ΔΕΚΑΤΡΙΑ

Song: Silhouette - Birdy

"Γεια!" αναφώνησε η Ρίτα και έτρεξε ενθουσιασμένα στην αγκαλιά του Λουκ που την κοιτούσε χαμογελαστός από πάνω μέχρι κάτω.

Τα δάχτυλα της Ρίτα χώθηκαν στην άμμο όταν στάθηκε στις μύτες της, για να φτάσει τον λαιμό του Λουκ. Εκείνος έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά της και κάτι της ψιθύρισε, αλλά οι άλλοι δεν μπόρεσαν να το ακούσουν. Τα χέρια του τυλίχτηκαν λίγο πιο σφιχτά γύρω από την μικροκαμωμένη μέση της. Η Άριελ αναρωτιόταν τι θα άκουγε εκείνη την στιγμή ο φύλακας άγγελός της. Ή ο δαίμονας.

Το επιδοκιμαστικό σφύριγμα του Νίκολας έκανε την Άλεξ και την Άριελ να πάρουν το βλέμμα τους από την χαριτωμένη στιγμή και να τον κοιτάξουν ταυτόχρονα με το φρύδι σηκωμένο.

"Θα το εκλάβουμε ως κομπλιμέντο" σχολίασε η Άλεξ, σε ένα παιχνιδιάρικο τόνο και ο Νίκολας έβαλε τα χέρια του στις τσέπες της βερμούδας του.

Ήταν όμορφος. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη της Άριελ. Δεν φορούσε τίποτα ιδιαίτερο. Ένα άσπρο μπλουζάκι, μία ασημένια αλυσίδα που φαινόταν έντονα πάνω στην μπλούζα και μία άσπρη τζιν βερμούδα. Έμοιαζε πολύ διαφορετικός από τον Λουκ, που φορούσε ένα λευκό πουκάμισο και μία καλύτερης ποιότητας βερμούδα. Αλλά ακόμα κι έτσι, ακόμα και με τις μπούκλες του να πέφτουν εντελώς απρόσεχτα μπροστά στα μάτια του, η Άριελ δεν μπόρεσε να εμποδίσει την σκέψη της.

"Θα έπρεπε" απάντησε ο Νίκολας και το βλέμμα του μεταφέρθηκε στην Άριελ που τους κοιτούσε με ένα ελαφρό χαμόγελο.

Εκείνη ένιωσε ασυναίσθητα να κοκκινίζει, αλλά αμέσως κούνησε το κεφάλι της.

"Νομίζω είναι η ώρα" είπε η Άλεξ.

Το βλέμμα και η φωνή της το έκανε να φαίνεται σαν να υπονοούσε κάτι. Ο Λουκ και η Ρίτα απομακρύνθηκαν λίγο πιο δίπλα, σε μία από τις φωτιές που δεν είχαν κανέναν τριγύρω, αλλά η Άλεξ δεν ενδιαφέρθηκε για εκείνους. Για την ακρίβεια, δεν πρόσεξε καν ότι έφυγαν, γιατί το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον Νίκολας.

Εκείνος από την άλλη μεριά έμοιαζε λίγο απορροφημένος από κάτι -η Άριελ δεν θα το πρόσεχε, αλλά αυτό το κάτι ήταν εκείνη. Του πήρε λίγες στιγμές να καταλάβει τα νοήματα της Άλεξ.

"Σωστά!" αναφώνησε και γέλασε όταν η Άλεξ ψιθυροφώναξε ένα γρήγορο 'αμήν', πριν αρχίσουν και οι δύο να πλησιάζουν την Άριελ με αργά βήματα και πονηρά βλέμματα.

"Όλα καλά;" ρώτησε εκείνη γελώντας, αλλά κανείς από τους δύο δεν απάντησε.

"Αλήθεια λατρεύω αυτό το φόρεμα, αλλά είναι παράδοση" σχολίασε η Άλεξ φτάνοντας μπροστά της, την ίδια στιγμή που ο Νίκολας έπιασε τους ώμους της.

"Πρακτικά σήμερα γίνεσαι μέλος αυτού του σχολείου" είπε ο Νίκολας από πίσω της.

Έκανε να γυρίσει προς το μέρος του, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί την στιγμή που έστρεψε το κεφάλι της, βρισκόταν ξαφνικά στον αέρα. Η Άλεξ κρατούσε τα πόδια της και ο Νίκολας τους ώμους της.  Δεν πρόλαβε να σκεφτεί αν εκείνος είχε δει τις ουλές της, ή αν το φόρεμα είχε ανέβει πολύ ψηλά, γιατί η θέα της θάλασσας που πλησίαζε ολοένα και περισσότερο την πανικόβαλε.

Είχε μόλις κάνει μπάνιο. Η Ρίτα είχε ρίξει πόσο κόπο στο γκλίτερ και στις κορδέλες και στην τιθάσευση των μαλλιών της. Το φόρεμα δεν είναι καν δικό της. Και οι παρακλήσεις της για να την αφήσουν κάτω έβγαιναν μπερδεμένες από το στόμα της, αλλά κανείς δεν φάνηκε να δίνει σημασία, καθώς είχαν ήδη μπει στο νερό μέχρι τα γόνατα. Μία κραυγή της ξέφυγε την στιγμή που την πέταξαν μέσα στην θάλασσα, αλλά κι εκείνη πνίγηκε κάτω από το νερό.

Η Άριελ άνοιξε τα μάτια της για να δει τα πόδια της να βυθίζονται σε αργή κίνηση στο περίεργα βαθύ σημείο της θάλασσας. Είχε καιρό να κολυμπήσει σε θάλασσα. Σε αυτήν την ζωή της, πηγαίνανε διακοπές μέχρι την γιαγιά της, στα βόρεια προάστια, αλλά δεν υπήρχε θάλασσα κάπου κοντά. Συνήθως συμβιβαζόταν με την πισίνα στην έπαυλή τους ή στο σπίτι κάποιας άλλης πλούσιας κοπέλας από το σχολείο της.

Της άρεσε ο τρόπος που ένιωθε ελαφριά μέσα στο νερό. Ο τρόπος που η θάλασσα την πίεζε προς τα πάνω, προς την επιφάνεια, αγνοώντας το βάρος της -σωματικό και ψυχικό. Της άρεζε αυτή η αίσθηση της ταυτόχρονης πτώσης και άνωσης -βυθιζόταν, αλλά πάντα στο τέλος θα επέπλεε. Θα πέθαινε αλλά πάντα στο τέλος θα ξαναγεννιόταν. Θα πληγωνόταν και θα έπεφτε αλλά πάντα στο τέλος κάτι θα την τραβούσε προς τα πάνω.

Τα μαλλιά της μπήκαν μπροστά της και μόνο τότε η Άριελ έκανε μία κίνηση για να ανέβει στην επιφάνεια. Παίρνοντας μία βαθιά ανάσα και αφήνοντας τα μαλλιά της να κάτσουν πιο ομαλά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, βγήκε πάνω στην επιφάνεια.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν ο Νίκολας, που κολυμπούσε λίγα ελάχιστα μέτρα πιο δίπλα. Της πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει ότι ήταν λαχανιασμένος. Μετά το βλέμμα της έπεσε στην Άλεξ στην ακτή που ακουμπούσε ανακουφισμένη την παλάμη της στο μέτωπό της.

"Ξεχάσαμε να ρωτήσουμε αν ξέρεις κολύμπι" εξήγησε ο Νίκολας, πριν καν προλάβει η ερώτηση να σχηματιστεί στο μυαλό της.

Η Άριελ ένιωσε άσχημα για το κομμάτι της που χάρηκε για την ανησυχία τους. Νοιάζονταν. Αυτό δεν σήμαινε το άγχος στα μάτια τους και  οι γρήγορες ανάσες τους και τα ραγίσματα στο μέτωπό τους και ανάμεσα στα φρύδια τους;

"Είμαι μια χαρά" του απάντησε και βούτηξε προς τα πίσω το κεφάλι της για να στρώσει τα μαλλιά της.

Όταν ανασηκώθηκε, κοίταξε προειδοποιητικά την Άλεξ στην ακτή, με το υπονοούμενο μιας απειλής στο βλέμμα της. "Θα μου το πληρώσεις αυτό!".

Η Άλεξ ανασήκωσε τους ώμους της με ένα πλατύ ένοχο χαμόγελο και της έβγαλε την γλώσσα. Κοίταξε προς τον Νίκολας, αλλά το βλέμμα της γύρισε αμέσως πονηρά στην Άριελ, σαν από αντίδραση. Εκείνη χωρίς να καταλάβει, γέλασε και στράφηκε προς τον Νίκολας για να γυρίσουν μαζί προς την ακτή.

Ανακάλυψε ότι την κοιτούσε ήδη με ένα ελαφρύ χαμόγελο.

"Τι;" ρώτησε αυθόρμητα, πριν καν να σκεφτεί αν θα ήθελε πραγματικά να ακούσει την απάντηση.

Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να απαντήσει. "Είσαι πανέμορφη" είπε σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου.

Εκείνη την στιγμή η Άριελ δεν μπόρεσε να εμποδίσει το έντονο χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη της, ούτε το κοκκίνισμα που ένιωθε να καίει τα μάγουλά της. Αυτό έκανε και τον Νίκολας να χαμογελάσει και μόνο τότε η Άριελ συνήλθε και ξερόβηξε.

"Ευχαριστώ" απάντησε με το χαμόγελό της πλέον εξαφανισμένο. "Κι εσύ δείχνεις... Εμ μια χαρά" βιάστηκε να προσθέσει, για να μην φανεί αγενής, και πιέζοντας τα χείλη της σε ένα επιτηδευμένο χαμόγελο, άρχισε να κολυμπάει προς τα έξω.

"Να κοιμάσαι με κλειδωμένη πόρτα, Άλεξ!" φώναξε στην φίλη της, όταν βγήκε έξω από το νερό, με το φόρεμα κολλημένο πάνω της σαν δεύτερο δέρμα και τα μαλλιά της να στάζουν πάνω στην πλάτη της.

"Άριελ η πλάτη-" άρχισε να της λέει σοκαρισμένος ο Νίκολας, αλλά το προειδοποιητικό γουρλωμένο βλέμμα που το έριξε η Άλεξ τον έκανε να κλείσει απότομα το στόμα του και να καταπιεί τις λέξεις που επρόκειτο να βγουν.

Όμως η Άριελ τον είχε ήδη ακούσει. Η ανασφάλεια για την παραμορφωμένη πλάτη της, φάνηκε να βγαίνει μαζί της από την θάλασσα και να της πιάνει το χέρι σαν παλιά -παλιά- γνωστή.

"Πού καθόμαστε;" ρώτησε και η Άλεξ έδειξε προς την φωτιά με τα τρία κούτσουρα γύρω της.

Η Άριελ άρχισε να προχωρά προς τα εκεί, αφήνοντας πίσω της τον Νίκολας και την Άλεξ. Μπόρεσε να ακούσει την σφαλιάρα που έδωσε η Άλεξ στον Νίκολας, καθώς και μερικούς εκνευρισμένους και επιπληκτικούς ψιθύρους, αλλά δεν έδωσε περαιτέρω σημασία.

Η φωτιά δεν ήταν μεγάλη, αλλά είχε δει και μικρότερες. Τα κούτσουρα είχαν τοποθετηθεί ομοιόμορφα από τα αγόρια της τάξης της το πρωί και είχαν βάλει μερικά βότσαλα τριγύρω. Οι κορμοί με μία πρώτη ματιά έδειχναν μόλις κομμένοι, αλλά από κοντά έβλεπες το περιποιημένο κόψιμο στις άκρες τους και το βερνίκι που κάλυπτε και λείαινε τον αρχικά τραχύ φλοιό τους.

Ο Λουκ και η Ρίτα καθόντουσαν σε εκείνον που έβλεπε προς την θάλασσα, οπότε επέλεξε να κάτσει στα αριστερά τους. Από εκεί που στεκόταν μπορούσε να δεις το ψηλότερα σημεία της στέγης της Ακαδημίας, μέχρι που της έκοψε την θέα ο Νίκολας, που κάθισε στον κορμό απέναντί της.

"Άριελ, συγγνώμη, δεν ήθελα να πω κάτι κακό. Απλά νόμισα πως γρατζουνίστηκες σε κάποιον βράχος ή κάτι και-" άρχισε να της λέει γρήγορα και μετανιωμένα, αλλά εκείνη τον διέκοψε σηκώνοντας το ένα χέρι της και χαμογελώντας του καθησυχαστικά.

"Δεν πειράζει, καταλαβαίνω" είπε απλά και ο Νίκολας την κοίταξε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν η ηρεμία της ήταν ειλικρινής ή όχι.

Αν κατάλαβε το ψέμα της Άριελ, δεν το έδειξε. Απλά καθάρισε τον λαιμό του και έτριψε τα χέρια του μεταξύ τους. Η φωτιά και ο απαλός αέρας, είχε ήδη αρχίσει να τους στεγνώνει.

"Ήρθαν τα ποτά!" φώναξε κάποιος από πίσω τους και ένα κύμα ενθουσιασμένων φωνών γέμισαν την μέχρι τότε σχετικά ήσυχη παραλία.

Ο Λίο από την τάξη τους, έφτασε δίπλα τους με μία εξάδα μπύρες σε κάθε χέρι και τις άφησε δίπλα στην Άλεξ, χαμογελώντας. Η Άριελ δεν άκουσε τι είπε το αγόρι στους υπόλοιπους, αρκετά απασχολημένη να κοιτάει την φωτιά. Αλλά εκείνος έφυγε γρήγορα, οπότε δεν είχε σημασία.

"Θέλεις μία;" την ρώτησε η Άλεξ και εκείνη κατένευσε παίρνοντας το τενεκεδάκι στο χέρι της.

Η Άλεξ έδωσε ένα τενεκεδάκι σε όλους, χωρίς να ρωτήσει ξανά. Η απάντηση φαινόταν δεδομένη. Αλλά τότε η Άριελ πρόσεξε τα άδεια χέρια του Νίκολας.

"Ξέχασες τον Νίκολας" είπε στην Άλεξ και εκείνη κοίταξε τον Νίκολας πριν της απαντήσει.

"Δεν πίνει"

"Αλήθεια; Πώς κι έτσι;" η Άριελ τώρα απευθυνόταν στον Νίκολας και εκείνος την κοίταξε στραβοκαταπίνοντας.

"Δεν μου αρέσει το τι κάνει το αλκοόλ στους ανθρώπους" απάντησε απλά, όμως η Άριελ παρατήρησε την μελαγχολία που έκανε τα λόγια του λίγο πιο πικρά από όσο θα έπρεπε.

Έμοιασε να χάνεται για μία στιγμή. Λες και στην διαδρομή από τα μάτια της Άριελ μέχρι την φλόγα μπροστά του, μία ολόκληρη ιστορία αναμνήσεων ξετυλίχτηκε σαν φιλμ. Και αυτή η ταινία εμφανώς κάπου τον πονούσε. Και η Άριελ μπορούσε να το καταλάβει αυτό καλύτερα από τον καθένα. Το ένιωθε στις ουλές στην πλάτη της, στην άδεια θέση δίπλα στον Νίκολας, σε κάθε άτομο που έθαψε στην ζωή της, πέρα από τον εαυτό της. Δεν τον ξαναρώτησε.

"Ελάτε, έχει κάποιος κάτι καλό να πει;" άρχισε την συζήτηση ενθουσιασμένα η Άλεξ, αλλά όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν περίεργα.

"Πολλά, αλλά θα πρέπει να γίνεις πιο συγκεκριμένη" απάντησε δήθεν υπεροπτικά ο Νίκολας και το κολιέ του κροτάλισε, καθώς γελούσε με την απηυδισμένη έκφραση της φίλης του.

"Εντάξει έχεις το δικαίωμα να μην ξανανοίξεις το στόμα σου για το υπόλοιπο βράδυ. Πλιζ χρησιμοποίησε το" του απάντησε με ανασηκωμένο φρύδι η Άλεξ.

"Ναι καλά, έλπιζε εσύ" σχολίασε ο Λουκ και ήπιε μία γουλιά από την μπύρα του.

"Τον αδικείτε! Δεν μιλάει καν τόσο πολύ" τον υπερασπίστηκε η Ρίτα και ο Νίκολας έτεινε το χέρι του προς το μέρος της.

"Πες τα, για να μην τα λέω μόνος μου! Βλέπεις πώς μου φέρονται;" στράφηκε προς την Άριελ με ένα βλέμμα θλιμμένου κουταβιού και εκείνη ένευσε σε ένδειξη κατανόησης.

"Καημένο παιδί"

"Η Άριελ και η Ρίτα τουλάχιστον με υπερασπίζονται" ο Νίκολας ξαναγύρισε προς την Άλεξ.

"Και για ακόμα μία φορά θα φέρω στο τραπέζι την ημέρα που η Ρίτα είπε ότι ο ιδρώτας του Λάρυ είναι γοητευτικός" είπε η Άλεξ σφίγγοντας τα χείλη της και σηκώνοντας τα χέρια της σε παραίτηση.

Ο Λουκ με την Άριελ γέλασαν έντονα και ο Νίκολας έτριψε το μέτωπό του δήθεν παραιτημένος.

"Δεν είπα ποτέ γοητευτικός γοητευτικός!" προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της η Ρίτα.

"Το είπες" είπαν ο Λουκ, ο Νίκολας και η Άλεξ ταυτόχρονα και για ακόμα μία φορά σκάσανε όλοι στα γέλια.

"Όχι πάντως ειλικρινά, η Άλεξ έχει δίκιο. Η ατμόσφαιρα γύρω από την φωτιά παραείναι κατάλληλη για μία καλή ιστορία, για να την αφήσουμε ανεκμετάλλευτη!" είπε ο Λουκ και η Άλεξ σχημάτισε με το στόμα της την λέξη 'ευχαριστώ'.

"Η Άριελ λέει ιστορίες" είπε ο Νίκολας και όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν, ενώ η Άριελ γύρισε προς το μέρος του Νίκολας με ένα προειδοποιητικό βλέμμα.

"Αλήθεια;" αναφώνησε ο Λουκ.

"Έτσι μου είπε" απάντησε ο Νίκολας χαλαρά και η Άριελ συγκράτησε ένα έκπληκτο αναφώνημα.

Δεν σου το είπα για να το κάνεις βούκινο. σκέφτηκε από μέσα της και έσφιξε τα χείλη της.

"Τα παραλέει, εγώ δεν..." άρχισε η Άριελ, αλλά δεν πρόλαβε να πει περισσότερα.

"Τι ιστορίες;" ρώτησε η Άλεξ.

Η Άριελ δεν πήρε το εκνευρισμένο βλέμμα της από τον Νίκολας, καθώς απαντούσε.

"Φαντασίας κυρίως. Ήταν για κάτι παιδιά στα οποία έκανα μπέιμπι σίτινγκ, αλλά δεν είναι καν τόσο-" άρχισε να λέει με την ελπίδα να αποφύγει την κατεύθυνση, την οποία έπαιρνε η συζήτηση.

"Λατρεύουμε τις ιστορίες φαντασίας. Έτσι, Άλεξ;" ρώτησε ο Νίκολας, ακουμπώντας το πηγούνι του στην γροθιά του, σαν μικρό ενθουσιασμένο παιδί και η Άλεξ κατένευσε έντονα, καθώς κατάπινε μία ακόμα γουλιά από την μπύρα της.

"Έλα, σε παρακαλούμε. Όλα και κάποια θα θυμάσαι!" παρακάλεσε η Ρίτα και η Άριελ παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια, βλέποντας την επιμονή τους -την επιμονή του.

Δεν της είχε θυμίσει ποτέ περισσότερο τον Λεβάιθαν από όσο εκείνη την στιγμή.

Θυμόταν κάποια ιστορία; Ποια να έλεγε; Ήξερε πολλές. Ήξερε υπερβολικά πολλά παραμύθια, αλλά κανένα αρκετά καλά ώστε να μην ρεζιλέψει τον εαυτό της. Όχι. Ξαφνικά μία ιδέα της ήρθε, κόβοντας τις σκέψεις της σαν μαχαίρι. Ήξερε μία αρκετά καλά.

Το βλέμμα της συνάντησε κατά λάθος μία ακόμα φορά του Νίκολας, πριν πάρει μία βαθιά ανάσα. Γιατί όχι; Δεν έχω πει δυνατά αυτήν την ιστορία εδώ και αιώνες. Ποιος θα καταλάβει το οτιδήποτε; Και έτσι άρχισε να μιλάει.

"Μία φορά και έναν καιρό, υπήρχε ένας άγγελος που ερωτεύτηκε έναν δαίμονα..."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top