ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39

Άνοιξε τα μάτια της. Ήταν ακόμα ζωντανή, αλλά όχι δεμένη στο στυλό. Ήταν ξαπλωμένη σ' ένα κρεβάτι και σκεπασμένη με κουβέρτες. Έξω έβρεχε ακόμα, μπορούσε να ακουσει τον αέρα και τη βροχή να λυσσομανούν.

Αυτό το δωμάτιο της ήταν γνωστό. Ήταν το παλιό της δωμάτιο στο Παλάτι. Συγκινήθηκε που βρισκόταν και πάλι εκεί. Τα μαλλιά της είχαν στεγνώσει και δεν φορούσε πια τα βρεγμένα της ρούχα, αλλά μια στεγνή νυχτικιά. Ένιωθε άρρωστη κι αδύναμη.

Ξαφνικά η πορτα άνοιξε και φάνηκε μια ανδρική φιγούρα στο μισοσκόταδο. Άναψε το φως και η Κάτια τον είδε. Ήταν ο Λεωνίδας, ο οποίος φαινόταν συντετριμμένος. Δεν φορούσε πια τη μπέρτα του ούτε το στέμμα.

"Έπρεπε να το καταλάβω απ' την αρχή πως ήσουν εσύ. Ήμουν τόσο ηλίθιος..." είπε πλησιάζοντας με αργά βήματα το κρεβάτι της. Κάθισε στην άκρη του.

"Συγνώμη για όλα, γλυκιά μου Κάτια. Που πίστεψα τη Μαρία και το ανόητο παραμύθι της, που σε έστειλα στην εκτέλεση, που η μητέρα σου σκοτώθηκε κατά λάθος εξαιτίας μου..."

Είχε βουρκώσει. Φαινόταν στα αλήθεια πως είχε καταλάβει το λάθος του, και η Κάτια δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ένιωθε ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και οίκτου, όμως οι πληγές που της είχε ανοίξει στην ψυχή ήταν πολύ φρέσκιες ακόμα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει.

"Πώς με αναγνώρισες;" ρώτησε με φωνή που ίσα που έβγαινε.

"Αφού σκοτώθηκε η μητέρα σου, επικράτησε ένας πανικός. Ακύρωσα την εκτέλεση και οι φρουροί έβγαλαν έξω τον κόσμο, για να μεταφέρουμε το σώμα της Ανθής στην άμαξα και να το φέρουμε στο Παλάτι. Εγώ και η Λίζα αδυνατούσαμε να το πιστέψουμε. Η Μαρία εξαφανίστηκε και την έχασα για λίγο, ενώ εσένα σε είχαμε ξεχάσει στη βροχή για τέσσερις ώρες. Κάποια στιγμή, η Λίζα ήρθε και μου είπε ότι, πριν σε πιάσουν οι φρουροί και σε οδηγήσουν σε εμένα, είχες μιλήσει μαζί της και είδε το σημάδι στο πλευρό σου. Έτρεξα γρήγορα με το άλογο πάλι στην αρένα, είδα και μόνος μου το σημάδι, το άγγιξα και κατάλαβα. Ένιωσα ένα μικρό σοκ, συνειδητοποιώντας πως όλες μου οι αναμνήσεις με την γυναίκα που παντρεύτηκα πριν έξι χρόνια ήταν ένα ψέμα, και ότι αν δεν σε έσωζε η μητέρα σου, τώρα θα ήσουν νεκρή εξαιτίας μου και μπορεί ποτέ να μη μάθαινα την αλήθεια. Σε έλυσα και σε μετέφερα μόνος μου ως εδώ, κάλεσα τον Αρχίατρο και σε βάλαμε να ξαπλώσεις. Είχες πυρετό και είπε ότι αρρώστησες από την παραμονή σου στη βροχή. Μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονία."

Έσκυψε το κεφάλι.

"Σιχαίνομαι τον εαυτό μου, Κάτια. Τόσα χρόνια...Ήμουν με μια γυναίκα που πίστευα πως ήσουν εσύ. Τη φιλούσα, της έλεγα πως την αγαπώ... Η Λίζα είχε δίκιο. Ήμουν πιο τυφλος και από όταν ήμουν στα αλήθεια τυφλός. Αν με μισείς, θα έχεις απόλυτο δίκιο. Είσαι άρρωστη, η μητέρα σου είναι νεκρή και τώρα θα ήσουν και η ίδια νεκρή και όλα αυτά εξαιτίας μου."

Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο της Κάτιας και έπνιξε ένα λυγμό.

"Σε μισώ..." του είπε. "Για όλο τον πόνο που μου προκάλεσες..." Είδε τον πόνο στο πρόσωπο του, αλλά έπρεπε να του πει την αλήθεια. Η προδοσία του ήταν πολύ βαριά, έστω κι αν έφταιγε η αδελφή της.

"Αλλά σ' αγαπώ συγχρόνως." Συνέχισε. "Για όλες τις όμορφες αναμνήσεις που έχουμε μαζί... Αυτές δεν μπορώ να τις διαγράψω." Κι άλλα δάκρυα κύλησαν, το ίδιο και απ' τα μάτια του Λεωνίδα.

"Φταίει και η Μαρία όμως. Αυτή με ξεγέλασε." Είπε έπειτα με μίσος. "Δεν έπρεπε να την πιστέψω, κι όμως αυτή τα κατάφερε. Για αυτό πες μου, θες να την εκτέλεσω, να τιμωρηθεί για όλα όσα έκανε; Πες μου... Θα δικαιωθείς έτσι; Θα με συγχωρέσεις;"

"Όχι..." Είπε η Κάτια αποφεύγοντας το βλέμμα του. "Αρκετό αίμα χύθηκε εξαιτίας σου. Διωξ' την απλά απ' το βασίλειο, να μην την ξαναδώ ποτέ μου." Ο Λεωνίδας της έπιασε το χέρι και το φίλησε.

"Αυτό θα κάνω, αφού αυτό επιθυμείς."

Η Κάτια δεν είχε το κουράγιο να μιλήσει άλλο. Ένιωσε τα μάτια της να κλείνουν και να βυθίζεται ξανά σε λήθαργο. Ο Λεωνίδας έπιασε το μέτωπο της.

"Ο πυρετός ανέβηκε πάλι. Θεέ μου..." της είπε έντρομος και βγήκε τρέχοντας απ' το δωμάτιο.

Επέστρεψε μετα από λίγο με μια βρεγμένη πετσέτα και την τοποθέτησε στο μέτωπο της. Της κράτησε το χέρι, αναζητώντας ένα σημάδι ζωής. Η Κάτια ζούσε, αλλά δεν είχε πλέον επαφή με την πραγματικότητα.

"Σε παρακαλώ, Κάτια μου, μη μ' αφήσεις τώρα που σε βρήκα στα αλήθεια... Θα τα φτιάξω όλα, σου το ορκίζομαι. " Δεν έλαβε απάντηση. Ένιωσε κάτι μέσα του να καίει, ένα απέραντο μίσος για τον εαυτό του, αλλά και για τη Μαρία, την κυρία υπαίτια όλων αυτών. Σηκώθηκε γρήγορα και πήγε να τη βρει.

Η Μαρία καθόταν στο κρεβάτι κι έκλαιγε. Δεν είχε αλλάξει το βρεγμένο φόρεμα της και τα μαλλιά της είχαν χαλάσει, αν κι είχαν στεγνώσει πλέον. Είχε μετανιώσει για όλα όσα είχε κάνει. Εξαιτίας του έρωτα της για τον Λεωνίδα, είχε πεθάνει η μητέρα της και η ίδια κινδύνευε τώρα με εκτέλεση, αφού άκουσε τη Λίζα να λέει στον Λεωνίδα για το σημάδι, και έπειτα τον είδε να τρέχει προς τους στάβλους για να πάρει το άλογο του. Ποια θα ήταν η μοίρα της τώρα; Ότι κι αν ήταν αυτό, θα της άξιζε. Για ένα πράγμα δεν μετάνιωνε μόνο: που είχε σκοτώσει εκείνο το κάθαρμα.

Ξαφνικά, είδε την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα ένας Λεωνίδας μανιασμένος. Μόνο μια φορά είχε φοβηθεί τόσο στη ζωή της. Τη νύχτα του βιασμού της.

"Φίδι!" της φώναξε. "Ένα φίδι, αυτό είσαι! Με κορόιδεψες! Σκότωσες τον πατέρα μου! Και τώρα η Κάτια θα πεθάνει εξαιτίας σου!" Και όρμησε πάνω της.

"Όχι!!" Ούρλιαξε η Μαρία και προσπάθησε να του ξεφύγει, αλλά δεν τα κατάφερε. Την έπιασε απ' το λαιμό και τα δυνατά του χέρια την έσφιγγαν με μίσος, κάνοντας τον αέρα της να κόβεται.

"Θα σε σκοτώσω! Θα σε σκοτώσω και θα ρίξω το πτώμα σου  στο γκρεμό! Αυτό σου αξίζει!" Της φώναζε εκτός εαυτού. Τα μάτια της τον κοιτούσαν έντρομα και τα χέρια της έκαναν μάταιες προσπαθείες να απομακρύνουν τα δικά του απ' το λαιμό της.

Καθώς την έπνιγε, ο Λεωνίδας σκέφτηκε την Κάτια και τα τελευταία λόγια της:

Μην τη σκοτώσεις. Αρκετό αίμα χύθηκε εξαιτίας σου. Όχι, δεν έπρεπε να το κάνει. Δεν ήταν δολοφόνος.

Την πέταξε στο πάτωμα και ο ίδιος απομακρύνθηκε, κάθισε κάτω από τη μεριά του κρεβατιού βαριανασαίνοντας, καθώς η Μαρία στην άλλη μεριά του δωματίου έβηχε και πάλευε να ξανάβρει την αναπνοή της. Ωστόσο λίγοι υπηρέτες και φρουροί είχαν ακούσει τις φωνές και στέκονταν τώρα στην πόρτα έντρομοι και ακίνητοι.

"Πάρτε την και πετάξτε την έξω. Και να μην ξανάρθει ποτέ στο βασίλειο μας." Τους είπε ο Λεωνίδας.

Εκείνοι υπάκουσαν αμέσως, πήγαν και σήκωσαν τη Μαρία και την οδήγησαν στην έξοδο του δωματίου.

"Δεν θα φύγω αν δεν πω πρώτα δύο κουβέντες στον βασιλιά. Νομίζω του χρωστάω μια εξήγηση." Είπε η Μαρία και στράφηκε προς το μέρος του. Είχε σταματήσει το κλάμα, η έκφραση της ήταν σοβαρή και δύο σημάδια είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο λαιμό της από τον παραλίγο πνιγμό της. Ο Λεωνίδας σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι της.

"Λεωνίδα, ο πατέρας σου με βίασε. Για αυτό τον σκότωσα. Ήταν μόνο ένας βιαστής, ένας ανώμαλος. Και δεν μετάνιωσα στιγμή που τον σκότωσα."

"Όχι..." ψέλλισε σοκαρισμένος ο Λεωνίδας. "Όχι, αποκλείεται... Λες ψέματα!"

"Αν ζήσει η Κάτια, ρώτησε την γιατί έφυγε κι αυτή. Αυτό μόνο έχω να πω. Σε αντίθεση με εσένα, που σκότωσες κατά λάθος τη μητέρα μου, εγώ τουλάχιστον έχω τη συνείδηση μου καθαρή, ότι το σκουλήκι πήρε αυτό που του άξιζε. Αντίο."

"Πάρτε την από μπροστά μου! Πηγαίνετε την στα σύνορα και πετάξτε την έξω απ' το βασίλειο μου! ΤΩΡΑ!!" Ούρλιαξε ο Λεωνίδας και οι φρουροί, που είχαν τρομάξει κι εκείνοι από όλη αυτή την κατάσταση και τις αποκαλύψεις, δεν είχαν πάρα να υπακούσουν τη διαταγή του. Η Μαρία έφυγε περήφανη, χωρίς να φέρει αντίσταση και χωρίς να χύσει άλλο δάκρυ.

Όταν έμεινε μόνος του, ο Λεωνίδας σκέφτηκε όλα αυτά τα τελευταία λόγια της Μαρίας και τα έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό του.

Ο πατέρας σου ήταν ένας βιαστής, ένας ανώμαλος.

"Όχι..." μονολογούσε. "Δεν είναι αλήθεια... Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!"

Δεν μετανιώνω λεπτό που τον σκότωσα. Πήρε αυτό που του άξιζε.

"Όχι!" Ο μεγάλος και τρανός Βασιλιάς Αλέξανδρος. Βιαστής. Πώς μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα ο ίδιος του ο πατέρας;

Τότε συνδέθηκαν μεταξύ τους όλα τα γεγονότα, από την ξαφνική φυγή της Κάτιας και έπειτα. Για αυτό και η Μαρία δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει έρωτα μαζί του, παρόλο που παλιότερα ήταν αρκετά τολμηρή θα έλεγε κανείς.

Ρωτά την Κάτια γιατί έφυγε... Η φωνή της Μαρίας ακόμα αντηχούσε στο κεφάλι του. Είχε κάνει κακο και στην Κάτια... Έτσι εξηγείται... Η Κάτια του δεν θα έφευγε έτσι απλά. Δεν θα τον εγκατέλειπε χωρίς εξηγήσεις.

Είχε διπλωθεί στα δύο, ξαπλωμένος στο πάτωμα για αρκετή ώρα. Έξω είχε αρχίσει να βραδιάζει και η βροχή είχε σταματήσει. Σηκώθηκε και βγήκε απ' το καταραμένο δωματίο της Μαρίας. Πήγε στην Αίθουσα του Θρόνου, πήρε το στέμμα και τη μπέρτα του πατέρα του, στη συνέχεια βρήκε έναν πέλεκυ και ένα δαυλο με φωτιά.

Κατευθύνθηκε στον τάφο του πατέρα του, σαν τρελός αλλά με ήρεμες κινήσεις. Όταν έφτασε εκεί, ακούμπησε το στέμμα επάνω στο πολυτελές μάρμαρο του μνήματος κι έπειτα, σήκωσε τον πέλεκυ και τον έφερε με δύναμη προς τα κάτω. Το στέμμα έσπασε αμέσως στα δύο. Έκανε ξανά την ίδια κίνηση, ραγίζοντας έπειτα και το μάρμαρο.

"Κάθαρμα!" Φώναζε ανάμεσα στα χτυπήματα. "Ανώμαλε! Ένας ανώμαλος, αυτό ήσουν! Ένα σκουλήκι που ήθελε να λέγεται και βασιλιάς!" Ξεσπούσε όλο του το μένος σ' αυτό το απόβρασμα που θεωρούσε ήρωα και αποκαλούσε πατέρα του. Όταν τελείωσε και το πρώτο κύμα παράνοιας πέρασε, κοίταξε το δημιούργημα του. Το μάρμαρο είχε σπάσει σε αρκετά μεγάλα κομμάτια. Ο Λεωνίδας άφησε κάτω τον πέλεκυ και ξέσπασε σε ένα γέλιο νευρικό, σχεδόν τρελό.

"Δεν με νοιάζει όμως πλέον και ξέρεις γιατί;! Γιατί δεν μπορείς να βλάψεις ξανά την Κάτια μου! Είσαι εκεί που σου αξίζει, δύο μέτρα κάτω απ' τη γη! Και σίγουρα η ψυχή σου θα καίγεται στην Κόλαση αιώνια, πατέρα!" Τόνισε ειρωνικά την τελευταία λέξη και έπειτα, σκούπισε τα δάκρυα που συνόδευαν τα λόγια του και τοποθέτησε στα σπασμένα μάρμαρα τον βρώμικο μανδύα του που μέχρι πρότινος τον φορούσε και τον τιμούσε. Πήρε τη δάδα και του έβαλε φωτιά, έπειτα έμεινε να παρατηρεί τις φλόγες ανέκφραστος, ικανοποιημένος για το αποτέλεσμα του. Ένιωθε πως έκαιγε και τον ίδιο, εκείνον που τόλμησε να απλώσει τα βρωμοχερα του στην Κάτια του.

"Αν ζούσες ακόμα, θα σε σκότωνα εγώ ο ίδιος, ακους;" είπε με μίσος.

Στο μεταξύ, ορισμένοι φρουροί από τους κήπους είδαν τους καπνούς και έτρεξαν στο σημείο της φωτιάς. Μόλις είδαν τι είχε κάνει ο Βασίλιας τους, πίστεψαν πως τρελάθηκε και τον πλησίασαν φοβισμένοι.

"Μεγαλειότατε, τι πάθατε;"

"Είστε καλα;" Άκουγε τις φωνές τους ο Λεωνίδας, αλλά δεν έδινε σημασία. Εξακολουθούσε να κοιτάζει τη φωτιά.

"Γιατί βάλατε φωτιά στον τάφο του πατέρα σας; Και γιατί τον σπασατε ;"

"Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον Στρατηγό. Δεν είναι στα λογικά του."

"Μια χαρά είμαι! Να μη φωνάξετε κανέναν στρατηγό! Είμαι ο βασιλιάς και έκανα έτσι τον τάφο γιατί έτσι γούσταρα! Τώρα σβήστε αυτή τη φωτιά και γυρίστε πίσω στις δουλειές σας!"

Οι φρουροί υπάκουσαν. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάνουν κι αλλιώς.

Στο μεταξύ, στην απέναντι γωνιά του νεκροταφείου, η Λίζα είδε όλη αυτή τη σκηνή να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια της, αλλά δεν τόλμησε να πλησιάσει. Και κατάλαβε πως και ο αδελφός της έμαθε την αλήθεια για τον πατέρα τους. Ναι, το είχε πιστέψει πλέον. Η Κάτια δεν θα έλεγε ποτέ ψέματα για κάτι τέτοιο. Δεν ήταν η Μαρία. Και όταν είδε τη μητέρα τους αιμόφυρτη στο έδαφος, να έχει πεθάνει δίνοντας τη ζωή της για την Κάτια, ένιωσε ένοχη που δεν είχε βοηθήσει την Κάτια και δεν είχε μιλήσει νωρίτερα στον Λεωνίδα για το σημάδι. Και τώρα η μητέρα της ήταν νεκρή εξαιτίας της. Τώρα ήταν πια πολύ αργά. Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να μιλήσει τελικά στον Λεωνίδα για το σημάδι, έστω και τελευταία στιγμή. Τώρα πια δεν είχε κανένα λόγο για να ζει.

**********************

Από ότι βλέπετε, ο καθένας ρίχνει ευθύνες στον εαυτό του για το θάνατο της Ανθής. Όλοι βέβαια έχουν ένα μερίδιο ευθύνης, αλλά ποιος πιστεύετε εσείς ότι είναι ο κύριος υπαίτιος όλης αυτής της τραγωδίας; Ποιος έφταιγε εξ αρχής δηλαδή που έγιναν όλα αυτά;

Τι θα γίνει στη συνέχεια; Η Κάτια θα ζήσει; Και αν ζήσει, πιστεύετε πως πρέπει να συγχωρέσει τον Λεωνίδα και να είναι ξανά μαζί, η να γυρίσει πάλι πίσω στον Νότο και στο μπαρ του Κυρ Παύλου;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top