28. "Στενός Κορσές."
ΠΡΙΝ ΔΙΑΒΆΣΕΤΕ.
Χτυπάει το κουδούνι, ποιος λέτε να είναι; 🙄🤔
________________________
Θα απαντήσει κανείς πια σε αυτό το κωλοκούδουνο;!
Α, ωραία, τώρα χτυπάει και το κινητό μου.
Γυρίζω πλευρό μουρμουρώντας «Τι θέλετε από τη ζωή μου πρωί-πρωί;»
«Τώρα!» φωνάζω μπας και με ακούσουν και διακόψουν το μαρτύριο του πονοκεφάλου που μου προκαλεί ο ήχος του κουδουνιου.
«Τώρα μωρέ!» σηκώνομαι όρθια και τεντώνομαι «Πέτρο;!»
Τίποτα.
«Α, καλά, λείπει κι αυτός. Το έχουμε διαλύσει το μαγαζάκι.» λίγο πριν φτάσω στη πορτα προειδοποιώ «Πέτρο, αν είσαι εσύ και ξέχασες τα κλειδιά σου, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει.»
Ανοίγω τη πόρτα.
«Δεν είσαι ο Πέτρος.» λέω έκπληκτη. Εκείνος μπαίνει μέσα, κρατώντας δύο καφέδες και μια σακούλα στα χέρια του, που υποθέτω περιέχει πρωινό.
Κλείνω τη πόρτα πίσω μου και αγκαλιάζω τον εαυτό μου «Πως κι από δω πρωί-πρωί;» ρωτάω.
Εκείνος μου δίνει τον καφέ μου και αφού τον παίρνω, βολεύεται στον καναπέ.
«Με ψιλοέγραφες και ήθελα να δω πως είσαι.» λέει.
Εντέλει κάθομαι απέναντί του στη πολυθρόνα, ξεφυσώντας «Ναι, δεν είχα πολύ όρεξη.» παραδέχομαι.
«Έκανα κάτι εγώ;» ρωτάει.
«Όχι ρε, εσύ τι να έκανες.»
«Ααα, εντάξει τότε.» σηκώνει αδιάφορα τους ώμους και ανοίγει τη σακούλα «Φάε.» χαμογελάω μα πριν καλά-καλά φάω μια μπουκιά, χτυπάει το κινητό μου. Όταν βλέπω ποιος είναι, το βάζω στο αθόρυβο και το γυρίζω από την άλλη ώστε να μην το βλέπω που χτυπάει.
«Αυτός είναι;» ρωτάει.
«Ναι.» απαντάω αδιάφορα.
«Στενός κορσές μας έχει γίνει ή μου φαίνεται;» γελάω αλλά αμέσως το κινητό μου ξαναχτυπάει. Αυτή τη φορά το κλείνει και αμέσως μου έρχεται μήνυμα στο Viber.
Ρους
Γιατί δεν απαντάς μωρέ; Τι έπαθες;
«Πες του ότι πέθανες.» πετάγεται ο άλλος.
«Ναι, πολύ έξυπνο.»
«Καλά, άμα έχεις καμιά καλύτερη ιδέα.» δεν απαντάω «Ωραία, δεν έχεις, ας ψάξω για καμιά ταινία στο Netflix.» ανοίγει τη τηλεόραση και εγώ επικεντρώνομαι στο πρόβλημά μου.
Ρους
Ξέρω ότι είσαι μέσα.
Αποφασίζω να τον πάρω τηλέφωνο για να λήξουμε αυτή τη παρωδία μια και καλή.
«Που 'σαι μικρό;» το ότι ακούγεται μες τη τρελή χαρά με νευριάζει ακόμη περισσότερο.
«Σπίτι.»
«Και γιατί δεν μου απαντάς, κοιμόσουν;»
«Ναι.»
«Α, σε ξύπνησα;» την κολοκυθιά παίζουμε...
«Όχι.»
«Τότε γιατί ξύπνησες;» πω...
«Αχ, Βασίλη, ήρθε ο Άλκης και με ξύπνησε, φτάνει.»
«Ο Άλκης;»
«Ναι, μην κάνεις πως δεν άκουσες και δεν καταλαβαίνεις.» πετάω.
«Στενός κορσές μας έχει γίνει αυτός ή μου φαίνεται;»
«Παρομοίως.» μουρμουράω.
«Ε;»
«Τίποτα, λέω τι θέλεις.»
«Γιατί με γράφεις;»
«Δεν σε γράφω.» αρνούμαι. Σχεδόν τον βλέπω να κοπανάει το κεφάλι του, να κρατιέται για να μην με βρίσεις.
«Α, και τι κάνεις;» το παίζει χαζός κι αυτός.
«Καλά είμαι, εσύ;» απαντάω χαλαρά.
«Μικρή, άλλη μια μαλακία και έρχομαι.» πετάει εκνευρισμένος.
«Μην με απειλείς, Ρουσσάκη γιατί δεν σε φοβάμαι.» απαντάω στον ίδιο τόνο.
«Τι κάνει λέει;» πετάγεται όρθιος ο Άλκης.
«Πες του μαλάκα να το βουλώσει.» σφυρίζει ο Ρουσσάκης.
«Άλκη, όχι τώρα.» λέω απλά και πηγαίνω πιο δίπλα να τσακωθώ με την ησυχία μου.
«Έφυγε;» συνεχίζει ο άλλος τα δικά του.
«Όχι.» απαντάω.
«Και τι κάνει;» ρωτάει. Μου έχουν άπειρες ειρωνικές απαντήσεις, οπότε επιλέγω μια.
«Ντύνεται.»
«Γιατί;» φωνάζει τόσο που χρειάζεται να χαμηλώσω την ένταση στο κινητό μου «Γιατί ντύνεται, Σελήνη;» απαιτεί.
«Γιατί γδύθηκε, Βασίλη.» ο Άλκης με κοιτάζει με πονηρό ύφος και εγώ για απάντηση του κάνω μια χειρονομία.
«Έρχομαι.» πετάει και μου το κλείνει.
Τι κάνει λέει;
«Τι είπε; Έχεις κοκκινίσει.» ρωτάει ο Άλκης.
«Από τα νεύρα μου!» τον καλώ και όταν μου το σηκώνει ακούω ήδη τη πόρτα του αυτοκινήτου.
«Τι στον διάολο νομίζει ότι κάνεις και γιατί μου το κλείνεις στα μούτρα;!» φωνάζω.
«Έρχομαι!» απαντάει.
«Να κάτσεις εκεί που είσαι!»
«Γιατί, θες να μείνεις μόνη με τον μαλάκα;»
«Όχι, απλά δεν θέλω να έρθεις, δεν σε θέλω κοντά μου!»
«Τι;» λέει μετά από λίγο.
«Τι δεν κατάλαβες;» χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου.
«Δεν το εννοείς.» ξαναλέει.
«Βασίλη, δεν θέλω να έρθεις γιατί δεν σε θέλω γύρω μου.» λέω αργά και καθαρά.
Η ελευθερία που συνοδεύει τα λόγια μου με πιάνει εξ απροόπτου. Είναι σαν να λύθηκε ένας αόρατος κόμπος στον λαιμό μου.
«Δεν με θες κοντά σου γιατί δεν μπορείς να ελέγξεις τον εαυτό σου κοντά μου.» πάει να το παίξει μοιραίος γκόμενος.
«Δεν σε θέλω κοντά μου γιατί δεν μπορώ ούτε να σε κοιτάξω, ούτε καν να βλέπω το όνομά σου στις κλήσεις μου.» λέω με ειλικρίνεια «Δεν σε θέλω κοντά μου γιατί το μόνο που κάνεις είναι να με κρατάς πίσω και να με πληγώνεις.»
Δεν μιλάει για λίγο, το μόνο που ακούω είναι η ανάσα του.
«Και με αγνοούσες τόσο καιρό αντί να μου πεις χύμα τι φταίει;»
«Ήθελα να απομακρυνθούμε ήσυχα.» αλλά που τέτοια τύχη.
«Αν ήθελες τον χρόνο σου να το ζητούσες, όλο αυτό απλώς δείχνει πόσο ανώριμη είσαι.»
Καταπιέζω το πόσο με πονούν τα λόγια του και απαντώ με σταθερή φωνή «Αν αυτό με κάνει ανώριμη, ας έχει. Όταν γνωρίζουμε και οι δύο τι φταίει μεταξύ μας και τι συμβαίνει, το να λέω και να λέω ξανά και ξανά τα ίδια, είναι απλώς χάσιμο χρόνου.» δίνω έμφαση στην επανάληψη των γεγονότων.
«Ζήλεψες;» πετάει πονηρά.
Χριστέ μου, τι σκατά κουβαλάει στο κεφάλι του;!
«Η ερώτησή σου είναι μια ακόμη απόδειξη πως ξέρουμε καλά και οι δύο τι οδήγησε σε αυτή εδώ τη συζήτηση.»
«Ήξερες για την Στέλλα, Σελήνη, αν και ποτέ δεν σου έταξα κάτι παραπάνω. Ξέρεις πως είμαι...»
«Και αποφάσισα πως δεν μου κάνει. Η σχέση μας είναι σαν καρκίνωμα πλέον, Ρουσσάκη. Μπορεί εσένα να μην σε τρώει αυτό, αλλά τρώει εμένα.»
Σιωπή.
«Πηδιέστε;» καλά, έχει ξεπεράσει κάθε όριο.
«Καλά, γεια σου Βασίλη.»
«Μην το κλείσεις.» ακούγεται απαλή η φωνή του «Μικρό, μπορούμε να το λύσουμε αυτό, αρκεί να βρεθούμε, να μιλήσουμε.»
Μπορεί αυτός να είναι πονηρός, αλλά εγώ είμαι πιο έξυπνη από όσο νομίζει.
«Δεν βρίσκω τον λόγο.»
«Σεληνάκι;»
«Δεν υπάρχει κάτι άλλο να πούμε.» είναι καλύτερα έτσι.
«Μην το λες αυτό ρε Σεληνακι...» προσπαθεί να με τουμπάρει ανεπιτυχώς.
Δεν μιλάω.
Δεν μιλάει ούτε και εκείνος.
Τι άλλο μένει να ειπωθεί εξάλλου;
«Καλη συνέχεια.» λέω χωρίς δεύτερη σκέψη και τερματίζω τη κλήση.
Αυτό ήταν πολύ έντονο, η σιωπή μας είναι εκκωφαντική. Χιλιάδες συγγνώμες και παρακαλετά να προσπαθήσουμε πλανούνταν στην ατμόσφαιρα, μα είναι πλέον αργά για εμάς.
«Τι έγινε;» ρωτάει έντρομος ο Άλκης. Με πλησιάζει και κρατιέμαι από πάνω του «Αλκη, δεν μπορώ.» ψελλίζω ανήμπορη να αναπνεύσω σωστά.
«Πάρε βαθιές ανάσες, μωρό μου.» ψιθυρίζει. Προσπαθώ αλλά το κάψιμο στο στήθος μου δεν με αφήνει· με το ζόρι στέκομαι στα πόδια μου.
«Δεν είμαι έτσι εγώ, Άλκη.» φαίνεται να μπερδεύτηκε «Δεν πληγώνω ανθρώπους.» διευκρινίζω.
Με βοηθάει να καθίσω και με κλείνει στην αγκαλιά του «Σε πλήγωσε πολύ η συμπεριφορά του...»
«Μην με υπερασπίζεσαι! Έριξε εκείνος το επίπεδο και εγώ το έφτασα στον πάτο.» κλαψουριζω «Με είπε ανώριμη!» σχολιάζω κλαίγοντας.
«Σςς!» ψιθυρίζει φιλώντας το κεφάλι μου «Θα τον σπάσω στο ξύλο.» λέει.
«Όχι, δεν θέλω.» παραπονιέμαι.
«Τι θέλεις;»
«Να σταματήσω να πονάω τόσο.» ασθμαίνω «Δεν το αντέχω άλλο, θέλω να περάσει.»
«Θα περάσει, όλα θα πάνε καλά.» ψιθυρίζει ξανά και ξανά στο αυτί μου, λικνίζοντάς με στην αγκαλιά του «Είμαι εγώ εδώ.»
_________________________________
Τι έχετε να πείτε; Θέλω πολύ να διαβάσω τα σχόλια σας...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top