ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
Προσοχή! Σκληρές εικόνες σε αυτό το κεφάλαιο! Προσπάθησα να μην τις περιγράψω με λεπτομέρειες, ούτε εγώ η ίδια θα το άντεχα, αλλά αν παρόλα αυτά δεν μπορέσετε να τις διαβάσετε μπορείτε να προσπεράσετε αυτές τις παραγράφους!
Βορράς, ίδια χρονολογία με προηγούμενο κεφάλαιο.
Η Λίζα είχε πολύ άγχος εκείνη τη μέρα. Είχαν μόλις υποδεχθεί, μαζί με τον αδελφό της, τη μάγισσα Πουλχερία, που ήρθε από τη Χώρα των Μάγων για να γιατρέψει την όραση του.
Είχε αρκετά τρομακτική όψη, δημιουργώντας της έτσι αρκετό φόβο, μαζί με το φόβο που είχε ήδη για την επερχόμενη επέμβαση. Είχε αρκετά γερασμένο πρόσωπο με βαθιές ρυτίδες, μαύρα μακριά μαλλιά τα οποία όλως παραδόξως δεν συνόδευαν την ηλικία μαζί με το πρόσωπο της, γάμψη μύτη και όταν χαμογέλασε, διέκρινε αρκετά σάπια δόντια στο στόμα της.
"Χαίρω πολύ, Υψηλότατε. Ο πατέρας σας μου είχε πει πάρα πολλά για εσάς στο ταξίδι του στη Χώρα μας, πριν από δέκα χρόνια." Είπε με βραχνή φωνή και έκανε ελαφριά υπόκλιση μπροστά τους.
"Χαίρω παρομοίως, Μάγισσα Πουλχερία. " είπε ο Λεωνίδας, και η Λίζα χαιρόταν ενδόμυχα που εκείνος δεν μπορούσε να δει την τρομακτική μάγισσα.
Τυχερέ! Είπε μέσα της και έπνιξε ένα γέλιο, διώχνοντας έτσι για λίγο το άγχος της. Η Πουλχερία έστρεψε τα μεγάλα μαύρα της στα δικά της και ήταν λες κι έβλεπε μέσα στην ψυχή της, σαν να καταλάβαινε κάθε σκέψη της.
"Και εσείς πρέπει να είστε η νεαρή Πριγκίπισσα Λίζα, που θα πάρει το θρόνο σε περίπτωση που αποτύχω, έτσι δεν είναι;" της είπε, σαν να την κατηγορούσε που ήταν απαισιόδοξη σχετικά με την επέμβαση. Και πως να μην ήταν δηλαδή, μετά από τόσες συμφορές που είχαν βρει την οικογένεια τους;
"Ν...Ναι... Μάλιστα, εγώ είμαι." Είπε.
"Χαίρω πολύ." Η μάγισσα πλησίασε και της κράτησε τα χέρια.
"Φοβάσαι." Της είπε. "Δεν με εμπιστεύεσαι." Συμπέρανε. Από τη δύσκολη θέση την έβγαλε ευτυχώς ο αδελφός της.
"Γιατί δεν πάτε να ξεκουραστείτε πρώτα, Μάγισσα Πουλχερία, και ύστερα να συζητήσουμε σχετικά με τις λεπτομέρειες της επέμβασης;" Και κάλεσε έναν υπηρέτη για να συνοδεύσει τη μάγισσα στο δωμάτιο που είχε ετοιμαστεί για εκείνη. Αφού αποχώρησε, ο Λεωνίδας στράφηκε στη Λίζα:
"Είναι ένταξει να φοβάσαι." Της είπε.
"Όμως να σκέφτεσαι πως ακόμα κι αν όλα πάνε στραβά, εγώ θα είμαι και πάλι δίπλα σου. Θα έχουμε ακόμα ο ένας τον άλλον." Η Λίζα συμφώνησε και πήγε στο δωμάτιο της να συλλογιστεί όπως έκανε συχνά.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η ζωή στο Παλάτι κυλούσε ήρεμα και μελαγχολικά. Ακόμα δεν είχε φανεί κανένα ίχνος της μητέρας της, αλλά ούτε της Κάτιας, και οπωσδήποτε ούτε της Μαρίας. Εκείνη δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί μετά το αποτρόπαιο έγκλημα της. Ο Λεωνίδας το είχε αποδεχθεί βέβαια πως δεν θα επέστρεφε ούτε η αγαπημένη του, και πολλές φορές όσο πλησίαζε ο καιρός που θα ερχόταν η μάγισσα έλεγε στη Λίζα ότι δεν υπήρχε λόγος να το κάνει αυτό αν δεν έβλεπε ξανά εκείνη. Όμως η Λίζα τον παρηγορούσε και του έλεγε να μη σταματά να ελπίζει. Η αλήθεια ήταν πως η ίδια είχε ωριμάσει πολύ απότομα αυτά τα δύο χρόνια, και όσοι την έβλεπαν έλεγαν πως δεν φερόταν σαν μια έφηβη δεκαπέντε χρόνων αλλά σαν μια μεγάλη γυναίκα.
Κανονίστηκε το τελετουργικό να γίνει σε ένα από τα μπουντρούμια, όπως επέμενε η μάγισσα, για να μπορεί να συγκεντρωθεί καλύτερα στο σκοτάδι και να μην τους ενοχλήσουν. Μετά ο Πρίγκιπας θα μεταφερόταν στο δωμάτιο του για να αναρρώσει. Έτσι με διαταγή του οι υπηρέτες ετοίμασαν ένα απ' τα υπόγεια κελιά και η Πουλχερία μετέφερε σε αυτό τα σύνεργα της.
Η ώρα είχε φτάσει. Η Λίζα συνόδευσε τον αδελφό της ως το ειδικά ετοιμασμένο κελί, το οποίο δεν είχε κάγκελα όπως όλα τα άλλα, παρά μόνο μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Σταμάτησαν απέξω και ο Λεωνίδας της κράτησε τα χέρια.
"Θα είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία για εμένα. Καλύτερο θα είναι να φύγεις." Της είπε. "Δεν θα κερδίσεις τίποτα με το να περίμενες εδώ απέξω."
"Όχι, θα μείνω." Αρνήθηκε εκείνη. "Είπαμε να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον σε όλα. Δεν είμαι παιδί πια, και ούτε θα νιώσω ποτέ ξανα έτσι. Δεν θα λύγισω. " είπε και εκείνος ένευσε. Τότε η Λίζα τον αγκάλιασε σφιχτά σαν να μην επρόκειτο να τον ξαναδεί.
"Ελπίζω να πάνε όλα καλά, Λεωνίδα. Θα προσεύχομαι για σένα."
"Μη φοβάσαι, αδελφούλα μου. Όλα όλα θα πάνε." Της είπε για να δώσει θάρρος στην ίδια αλλά και στον εαυτό του.
Μπήκε μέσα. Η Πουλχερία ήδη τον περίμενε.
"Καλώς τον." Είπε και άκουσε τα βήματα της να πλησιάζουν. Ένιωσε το άγγιγμα της και τον έσπρωξε ελαφρά για να τον οδηγήσει στην ειδική καρέκλα.
"Καθίστε εδώ, Υψηλότατε. " του είπε και τον βοηθήσε να καθίσει. Πήρε τα χέρια του, τα έδεσε στα μπράτσα της καρέκλας, η καρδιά του πήγε να σπάσει από φόβο. Ήταν έτοιμος να κάνει πίσω, όμως ήταν πλέον πολύ αργά για μια τέτοια απόφαση και επιπλέον σκέφτηκε το λαό του, που είχε καθήκον απέναντι τους.
Άκουσε τη Μάγισσα να μουρμουρίζει ψαλμούς σε μια ακατανόητη γλώσσα και ένιωσε μια ζεστή και μια απαίσια μυρωδιά, την ίδια στιγμή που η Λίζα πηγαινοερχόταν έξω απ' το κελί και προσευχόταν ψιθυρίζοντας.
"Πιείτε αυτό." Είπε η Πουλχερία και του έβαλε στα χείλη ένα πήλινο δοχείο. Στο στόμα του ένιωσε μια απαίσια γεύση από ένα παχύρευστο υγρό από το οποίο ερχόταν η παράξενη και άσχημη μυρωδιά.
"Όλο." Του είπε η μάγισσα βλέποντας τον να δυσανασχετεί. Ο Λεωνίδας συγκροτώντας την ανάσα του το ήπιε όλο, παλεύοντας να μην κάνει αμέσως εμετό. Έπειτα άκουσε την Πουλχερία να ψέλνει όλο και πιο δυνατά, ενώ μια ζαλάδα άρχισε να τον κυριεύει. Στη συνέχεια άκουγε φωτιές, σύνεργα περίεργα να χτυπάνε μεταξύ τους και μια κραυγή να βγαίνει από τα χείλη της μάγισσας, αλλά δεν καταλάβαινε αν όλα αυτά ήταν αλήθεια η αν συνέβαιναν στη φαντασία του.
"Τώρα θα σας βγάλω τα μάτια για να σας τα φτιάξω." Άκουσε τη φωνή της μπροστά στο πρόσωπο του και ο φόβος τον κυρίευσε ξανά. Κι αν δεν πετύχαινε; Αν τα μάτια του δεν έμπαιναν ποτέ πίσω στις κόγχες τους; Πώς μπόρεσε να εμπιστευτεί μια άγνωστη σε εκείνον μάγισσα; Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα άλλο όμως, γιατί ένιωσε τα χέρια της επάνω στα μάτια του και τότε το μόνο που κατέλαβε όλο το μυαλό του και το σώμα του ήταν ο πόνος, αφόρητος πόνος που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του. Άρχισε να κραυγάζει και να παλεύει να κρατήσει αντίσταση, εκλιπαρώντας τη να σταματήσει.
Η Λίζα δεν άντεξε άλλο ακούγοντας τις σπαρακτικές κραυγές πόνου του αδελφού της και έβαλε τα κλάματα. Μα τι του έκανε αυτή η μάγισσα; Τον βασάνιζε; Της το είχε πει όμως ότι θα ήταν επίπονο, οπότε ήταν μέρος της τελετής κι αυτό. Δεν μπορούσε να επέμβει, γιατί τότε ίσως όλα πήγαιναν στραβά τότε. Οι κραυγές όμως δυνάμωναν και δεν το άντεχε άλλο η καρδιά της, για αυτό από απομακρύνθηκε τρέχοντας, με τα δάκρυα να τρέχουν βροχή, και ανέβηκε τα σκαλιά των υπόγειων βγαίνοντας στον κήπο. Του είχε υποσχεθεί να είναι δίπλα του, όμως αυτό ήταν πάρα πολύ.
Ο Λεωνίδας ξύπνησε επιτέλους, κι ένιωσε σαν να ξύπνησε από έναν ατελείωτο εφιάλτη. Κι όμως, όσα έζησε και υπέφερε εκείνη τη νύχτα την αλήθεια, το ήξερε πολύ καλά αυτό. Άνοιξε τα μάτια του. Δεν έβλεπε πια σκοτάδι, αλλά φως. Ένα πολύ εκτυφλωτικό φως. Μήπως πέθανε;
"Λεωνίδα;" άκουσε μια φωνή, μια πολύ γνώριμη φωνή από το παρελθόν του... Τον καλούσε να βγει από το λήθαργο.
Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, το φως άρχισε να υποχωρεί και να δίνει τη θέση του σε σχήματα και χρώματα. Έβλεπε! Δεν είχε πεθάνει, ήταν ζωντανός και μάλιστα είχε ξαναβρεί την όραση του, η οποία όσο πήγαινε και καθάριζε. Αν και ακόμα έβλεπε θολά, διέκρινε ένα ξανθό κεφάλι από πάνω του.
"Κατια;" είπε με κάποια αβεβαιότητα. Δεν μπορεί, σίγουρα θα ονειρεύομαι! Η μπορεί όντως να πέθανα, τελικά και να βρίσκομαι στον Παράδεισο.
"Εγώ είμαι, αγάπη μου." Ακούστηκε η φωνή της, γλυκιά και μελωδική όπως τη θυμόταν. Ένιωσε το χάδι της στα μαλλιά του.
"Δεν το πιστεύω... Γύρισες;" ρώτησε με δυσκολία. Ήταν αδύναμος ακόμα μετά από όσα πέρασε, ήθελε να σηκωθεί αμέσως και να τη φιλήσει, όμως δεν είχε το κουράγιο.
"Ναι... Γύρισα. Και δεν θα ξανάφυγω ποτέ ξανά, στο ορκίζομαι."
*************************
Λοιπόν, η όραση του Λεωνίδα θεραπεύτηκε και θα γίνει βασιλιάς! Η Κάτια γύρισε, οπότε τι άλλο να ζητήσει κανείς...; Είναι όμως η αληθινή Κάτια; 🤔 Πείτε μου τις απόψεις σας και θα δείτε στο επόμενο!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top