από τη Λίζα η τη Μαρία.

"Η μητέρα μου;" ρώτησε, που ξάφνου θυμήθηκε τον άδικο χαμό της.

"Έγινε χθες η κηδεία της. Δεν γινόταν να περιμένουμε άλλο... Τέσσερις μέρες είχαν περάσει. Λυπάμαι που δεν μπόρεσες να είσαι εκεί." Της απάντησε ο Λεωνίδας με σκυμμένο το κεφάλι. Τα δάκρυα κύλησαν ξανά στα μάτια της Κάτιας και δεν είπε τίποτα άλλο.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο πυρετός της άρχισε να πέφτει και ένιωθε και η ίδια πολύ καλύτερα. Ο Λεωνίδας βρισκόταν συνέχεια στο πλάι της, την πίεζε να φάει τις σούπες που της σέρβιραν στο κρεβάτι και γενικά την περιποιούνταν σαν νοσοκόμος. Η Κάτια κατάλαβε πως η καρδιά της μόνο σε εκείνον ανήκε και δεν χωρούσε πλέον μίσος σ' αυτήν. Ήθελε να μείνει για πάντα κοντά του και να τα φτιάξουν όλα απ' την αρχή, να δημιουργήσουν νέες αναμνήσεις.

Ήταν η πρώτη μέρα που έτρωγαν πρωινό μαζί. Η Κάτια φόρεσε ένα από τα πιο όμορφα φορέματα της, χρώματος απαλό ροδακινι, μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά και κατέβηκε. Ο Λεωνίδας την κοίταξε χαρούμενος. Είχε αναρρώσει πλήρως, αν και φαινόταν λίγο ταλαιπωρημένη στο πρόσωπο της. Την υποδέχθηκε στην είσοδο της τραπεζαρίας, της φίλησε το χέρι όπως παλιά, μόνο που αυτή τη φορά την κοιτούσε και στα μάτια.

"Καλώς την." Είπε. "Έλα, κάθισε." Την οδήγησε στο τραπέζι, όπου βρισκόταν σερβιρισμένο ένα από τα πλούσια πρωινά του παλατιού που τόσο της είχαν λείψει, μόνο σε λιγότερη ποσότητα γιατί τώρα δεν ήταν τόσα άτομα.

Κάθισαν και ο Λεωνίδας της σέρβιρε αμέσως φρέσκο χυμό πορτοκάλι.

"Πιες." Της είπε. "Χρειάζεσαι βιταμίνες." Η Κάτια έκανε όπως της είπε, ήπιε μονομιάς το χυμό της και έπειτα πήρε να αλείψει μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα. Έτρωγαν σιωπηλοί για λίγη ώρα. Το τραπέζι φαινόταν απίστευτα άδειο με μονάχα τους δύο τους.

"Που είναι η αδελφή μας;" τον ρώτησε η Κάτια κάποια στιγμή. Όλες αυτές τις μέρες που ήταν άρρωστη, δεν την είδε καθόλου, ούτε είχε πάει στο δωμάτιο της να τη δει. Το βλέμμα του Λεωνίδα σκοτείνιασε.

"Η Λίζα...Δεν βγαίνει συχνά. Από την ημέρα εκείνη της εκτέλεσης, κλείστηκε στον αυτό της και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τη βοηθήσω. Δεν δέχεται να δει κανέναν στο δωμάτιο της και παίρνει όλα της τα γεύματα εκεί."

"Είναι... κριμα μια νέα κοπέλα να χαραμίζεται έτσι. " Συμφώνησε η Κάτια. "Θα προσπαθήσω κι εγώ να τη βοηθήσω." Το ένιωθε χρέος της. Ήξερε ότι έφταιγε κι η ίδια για την κατάσταση της, έπειτα από αυτό που της αποκάλυψε σχετικά με τον πατέρα της...

Ο Λεωνίδας είχε αποφασίσει να μιλήσει στην Κάτια εκείνη τη μέρα σχετικά με το βιασμό της Μαρίας και να τη ρώτησει τι ακριβώς είχε κάνει ο πρώην βασιλιάς και στην ίδια. Έπρεπε να το κάνει, όσο κι αν την πονούσε η θύμηση του. Μόνο έτσι θα άφηναν τελείως το παρελθόν πίσω τους. Όταν τελείωσαν το πρωινό τους, της έπιασε απαλά το χέρι επάνω στο τραπέζι και της είπε:

"Κάτια μου... Δεν ξέρω πώς να στο φέρω πιο ομαλά αυτό αλλά...πρέπει να μάθω την αλήθεια για τη φυγή σου. Η Μαρία, ως ψεύτικη εσύ, μου είπε..."

"Ξέρω τι σου είπε. Η Λίζα πρόλαβε να με ενημερώσει για όλα, πριν αποκαλύψω και σε εκείνη την αλήθεια. Σοκαρίστηκε τόσο πολύ, όταν την άκουσε, που αρνήθηκε να με βοηθήσει και να σε πείσει για την αθωότητα μου." Τα μάτια της δάκρυσαν και απέφυγε το βλέμμα του.

"Και ποια είναι αυτή η αλήθεια, Κατια; Σου έκανε κακό ο πατέρας μου;" Η Κάτια άρχισε να τρέμει στην ανάμνηση εκείνη του παρελθόντος, που την ανάγκασε να φύγει μακριά του. Η καρδιά του Λεωνίδα χτυπούσε σαν τρελή από αγωνία και το μυαλό του έπλαθε ήδη το χειρότερο σενάριο. Η Κάτια πήρε μια πετσέτα απ' το τραπέζι, σκούπισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα να ηρεμήσει.

"Πώς το έμαθες; Εννοώ...πως έφτασες στο συμπέρασμα ότι μου έκανε κατι;"

"Πριν διώξω τη Μαρία, μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο πατέρας μου τη βίασε. Για αυτό τον σκότωσε." Απάντησε και περίμενε ακόμα τη δική της απάντηση. Η Κάτια κοίταξε κάτω, έπειτα έξω απ' τη τζαμαρία τους κήπους και απάντησε:

"Δεν με βίασε. Του ξέφυγα. Κι ύστερα φοβόμουν να γυρίσω..."

Μια ανάσα ανακούφισης ξέφυγε από τα χείλη του Λεωνίδα, που δεν είχε συμβεί το χειρότερο. Αλλά ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για να αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην καρδιά της αγαπημένης του. Ένιωθε πολύ χαζός που δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Σηκώθηκε αμέσως και πήρε την Κάτια στην αγκαλιά του. Τον αγκάλιασε κι εκείνη κι ένιωσε επιτέλους ασφάλεια μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια.

"Δεν έπρεπε να φύγω, αγάπη μου..." του έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς της. "Έπρεπε να σου μιλήσω, όμως φοβόμουν την αντίδραση σου..."

"Σσσς... Ηρέμησε. Τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία τώρα πια. Ότι έγινε ανήκει πια στο παρελθόν και δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, για αυτό ας το αφήσουμε εκεί. Ο πάτερας μου είναι νεκρός, πήρε αυτό που του άξιζε κι εσύ είσαι μαζί μου. Δεν θέλω να φοβάσαι πια." Η Κάτια έσφιξε κι άλλο το κορμί του στην αγκαλιά της. Έπειτα, ο Λεωνίδας απομακρύνθηκε λίγο και της έπιασε τα χέρια για να σηκωθεί.

"Θες να πάμε μια βόλτα στους κήπους, όπως παλια;" της πρότεινε. Η Κάτια δέχτηκε με ένα νεύμα και έφυγαν.

Ο καιρός ήταν πολύ καλός ύστερα από τόσες μέρες βροχής και όλα έδειχναν ανανεωμένα. Περπατούσαν δίχως να αφήνουν λεπτό ο ένας το χέρι του άλλου και η Κάτια είχε ηρεμήσει πλέον. Της φαινόταν περίεργο το ότι ο Λεωνίδας έβλεπε τα πάντα και μπορούσαν να κοιτούν μαζί τα όμορφα λουλούδια για τα οποία της μιλούσε πάντοτε.

"Που ήσουν όλον αυτόν τον καιρό;" τη ρώτησε κάποια στιγμή. "Αν θες μου λες. Δεν σε πιέζω για τίποτα."

"Φυσικά και θα σου πω." Είπε η Κάτια, που το περιβάλλον του κήπου της έκανε αμέσως καλό και εκεί φοβόταν λιγότερο να αντιμετωπίσει όσα πέρασε. "Ήμουν στον Νότο."

"Στο παλιό σου βασίλειο. Έπρεπε να το φανταστώ." Είπε ο Λεωνίδας.

"Έζησα πολλές εμπειρίες εκεί, άσχημες αλλά και όμορφες. Δεν θέλω να μιλήσω αναλυτικά για αυτά αμέσως. Ίσως κάποια άλλη στιγμή. Πάντως, ο Νότος δεν είναι πια όπως παλιά. Έχει κυριεύθει από ληστές και μαφιόζους και ο Βασιλιάς τους κήρυξε πτώχευση."

"Αυτό είναι άσχημο. Θα κάνω ότι μπορώ για να το διορθώσω, αλλά ξέρεις πόσο δύσκολο θα είναι, γλυκιά μου. Το βασίλειο μας με εκείνο του Νότου δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Ο πατέρας μου αδιαφορούσε για τα ζητήματα τους και..." Δεν συνέχισε την αναφορά στο όνομα του. Έκανε και στους δύο κακό.

"Πάντως είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το ότι επιβιώσες σ' αυτό το μέρος, αν είναι έτσι όπως μου τα λες. Είσαι μια ηρωίδα, Κάτια." Της είπε με θαυμασμό.

"Είμαι μια δειλή. Έμεινα εκεί τόσον καιρό ενώ εδώ περάσατε τα πάνδεινα. Χάσαμε τα αδέλφια μας κι εγώ δεν ήμουν εδώ να σε στηρίξω."

Ο Λεωνίδας σταμάτησε να περπατάει και στάθηκε αντίκρυ της να την κοιτάξει.

"Μην το ξαναπείς αυτό. Είσαι πολύ γενναία. Και μόνο που γύρισες και με αντιμετωπίσες, ακόμα και αν είχες μάθει ότι η Μαρία σου είχε πάρει τη θέση και ήξερες πως ίσως κινδύνευες με εκτέλεση, αντί να στραφείς να φύγεις, έμεινες να διεκδικήσεις αυτά που σου ανήκουν. Είσαι μια πραγματική βασίλισσα, Κάτια και σε θέλω στο πλευρό μου όχι μόνο ως σύζυγο, αλλά και ως ισάξια στη διακυβέρνηση του Βορρά. Δεν θα σ' αφήσω ποτέ ξανά να φύγεις, δεν θα πάψω να σ' αγαπώ και να προσπαθώ να διορθώσω τα λάθη μου για να σε κάνω ευτυχισμένη. Δεν θα ντραπώ να παραδεχτώ σε όλο το βασίλειο το λάθος μου και να κάνω εσένα πραγματική γυναίκα μου και Βασίλισσα." Της είπε με πάθος. Η Κάτια ένιωσε να τον ερωτεύεται ξανά απ' την αρχή. Αυτός ήταν ο Λεωνίδας που αγάπησε.

"Είμαι ήδη ευτυχισμένη, και μόνο που είμαστε ξανά μαζί." Του είπε και ένωσε τα χείλη τους μηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ τους. Ήταν ένα γεμάτο πάθος φιλί, που έλεγε όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν με λόγια. Πόσο της είχαν λείψει τα χείλη του... Και ο Λεωνίδας για μια ακόμα φορά κατάλαβε πόσο τυφλός ήταν ακόμα κι όταν ξανά βρήκε την όραση του. Αυτή ήταν η Κάτια του που αγάπησε, και όχι το ψέμα που φιλούσε μέχρι πρότινος. Τώρα πια δεν χωρούσε αμφιβολία! Τώρα είχε ξαναβρεί το φώς του, όχι την ημέρα που ξύπνησε ύστερα απ' την επέμβαση.

"Είχα χάσει τον εαυτό μου τόσον καιρό." Της είπε έπειτα, συνεχίζοντας τη βόλτα τους. "Η Μαρία ήταν τόσο διαφορετική, και δεν έλεγα να το δω πως δεν ήσουν εσύ. Μου είπε πως πέρασε πολλά κατά τη διάρκεια της απουσίας της και εγώ πίστευα πως αυτά την άλλαξαν. Άλλαξα κι εγώ πλάι της χωρίς να το θέλω. Ενώ είχα ορκιστεί στο λαό πως θα ήμουν δίπλα τους σαν ένας από αυτούς, άρχισα να αδιαφορώ και να ασχολούμαι μόνο με τα δικά μου προβλήματα."

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η Κάτια μπορούσε να τον δικαιολογήσει κάπως. Είχε δει και η ίδια πόσο είχε αλλάξει και με ποσό μίσος την κοιτούσε την ημέρα που την παρουσίασαν μπροστά του. Εθελοτυφλούσε για να μην αντιμετωπίσει την αλήθεια. Τώρα όμως, είχε ξαναβρεί τον χαμένο του εαυτό.

"Μη σε στεναχωρούν πια αυτά, αγάπη μου. Εγώ είμαι εδώ τώρα. Θα τα φτιάξουμε όλα μαζί." Του είπε, και του χάρισε ένα από τα ζεστά της χαμόγελα.

Η Λίζα είδε από το παράθυρο της κάμαρης της, κάτω στον κήπο, τον Λεωνίδα και την Κάτια να φιλιούνται, κι ένιωσε να βυθίζεται ακόμα περισσότερο στη μοναξιά της και στο σκοτάδι. Ζήλευε που είχαν ο ένας τον άλλον και θα τα ξεπερνούσαν όλα. Όμως εκείνη δεν είχε κανέναν, είχε χάσει τη μητέρα της και ο πατέρας της αποδείχθηκε πως ήταν ένα κάθαρμα. Και τώρα θα έπρεπε να ζήσει για πάντα ως η μοναχική, παρατημένη πριγκίπισσα, γιατί δεν είχε να δώσει τίποτα και σε κανέναν πια.

****************

Ο Λεωνίδας και η Κάτια ξαναζούν τον έρωτα τους απ' την αρχή και η Λίζα έχει βυθιστεί στην κατάθλιψη. Τι λέτε να κάνει; Θα αντιδράσει με ζήλια απέναντι στα αδέλφια της η θα κάνει κακο στον εαυτό της; Δικαιολογείται η συμπεριφορά της και όσα νιώθει;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top