ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Τρία χρόνια πριν...

Πύρινες γλώσσες τύλιγαν το ξύλινο κτήριο όπου στεγάζονταν οι στάβλοι, καταπίνοντας σαν κόκκινα και πορτοκαλιά τέρατα ό,τι έβρισκαν στο πέρασμα τους. Ο δεκαεξάχρονος Πρίγκιπας Λεωνίδας, είδε αυτό το θέαμα και ένιωσε το φόβο να φωλιάζει στην καρδιά του, όμως δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Λάτρευε την ιππασία και τα άλογα, αλλά ακόμα και να μην τα λάτρευε, και πάλι θα πλησίαζε στο φλεγόμενο κτήριο για να βοηθήσει.

Πλησίασε τρέχοντας, έβγαλε το σακάκι του και σήκωσε τα μανίκια του πουκαμίσου του. Ιπποκόμοι και σταβλίτες έτρεχαν πανικόβλητοι, οι μισοί πάλευαν να σβήσουν τη φωτιά ρίχνοντας ολόκληρα λίτρα νερού επάνω της χωρίς αποτέλεσμα και οι άλλοι μισοί προσπαθούσαν να σώσουν τα άλογα βγάζοντας τα έξω.

«Υψηλότατε, απομακρυνθείτε! Είναι πολύ επικίνδυνο!» του φώναξε κάποιος.

«Θέλω να βοηθήσω! Πείτε μου τι να κάνω;!»

«Να μην κάνετε τίποτα! Να φύγετε από εδώ, σας παρακαλώ! Θα προσπαθήσουμε να σβήσουμε τη φωτιά και να βγάλουμε τα ζώα!»

«Αυτή η φωτιά δεν σβήνει με τίποτα! Υπάρχουν και άνθρωποι εγκλωβισμένοι εκεί μέσα!» φώναξε κάποιος από εκείνους που πετούσαν νερό. Ο Λεωνίδας όμως δεν επρόκειτο να φύγει. Δεν μπορούσε απλά να τρέξει μακριά αφήνοντας στη μοίρα τους, τους υπηκόους του. Έπρεπε να τους δείξει ότι ήταν μαζί τους και όχι να τρέξει μακριά και να σώσει τη ζωή του. Ένιωθε πως ήταν το καθήκον του.

Έτρεξε ως έναν από τους μεγάλους κουβάδες και αφού πήρε στα χέρια του ένα μικρότερο, τον γέμισε και έβρεξε με αυτόν τον εαυτό του. Έπειτα έτρεξε απευθείας μέσα στους φλεγόμενους στάβλους.

«Υψηλότατε;! Τι κάνετε εδώ;! Γυρίστε πίσω στην ασφάλεια, είναι πολύ επικίνδυνο!» του φώναξε κάποιος, όμως δεν τον άκουσε.

Άρχισε να δίνει κουράγιο στους σταβλίτες και να τους βοηθάει να ηρεμήσουν τα άλογα και  να τα βγάζει όπως μπορούσε ένα- ένα έξω. Το προσωπικό ακολουθούσε τις εντολές του και έτσι οργανώθηκαν και ο φόβος τους μειώθηκε. Η ζέστη ήταν αφόρητη και έβγαινε συνεχώς έξω για να βραχεί, το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι.

«Κουράγιο, θα τα καταφέρουμε! Πάμε!» φώναζε σε όλους.

Κάποια στιγμή, πέρα από το τρίξιμο που έκανε η απαίσια φωτιά που απλωνόταν παντού γύρω του, άκουσε ένα απελπισμένο χλιμίντρισμα από το βάθος του στάβλου στον οποίο βρισκόταν. Κοίταξε προς τα εκεί. Ήταν ο Ερμής, το αγαπημένο του άλογο. Είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα σε μερικά δοκάρια οροφής που είχαν πέσει και χοροπηδούσε πανικόβλητος. Χωρίς να χάσει καιρό πήρε φόρα και πήδηξε πάνω από ένα δοκάρι. Ο Ερμής πάνω στον φόβο του δεν καταλάβαινε πως ήταν ο κύριος του και του επιτέθηκε υψώνοντας τα μπροστινά του πόδια.

«Ερμή! Εγώ είμαι! Σταμάτα!» του φώναζε μάταια όμως, καθώς ήταν το πιο ατίθασο άλογο. Απέφυγε το πρώτο χτύπημα και προσπάθησε να πιάσει το χαλινάρι του χωρίς αποτέλεσμα. Ο Ερμής ύψωσε τα πόδια του ξανά και τότε ο Λεωνίδας είδε με τρόμο καυτές ακόμα στάχτες να έρχονται προς τα μάτια του τις οποίες δεν πρόλαβε να αποφύγει, το ίδιο και το χτύπημα του Ερμή κι έπεσε αναίσθητος στο έδαφος, την ίδια στιγμή που ένας ιπποκόμος απ' έξω έσπαγε τον ξύλινο τοίχο για να σώσει τον Πρίγκιπα και το άλογο.

Σώθηκαν και οι δυο, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ο νεαρός Πρίγκιπας να χάσει το φως του, για πάντα απ' ότι τους είπαν τότε οι γιατροί.

****************************************

Σήμερα...

Η Κάτια άκουγε σιωπηλή την ιστορία της τύφλωσης του Λεωνίδα και ένιωθε τον πόνο του, όπως είχε νιώσει κι εκείνος τον δικό της νωρίτερα που του αφηγήθηκε τη δικιά της ιστορία.

«Ζούσα σε έναν εφιάλτη τις πρώτες μέρες.» της είπε μετά. «Είχα τα μάτια και το κεφάλι μου δεμένα και ήμουν καθηλωμένος στο κρεβάτι, όμως ρωτούσα συνεχώς αν σώθηκαν τα υπόλοιπα άλογα, το προσωπικό των στάβλων, αν έσβησε η φωτιά και αν ήταν καλά ο Ερμής. Η μητέρα σου και ο πατέρας μου με καθησύχαζαν, έλεγαν πως υπήρχαν μερικές απώλειες, αλλά τελικά πήγαν όλα καλά. Η φωτιά έσβησε, ο Ερμής ήταν καλά στην υγεία του και γίνονταν ήδη εργασίες για να χτιστούν ξανά οι στάβλοι. Τους αρκούσε μόνο το ότι δεν έχασαν κι εμένα. Κι εγώ αυτό σκεφτόμουν στην αρχή, χαιρόμουν που ήμουν ζωντανός και θα έκανα ιππασία ξανά σύντομα. Όταν όμως, ύστερα από μερικές ημέρες, μου έβγαλαν τις γάζες, όταν άνοιξα τα μάτια μου και αντί να αντικρύσω την οικογένεια μου αντίκρισα σκοτάδι, όταν μου αποκάλυψαν πως είχα χάσει την όραση μου και η βλάβη θα ήταν μόνιμη... Θεέ μου, Κάτια, αυτός ο εφιάλτης ήταν ο χειρότερος.»

Σταμάτησε για λίγο. Η Κάτια είχε δακρύσει, παρατηρούσε τον πόνο από τις αναμνήσεις του παρελθόντος στα θολά πράσινα μάτια που, αν τη γνώριζε τρία χρόνια πριν, τώρα θα κοιτούσαν μέσα στα καστανά δικά της.

«Πότε το αποδέχτηκες;» ρώτησε με κάποιο δισταγμό.

«Πολύ καιρό μετά.» της απάντησε. «Στην αρχή δεν ήθελα να δω κανέναν, δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν, παρέμενα κλεισμένος στο δωμάτιο μου. Πολλές φορές ούρλιαζα και χτυπιόμουν επάνω στα έπιπλα και τους τοίχους, και μια φορά επιχείρησα να πηδήξω απ' το παράθυρο για να δώσω ένα τέλος. Όμως κάτι υπηρέτες με πρόλαβαν και με σταμάτησαν, και ο πατέρας μου διέταξε να βάλουν κάγκελα στα παράθυρα και να απομακρύνουν κάθε έπιπλο με αιχμηρή γωνία απ' το δωμάτιο. Δεν άφηνα κανέναν να με πλησιάσει, ούτε τη μητέρα σου, ούτε καν τα αδέλφια μου. Ο κόσμος μου φαινόταν εχθρικός και πίστευα πως μια ζωή χωρίς να βλέπω τίποτα δεν ήταν ζωή. Όμως μετά, σιγά- σιγά άλλαξε αυτό. Έμαθα να επικεντρώνομαι σε όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις και να χρησιμοποιώ το μπαστούνι για να περπατάω, δειλά στην αρχή και ύστερα με περισσότερο θάρρος.» Η φωνή του τώρα ήταν πιο απαλή, όπως την είχε συνηθίσει η Κάτια. «Τώρα πλέον, οι υπόλοιπες αισθήσεις μου έχουν αυξηθεί κατά πολύ, ακόμα περισσότερο από εσάς που βλέπετε.» είπε με χαμόγελο. «Η ακοή, η όσφρηση...» Πλησίασε στο λαιμό της και εισέπνευσε βαθιά το άρωμα της, κάνοντας τη να ανατριχιάσει. «...η αφή...» το χέρι του βρέθηκε να χαϊδεύει το γυμνό της στήθος, στέλνοντας ρίγη παντού. «...η γεύση.» Τα χείλη του βρέθηκαν στα δικά της και πέρασε απαλά τη γλώσσα του μέσα τους για να ενωθεί με τη δική της, κάνοντας τη να λιώσει τελείως και να αφεθεί στο πάθος τους και στο μαγευτικό αυτό ταξίδι των αισθήσεων, κλείνοντας τα μάτια και αυτή για να το απολαμβάνει περισσότερο.

*************

"Λοιπόν... Δηλαδή χθες ήταν η νύχτα των αποκαλύψεων και του έρωτα." Συμπέρανε με πονηρό χαμόγελο η Άντζελα, την επόμενη μέρα που η Κάτια της περιέγραψε τη χθεσινή της νύχτα με τον Λεωνίδα. Δεν της είπε όμως όλες τις λεπτομέρειες για την ιστορία του, πάρα μόνο περιληπτικά. Η Μαρία δεν ήταν μαζί τους, γιατί μετά τα λεγόμενα του Λεωνίδα η Κάτια δεν την εμπιστευόταν πλέον, όσο κι αν την πονούσε αυτό.

"Ναι, αν και δεν κάναμε ακριβώς έρωτα. Ο Λεωνίδας με σέβεται, και δεν πρόκειται να προχωρήσουμε αν δεν είμαι απολύτως σίγουρη και έτοιμη." Είπε η Κάτια.

"Αχ, τι γλυκός... Πόσο χαίρομαι αδελφούλα, που είστε και πάλι μαζί..."

"Άντζελα, τα πράγματα είναι σοβαρά. Δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε κανέναν, ούτε καν την αδελφή μας τη Μαρία. Ούτε τον Μάριο. Οι γονείς μας δεν πρέπει να το μάθουν."

"Μην ανησυχείς." Την καθησύχασε η Άντζελα. "Εγώ και ο Κωνσταντίνος θα σας καλύπτουμε." Και της έκλεισε το μάτι συνομωτικα.

Όντως έτσι έγινε. Ο Λεωνίδας και η Κάτια ζούσαν τον έρωτα τους κρυφά με συμμάχους την Άντζελα και τον Κωνσταντίνο, οι οποίοι χαίρονταν που τους έβλεπαν πάλι μαζί και ευτυχισμένους. Και τους άρεσε αυτό το κρυφό στην αρχή, τους συνάρπαζε.

Όσο όμως περνούσαν οι μέρες και γίνονταν μήνες, άρχιζε να τους πονάει που δεν μπορούσαν να δείξουν την αγάπη τους. Όπως στα γενέθλια της Λίζας τον Ιούλιο, που αναγκαστικά χόρεψε η Κάτια με τον Κωνσταντίνο και ο Λεωνίδας με την Άντζελα τον πρώτο χορό για να μην κινήσουν υποψίες.

Επίσης είχαν μειώσει τους περιπάτους στους κήπους, παρά μόνο όταν ήταν βέβαιοι ότι ο Κωνσταντίνος ή η Άντζελα καιροφυλακτούσαν μην τους δουν. Βρίσκονταν πλέον πιο πολύ στα δωμάτια τους, ή εκτός Παλατιού μερικές φορές, όπου και πάλι είχαν το νου τους μην πέσουν σε αδιάκριτα βλέμματα που θα τους μαρτυρούσαν. Έτσι, για πολύ καιρό η Ανθή και ο Αλέξανδρος έπαψαν να έχουν υποψίες.

Πονούσαν όμως. Πονούσαν που έπρεπε να το κρύβουν, που δεν μπορούσαν να έχουν μια υγιή και αποδεκτή από τους γονείς σχέση που να μπορούσε να καταλήξει σε γάμο. Ο Λεωνίδας το πήρε απόφαση. Θα έκαναν υπομονή τρία χρόνια, και αν τότε πετύχαινε το τελετουργικό της μάγισσας και έβρισκε την όραση του, θα έπαιρνε την αγαπημένη του και θα έφευγαν μακριά. Ήταν μια ιδέα που του είχε μπει στο μυαλό καιρό τώρα και ακόμα δεν της την είχε εκφράσει. Θα τα παρατούσε όλα για χάρη της Κάτιας, μέχρι και τη διαδοχή του θρόνου. Γιατί θα προτιμούσε να ζήσει μια απλή ζωή μαζί της, παρά μια πλούσια, βασιλική ζωή χωρίς εκείνη στο πλευρό του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top